Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

MONGOL AvantPremiere


Τη Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου στις 11 το βράδυ στο ΑΑΒΟΡΑ, Ιπποκράτους 180.

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009

TO KYMA The Wave Die Welle Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ & ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ




Οι νικητές του διαγωνισμού
«όλοι μαζί όμοιοι – διαφορετικοί»,
που διοργάνωσε το
Goethe-Institut Athen σε συνεργασία με την εταιρεία διανομής κινηματογραφικών ταινιών SEVEN FILMS και την ευγενική χορηγία της Lufthansa με αφορμή την ταινία ΤΟ ΚΥΜΑ(Die Welle)

Ο διαγωνισμός πραγματοποιήθηκε από το Σεπτέμβριο του 2008 μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2009.
Η κριτική επιτροπή εξέτασε με μεγάλη προσοχή τα 28 έργα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του διαγωνισμού και είναι αλήθεια πως υπήρξαν πολλές και αξιόλογες συμμετοχές.

Βραβείο για συμμετέχοντες κάτω των 18 ετών

H επιτροπή κατέληξε στη βράβευση του συλλογικού έργου της Α΄τάξης του Β΄Λυκείου Αρσακείου, διότι οι δημιουργοί του έδειξαν ότι αντιλήφθηκαν το νόημα της ταινίας, και επιπλέον, απέδωσαν τις εντυπώσεις τους με πρωτοτυπία, φρεσκάδα, και χιούμορ.
Οι δημιουργοί:
Μαρία-Βασιλική Αλεξανδρή, Βίκυ Βένιου, Ιζαβέλλα Βουλγαρέλλη, Λήδα Γεωργιάδη, Υβόννη Ουζουνίτη, Εύα Σαραφιανού, Ρωμανός Σκιαδάς, Νίκος Χρύσης .
Τα παιδιά αποφάσισαν ότι σε περίπτωση που επιλεγεί το έργο τους, το βραβείο θα πάρει η Υβόννη Ουζουνίτη.

Βραβείο για συμμετέχοντες άνω των 18 ετών
Η επιτροπή κατέληξε στη βράβευση του έργου της Κρυσταλλίας Ψημμένου παμψηφεί, διότι με λιτότητα, αμεσότητα και ειλικρίνεια έδωσε τη διαδικασία ωρίμανσης και αποδοχής του διαφορετικού στην καθημερινή ζωή. Το έργο, με εντυπωσιακό συνδυασμό εικόνας και κειμένου, αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα εικαστική πρόταση και ταυτόχρονα μεταφέρει δυναμικά το νόημα της ταινίας σε μια άλλη μορφή τέχνης.

Το κείμενο:


«Μας λένε Κρυσταλλία και Λουντμίλα.
Είμαστε περίπου στην ίδια ηλικία.
Χωρισμένες και ξαναπαντρεμένες.
Η μια έχει δυο παιδιά, η άλλη ένα.
Η μια είναι χειροτέχνης, η άλλη οινολόγος.
Η μία μένει στην Αγ. Παρασκευή, η άλλη στο Μενίδι.
Η μια γεννήθηκε στην Ελλάδα, η άλλη στη Μολδαβία.
Η «άλλη» καθαρίζει το σπίτι και σιδερώνει τα ρούχα της «μιας» δυο φορές το μήνα.
Μια μέρα φωτογραφίσαμε η μια την άλλη.
Μας λένε Κρυσταλλία και Λουντμίλα.
Λουντμίλα και Κρυσταλλία.
Είμαστε περίπου στην ίδια ηλικία.»

Ευχαριστούμε όλους όσους συμμετείχαν.
Συγχαρητήρια στους νικητές!
Η επιτροπή: Γκάμπυ Γραμμένου Τέλλος Φίλης Νατάσσα Χασιώτη

Τα βραβεία δόθηκαν στους νικητές στον «Μικροκόσμοs Film Center» το Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Ασε το Κακό να μπεί ( Låt den rätte komma in )

Låt den rätte komma in
(Let the Right One In)





Σκηνοθεσία: Tomas Alfredson
Σενάριο: John Ajvide Lindqvist
Παίζουν: Kåre Hedebrant, Lina Leandersson, Per Ragnar, Henrik Dahl, Karin Bergquist, Peter Carlberg, Ika Nord, Mikael Rahm, Karl-Robert Lindgren
Διάρκεια: 114'
Γλώσσα: Σουηδικά
Είδος: Φανταστικό / Τρόμου / Love story
Τεχνικά χαρακτηριστικά: 35mm, 1:2.35, Dolby SRD
Παραγωγή: EFTI, Filmpool Nord, Sandrew Metronome, Distribution Sveirge, SVT, Chimney Pot, Fido Film, Ljudligan, WAG
Διεθνής εκμετάλλευση: Bavaria Films International

Βραβεία - Διακρίσεις :

Βραβείο κοινού στο Toronto After Dark Film Festival
Καλύτερη ταινία μυθοπλασίας στο Tribeca Film Festival
Βραβείο κοινού στο Woodstock Film Festival



Bραβείo Διασκευασμένου Σεναρίου από την Online Film Critics Society
Βραβείο Ξενόγλωσσης ταινίας απο την Online Film Critics Society
Βραβείο Σκηνοθεσίας από την Online Film Critics Society
Βραβείο Α Γυναικείου Ρόλου απο την Online Film Critics Society
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Ουάσιγκτον
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Southeastern
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Σικάγο
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Οκλαχόμα
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Οστιν
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Φοίνιξ
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Φλόριντα
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Νέας Υόρκης
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Σαν Φραντζίσκο
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Τορόντο
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Βοστώνης
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Σαν Ντιέγκο
Βραβείο υποσχόμενου σκηνοθέτη από την Ένωση κριτικών του Σικάγο
Βραβεία Καλύτερης ταινίας και φωτογραφίας στο Göteborg Film Festival
Βραβείο Κριτικών στο Edinburgh International Film Festival
Και άλλα 6 βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ του φανταστικού κινηματογράφου




Σύνοψη:

