Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

ΜΟΝΓΚΟΛ (Μονγολ)

Монгол

Η ζωή είναι μια μάχη.
Αυτός που το καταλαβαίνει νωρίς, μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο.
Σκηνοθεσία: Sergei Bodrov
Σενάριο: Arif Aliyev, Sergei Bodrov
Παίζουν: Τadanobu Asano, Honglei Sun, Khulan Chuluun, Odnyam Odsuren, Amarbold Tuvinbayar, Bayartsetseg Erdenabat, Amadu Mamadakov, Ba Sen, Bu Ren
Διάρκεια: 120'
Είδος: Ιστορική Βιογραφία
Παραγωγή: CTB Film Co., Andreevskiy Flag Co. production, X-Filme Creative Pool, Kinofabrika
Διεθνής εκμετάλλευση: Beta Cinema, Μόναχο

Βραβεία / Υποψηφιότητες:

Βραβείο δεύτερου ανδρικού ρόλου για τον Honglei Sun στα Asian Film Awards.
6 Βραβεία ( καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, διεύθυνσης φωτογραφίας, καλλιτεχνικής διεύθυνσης, φωτογραφίας, ήχου,) στα βραβεία Nika (Nika awards, εθνικά κινηματογραφικά βραβεία στη Ρωσία)
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Las Vengas
Yποψηφιότητα του Καζακστάν για όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας για το 2008.

Η Ιστορία:
Δωδέκατος αιώνας μετά Χριστόν, κάπου στην έκταση που σήμερα ονομάζουμε Μογγολία: Στον κύκλο μιας φυλής νομάδων, η φρικτή δολοφονία του αρχηγού από έναν πολεμιστή μιας αντίπαλης φυλής αφήνει τον εννιάχρονο γιο του και διάδοχό του θύμα προδοσίας: ένας πολεμιστής της φυλής του παίρνει την εξουσία με τη βία και εξορίζει τον μικρό στην αφιλόξενη στέπα. Ο γιος επιβιώνει, παρά την καταδίωξη του προδότη, και γίνεται πολεμιστής. Θα επιστρέψει για να διεκδικήσει αυτά που του ανήκουν, αλλά και την καρδιά ενός κοριτσιού που πρόλαβε, παρά τη μικρή ηλικία του, να αγαπήσει. Ο άνθρωπος αυτός θα μείνει στην ιστορία ως Τζένγκις Χαν. Αυτά είναι τα πρώτα του γενναία βήματα στον κόσμο, που εξηγούν το πώς κατάφερε, στην πορεία να τον κατακτήσει.
Υπόθεση:
Στο 1172, ένα εννιάχρονο αγόρι με το όνομα Τεμουτζίν διασχίζει την παγωμένη, επίπεδη, αφιλόξενη στέπα μαζί με τον πατέρα του, Εσουγκέι, που είναι ο αρχηγός της φυλής, με άλλα λόγια, ένας Χαν. Συνοδεύονται από μερικούς ικανούς, γενναίους άντρες γιατί η αποστολή τους είναι ιδιαίτερης σημασίας. Οδηγούν τον μικρό Τεμουτζίν στην γη των Μερκίτ, για να τον κάνουν να διαλέξει μια σύζυγο από τα μικρά ακόμα κορίτσια της φυλής. Αυτός είναι και ο μόνος δρόμος για τη συμφιλίωση των δύο φυλών, που βρέθηκαν σε αντιπαλότητα από τότε που ο Εσουγκεί έκλεψε τη γυναίκα ενός στρατηγού για να την κάνει σύντροφό του -και στην πορεία και μητέρα των παιδιών του. Η τύχη όμως τα φέρνει αλλιώς. Καθώς περνούν το βράδυ σε ένα φιλικό καταυλισμό, ο μικρός γνωρίζει την Μπόρτε, ένα δεκάχρονο κορίτσι που θα σημαδέψει την υπόλοιπη ζωή του. Έχει ήδη αποφασίσει για τη μέλλουσα γυναίκα του. Όταν το κάνει γνωστό στον πατέρα του, αυτός χαίρεται για την αποφασιστικότητα του γιου του, αλλά δεν μπορεί να μην ανησυχεί πως αυτό θα εκτραχύνει τη σχέση μεταξύ των δύο φυλών. Και οι χειρότεροι φοβοι του επιβεβαιώνονται. Λίγο αργότερα θα δηλητηριαστεί θανάσιμα από έναν εχθρό του. Τα τελευταία του λόγια πριν ξεψυχησει αναθέτουν στον Τεμουτζίν, όπως το θέλει η παράδοση, την ηγεσία της φυλής.
Αυτή όμως δεν είναι παρά η αρχή μιας σειράς δεινών για το μικρό αγόρι. Ο Ταργκουτάι, ένας άλλος πολεμιστής, αντιτίθεται στη βούληση του αποθανώντος αρχηγού του και παίρνει την εξουσία από τα χέρια του. Ο Τεμουτζίν θα βρεθεί εξόριστος, μακριά από την οικογένειά του προκειμένου να επιζήσει, και περιπλανιέται μόνος, χωρίς άλογο, στις αχανείς εκτάσεις, καθώς οι εποχές αλλάζουν. Ένα πρωινό θα βρεθεί στα όρια του θανάτου. Ένα αγόρι θα τον βρει αναίσθητο στο χιόνι. Γίνονται αδερφοποιτοί. Ο Ταργκουτάι θα τον εντοπίσει. Θα τον κυνηγήσει και θα τον φυλακίσει. Παρά τα εμπόδια, θα δραπετεύσει και θα φύγει μακριά. Ο Ταργκουτάι θα βρίσκεται πάντα στο κατόπι του. Θα έχει γίνει όμως ένας πολεμιστής. Έτοιμος να πάρει πίσω αυτό που στερήθηκε. Έτοιμος να αναζητήσει την αγαπημένη του Μπόρτε και να αναμετρηθεί με τους εχθρούς του. Έτοιμος να ενώσει όλες τις φυλές των νομάδων και να γίνει ηγέτης. Έτοιμος να μείνει στην ιστορία ως Τζένγκις Χαν...

