Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Απο 13.12.07 στους κινηματογραφους

Πέμπτη 13 Δεκέμβρη 2007


Έρχονται
οι Κλέφτες
του Μάκη Παπαδημητράτου
στους κινηματογράφους


Αθήνα
Μικρόκοσμος
Λ. Συγγρού 106, Φιξ (ΜΕΤΡΟ Συγγρού-Φιξ), 210-9215305.. Πάρκινγκ όπισθεν κιν/φου.
Ίλιον
Τροίας 34 και Πατησίων (στάση Αγγελοπούλου), (ΜΕΤΡΟ Βικτώρια)), 210-8810602.
Και στη
Θεσσαλονίκη αποκλειστικά στο :
Βακούρα
Ιωαννου Μιχαήλ 8 Πλατεία Ναβαρίνου τηλ 2310-233665


Η ταινία ΔΕΝ πηρε ΚΑΝΕΝΑ κρατικο βραβειο ποιότητας!!!

4 σχόλια:

Seven Films είπε...

Κλέφτες **
Κοινωνική κριτική παλαιάς κοπής
Της Μαριας Κατσουνακη από την Καθημερινή
Κοινωνική
Σκηνοθεσία: Μ. Παπαδημητράτος
Παίζουν: Βαγγ. Αλεξανδρής, Μ. Παπαδημητράτος, Μυρτώ Αλικάκη, Π. Λαγούτης, κ.ά.

Αυτήν τη φορά ο Μάκης Παπαδημητράτος έχει ορμή και διάθεση να αρθρώσει μια εικόνα της ελληνικής κοινωνίας. Να γυρίσει μια ταινία που να μην εξαντλείται στο γυμνασιακό χαβαλέ, όπως η προηγούμενη («Τσίου»), να ασχοληθεί μεθοδικά με το σενάριο, τους διαλόγους, τις ερμηνείες των ηθοποιών, την ατμόσφαιρα. Κατ' αρχάς, λοιπόν, ας αναγνωρίσουμε σοβαρές προθέσεις για ένα επόμενο βήμα.

Οι «Κλέφτες» ξεκινούν με χιούμορ για να καταγράψουν την ιστορία δύο μικροαπατεώνων που κλέβουν τόσα όσα χρειάζονται για να επιβιώνουν. Η επιθυμία να ταξιδέψουν στο Αμστερνταμ τους οδηγεί στο μεγάλο κόλπο. Σε βίλα γυναίκας μεγαλοδικηγόρου που συμβιώνει με χρηματιστή. Ζεύγος κοσμικόν και αρκούντως διεστραμμένο. Τη βραδιά που οι ιστορίες διασταυρώνονται, οι λαϊφσταϊλάτοι γκεμπελίσκοι έχουν «ναυλώσει» Ρωσίδα για κατ' οίκον «χρήση», αλλά την κακομεταχειρίζονται τόσο που η κοπέλα πεθαίνει. Ακούσιοι μάρτυρες του συμβάντος οι δύο κλέφτες. Εως εδώ ο Μ. Παπαδημητράτος ακολουθεί τη γραμμή Ταραντίνο με ικανές δόσεις ελληνικού «Σπιρτόκουτου» (του Γιάννη Οικονομίδη). Από την αποκάλυψη όμως και μετά το θρίλερ επιλέγει την κατεύθυνση Χάνεκε («Funny games»).

Προσπαθεί να γίνει σκοτεινό, δυσοίωνο, να φωτίσει τις απόκρυφες, φοβιστικές πλευρές της, κατ' επίφαση, «κανονικότητας». Ομως η κοινωνική κριτική της ταινίας θυμίζει παλιομοδίτικη μπροσούρα, κραυγάζει τόσο που καταλήγει γραφική, καρτουνίστικη. Ο Μ. Παπαδημητράτος στη δεύτερη κινηματογραφική του απόπειρα αποδεικνύει ότι έχει κινηματογραφικό βλέμμα και παρατηρητικότητα, αλλά αδέξια, ανεπεξέργαστα και σχηματικά. Βλέπει, θυμώνει, δεν μας πείθει όμως για κανένα από τα δύο.

Seven Films είπε...