Ο Όσκαρ είναι δώδεκα χρονών και μεγαλώνει στη Σουηδία το 1982. Είναι παιδί χωρισμένων γονιών, μεγαλώνει μαζί με τη μητέρα του, βλέπει σπάνια τον πατέρα του, που μοιάζει να μην ενδιαφέρεται και τόσο για την ανατροφή του, στο σχολείο είναι δακτυλοδεικτούμενος και γίνεται εύκολος στόχος για τους συμμαθητές του που εκτονώνονται βίαια πάνω του. Ο Όσκαρ κλείνεται στον εαυτό του και μαζεύει την οργή του. Τα πράγματα όμως αλλάζουν, όταν γνωρίζει το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Η Έλι, συνομήλική του είναι απόμακρη, μοναχική κι ενδιαφέρουσα, τον ακούει και περνά ώρες μαζί του. Μοιράζονται πια κάτι σημαντικό. Και μια λεπτομέρεια: Ο Όσκαρ καταλαβαίνει γρήγορα πως η Έλι είναι... βαμπίρ, που ευθύνεται για μια σειρά μυστήριων φόνων στην περιοχή.




Για την Ιστορία:
Η ταινία είναι μια μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του John Ajvide Lindqvist, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Σουηδία το 2004. Ο ασυνήθιστος συνδυασμός στοιχείων ρομάντζου, τρόμου, και αστικού δράματος του εξασφάλισε μια θέση στις λίστες των μπεστ-σέλερς. Ο συγγραφέας είναι πρώην stand-up κωμικός, μάγος και σεναριογράφος της τηλεόρασης. Μέχρι στιγμής, το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε 9 γλώσσες κι έχει βρει διανομή σε 12 χώρες.
Η αμερικανική εταιρεία παραγωγής Bad Robot του J.J. Abrams (που βρίσκεται και πίσω από την τηλεοπτική σειρά «Lost») αγόρασε τα δικαιώματα της ταινίας για το αμερικανικό ριμέικ, πριν προβληθεί καλά καλά η ταινία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η δήλωση του σκηνοθέτη:
«1982. Μια χώρα που συνεχίζει να πορεύεται παρά τις δυσκολίες. Παρά το κρύο του Φεβρουαρίου που έχει ακινητοποιήσει το τοπίο, που έχει παγώσει το νερό και έχει κάνει τα κλαδιά των δέντρων πιο σκληρά κι από τις χορδές ενός βιολιού. Τα πουλιά έχουν αποδημήσει για πιο φιλόξενα μέρη και οι αρκούδες έχουν βυθιστεί σε βαθύ ύπνο. Παρ' όλα αυτά, οι πόλεις διατηρούν τους ρυθμούς τους. Τα πράσινα φώτα των φαναριών τρεμοπαίζουν, κρατώντας το σκοτάδι που απλώνεται στον κόλπο πέρα από τους αλμυρούς, σκουριασμένους δρόμους. Το λάδι από μια μακρινή χώρα παίρνει φωτιά μέσα στους καυστήρες των πολυκατοικιών.
Οι άνθρωποι, που ζουν εκεί, διατηρούν την ελπίδα πως μια εντελώς αντίθετη κατάσταση θα έρθει. Φτάνουν στο σπίτι, βγάζουν τις μουσκεμένες χειμωνιάτικες γαλότσες τους, οι ζακέτες τους, φτιαγμένες από ακρυλικό, τρίζουν καθώς τις αφαιρούν από πάνω τους, στενά νάιλον καλσόν, μοκέτες να καλύπτουν τους τοίχους, οι ηλεκτρικές συσκευές να βγάζουν χαμηλότονους ήχους.
Οι μητέρες δουλεύουν σκληρά στα προάστια, οι αφοσιωμένοι πατεράδες ξύνουν την παγωνιά απ' το SAAB τους, τα παιδιά, παρά το πυκνό σκοτάδι σηκώνονται στις επτά και φεύγουν για το σχολείο, όπου όλα τους τελειώνουν πειθήνια το πιάτο τους με το συκώτι.
Όλοι διαβάζουν κάποια εφημερίδα το πρωί, κάποια άλλη το βράδυ, παρακολουθούν κάποια εκπομπή στην τηλεόραση, όπου κάποιοι πολιτικοί θα γκρινιάζουν για κάποιο υποβρύχιο που ξέφυγε από την πορεία του. Δύο τρόποι σκέψης: Κόκκινο και μπλε. Πώς το ανέχονται, να ζουν έτσι; Οι άνθρωποι που δεν στρέφονται ο ένας στον άλλο για ζεστασιά, που συγκρατούν τις γλώσσες τους και γυρνούν την πλάτη τους, από το φόβο μήπως σπάσουν, μήπως σκοτώσουν ο ένας τον άλλο;
Όταν διάβασα το μυθιστόρημα του John Ajvide Lindqvist πέρσι το καλοκαίρι, ήξερα πως έπρεπε οπωσδήποτε να μοιραστώ αυτό που συνάντησα. Είναι κάτι που σου συμβαίνει μόνο με ένα βιβλίο στα εκατό. Τις περισσότερες φορές, είναι μερικά μόνο σημεία που μου τραβούν την προσοχή, ένα συναίσθημα που βγαίνει εκεί, μια λεπτομέρεια εκεί, και κατ' ευθείαν πιάνω το στυλό με τα άπληστά μου χέρια για να ξεκινήσω τη μεταφορά. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Πρόκειται για ένα σπουδαίο λογοτεχνικό προϊόν, αλλά και για ένα φανταστικό δράμα. Παρά το καταθλιπτικό, βαρετό, γκρίζο περιβάλλον του Σουηδικού τοπίου, τις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, τη βία, εγώ βλέπω το στόρι σαν μια ρομαντική ιστορία αγάπης με ένα αισιόδοξο, καλό τέλος. Βλέπω τη ίδια δυναμική ανάμεσα στο σκοτεινό υπόβαθρο και το φωτεινό προσκήνιο, με αυτή που κυριαρχεί στα βιβλία του Ντίκενς και στα έργα των κλασικών συγγραφέων έργων τρόμου.
Είναι μια ψυχαγωγική ταινία πλούσια πάθος για τα κοινά, που προσφέρει μια βαθιά γνώση για το ανθρώπινο είδος, ικανή να προσελκύσει ένα ευρύ κοινό, χωρίς να παραμένει επίπεδο ή υπολογιστικό. Επίσης πιστεύω πως η αδιαμφισβήτη «Σουηδικότητά» της, τής ανοίγει σημαντικές προοπτικές για διεθνή επιτυχία».


Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων:


«Let the right one in
Let the old dreams die
Let the wrong ones go
They cannot do what you want them to do
And when at last it does
I'd say you were within your rights to bite
The right one and say, what kept you so long ?»
(«Let the right one slip in», Morissey)
Το ότι ο έρωτας κι ο θάνατος είναι έννοιες αλληλένδετες και συμπληρωματικές, το ότι είναι δυο όμοιες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης που συναντιούνται στα άκρα, δεν είναι κάτι καινούριο. Μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις, ποίηση, μουσική, τραγούδια, αφηγήσεις χιλιάδων ετών κρύβουν αυτή τη σχέση στο θερμό πυρήνα τους. Οι περισσότερες από αυτές, όμως, μιλούν για το πόσο κοντά είναι η εμπειρία του έρωτα με αυτήν του θανάτου -όπως μοιάζει τουλάχιστον για το άνθρωπο που υποφέρει από τη νόσο του έρωτα. Πόσες όμως μιλούν για το ανάποδο; Για το κατά πόσο το πέρασμα στην «άλλη πλευρά» μπορεί να οδηγήσει σε μια γνήσια ερωτική εμπειρία;
Μια περίτεχνη ιστορία από τη Σουηδία το καταφέρνει, παίζοντας με τα κινηματογραφικά είδη (το γοτθικό τρόμο, το gore, τη φαντασία, το ρομαντικό love story, ακόμα και τη μαύρη κωμωδία), συνθέτοντας εικόνες απόκοσμης ομορφιάς, ανακατεύοντας την ίδια στιγμή την παράδοση και τη φαντασία, το παρόν και το μέλλον, πατώντας πάνω στα δίπολα στα οποία είναι στηριγμένο ένα ολόκληρο συλλογικό φαντασιακό: Το καλό και το κακό, ο έρωτας κι ο θάνατος, το πριν και το μετά, το κρύο κι η ζέστη. Και φαίνεται σαν να πατάει πάνω σε φρέσκο χιόνι, σε ένα έδαφος που δεν έχει φτάσει κανείς
Ο έρωτας και ο θάνατος συναντιούνται στο χιονισμένο σύμπαν μιας ταινίας από τη Σουηδία, στα λευκά πρόσωπα δύο μικρών «παιδιών». Ένα αγόρι είναι ζωντανό, κι όμως αισθάνεται νεκρό μέσα του. Ένα κορίτσι είναι νεκρό, αλλά θέλει να ζήσει. Το αγόρι, που περιτριγυρίζεται από ανθρώπους που του φέρονται κάθε άλλο παρά ανθρώπινα, συναντά το κορίτσι που δεν είναι ανθρώπινο ον, κι όμως του ξυπνά πρωτόγνωρα αισθήματα. Το αγόρι είναι ξανθό, εύθραυστο, με αβρά χαρακτηριστικά -στα όρια του ερμαφρόδιτου. Το δέρμα του είναι τόσο λευκό, που θα μπορούσε και να μην κυλάει αίμα στις φλέβες του. Το κορίτσι έχει τόσο λευκό δέρμα γιατί, πράγματι, στις φλέβες του δεν κυλάει αίμα. Το αγόρι αγαπάει τη θέα του αίματος, τον ελκύουν τα μικρά νοσηρά παιχνίδια. Για το κορίτσι, αυτή είναι η μόνη επιλογή. Ο ένας συναντά στον άλλο αυτό που του λείπει. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ερωτικές ιστορίες. Μόνο που εδώ, ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την ηλικία, τις συνθήκες, τη σωματική του εκδήλωση, ούτε καν με το φύλο («θα μ' αγαπούσες ακόμα κι αν δεν ήμουν κορίτσι;», ρωτάει με αγωνία το «κορίτσι»). Ένας έρωτας ξεπηδά από το μίνιμουμ της ανθρώπινης ύπαρξης, τη βαθιά ρίζα της. Εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται όλα τα ανθρώπινα όντα τη στιγμή του θανάτου.
Δεν είναι τυχαίο που η υπόμνηση του έρωτα και του θανάτου γίνονται κι οι δύο με χρώμα κόκκινο (του αίματος). Σαν ίχνη από το αίμα στο χιόνι, η ιστορία δύο όντων που προασπίζονται την ανάγκη τους να μείνουν ζωντανοί, σε έναν κόσμο όπου όλοι φαίνεται να έχουν βάλει την ψυχή τους στον πάγο. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό από όλες τις ιστορίες τρόμου σε αυτόν τον κόσμο.


Ο Ξένος Τύπος έγραψε

Ακολουθώντας το στυλ της Αν Ράις( Anne Rice) και του Στήβεν Κίνγκ (Stephen King), η ατμοσφαιρική κινηματογραφική διασκευή του μπεστ σέλερ του Σουηδού συγγραφέα, είναι εξαιρετικά σκηνοθετημένη, από τον συμπατριώτη του Tomas Alfredson ("Four Shades of Brown") και προβλέπω να έχει μεγάλη ανταπόκριση στους φαν των θρίλερ.
Variety

Μία εξαιρετικά ισορροπημένη και πέρα για πέρα συναρπαστική εξερεύνηση της αποξένωσης και της αγάπης.
VillageVoice

Επιμείνετε σε αυτή την Σουηδική ταινία τρόμου. Είναι εξαιρετική, γεμάτη ευθυμία αλλά και μοχθηρία, συν βέβαια ένα νεανικό ρομάντζο, παρόμοιο του οποίου δεν πρόκειται να δείτε ποτέ στο Disney Channel.
Rolling Stone