Η δήλωση του σκηνοθέτη:
«Μεγάλωσα στην Κομμουνιστική Ρωσία, όπου μαθαίναμε για τα κατορθώματα του Τζένγκις Χαν τα πρώτα χρόνια στο σχολείο. Η Ρωσία ήταν μία από τις πολλές χώρες που κατάκτησαν οι Μογγόλοι, όταν ο εγγονός του Τζέννγκις, Μπατού, εισέβαλε με το στρατό του. Παρέμεινε υπό μογγολικό ζυγό για πάνω από 200 χρόνια. Γι΄αυτό και στα βιβλία ιστορίας, σκιαγραφόταν σαν ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Ασφαλώς, τα βιβλία ήταν προϊόντα του καιρού τους, έτσι κι οι περιγραφές ήταν απαίσιες και απλοϊκές. Το 1990, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τον τίτλο «Ο θρύλος του γαλάζιου βέλους» που μιλούσε για τη δυναστεία των Χαν και για τους Τούρκους. Συγγραφέας ήταν ο περίφημος Ρώσος ιστορικός Lev Gumilev, που πλησίασε διαφορετικά το πρόσωπο, σαν μια χαρισματική προσωπικότητα, κι αυτό ήταν που μου έδωσε κίνητρο να ψάξω κι άλλο γαι το πρόσωπο που γεννήθηκε το 1162 ως Τεμουτζίν. Σχεδίαζα αυτή τη βιογραφία από το 2000. Ανέκαθεν με ενδιέφερε να επικεντρωθώ σε μια διάσημη προσωπικότητα και να κάνω τη δική μου έρευνα, το δικό μου “σκάψιμο”. Το να παίρνω ένα κλισέ και να βρίσκω τι συνέβη στην πραγματική ζωή. Θέλω να ξέρω: Αν αυτός είναι ο φρικτός άντρας που κατηγορείται πως σκότωσε εκατομμύρια, τότε πώς συνέβη; Πώς έγινε ο Τζένγκις Χαν; Τα παιδικά του χρόνια είναι πραγματικά άγνωστα. Και για μένα, αυτά υπήρξαν η βάση για να αναπτυχθεί μια τόσο σπουδαία προσωπικότητα. Ξόδεψα αρκετά χρόνια στο να ψάχνω υλικό, γιατί δεν υπάρχει βιβλιογραφία της εποχής για τους Μογγόλους. Το μόνο γραπτό που έχει διασωθεί είναι το «Η μυστική ιστορία των Μογγόλων, που γράφτηκε το 1227 από άγνωστο συγγραφέα. Θεωρούνταν χαμένο για αιώνες, ώσπου ανακαλύφθηκε το 19ο αιώνα στη Ρωσία. Αυτό που θα δείτε, λοιπόν δεν είναι μια συνηθισμένη saga».

Βιογραφικό του σκηνοθέτη:
O Σεργκέι Μποντρόφ έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1984. Γύρισε δεκατέσσερις ταινίεςς μέσα σε δέκα χρόνια, ώσπου το 1996 κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση με τη δραματική ταινία «Prisoner of the mountain» («Αιχμάλωτος του Καυκάσου» / Kavkazskiy plennik), που βασίστηκε σε ένα διήγημα του Λέων Τολστόι. Το φιλμ έκανε την πρεμιέρα του στις Κάνες, όπου και κέρδισε το Βραβείο Κοινού. Στην πορεία κέρδισε και πέντε βραβεία Νίκας, τα εθνικά κινηματογραφικά βραβεία της Ρωσίας, αλλά και υποψηφιότητες για ξενόγλωσσο όσκαρ και χρυσή σφαίρα καλύτερης ταινίας εκείνης της χρονιάς. Τελικά διακρίθηκε με τον τίτλο του καλύτερου σεναριογράφου στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά βραβεία. Οι πιο πρόσφατες δουλειές του είναι το ιστορικό έπος «Nomad», το ρομαντικό παραμύθι «Bear's kiss», το θρίλερ αγωνίας The «Quickie». Πέρα από τα σενάρια που έχει γράψει για δικές του ταινίες, έχει γράψει πάνω από είκοσι για σκηνοθέτες στη Ρωσία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Δίδαξε σκηνοθεσία στην Εθνική Κινηματογραφική σχολή της Μόσχας, το UCLA, το Πανεπιστήμιο της Νέας Ορλεάνης, κολέγιο του East Hampton και το πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη Ρωσία, το Καζακστάν και τις ΗΠΑ.

Διεθνή ΜΜΕ:
«To “Mongol” είναι ένα έπος, τόσο εκθαμβωτικό οπτικά, που θα έκανε περήφανους τους David Lean και Kurosawa». (Emanouel Levy, Emanuel Levy.com)

«Συναισθηματικά οικείο αλλά σε μεγάλη κλίμακα με το επικό κινηματογραφικό τοπίο να κυριαρχεί. Απλώς σπουδαίο». (Harry Knowles, Ain't it cool news)

«To “Mongol” επιδιεκνύει έναν περίτεχνο συνδυασμό τοπίων που κόβουν την ανάσα, εκθαμβωτική σκηνοθεσία, λουτρά αίματος και την καταγραφή μιας μοναδικής παράδοσης». (Alissa Simon, Variety)

«Κομψό, ψυχαγωγικό και πλούσιο σε καταπληκτικά κουστούμια και τοπία». (David Ansen, Newsweek)