Κώστας Ποτακίδης απο το www.avclub.gr

Σβήνουν τα φώτα.
[Και η ταινία ξεκινά . Οι δύο πρωταγωνιστές κλεφτρόνια της κακιάς ώρας με φιλότιμο οδεύουν προς τον τόπο εργασίας εντός ενός παλιού fiat 128 . Ο κανόνας τους είναι να κλέβουν μετρητά από σπίτια αλλά μόνο όσα τους χρειάζονται για τα βασικά έξοδα . το πολύ 300  την φορά. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγουν την καταγγελία των θυμάτων και σε περίπτωση σύλληψης θα έχουν και το ελαφρυντικό πως κέλευαν για να ζήσουν στην άτιμη αυτή κοινωνία . Ώσπου αποφασίζουν να χτυπήσουν σα μια έπαυλή κάνοντας την χοντρή μπάζα που θα τους οδηγήσει κατ ευθείαν στον παράδεισο του ¨μπάφου¨ το Amsterdam. Κάπου εκεί όμως τα πράγματα θα στραβώσουν όταν οι ιδιοκτήτες της έπαυλης ένα νεαρό και εκκεντρικό ζευγάρι επιστρέφει απρόσμενα στο σπίτι του και επιδίδεται σε ένα άκρος διατροφικό παιχνίδι για τρεις . Από το σημείο αυτό και μετά η κατάσταση παίρνει μια περίεργή τροπή για όλους .

Τα του σεναρίου
Από τις λίγες φορές που γέλασα με την ψυχή μου . Η ταινία ουσιαστικά αποτελείτε από δύο μέρη που παντρεύονται αρμονικά χωρίς το ένα να υπερισχύει του άλλου. Συγκεκριμένα πρόκειται για μια αυθόρμητη κωμωδία με τρομερές ατάκες και ένα ψυχολογικό καταπιεστικό θρίλερ. Ξεκινά με χαλαρούς ρυθμούς βάζοντας τον θεατή σε μια λογική ¨να παν να γ@ μ..θουν όλα και καταλήγει σε ¨Τους γ@μαμε όλους ¨ Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι ενώ η ταινία εναλλάσσει τους ρυθμούς της 3 φόρές και μια στο φινάλε σε καμία περίπτωση δεν κουράζει τον θεατή που ακόμα και σε σκηνές εγκλωβισμού συνεχίζει να χαμογελά . Στο σύνολό της η ταινία μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί σαν μαύρη κωμωδία η ακόμα και σαν κοινωνική σάτιρα και αυτό λόγο της έντονής αναφοράς της στις κοινωνικές τάξεις , την ξεφτίλα του glamourνεοπλουτισμού και το ρατσισμό . Ένα δύσκολο σενάριο που ξέρει να κρατά τις αποστάσεις και σέβεται τον θεατή . Μάλιστα φέρνει στο νου ταινία του Guy Ritchie αλλά και του Quentin Tarantino.

Τα της σκηνοθεσίας
Τυπική θα την χαρακτήριζα με κάποιες ευρηματικές αναλαμπές που όμως δεν κάνουν την διαφορά . Γυρισμένη εξ ολοκλήρου με HDκάμερα άλλες φορές προδίδουν την σχετική απειρία του σκηνοθέτη και άλλες δίνουν υποσχέσεις στον θεατή για ένα ελπιδοφόρο μέλλον . Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο καθώς τον πρωταρχικό ρόλο έχουν το σενάριο και οι ερμηνείες αλλά γι αυτές θα μιλήσουμε παρακάτω.

Οι παίχτες
Κι εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω.
Οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές ( κλέφτες) είναι αυτοί που κλέβουν την παράσταση . Νέοι , δροσεροί , γεμάτοι όρεξη για δουλειά και με σίγουρο μέλλον .

Ιδιαίτερα ο Βαγγέλης Αλεξανδρής που ενσαρκώνει τον μέσο άνεργο κουτοπόνηρου έλληνα που το μοναδικό του όνειρο είναι να ζει χωρίς να δουλεύει και ν απολαμβάνει τα απαραίτητα γι αυτόν ( γυναίκες- καταχρήσεις - μπάλα ) με τον καλύτερο και χαλαρότερο τρόπο. Είναι ο τύπος ¨όλα στʼ αρχ…α μας κάτι που το περνάει στο κοινό με χαρακτηριστική άνεση λες και δεν υποκρίνεται κάποιο ρόλο αλλά βρίσκεται ανάμεσα μας στο καφενείο , στο γήπεδο , στις διακοπές.