Τόσο καλό φιλμ με βαμπίρ σαν το "Let the Right One In" είχε να βγει πολλά χρόνια- να σημειωθεί πως σε αυτό διακρίνουμε άψογους χαρακτήρες, θεαματικά οπτικά εφέ και ένα είδος φαντασίας που διαφοροποιείται από τα συνηθισμένα φιλμ με βρικόλακες και το καθιστά πρωτοφανές στο είδος.
eFilmCritic.com (Jay Seaver)

Τα καλύτερα παραμύθια πάντα κρύβουν μέσα τους τόση σκοτεινότητα. Γι αυτό άλλωστε και εισχωρούν τόσο βαθιά μέσα μας. Πρόκειται για μία καταπληκτική ταινία.
Film Threat (Jeremy Knox)

Το φιλμ , είναι ένα ασυνήθιστα ευκρινές και απρόσμενα συγκινητικό παραμύθι αγωνίας. Περίπλοκοι χαρακτήρες, δυσοίωνες καταστάσεις γεμάτες με στοιχεία θανάτου και τις απροσεξίες μίας νέας φλογερής κοπέλας, δημιουργούν ένταση και μία έξυπνα σκοτεινή αφήγηση.
Hollywood Reporter (Justin Lowe)

Η ταινία ξεδιπλώνεται με μία διακριτική, αριστουργηματική σιγουριά.
Newsweek (David Ansen)
Ο Alfredson εκμεταλεύεται στο έπακρο και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και την παραμικρή λεπτομέρεια, δημιουργώντας έτσι μία ατμόσφαιρα στοιχειωτικής αποξένωσης. Αυτές οι δύο χαμένες ψυχές ίσως σμίγουν κάτω από ασυνήθιστες καταστάσεις, η σχέση τους όμως δίνει την αίσθηση πως είναι καθ'όλα ανθρώπινη.
New York Daily (Elizabeth Weitzman)

Σε αυτό το συναρπαστικό φιλμ, ο σκηνοθέτης Tomas Alfredson, προσπαθεί να μας δείξει πως το να είσαι άνθρωπος και το να ενεργείς ανθρώπινα, δεν συμβαδίζουν πάντα.
Angeles Times (Carina Chocano)

To link των NEW YORK TIMES με την κριτική και τα σχόλια των επισκεπτών που της δίνουν 4,5/5 :
http://movies.nytimes.com/2008/10/24/movies/24righ.html?ref=movies


Η πρώτη παρουσίαση της ταινίας στην Ελλάδα έγινε στα πλαίσια των Ημερών Ανεξαρτησίας, του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αφήνοντας άριστες εντυπώσεις στο κοινό που είχε κατακλύσει την αίθουσα και στις δύο προβολές.




Tον Μάρτιο στις αίθουσες...








ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥΣ

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία Τώνης Λυκουρέσης
Σενάριο Γιάννης Μαρούδας
Τώνης Λυκουρέσης
Μαρία Βαρδάκα
Δ/νση Φωτογραφίας Παναγιώτης Σαλαπάτας
Σκηνικά Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Κοστούμια Μπιάνκα Νικολαρείζη
Μουσική Μίνως Μάτσας
Τραγούδι Χάρις Αλεξίου
(στίχοι Ισαακ Σούσης)
Μοντάζ Γιώργος Τριανταφύλλου
Δ/νση παραγωγής Μαρίνα Υψηλάντη
Παραγωγός Νίκος Σέκερης

ΔΙΑΝΟΜΗ

Αλέξανδρος Οφιομάχος Γιάννης Φέρτης
Αριστείδης Στεριώτης Άκης Σακελλαρίου
Αιμιλία Βαλσάμη Δήμητρα Ματσούκα,
Ευλαλία Οφιομάχου Ρηνιώ Κυριαζή
Γιώργης Οφιομάχος Χρήστος Λούλης
Άλκης Σωζόμενος +Κωνσταντίνος Παπαχρόνης
Μαρία Οφιομάχου Ειρήνη Ιγγλέση
Λουίζα Οφιομάχου Λένα Παπαληγούρα
Σπύρος Οφιομάχος Γιώργος Σπάνιας
Μίμης Χαντρινός Γιώργος Βούτος
Περικλής Βαλσάμης Λευτέρης Πλασκοβίτης
Πέτρος Αθάνατος Απόστολος Πελεκάνος
Γουλιέλμος Αρκούδης Γιώργος Τζωρτζής
Φωτεινή Σωζόμενου Μαριέττα Σαββανή
Ερωμένη Αλέξανδρου Ελένη Κοκκίδου

Βραβεία:
Μια μεγαλειώδης παραγωγή, που συγκέντρωσε 10 κρατικά βραβεία ποιότητας 2008, συγκεκριμένα:
Το 2ο Βραβείο ταινίας Μυθοπλασίας Μεγάλου Μήκους
Το Βραβείο Σκηνοθεσίας, στον Τώνη Λυκουρέση
Το Βραβείο Σεναρίου,από κοινού στους Ιωάννη Μαρούδα, Τώνη Λυκουρέση, Μαρία Βαρδάκα
Το Βραβείο Ερμηνείας 1ου Ανδρικού Ρόλου στον Γιάννη Φέρτη
Το Βραβείο Ερμηνείας 2ου Ανδρικού Ρόλου στον Χρήστο Λούλη
Το Βραβείο Ερμηνείας 2ου Γυναικείου Ρόλου, στην Δήμητρα Ματσούκα
Το Βραβείο Σκηνογραφίας, στον Κωνσταντίνο Ζαμάνη
Το Βραβείο Μουσικής, στον Μίνω Μάτσα
Το Βραβείο Ήχου, στον Νίκο Μπουγιούκο
Το Βραβείο Ενδυματολογίας, στην Μπιάνκα Νικολαρεϊζη