Tips:
«Πέθανε, κι αυτό ήταν μεγάλη συμφορά, γιατί ήταν συνετός και σοφός». Αυτά σημείωσε ο Μάρκο Πόλο στα γραπτά του για το ταξίδι του στην έσχατη άκρη του κόσμου, για τον ηγέτη που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του δύο , εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Την απόλυτη σκληρότητα και την αμέριστη δικαιοσύνη. Κάτι που προοικονομούσε άλλωστε και το ίδιο του το όνομα: Τεμουτζίν, στη γλώσσα των Μογγόλων, σημαίνει « σιδηρουργός». Ταιριαστό όνομα και για έναν άνθρωπο που κατάφερε να ενώσει πάνω από 100 χιλιάδες ικανούς πολεμιστές, από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ασίας κάτω από μια ομπρέλα, ώστε να χτίσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία όλων των εποχών. Που κατόρθωσε να ενώσει σε ένα κράμα μια σειρά αντιθετικών στοιχείων. Δεν υπήρξε στράτευμα στην ιστορία της ανθρωπότητας που να σημείωσε τόσες νίκες. Δεν υπήρχε εχθρός στον οποίο να χαρίστηκε ο «Βασιλιάς Ωκεανός», όπως ξαναβαφτίστηκε ο Χαν. Η ισχύς του απλωνόταν από τη Σιβηρία ως την Ινδία, από τη Βαλκανική χερσόνησο ως τη σημερινή Κορέα, από τα Ουγγρικά οροπέδια ως το σημερινό Βιετνάμ. Δεν είναι όμως μόνο τα ποσοτικά μεγέθη που έμειναν στην ιστορία, αλλά η ποιότητα της διακυβέρνησής του. Κατάργησε τα βασανιστήρια, ενθάρρυνε τη θρησκευτική ελευθερία, επέβαλλε τη δημόσια παιδεία, εισήγαγε πολλές νέες τεχνολογίες, διάρθρωσε ένα δικό του σύστημα ελεύθερου εμπορίου. Αυτές οι ιδιαιτερότητες δεν θα μπορούσαν να αποτελούν απλώς προϊόν ενστίκτου. Είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής του ηγέτη που έβαλαν τις βάσεις για το γιγαντιαίο αυτό οικοδόμημα. Για τον άνθρωπο που κατεκτησε πάνω από το μισό του τότε γνωστού κόσμου, η πατρίδα στην οποία θα μπορούσε να επιστρέφει, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το μακρινό παρελθόν του: Πατρίδα, για άλλη μια φορά, είναι η παιδική ηλικία.
Και εκεί μπαίνει ο ρόλος μιας κινηματογραφικής βιογραφίας. Μακριά από κάθε διάθεση αγιοποίησης, να αποτυπώσει μια ανθρώπινη διάσταση πέρα και πάνω από το χρόνο και το χώρο. Στην περίπτωση του «Τζένγκις Χαν» του Σεργκέι Μποντρώφ, ο σκηνοθέτης διαισθάνεται πως δεν μπορεί να περιγράψει το μέγεθος της επιρροής του ηγέτη, αν δεν περιγράψει το ψυχικό του μεγαλείο και τις συγκυρίες στις οποίες είχε την ευκαιρία να το ξεδιπλώσει. Αυτό το, κατά τ' άλλα άυλο πεδίο, στην κινηματογραφική του εκδοχή μετατρέπεται σε ένα πεδίο απελευθέρωσης των αισθήσεων. Για το βλέμμα, που τέρπεται περισσότερο, η ένωση του ανθρώπου με το τοπίο της στέπας, είναι η απόλυτη ένωση του εφήμερου με το αιώνιο. Κάθε πλάνο πατάει στο ιστορικό παρόν και αναπνέει το μέλλον. Ακολουθώντας τη δομή ενός παραμυθιού, που αντλεί μαγεία από τα καθημερινά υλικά, ο σκηνοθέτης αφηγείται ένα έπος διαφορετικό, που εμπνέει δέος, αλλά μαζί και οικειότητα. Η βραχύβια αλλά έντονη σχέση του με τον πατέρα του, ο βαθύς του έρωτας για την πρώτη γυναίκα του (παρά ο γεγονός πως, όπως κάθε ηγέτης της εποχής, αριθμούσε δεκάδες συζύγους), η βαθιά του πίστη στην παράδοση και σε μια αίσθηση δικαιοσύνης που να ορίζει τις ζωές των ανθρώπων, αποδίδονται με λιτότητα και ένταση. Ο Μποντρώφ τελικά επιμένει σε μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση της ιστορίας, αλλά και του κινηματογραφικού μέσου. Και χτίζει μια φιγούρα που είναι επιτέλους, στη κυριολεξία της, «larger than life».

12 σχόλια:

Seven Films είπε...

12 αιώνας μ.Χ. κάπου στην έκταση που σήμερα ονομάζουμε Μογγολία. Στον κύκλο μιας φυλής νομάδων, ο εννιάχρονος γιος του φυλάρχου γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του πατέρα του από έναν πολεμιστή της φυλής. Ο πιτσιρικάς διαφεύγει στην αφιλόξενη στέπα, κατορθώνει να επιβιώσει και επιστρέφει ενήλικος, όντας πολεμιστής πια, να διεκδικήσει πίσω ότι του ανήκει: τον θρόνο του, αλλά και την καρδιά της κοπέλας που είχε επιλέξει να παντρευτεί λίγο πριν την φριχτή δολοφονία του πατέρα του.

Βίαιο έπος που αφηγείται τα πρώτα χρόνια της ζωής του Τζένγκις Χαν. Το αρχικό σχέδιο ήθελε το «Mongol» να αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα τον βίο του γνωστού πολέμαρχου, αλλά ο σκηνοθέτης Sergei Bodrov ('Ο Αιχμάλωτος του Καύκασου', «Nomad») δήλωσε πρόσφατα ότι το συνολικό project είναι στον αέρα..

Όσον αφορά το φιλμ καθεαυτό να δηλώσουμε καταρχήν ότι σε επίπεδο παραγωγής δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από ανάλογες αμερικανικές παραγωγές. Αυτό δεν είναι απαραίτητα θετικό όμως, γιατί πάσχει από τις ασθένειες που πλήττουν μια μεγάλη μερίδα αναλόγου ύφους Χολυγουντιανών παραγωγών. Πομπώδες στήσιμο, βαρύγδουποι διάλογοι, αμετροεπής επίδειξη τεστοστερόνης και γραφικές επικλήσεις σε αξίες όπως η ανδρεία και η περηφάνια.