Ο Μάκης Παπαδημητράτος απ την άλλη σιγοντάρει σε ποιο χαλαρούς ρυθμούς και με συνεσταλμένο ύφος υποκύπτει στην προτροπή του συνεργάτη του για την μεγάλη μπάζα . Η Μυρτώ Αλικάκη υποδύεται την υστερική ιδιοκτήτρια της έπαυλης που μαζί με τον επιδεικτικό σύζυγο της θα μετατρέψουν το σκηνικό από ευχάριστο σε εφιαλτικό και αυτό χάριν της σεξουαλικής τους διαστροφής αλλά κι επειδή μπορούν κι έχουν την οικονομική άνεση να το πράξουν. Η μοναδική ου ένσταση είναι πως η Μυρτώ ήταν κάπως πλοίο θεατρική απ όσο θα έπρεπε στην ερμηνεία της που μπορεί αυτό στο σανίδι να είναι συν + , στο πανί όμως φαντάζει κάπως πομπώδη και υπερβολικό . Ίσος όμως να είμαι κι εγώ λίγο υπερβολικός .


Ο Πέτρος Λαγούτης συντελεί θετικά κι αυτός με την ερμηνεία του στην ταινία ως σύζυγος της Αλικάκη και με στιλ ωραιοπαθή και πετυχημένου νέου που δεν τον σταματάει τίποτα αρκεί αυτό να μην έχει οικονομική επιβάρυνση


Τέλος θα ήθελα να συγχαρώ όλο 5το TIMτης των ΚΛΕΦΤΏΝ που έδωσαν μια ένεση ζωής στο ελληνικό σινεμά και μακάρι να δούμε κι άλλες τέτοιες ελπιδοφόρες προσπάθειες στο μέλλον από νέους δημιουργούς .

Seven Films είπε...

Ελευθεροτυπια
Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ (venardu@enet.gr)

Με το βραβευμένο «Τσίου» του, τη χιουμοριστική ιστορία ενός πρεζονιού, που κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι και προβάλλεται και στο Ιντερνετ με πεντακόσιους θεατές ημερησίως, δημιούργησε θόρυβο. Τώρα, ο Μάκης Παπαδημητράτος, που ζει ως ηθοποιός, μας έδωσε την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του: τους «Κλέφτες» (στις αίθουσες από 13/12). Ξεκινώντας ανάλαφρα ως κωμωδία με δύο μικροκλεφτρόνια (Β. Αλεξανδρής και ο ίδιος), εξελίσσεται σε νατουραλιστικό δράμα, καθώς σε μια πιο φιλόδοξη μπούκα τους, οι δύο κλέφτες έρχονται αντιμέτωποι με μια αποτρόπαια σκηνή: το σεξουαλικό βασανισμό μιας αλλοδαπής πόρνης από ένα ζευγάρι πλούσιων διεφθαρμένων γιάπηδων (Μυρτώ Αλικάκη-Πέτρος Λαγούτης).

«Ηθελα το ζευγάρι αυτό να ξεφύγει από τους χαρακτήρες και να θυμίζει δύο αρχετυπικές μορφές εξουσίας και καταπίεσης, όπως αυτή του δεσμοφύλακα που βασανίζει τους φυλακισμένους ή του αστυνομικού που βασανίζει τους αλλοδαπούς. Συμβολίζει όμως και την καταπίεση της ανώτερης τάξης», μας είπε. «Αντίθετα στο πρόσωπο των δυο μικροκλεφτών βλέπω την εργατική τάξη, το μέσο άνθρωπο: αποπροσανατολισμένο, ολιγαρκή, χαμηλών τόνων...».

Το «Τσίου» ήταν πιο γκροτέσκ, εδώ όμως η βία στιγμές-στιγμές σοκάρει, αποτελώντας κι ένα έμμεσο σχόλιο στο τράφικινγκ. Σε αντίθεση με τους έκφυλους γιάπηδες η ξανθιά, όμορφη πόρνη εμφανίζεται με αγγελικό πρόσωπο. «Πιστεύω πως στην πραγματικότητα γίνονται ακόμα χειρότερα όργια. Δείτε τι βιντεάκια κυκλοφορούν».