Το έργο και η εποχή του:
O Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872- 1923) υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογενείας διπλωματών που οι ρίζες της πηγαίνουν πίσω στον 14ο αιώνα. Υπήρξε από τους συγγραφείς και διανοούμενους που κυριάρχησαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως και στην περίπτωση του Ίωνος Δραγούμη, υπήρξαν δύο περίοδοι στην πνευματική του διαμόρφωση: η εθνικιστική (1896-1908) και η σοσιαλιστική (μετά το 1909) Μαζί με τον φίλο του Λορέντζο Μαβίλη συμμετείχε στην Επανάσταση της Κρήτης, ενώ το 1897 συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Σοσιαλιστής έγινε την περίοδο του Κινήματος στο Γουδή και ίδρυσε τον Σοσιαλιστικό Όμιλο της Κέρκυρας. Όμως ο σοσιαλισμός του συνδεόταν με ένα νιτσεϊκό πνεύμα, ενώ όπως λέει και ο Δημήτριος Τσάκωνας: «γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι δεν ήταν σοσιαλιστής, αλλά ανθρωπιστής». Το ιακωβίνικο πνεύμα ποτέ δεν του πήγαινε, αλλά πίστευε ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει πάλη των τάξεων. Παρόλο που ήταν αριστοκράτης, όπως και ο Ιωάννης Μεταξάς, δήλωνε ότι αν ήταν να διαλέξει να συνταχθεί με μια τάξη, θα διάλεγε τον λαό, που πάντα ξεγελιέται από τους πολιτικούς και τους διεφθαρμένους.
Τα βιβλία του όπως «Η Τιμή της Αγάπης», «Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα» και «Σκλάβοι στα Δεσμά τους» ήταν ηθογραφίες που άγγιζαν κοινωνικά θέματα. Για το τελευταίο, που διαπραγματεύεται την πτώση της αριστοκρατίας και την άνοδο της αστικής τάξης των Επτανήσων, πολλοί μελετητές του έργου του έχουν μιλήσει για την κινηματογραφική του δομή. Έτσι ήταν φυσικό να τραβήξει την προσοχή του Τώνη Λυκουρέση, που στο παρελθόν μας έχει δώσει σημαντικές ταινίες, όπως η «Χρυσομαλλούσα» και «Το Αίμα των Αγαλμάτων».
Δήλωση του Σκηνοθέτη:
Για την καινούργια του ταινία, ο Τώνης Λυκουρέσης δήλωσε: «Η περίοδος που με ενδιαφέρει κινηματογραφικά είναι η περίοδος των ανατροπών και των αναπόφευκτων κοινωνικών εξελίξεων. Δεν με ενδιαφέρει να σκηνοθετήσω μία ταινία εποχής που να αναλυθεί στην μουσειακή καταγραφή μίας αριστοκρατικής οικογένειας, αναπαριστώντας τους κώδικες της εποχής της. Διεκδικώ να φωτίσω την προσωπικότητα και την ψυχική κατάσταση μέσα από ένα σύγχρονο ερμηνευτικό ύφος, θεωρώντας ότι αντίστοιχες φιλοδοξίες και συγκρούσεις σημαδεύουν και το σήμερα, έναν ολόκληρο αιώνα από την χρονική περίοδο των «Σκλάβων στα δεσμά τους»».
Υπόθεση:
Η ταινία ξεκινά στην Κέρκυρα το 1904. Έχει προηγηθεί η Ένωση με την Ελλάδα, που όμως για τον Κόντε Αλέξανδρο Οφιομάχο (Γιάννης Φέρτης) ήταν καταστροφική, μιας και οι καινούργιοι ελληνικοί νόμοι δυναμώνουν τους υποτακτικούς του. Ο Οφιομάχος οδεύει προς την χρεωκοπία, από την οποία δεν μπορεί να τον σώσει ο γιος του Γιωργής (Χρήστος Λούλης) που όπως λέει και ο ίδιος: «άδικα τον έστειλα να σπουδάσει νομικά στο Μόναχο». Σπάταλος και χαρτοπαίκτης, σύντομα μπλέκει στα δίκτυα του πανούργου και γλοιώδους Μίμη Χαντρινού(Γιώργος Βούτος). Η μόνη λύση είναι να παντρευτεί η μεγάλη κόρη του Ευλαλία (Ρηνιώ Κυριαζή) τον ιατρό Αριστείδη Στεριώτη (Άκης Σακελλαρίου), που είναι αρκετά μεγαλύτερος της, αλλά ανερχόμενος στην πολιτική σκηνή του νησιού.
Όμως η Ευλαλία αγαπά τον παιδικό της φίλο, Άλκη Σωζόμενο (Κωνσταντίνος Παπαχρόνης τόσο πρόωρα και άδικα χάμένος στο πρόσφατο τραγικό δυστύχημα) που βρίσκεται στην αρχή της φυματίωσης. Αρχικά θα αντισταθεί, έχοντας στο πλευρό της τον αδελφό της Γιωργή, όταν όμως συνειδητοποιήσει την τραγικότητα της καταστάσεων, θα δεχθεί ,για να σώσει τον πατέρα της.