Αν προσθέσουμε σε αυτά και τον μετριασμό της 'μοβόρας' πλευράς της προσωπικότητας του Τζένγκις Χαν, το τελικό αποτέλεσμα καθίσταται ακόμα πιο αδύναμο. Και μπορεί το φιλμ να είναι αρκούντως περιεκτικό σε θέαμα και ικανό να ξεγελάσει την πείνα των φαν των περιπετειών εποχής που είναι 'ριγμένοι' τον τελευταίο καιρό, αλλά είναι τόσο φειδωλό σε ουσία που είναι απορίας άξιον πως έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Oscar το 2008.
Γιάννης Βασιλείου www.cinenews.gr

Seven Films είπε...

Τον 13ο αιώνα, ο Τζέγκις Χαν κατέκτησε το μισό πλανήτη. Η αυτοκρατορία του ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η Ρωσία ζούσε κάτω από το ζυγό του για πάνω από 200 χρόνια. Ήταν ένας ατρόμητος πολεμιστής και βίαιος ηγέτης. Η ταινία αφηγείται τη διαδρομή και το χτίσιμο του μύθου του Τζέγκις Χαν, από τα τραυματικά παιδικά του χρόνια μέχρι την απαρχή της παντοδυναμίας του. Μικρό παιδί θα δει τον πατέρα του να πεθαίνει και την αγαπημένη του να απάγεται από εχθρική φυλή, ενώ ο ίδιος θα πουληθεί σαν σκλάβος. Ο Τεμουτζίν θα νιώσει ότι τα δεινά του δεν προκαλούνται τυχαία και σύντομα θα ανακαλύψει το πεπρωμένο του. Πρέπει να πολεμήσει για να σώσει την αγαπημένη του. Τώρα πια, ως Χαν, υπέρτατος άρχοντας, θα πρέπει να ενώσει όλες τις μογγολικές φυλές, να δημιουργήσει ένα έθνος και να οδηγήσει τους υπηκόους του σε ένα ασφαλές μέλλον.

Μια μεγαλοπρεπής στο νομαδικό παρελθόν της Ασία με το φακό του Σεργκέι Μποντρόφ, ο οποίος παρακολουθεί τον μικρό Τεμουτζίν, που είδε τον ηγέτη πατέρα του (Χαν κι εκείνος) να πεθαίνει από δηλητηριασμένο φαγητό, να μεταμορφώνεται μέσα από τις τραυματικές του περιπέτειες σε ένα σκληρό αυτοκράτορα, συνώνυμο της βίας και της αγριότητας. Η σκηνοθεσία είναι παλιομοδίτικα ακαδημαϊκή, ευθεία και αφηγηματική, με έμφαση στις σώμα με σώμα μάχες και την ενδοσκόπηση, αφομοιώνει δε οργανικά το αβανταδόρικο, αχανές τοπίο ως πεδίο δράσης και υπαρξιακής αναζήτησης του Τζέγκις Χαν, ο οποίος συχνά αναρωτιέται τι του επιφυλάσσει η μοίρα. Όπως επιβεβαιώνεται και στην προφητεία που ζητάει στην τελευταία σκηνή από το σοφό γέροντα, ο Χαν θα πάρει το μέλλον στα χέρια του και το γνωρίζει εκ των προτέρων, χωρίς να είναι σε θέση να το παραδεχθεί συνειδητά.

Η ταινία, που με τη σημαία του Καζακστάν, αν και μεγάλη συμπαραγωγή, έφτασε στην περσινή πεντάδα των ξενόγλωσσων Όσκαρ, αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που προφανώς θα καλύψει το βίο και τις πάμπολλες σφαγές που ενορχήστρωσε ο βασιλιάς του πλιάτσικου και της αρπαγής, πριν οι μογγολικές φυλές προσδιορίσουν βαθύτερα την πολιτισμική τους ταυτότητα και προσφέρουν επιτεύγματα στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ασίας, επηρεάζοντας τον πολιτισμό και τη θρησκεία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Lifo

Seven Films είπε...

Και μόνο το άκουσμα του ονόματος τού Genghis Khan αρκεί για να έρθουν στο μυαλό εικόνες επικών επελάσεων και αιματηρών μαχών καθοδηγούμενες από έναν αδίστακτο πολέμαρχο. Ποια γεγονότα διαμόρφωσαν αυτή την προσωπικότητα και τι ήταν αυτό που ώθησε τον ξακουστό μογγόλο στρατηλάτη να λεηλατήσει ολόκληρη την Ασία οραματιζόμενος την ένωση όλων των φυλών; Αυτό είναι και το βασικό ερώτημα που επιχειρεί να απαντήσει ο παλαίμαχος ρώσος σκηνοθέτης Sergei Bodrov στην ταινία «Mongol». Πράγματι, η κάμερα του Bodrov ακολουθεί τον Temudgin στις κακουχίες της νομαδικής ζωής, τις διάφορες περιπτώσεις αιχμαλωσίας, την ενηλικίωσή του και τις πρώτες μάχες που τον έφεραν στο προσκήνιο. Όμως, ο Bodrov δεν καταφέρνει να βρει τη χρυσή ισορροπία ανάμεσα στο θέαμα και την ουσία με αποτέλεσμα η ταινία να ρίχνει περισσότερο βάρος στην, ομολογουμένως, επιβλητική φωτογραφία των μογγολικών και καζακστανικών οροπεδίων και την εντυπωσιακή χορογραφία των βίαιων συγκρούσεων, αδυνατώντας να εντρυφήσει στην ψυχοσύνθεση του ήρωά του, όπως είχε κάνει με αριστουργηματικό τρόπο στον «Αιχμάλωτο του Καυκάσου» το 1996.

Σπύρος Θωμόπουλος www.flash.gr

Seven Films είπε...