Δυσκολεύτηκε να βρει χρηματοδότηση. Αν και είχε γράψει το σενάριο πριν από το «Τσίου», μόνο μετά κατάφερε να το γυρίσει, και πάλι με δυσκολία. «Στην ταινία αυτή έμπλεξα τα είδη, η αισθητική και το ύφος της ταινίας κάποια στιγμή αλλάζουν, και αυτό τους μπέρδευε. Κάποιοι μου έλεγαν να μειώσουμε τις ναρκωτικές ουσίες, να αλλάξουμε το φινάλε. Δεν είχε αρκετό σεξ, ούτε αληθινό γυμνό».

Με κοντό μούσι, σκουλαρικάκια στ' αφτιά και μια κορδέλα για να συγκρατεί το αρκετά μακρύ του μαλλί, ο Μ. Παπαδημητράτος που κινείται κυρίως στα Εξάρχεια, έχει μια εντελώς χαρακτηριστική εμφάνιση που με τίποτε δεν σε προϊδεάζει για την ευαισθησία που κρύβει: αρκεί η θύμηση μιας σκηνής από τα «Πέτρινα χρονια» του Βούλγαρη για να του δημιουργήσει μια αφοπλιστική συγκίνηση. «Και το παραμικρό ψήγμα εξέγερσης, ακόμα και σε μια άσχετη φαινομενικά ταινία, με κάνει να δακρύζω», λέει.

«Το σινεμά είναι ένα όπλο, μια μορφή αντίστασης».

Seven Films είπε...

ΚΛΕΦΤΕΣ
(Φέρτε τη ζωή μας πίσω)
Υπόθεση: Δυο κλεφτρόνια έχουν την καλή συνήθεια να παίρνουν μόνο μικροποσά από τα σπίτια στα οποία μπαίνουν κι αυτό το σύστημα τους γλυτώνει από τις βλαβερές συνέπειες των νόμων. Κάποια στιγμή όμως δεν αντέχουν άλλο, θέλουν να πιάσουν την καλή και να φύγουν στο Άμστερνταμ. Έτσι παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να μπουκάρουν σε ένα πλουσιόσπιτο και να τα σηκώσουν όλα. Για κακή τους τύχη πέφτουν ακριβώς στη βραδιά που εκεί γίνεται ένας φόνος. Άθελά τους λοιπόν μπλέκουν σε κάτι που θα βάλει σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους.

Πρότερος βίος: Ο Μάκης Παπαδημητράτος έφτιαξε πρόπερσι το «Τσίου». Μια ταινία με κωμικοτραγικό θέμα, ένα πρεζόνι που ψάχνει τη δόση του στην έρημη Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου. Η ταινία ξεχώρισε σαν την (ασεβέστατη) μύγα στο (πολυκαιρισμένο) γάλα του ελληνικού σινεμά. Εδώ τα αστεία τελειώνουν. Ο Παπαδημητράτος (και αναφέρομαι σ’ αυτόν γιατί είναι και σεναριογράφος και πρωταγωνιστής) παρουσιάζει αρχικά τα κλεφτρόνια με μια ανάλαφρη διάθεση, τα πράγματα όμως όσο κυλάει ο σεναριακός χρόνος σοβαρεύουν. Οι «Κλέφτες» δεν αστειεύονται καθόλου, δεν συνεισφέρουν στον γενικότερο χαβαλέ και αποκλείεται να δώσουν θέμα σε τηλεοπτικές χωματερές. Σε κάνουν να σκεφτείς για λίγο την κατάσταση των πραγμάτων, να αναλογιστείς σε ποια κοινωνία «εκτρέφονται» οι βασικοί του ήρωες και να παραδεχτείς τελικά ότι είναι απλώς οι άνθρωποι της διπλανής σου μεζονέτας.

Συγκριτικό τεστ: Αντίθετα από τον Οικονομίδη που η δυνατή κεντρική ιδέα της πρώτης ταινίας έγινε η μανιέρα της δεύτερης και ενώ ο Γιάνναρης δεν έφτασε ξανά τη δύναμη του «Από την άκρη της πόλης» (επιλέγω δυο νέους σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με «περιθωριακούς ήρωες») ο Παπαδημητράτος κάνει ένα βήμα παραπάνω από το «Τσίου». Ας ελπίσουμε να έχει την τύχη και το κουράγιο να συνεχίσει. Εξαιρετική η ερμηνεία της Μυρτώς Αλικάκη.

Τελευταία λέξη: Πολύ καλή για να την αγνοήσουμε.

Από το site:
http://www.hridanos.gr/index.php/volume12/biblio/20
Κριτική : Γρηγόρης Παπαδογιάννης