Μέχρι εκείνη την στιγμή, η Ευλαλία ζούσε ένα ειλικρινή έρωτα. Όμως από εκείνη την στιγμή η υποκρισία της αριστοκρατίας των Οφιομάχων αποκαλύπτεται. O Kόντε Αλέξανδρος επισκέπτεται μια πόρνη που έχει πολύ καιρό να την πληρώσει(ΕλένηΚοκκίδου). Ο Γιωργής ζει ένα γεμάτο πάθος έρωτα με την Αιμιλία Βαλσάμη (Δήμητρα Ματσούκα) που είναι παντρεμένη με ένα κατά πολύ μεγαλύτερο της ,σε έναν συμβατικό γάμο. Αντίθετα με τον Γιωργή, που αποδεικνύεται τυχοδιώκτης που δεν την αγαπά, η Αιμιλία δείχνει να είναι το μόνο ειλικρινές άτομο της ιστορίας. Όμως από την στιγμή που νοιώθει προδομένη και εξαπατημένη ακολουθεί την τάξη της στην σχέση έρωτα και χρήματος.
Τέλος υπάρχει η Λουΐζα Οφιομάχου (Λένα Παπαληγούρα) που ζει τον ακόλαστο έρωτα της με τον Πέτρο Αθάνατο(Απόστολος Πελεκάνος), γόνο επιχειρηματιών σε μία προσπάθεια να ξεχρεώσει την οικογένεια της. Ενώ ο μικρότερος παραγιός της οικογένειας Σπύρος (Γιώργος Σπάνιας) κληρονομεί το πάθος για την χαρτοπαιξία, που θα τον οδηγήσει στην παρανομία οδηγώντας την οικογένεια του στην καταστροφή.
Μια σύντομη παρουσίαση:
Οι «Σκλάβοι στα δεσμά τους» υπήρξε η μόνη ελληνική ταινία του Φεστιβάλ, που απόπνεε Ελλάδα, βασισμένη σε ένα κορυφαίο διήγημα της ελληνικής λογοτεχνίας. Όσο για το «σκλάβοι» του τίτλου, πρέπει να πούμε ότι οι Οφιομάχοι είναι αιχμάλωτοι της ίδιας της τάξης τους, που δεν έχουν καταλάβει ότι «οι καιροί αλλάζουν». Ο Κόντε Αλέξανδρος δεν συνηθίζει να δουλεύει περισσότερο από όσο χρειάζεται να επιβλέπει τα κτήματα του. Όταν ο Στεριώτης, που χαρίζει τα χρέη στον Οφιομάχο, του λέει: «Τώρα που ήρθα εδώ θα βάλω τάξη σε όλα. Αλλά δεν θα έπρεπε να δουλεύει ο Γιωργής;» Και ο Οφιομάχος απαντά: «Να δουλέψει ο γιος μου; Ποτέ!». Υπάρχει μια αδυναμία των αριστοκρατών να κουμαντάρουν την ζωή και την περιουσία τους, που δίνει ένα νιτσεϊκό τόνο στην άνοδο των αστών τύπου Στεριώτη.
Το βάρος της αριστοκρατικής, αλλά και ηθικής, παράδοσης φαίνεται σε μία συγκλονιστική σκηνή που ο Οφιομάχος νοιώθει τους προγόνους του να τον κοιτάζουν με το αυστηρό τους βλέμμα και τους ρωτά: «Τι με κοιτάτε;» Και αμέσως μετά να παίρνει το μαχαίρι και να σκίζει τα πορτραίτα τους.
Δεύτερον υπάρχει μια περιφρόνηση στον νεοαστό που καθορίζει τα πάντα από το χρήμα. Ο Στεριώτης είναι ο γιος του «ξυπόλητου» που ήρθε πουλώντας κοκορέτσι στους δρόμους. Ενώ βλέπουμε τον Αθάνατο να λαδώνει τον Σπύρο για να κάνει τα στραβά μάτια στο τι ώρα θα επιστρέψει η Λουΐζα στο σπίτι. Γενικά, παρόλο που υποτίθεται ότι οι αριστοκράτες σε σχέση με τους αστούς είναι υπεράνω χρημάτων, αφήνονται να εξαγοράζονται από αυτούς, κρύβοντας μια υποκρισία. Αυτή η υποκρισία δεν έχει τάξη και διαλύει τις ανθρώπινες σχέσεις. Όμως ούτε η φιλοχρηματία, ούτε η υποκρισία θα μπορέσουν να αποτρέψουν την παρακμή και την πτώση των Οφιομάχων.
Η σκηνοθεσία του Τώνη Λυκουρέση είναι εκπληκτική με το αποτέλεσμα να θυμίζει πίνακες της εποχής. Η παραγωγή φρόντισε να μείνει πιστή στην αναπαράσταση της εποχής. Η φωτογραφία του Παναγιώτη Σαλαπάτα, η βραβευμένη σκηνογραφία του Μάνου Ζαχαρέα και η βραβευμένη ενδυματολογία της Μπιάνκα Νικολαρεϊζη αποδίδουν τα μέγιστα την εποχή. Όσο για τους ηθοποιούς, ο Γιάννης Φέρτης είναι σπαρακτικός, ειδικά στο τελικό ξέσπασμα που του έδωσε και το βραβείο ερμηνείας. Ο Άκης Σακελλαρίου αγνώριστος ως Στεριώτης, αποδεικνύοντας ότι είναι εκπληκτικός χαμαιλέων της οθόνης. Η Δήμητρα Ματσούκα απέδειξε περίτρανα πόσο καλή ηθοποιός είναι, γιατί πέρα από το ότι γράφει εξαιρετικά στο φακό, ερμηνεύει εξαιρετικά τον τόσο δύσκολο ψυχολογικά ρόλο της.
Mία από τις καλύτερες και άρτιες ελληνικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών , που συγκέντρωσε τον αριθμό ρεκόρ των 10 κρατικών βραβείων ποιότητας για το 2008 στο πρόσφατο Φεστιβαλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποκτά μετά τα τελευταία δραματικά γεγονότα, μια άλλη διάσταση, σχολιάζοντας διαχρονικά, όπως όλα τα μεγάλα έργα τέχνης, την επικαιρότητα .