Ρεσιτάλ φωτογραφίας

Όπως το «Κatyn» του Αντρζέι Βάιντα, μονοδιάστατη και μονόχορδη- για διαφορετικούς λόγους - και η επική ιστορική τοιχογραφία «Μongol», δηλαδή Μογγόλοι, τουτέστιν Τζένγκις Χαν. Το ρεσιτάλ φωτογραφίας είναι προϋπόθεση, όχι αυτοσκοπός και ουσία.

Από τον Σεργκέι Μποντρόφ, τον Ρώσο που έχει αφήσει μια ανεξίτηλη σφραγίδα με τον «Αιχμάλωτο του Καυκάσου». Μέχρι εκεί. Γιατί η υπερπαραγωγή απαιτεί τεράστια αποθέματα σκηνοθετικά και γιατί ο πήχυς, από τον Ζανγκ Γιμού του «Ήρωα» έχει ανέβει πολύ ψηλά. Για να το πω πιο απλά. Επί εκατόν είκοσι λεπτά μόνο φωτογραφία, στέπα, άλογα, βέλη, ακόντια, βία, μονομαχίες, μάχες και εξωτικές ιστορίες. Η πρόθεση σαφής από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο αυτής της διαδρομής. Να πουλήσουμε «άγρια, εξωτική, ομορφιά». Και ταυτόχρονα να αποθεώσουμε σαν ήρωα και αισθηματία με καρδιά μεγάλη τον Τζένγκις Χαν που για τους Δυτικούς είναι ταυτόσημος με τον Ασιάτη κανίβαλο. Έτσι η ταινία είναι διαρθρωμένη στην εξής απλή λογική. Μία σκηνή άγριας συμπλοκής όπου στο τέλος φυσικά ο Τιμουντζίν (το αληθινό όνομα του Τζένγκις Χαν) βγαίνει νικητής. Μία σκηνή όπου τα δίνει όλα για να ελευθερώσει από τους αιμοβόρους εσωτερικούς του εχθρούς τη μοναδική του αγάπη, μια καλλονή, εκπάγλου, εξωτικής ομορφιάς. Στα όρια του θρύλου όλα αυτά. Γιατί τα βέλη που τρώει ο Τζένγκις Χαν μπορούν να εξοντώσουν ολόκληρο τανκς. Πώς λέμε «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;». Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.

Με δυο λόγια: Το 1202 ένας πολεμιστής με το όνομα Τιμουντζίν ενώνει όλες τις φυλές των Μογγόλων και εφορμά να κατακτήσει την Οικουμένη από την Κίνα μέχρι την Ευρώπη. Έτσι έγινε Χαν (ας πούμε αυτοκράτωρ) κι έτσι έμεινε στην Ιστορία. Η ταινία αφηγείται τη διαδρομή του Τιμουντζίν από τα νεανικά του χρόνια, όταν ερωτευμένος με μια κούκλα, την Μπόρτε, πέφτει πάνω σε συνωμοσίες αντιπάλων του από φυλές βαρβάρων της Μογγολίας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ ΤΑ ΝΕΑ

Seven Films είπε...

Εντυπωσιακά τοπία, μεγαλοπρεπή πλάνα, εντυπωσιακές σκηνές μαχών και μια ιστορία που ακολουθεί τη ζωή του διασημότερου Μογγόλου της ιστορίας Τζέκινς Χαν συνθέτουν τη ραχοκοκαλιά αυτής της συχνά θεαματικής, αλλά εν τέλει ανέμπνευστης επικής βιογραφίας. Από τις ερμηνείες μέχρι τα πάντα είναι τουλάχιστον ικανοποιητικά, το θέαμα βρίσκεται πάντα στο στόχαστρο του σκηνοθέτη Σεργκέι Μποντρόφ και το φιλμ παρακολουθείται δίχως να κουράζει παρά τη μεγάλη του διάρκεια, εν τούτοις όλα μοιάζουν τυπικά, γνώριμα και ξαναϊδωμένα, δίχως την πνοή μιας αληθινά σπουδαίας ταινίας που θα έδινε τον αέρα του μεγαλειώδους σε αυτό που τώρα παραμένει ένα απλώς χορταστικό θέαμα.

Γιώργος Κορωναίος Ποντίκι Art

Seven Films είπε...

Tο σενάριο παραθέτει αποσπασματικά φάσεις από τη ζωή του, χωρίς καμιά έγνοια να μας εξηγηθεί πώς το ένα έφερε το άλλο. Έστω. Αλλά τότε θα έπρεπε η συνοχή να αφορά την προσωπικότητά του. Ούτε αυτό συμβαίνει με μόνη εξαίρεση το ότι γίνεται φανερή μια έμφυτη ροπή του προς τον αυτοκαθορισμό, κάτι σπάνιο σε παραδοσιακές κοινωνίες. Ενώ στην κουλτούρα αυτών των άγριων πολεμιστών-νομάδων η σύζυγος ήταν εργαλείο δευτερεύουσας σημασίας π.χ. σε σύγκριση με ένα καλό άλογο, ο Τεμουτζίν ανατρέπει πολλά σε αποφάσεις και τακτικές προκειμένου να διεκδικήσει και διατηρήσει την εκλεκτή του. Το πώς όμως κατέληξε να οραματισθεί μια ένωση των μογγολικών φύλων, δηλαδή το σπουδαιότερο, δεν εξετάζεται ούτε μια στάλα. Όσο για μάχες, κουστούμια, φωτογραφία κ.λπ., έχουμε δει και καλύτερα.
ΧΑΡΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ EXODOS

Seven Films είπε...

Αχ, αυτός ο δραχμολάτρης, ο δραχμοφονιάς Ερμής! Αχ, αυτό το δολοφονικό εμπόριο! Είναι τόσο καταστροφικό που δε λυπάται ούτε τους ανθρώπινους κόπους ούτε το ανθρώπινο ταλέντο! Στο βωμό του εισιτηρίου παίρνει σκηνοθέτες, όπως τον πολύ καλό Ρώσο δημιουργό Σεργκέι Μποντρόφ και το επιτελείο του και τους μετατρέπει σε συνηθισμένους διεκπεραιωτές, σε οποιουσδήποτε κινηματογραφιστές της σειράς. Τους μεταπλάθει σε «Ρόσογουντ» (από το ινδικό Bollywood).

Ωστόσο τα χαρίσματα και η κουλτούρα, προπαντός η κουλτούρα, θέλοντας λες να πάρουν εκδίκηση, δεν κρύβονται (ο Μποντρόφ γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στη Σοβιετική Ενωση)! Ετσι στη χολιγουντιανή ρώσικη ταινία «Mongol» («Μογγόλος») υπάρχουν στιγμές, πολλές στιγμές, που και ο ανθρώπινος κόπος και το ανθρώπινο ταλέντο ξεφεύγουν από τους εμπόρους και βγαίνουν ατόφιες και εκδικητικές στο πανί! Τότε στη θέση της διεκπεραίωσης έρχεται η καλλιτεχνική πληρότητα, η ομορφιά και η ωφελιμότητα. Και φωνάζεις, ζήτω η τέχνη! Μια τέχνη που παραπέμπει σε άλλες πιο ανθρώπινες και δημιουργικές σχολές (σοβιετική σχολή).

Η ταινία με φτιαχτό (παραμυθένιο) τρόπο, με διήγηση δυτικού κλασικού εικονογραφημένου (ψεύτικη), παρακολουθεί τη ζωή του περίφημου, για τους Μογγόλους ιδιαίτερα, Τζένγκις Χαν, από την πολύ μικρή του ηλικία μέχρι που ένωσε τους Μογγόλους σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο έθνος! Η πραγματική, ωστόσο, πορεία του Τζένγκις Χαν, δεν έχει καμία ανάγκη ψευτιάς για να προκαλέσει το ενδιαφέρον! Τα επιτεύγματα αυτού του ανθρώπου, αλλά και τους αγώνες και αγωνίες των ανθρώπων της εποχής, τα κατέγραψε με πολύ μεγάλο σεβασμό η Ιστορία.

Δυστυχώς το «Ρόσογουντ», η νέα... ελεύθερη τάση του σημερινού «ελεύθερου» ρώσικου κινηματογράφου, δε στάθηκε στα πραγματικά γεγονότα, όπως θα έκανε ο σοβιετικός κινηματογράφος και η ταινία, στερούμενη ιστορικής διαλεκτικής ματιάς και σκέψης, δεν έχει πραγματική και γνήσια αξία. Μόνο από σπόντα ο θεατής θα καταλάβει τις κοινωνικές ανάγκες και τις κοινωνικές αγωνίες που γέννησαν τον Τζένγκις Χαν, που ένωσε σε ένα ενιαίο έθνος τους Μογγόλους. Πουθενά δε φάνηκε η αλήθεια. Οτι, δηλαδή, ο χρόνος, οι ανάγκες και η αλλαγή στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, γέννησαν τον Τζένγκις Χαν, ο οποίος, με τη σειρά του, στάθηκε ικανός και τίμιος απέναντι στο χώρο, το χρόνο και στις απαιτήσεις!

Τι μένει από την ταινία; Πολλά! Μένουν εξαιρετικές εικαστικές εικόνες. Μένει η μουσική. Τα πολύχρωμα κοστούμια. Τα κοσμήματα, που μοιάζουν με τα δικά μας ηπειρώτικα. Μένει το μοναδικό τοπίο. Τα πρόσωπα. Προπαντός τα πρόσωπα! Μένουν οι μάχες, που παρότι είναι βίαιες, διατηρούν μια εικαστική ηθική και δύναμη, που τις μετατρέπει σε πίνακες μεγάλων ζωγράφων (είδα παρόμοιους πίνακες σε σοβιετικά μουσεία, αλλά και σε μουσεία άλλων χωρών). Μένει ακόμα το «εξωτικό» της υπόθεσης. Μένουν οι ματιές, οι σιωπές και οι χειρονομίες. Μένουν πολλά που αξίζει κανείς να δει.

ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Seven Films είπε...

ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟΥ ΟΣΚΑΡ ΓΙ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΤΥΠΙΚΗ, ΘΕΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΝ, ΑΛΛΑ ΑΚΡΩΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΕΠΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΠΟΧΗΣ, ΟΜΩΣ Ο ΜΠΟΝΤΡΟΦ ΔΕΝ ΒΑΖΕΙ ΠΟΤΕ ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΧΛΙΑΡΟ ΣΤΟΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟΥ ΗΓΕΤΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΕΙΤΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΠΛΟΪΚΑ.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΤΣΗΣ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ

Seven Films είπε...

Το πολυβραβευμένο Mongol, ανάμεσα και στις περσινές ξενόγλωσσες υποψηφιότητες της Ακαδημίας, καλείται να ξεδιπλώσει την "ανατολή" της ζωής του σπουδαίου πολεμιστή Τζένγκις Χαν. Πίσω από την κάμερα βρίσκεται ο Sergei Bodrov, που μας επιφυλάσσει μια διαφορετική, πιο ανθρώπινη, προσέγγιση στον ήρωα του.


Γύρω στον 13ο αιώνα, παρακολουθούμε την παιδική ηλικία του Temudjin, που η μοίρα του θα τον αναγορεύσει ως τον άνθρωπο που θα ενώσει τις πολυάριθμες στρατιές των Μογγόλων, και η ιστορία θα τον βαφτίσει με το οικειότερο Τζενγκις Χαν. Ύστερα από τη σχεδιασμένη δολοφονία του πατέρα του, ο Temudjin γίνεται στόχος των πολεμιστών που φιλοδοξούν να κατακτήσουν το αξίωμα του Χαν. Ο Temudjin, αφού αντιμετωπίζει το σκόπελο πολυάριθμων δοκιμασιών, καταφέρνει αυτοεξόριστος να επιβιώσει των πολιορκητών του. Παράλληλα, συμβιώνοντας με την αναγκαστικά μοναχική μοίρα του, αναπτύσσει ξεχωριστές πολεμικές ικανότητες. Ενώ ταυτόχρονα, κόντρα στις παραδόσεις του τόπου, παντρεύεται και χτίζει τη ζωή του γύρω από την εκλεκτή της καρδιάς του. Θα υποστεί φοβερές δοκιμασίες στον μακρύ δρόμο για τη δόξα, με αποκορύφωμα τα ατιμωτικά χρόνια της σκλαβιάς. Αλλά θα αντεπεξέλθει χάρις τα αποθέματα και την βαθύτητα του πνεύματος του, όπως αυτό σκιαγραφείται, και την καταλυτική βοήθεια της συζύγου του.