ΤΖΑΜΙΛ (ma salama Jamil)

ma salama jamil
Gå med fred Jamil
Go in peace jamil


Σκηνοθεσία: Omar Shargawi
Σενάριο: Omar Shargawi / Mogens Rukov
Παίζουν:
Dar Salim,
Khalid Al- Subeihi,
Munir Shargawi,
Elias Al-Subehi,
Amira Helene
Helene Larsen
Fouad Ghazali
Διάρκεια: 89'
Είδος: δράμα / περιπέτεια
Γλώσσα: αραβικά / δανέζικα
Βραβεία- Συμμετοχές:
Tiger award (χρυσή τίγρης στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Ρότερνταμ (2008),
Βραβείο fipresci στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Γκέτεμποργκ (2008)
Βραβείο της «Εκκλησίας της Σουηδίας» στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Γκέτεμποργκ (2008)
Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Transilvania International Film Festival (Ρουμανία 2008)
Συμμετοχή στα Διεθνή Φεστιβάλ του Καρλοβυ Βαρι , Ελσίνκι, Τόκυο, Βαρσοβίας, Καίρου και στις Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας.
Σύνοψη:
Ο Τζαμίλ, ένας Σουνίτης Άραβας μετανάστης δεύτερης γενιάς, στην Κοπεγχάγη, βρίσκεται ενώπιον ενός τρομερού διλήμματος όταν καλείται να πάρει εκδίκηση για τη βίαιη δολοφονία της μητέρας του από μια αντίζηλη συμμορία αράβων Σηιτών. Ενώ ζούσε μέχρι πρότινος μια ήσυχη ζωή με τη σύζυγό του και το μικρό του γιο, και αν και ο ίδιος ο πατέρας του αρνείται να συνεχίσει τον κύκλο αίματος που έχουν διαγράψει Σηίτες και Σουνίτες για εκατοντάδες χρόνια, δέχεται πιέσεις από το υπόλοιπο περιβάλλον του αλλά και από τη συνείδησή του. και ενώ η τελευταία έχει διαμορφωθεί από μια σειρά παραγόντων, όπως η θρησκεία του, η ισλαμική παράδοση, η κοινωνία όπου μεγάλωσε αλλά και η κοινωνία στην οποία ζει τώρα πια, ο ήρωας προχωρά προς την πράξη εκδίκησης, ζυγίζοντας όλες αυτές τις παραμέτρους, και κυρίως, σκεπτόμενος το μέλλον του γιου του που ήδη κινδυνεύει. Θα πράξει αυτό που του υπαγορεύει η κουλτούρα του; Ή θα βγάλει τον εαυτό του έξω από αυτήν την υπόθεση, ακολουθώντας την κοινή λογική και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον;

Η δήλωση του σκηνοθέτη:
«Αυτή είναι μια ταινία για τους ‘Αραβες που ζουν στις δυτικές κοινωνίες. η ιστορία βασίζεται στην πολιτισμική, θρησκευτική, τραυματική σύγκρουση που κουβαλούν πολλοί μετανάστες από τη μέση ανατολή όταν φτάνουν στο νέο τους σπίτι στη δύση. Προσωπικά, δεν έχω συναντήσει πολλές ταινίες να χειρίζονται το θέμα των Αράβων στην Ευρώπη σε βάθος και με ρεαλιστική γλώσσα. Με τις δικές μου ανάμεικτες καταβολές, αισθάνομαι πως με το ένα πόδι στην ανατολή και το άλλο στη δύση, έχω την ικανότητα να αφηγηθώ μια ιστορία επικεντρωμένος στηνε σωτερική σύγκρουση του βασικού χαρακτήρα, του τζαμίλ, στη δική του "τζιχάντ". Στην ταινία, αυτή η σύγκρουση πηγάζει από τη θρησκευτική διαφορά, το μίσος, την εκδίκηση και την αίσθηση εγκλωβισμού σε ένα πεπρωμένο που επιδιώκει την εκδίκηση. Έχω πλήρη επίγνωση πως οι χαρακτήρες της ταινίας μου, μπορούν με διάφορους τρόπους να πυροδοτήσουν τις προκαταλήψεις που έχουν πολλοί άνθρωποι για τους Άραβες, αλλά πρώτα απ' όλα, ήθελα να δείξω πως οι Άραβες δεν είναι απλώς θερμοκέφαλοι μανιακοί, ζωσμένοι με βόμβες. Ήθελα να μπω μέσα στο μυαλό τους και να δείξω τη θλίψη και την εσωστρέφεια που νιώθουν πολλοί άνθρωποι από τη μέση ανατολή. την ίδια στιγμή, ήθελα να εικονοποιήσω την ομορφιά της αραβικής κουλτούρας, το πόσο εκλεπτυσμένα ακούγεται η αραβική γλώσσα μέσα σε αυτήν, όπως και τη ζεστασιά και την τρυφερότητα που υπάρχει τις περισσότερες φορές, μεταξύ των Αράβων».

Βιογραφικό του σκηνοθέτη:
Γεννήθηκε το 1974 στην Κοπεγχάγη, στη Δανία, από Δανέζα μητέρα και Παλαιστίνιο πατέρα. Δούλεψε για χρόνια ως (αυτοδίδακτος) φωτογράφος, ενώ συμμετείχε και ως ηθοποιός σε τηλεοπτικές δουλειές. Το «Go in peace jamil» είναι η πρώτη του ταινία.

Διεθνή ΜΜΕ:
«Διακρίνεται για τη δυνατή σκηνοθεσία του και την πολύ καλή δουλειά με τους ηθοποιούς. Χρησιμοποιώντας πλάνα μικρής διάρκειας, ο σκηνοθέτης υιοθετεί το κατάλληλο ύφος για να παρουσιάσει τους περιορισμούς που έχει μια κλειστή κοινωνία. η επιτροπή επιβραβεύει επίσης τον καταιγιστικό, ρυθμό του φιλμ που σε αιχμαλωτίζει».
(Jafar Panahi, Ιρανός σκηνοθέτης, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του διεθνούς φεστιβάλ του Ρότερνταμ στην απονομή των βραβείων χρυσές τίγρεις / tiger awards)

«Μια πρωταρχικά τολμηρή καταγραφή και διαφορετική δανέζικη ταινία που ενδυναμώνει το σινεμά της χώρας, η ταινία είναι μια εκτενής σπουδή στην εικόνα του "αρσενικού", της οικογένειας, της βίας και της δύναμης στην μουσουλμανική κοινότητα της κοπεγχάγης. [...] πρόκειται για μια αυθεντική ματιά εκ των ένδον στην εμπειρία του μετανάστη. Ο χαρισματικός πρωτοεμφανιζόμενος πρταγωνιστής (που μοιάζει σαν ένας συνδυασμός vin diesel και ll cool j ) θα μπορούσε να διεκδικήσει και μια θέση στις πιο εμπορικές αρένες του παγκόσμιου σινεμά. Ο shargawi, αντίστοιχα, έχει πολλές επιλογές για το μέλλον του. κι ενώ είναι ακόμα πολύ νωρίς για να τον αποκαλέσουμε τον Δανό "ξάδερφο" του paul greengrass, δεν υπάρχουν πολλοί κινηματογραφιστές που να μπορούν να αγγίζουν τόσο ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα με την ίδια αυτοπεποίθηση και το ίδιο μπρίο". θα είναι συναρπαστικό το να δούμε που θα πάει από εδώ».
(Neil Young, Jigsaw Lounge)