Δεδομένου της χρονολογικής, αλλά και της πολιτισμικής μας απόστασης, θα περιμέναμε την αφήγηση αυτού του θρύλου εξαιρετικά δυσανάγνωστη. Αντιθέτως όμως, ο Sergei Bodrov, χρησιμοποιώντας οικίες παραστάσεις στον Δυτικό πολιτισμό, και παίζοντας με τις παραδόσεις και τα έθιμα όπως ακριβώς μας έχουν αποκαλυφθεί επανειλημμένως, θα καταστήσει την ταινία του εξαιρετικά ευανάγνωστη στο μέσο θεατή. Έθιμα και παραδόσεις που εμφανίζονται ελαχίστως παραλλαγμένα, έτσι ώστε απλά να τρίβονται, ανεπαίσθητα, τα ιμάτια του χθες με του σήμερα. Άλλωστε όλη η θεματική της ακολουθεί τη "συνταγή". Το Mongol αγαπάει τον ήρωα του -δεν το κρύβει- και αφηγείται την Οδύσσεια του με ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο. Δίνει ιδιαίτερο βάρος στις ανθρώπινες σχέσεις και στις εύθραυστες και καιροσκοπικές φιλίες. Είναι προικισμένο με συναίσθημα, που αντλείται από την ιδανική σύζευξη των δύο φύλων, στην καρδιά μάλιστα μιας απαγορευτικής εποχής. Και τέλος, δε χάνει ευκαιρία μα ηθικολογεί ενάντια στο "κακό", που μοιάζει να συντροφεύει αναπόσπαστα τα έμφυτα ανθρώπινα ένστικτα.


Έτσι το Mongol, μέσα και από τις επικές διαστάσεις του, αναμένεται να γίνει ιδιαιτέρως αρεστό. Καλλιτεχνικά, επιφυλάσσει αψεγάδιαστου κάλους εικόνες. Όλα τα ανοιχτά πλάνα αποτελούν μια ξεχωριστή ωδή στη Φύση. Η πλοκή, είτε μέσω της ψυχογράφησης, είτε της δράσης σε κρατάει ζεστό. Ενώ υπάρχει και ένα εξαιρετικό soundtrak, ταιριαστό με την απλοϊκή εικόνα του θεατή για την Ανατολή. Τίποτα όμως δεν κάνει την ταινία αυτή να ξεχωρίζει απ' όσα έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Η οποία αυτοπεριορίζεται τελικά, ως μια συμβατική αφήγηση του θρύλου που καλείται Τζένγκις Χαν. Το Mongol δεν διαφέρει απ' τα κινηματογραφικά υβρίδια του καιρού μας. Ακροβατώντας ανάμεσα στις φανερές καλλιτεχνικές του αξιώσεις, αλλά και στην ακόρεστη επιδίωξη της κατάκτησης του "μεγάλου" ποσοτικά κοινού.
Βαθμολογία 6/10

Αναρτήθηκε από kioy

http://cine-theasi.blogspot.com/

Seven Films είπε...

Τα νεανικά χρόνια του Τζένγκις Χαν σε μια επική περιπέτεια, που ξεχωρίζει για τις έξοχες, δοσμένες με ωμό ρεαλισμό σκηνές μαχών της.

Την ιστορία -ή, πιο σωστά, τα νεανικά χρόνια- της ζωής του Τζένγκις Χαν μέσα από μια επική, εικαστικά εντυπωσιακή περιπέτεια, παρουσιάζει ο Ρώσος σκηνοθέτης στη βραβευμένη σε διάφορα φεστιβάλ και υποψήφια για το ξενόγλωσσο Οσκαρ, ταινία του «Μογκόλ». Η ταινία ακολουθεί τον νεαρό πολεμιστή Τεμούτζιν, πριν ακόμη γίνει ο περιβόητος Τζένγκις Χαν (στον ρόλο ο Ιάπωνας ηθοποιός Ταντανόμπου Ασάνο), από 9 χρονών ώς τα νεανικά του χρόνια, όταν επικεφαλής των ορδών του αποφασίζει πως οι Μογγόλοι χρειάζεται να ενωθούν κάτω από έναν αρχηγό - τη ζωή του Τζένγκις Χαν ο σκηνοθέτης σχεδιάζει να καλύψει στις επόμενες δύο ταινίες μιας τριλογίας.

Η ταινία εστιάζεται στις συγκρούσεις, τις αιματηρές μάχες και τις διάφορες άλλες περιπέτειες που αντιμετωπίζει ο Τεμούτζιν, παρουσιάζοντάς τον ως εκσυγχρονιστή και άνθρωπο που κατάφερε να ενώσει αντίπαλες φυλές. Χωρίς να παραμερίζει την καταγραφή εθνογραφικών και άλλων στοιχείων από τη ζωή των Μογγόλων, ενώ ταυτόχρονα εξιστορεί και τη σχέση του ήρωά του με τη γυναίκα του, Μπόρτε, που του παραστέκεται και συχνά τον σώζει από τα διάφορα δεινά του. Εκείνο όμως που κυριαρχεί είναι η αυθεντικότητα και ο ωμός ρεαλισμός των σκηνών, στοιχεία που ξεπερνούν σε δύναμη και γλαφυρότητα παρόμοιες επικές ταινίες του Χόλιγουντ.

ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Seven Films είπε...

Πλούσια επική περιπέτεια, που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από τις ταινίες του Χόλιγουντ. Οι μάχες, καλογυρισμένες με αρκετά ψηφιακά εφέ, θυμίζουν λίγο την ταινία, σημείο αναφοράς "300" στο είδος.

Ο Τζέγκις Χαν από την πλευρά ενός μεγαλόψυχου στρατοκράτη με βαθιά πίστη στην τιμή και την ανδρεία. Η ταινία δείχνει επιδερμικά το πως ανδρώθηκε και κατάφερε να γίνει ο απόλυτος Χαν των Στεπών της Μογγολίας. Ο Ρώσος σκηνοθέτης Σεργκέι Μποντρόφ, δεν κρύβει την συμπάθειά του στον ήρωα, που τον "εγκαταλείπει", στην ταινία , την στιγμή που ολοκληρώνει την θριαμβευτική του νίκη απέναντι σε κάθε ανταγωνιστή (τον αδερφό του, τον πο σκληρό απ' όλους, τον αφήνει ελεύθερο) και γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος της Μογγολίας. Τον βλέπει περίπου σαν τον Μεγαλέξανδρο της Στέπας. Έναν εκπολιτιστή, όχι βάρβαρο, όπως είναι γνωστός στη Δύση. "Τον αγιοποιεί" κατά μία έννοια, χωρίς να του προσάπτει άδικο και κρίμα, στην "μισή" αυτή βιογραφική ταινία που δεν ξεφεύγει καθόλου από τα αυστηρά πλαίσια μιας ακαδημαϊκής, συμβατικής ταινίας. Αλλά, τελικώς αυτή η "συντηρητική", απλοϊκή και προπαγανδιστική αφήγηση ταιριάζει απόλυτα για να αποδώσει πιστά το μεγαλείο του Τεμουτζίν, Χαν των φυλών της Μογγολίας.

Σαν παραγωγή, εκτός από άρτια, είναι κι εντυπωσιακή εικαστικά σαν κομψοτέχνημα, για το στήσιμό της, στα σκηνικά και τα κοστούμια ενώ έχει ένα επιπλέον προσόν: να την παρακολουθείς με ενδιαφέρον σε όλη την διάρκεια, χωρίς να κουράζει παρά τα στερεότυπα και την προβλεψιμότητα του σεναρίου. Τίμια στο είδος της επικής περιπέτειας, τελειώνει, τη στιγμή της εδραίωσης της παντοδυναμίας και θα επιστρέψει με τη συνέχειά του σε λίγα χρόνια, αφού μάλλον το έργο θα ολοκληρωθεί σε μορφή τριλογίας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του σκηνοθέτη. Εάν σας αρέσουν οι βιογραφίες των μεγάλων και "επιφανών αντρών", προτείνεται ανεπιφύλακτα. Θα χορτάσετε θέαμα, θα βρείτε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στην εξέλιξη, και σ΄ένα δεύτερο βαθύτερο επίπεδο, περισσότερα μηνύματα, συμβολισμούς και αλληγορίες για το νόημα της εξουσίας, την τιμιότητα των αγώνων και του "σκοπού που αγιάζει τα μέσα". Πολλές ίντριγκες δεν υπάρχουν, αλλά είναι σωστά δομημένη, μοιράζοντας ισόποσα, τη διάρκεια των πολεμικών μαχών και των νομαδικών σκηνών προετοιμασίας τους, με ρυθμό και ένταση. Η προσδοκία της τελικής μάχης χτίζεται από το πλάσιμο των δύο χαρακτήρων, που θα έρθουν αντιμέτωποι. Και ο Ασάνο πείθει ως Τζέγκις Χαν. Ελάχιστες ταινίες επικού περιεχομένου έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τα κλισέ και την ανία που προκαλούν. Μία από αυτές τις εξαιρέσεις είναι και το ΜΟΝΓΚΟΛ...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΟΣ www.myfilm.gr

Seven Films είπε...

Ο Mongol (2007) του Sergei Bodrov κατά κύριο λόγο σε κάνει να εκτιμάς απεριόριστα τον Alexander (2004) του Oliver Stone, όντας ακραία αποσπασματικός και ανεξέλεγκτα campy, όσο περνάει η ώρα. Στα χαρτιά, το πρώτο μέρος μιας φιλόδοξης τριλογίας για τον ιδρυτή της δεύτερης μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης, ψάχνει μια σχετική ιστορική ακρίβεια, και σχηματίζει τον χαρακτήρα μέσα από διαδοχικούς κύκλους αντίδρασης στην επαναλαμβανόμενη βαρβαρότητα της εποχής και της περιοχής. Στη πραγματικότητα, οι κύκλοι χτίζονται αργοπορημένα και κλείνουν απότομα, καταφεύγοντας σε θεϊκές παρεμβάσεις (χωρίς πλάκα) αδιευκρίνιστης πίστης και υπεράνθρωπες δυνάμεις αδιευκρίνιστης προέλευσης. Κι εκεί που με τα πολλά πας για ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, ο Genghis Khan παρατάει γυναίκα και παιδιά που έφαγε όλη τη ταινία για να μαζέψει, σε μηδέν χρόνο (κυριολεκτικά) ενώνει τους μισούς Μογγόλους απέναντι στους άλλους μισούς, στέλνει καμιά κατοστή να σφαχτούν για το trailer, και κατακεραυνώνει (κυριολεκτικά) τους υπόλοιπους. Το ότι αυτή η ιμπρεσιονιστική παραγγελιά Καζάκων και Μογγόλων μεγαλοχρηματοδοτών βλέπεται και με το παραπάνω, στα σοβαρά αντί σα συνέχεια του Borat (2006), μάλλον αποδίδεται στον (κληθέντα να σώσει και το ακόμα καζακστανικότερο Nomad (2005)) σκηνοθέτη και τους διευθυντές φωτογραφίας του, οι οποίοι μαζί και συγκριτικά κάνουν τον Sir David Lean να μοιάζει Roland Emmerich. Και στον υπεράνετο, ως.. Γιαπωνέζο, πρωταγωνιστή, και στην υπερανετότερη, ως.. Μογγόλα, πρωταγωνίστρια.
www.mftm.blogspot.com