«Δεν είναι έκπληξη το ότι η ταινία κέρδισε τη χρυσή τίγρη στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ. Είναι από το πρώτο της λεπτό καθηλωτική, ενώ κινείται υπόγεια από την εξέλιξη της εσωτερικής πάλης του Τζαμίλ».
(Wietske Uneken,
http://www.movie2movie.nl)

«Ο Shargawi βγάζει ό,τι μπορεί από το καστ των άγνωστων, στην πλειοψηφία τους, ηθοποιών του, αποδεικνύοντας πως είναι με τη σειρά του ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. εντυπωσιακή είναι η δουλειά με την κάμερα».
(Jay Weissberg, Variety)

Οφθαλμός αντί οφθαλμού
«… Το παρελθόν μου με τρώει από μέσα» φωνάζει ένας νέος άντρας. Δεν θα μπορούσε να το αποδώσει καλύτερα. Γιατί το παρελθόν δεν είναι μια εξωτερική δύναμη που μας επιβάλλεται, αλλά μια εσωτερική ανάγκη να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στην Ιστορία. Αυτό προσπαθεί να κάνει και ο ήρωάς μας που έχει ως κινητήρια δύναμη, όχι τη λογική, όχι το συναίσθημα, όχι το έθνος, τις πατρίδες ή τη θρησκεία, αλλά την αγωνία του να είναι μέλος μιας κοινότητας. Ο ήρωάς μας δεν συνδέει την παράδοση με τη μοίρα. Παίρνει στα χέρια του τη ζωή του (άρα και το θάνατό του). Θα μπορούσε να έχει τα χαρακτηριστικά ενός αντιήρωα, αλλά η πάλη του με τα ηθικά διλήμματα του χαρίζουν μια άλλη ποιότητα- αυτή του συμβόλου: Στο πρόσωπο του Τζαμίλ φαίνεται να συγκλίνουν όλες οι εκδοχές του πώς βλέπει ένας δυτικός τους ανθρώπους από τη Μέση Ανατολή: άλλοτε σαν πλάσματα εξωτικά (θυμηθείτε το χορό της αγαπημένης του Τζαμίλ), άλλοτε σαν πλάσματα θερμόαιμα, σαν σύγχρονοι Οθέλλοι που παραδίνονται στα πάθη τους. Κι όμως, πέρα από αυτό, ο χαρακτήρας του Τζαμίλ είναι πολύπλοκος, γεμάτος εντάσεις και αντιθέσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.
Δεν είναι τυχαίο το ότι αυτή η ιστορία του Τζαμίλ λαμβάνει χώρα στη Δανία, την ίδια χώρα που πριν από μερικά χρόνια κλονίστηκε από τα σκίτσα του Μωάμεθ που δημοσιεύτηκαν σε μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας. Η πόλη της Κοπεγχάγης προσφέρει το φόντο για την ανάπτυξη της ιστορίας, θα μπορούσε όμως να είναι οποιαδήποτε ευρωπαϊκή μητρόπολη στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Από την άλλη, ο 34χρονος Ομάρ Σαργκαουί, γόνος Παλαιστίνιου πατέρα και Δανέζας μητέρας, είναι ο πιο κατάλληλος για να σκιαγραφήσει το πορτρέτο ενός Άραβα που ψάχνει την ταυτότητά του σε έναν κόσμο που αλλάζει, μακριά από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Ο Σαργκαουί ξεκίνησε την καριέρα του ως (αυτοδίδακτος) φωτογράφος. Το «Τζαμίλ» ξεκίνησε να το δουλεύει το 2003 και στην αρχή προγραμμάτιζε να το γυρίσει απλώς ως ταινία μικρού μήκους. τα ζητήματα που ανοίγει όμως, δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε λίγα μόλις λεπτά. Στο σενάριο συνοδηγός του γίνεται ο 65χρονος Μogens Rukov, ένας από τους αναμορφωτές του δανέζικου κινηματογράφου της τελευταίας δεκαετίας, που έβαλε την υπογραφή του και σε ταινίες όπως η «Οικογενειακή γιορτή» του Τόμας Βίντεμπεργκ, η «Κληρονομιά» του Περ Φλι, και η «Ερωτική αναπαράσταση» του Κρίστοφερ Μπόε. Στα 89 λεπτά του ντεμπούτου του, λοιπόν, με όχημα μια συγκλονιστική ιστορία, ξεδιπλώνονται όλες οι πτυχές του αραβικού ζητήματος στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Σε έναν κόσμο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όπου οι Άραβες ταυτίζονται με τους τρομοκράτες, σε αεροδρόμια σε πόλεις του κόσμου όπου οι Άραβες επιβάτες συγκεντρώνουν τα πλάγια βλέμματα των συνεπιβατών τους, σε πόλεις γεμάτες από Άραβες μετανάστες που αντιμετωπίζονται σαν πολίτες τελευταίας κατηγορίας, σε μια γλώσσα που δαιμονοποιεί τους Άραβες, μεγαλώνει η ανάγκη για σινεμά βαθιά ανθρωποκεντρικό, σαν κι αυτό του Σαργκαουί. Ο σκηνοθέτης κρατά την κάμερα στο χέρι, κάνει close-ups στα πρόσωπα των ηρώων του, ακολουθεί καταιγιστικούς ρυθμούς και χτίζει μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας και, χάρη στο ρεαλιστικό του ύφος μας δίνει μια γεύση από έναν πολιτισμό τόσο κοντά, τόσο μακριά από το δικό μας. Ακριβώς γιατί ο κινηματογράφος, δείχνοντάς μας το βλέμμα του «Άλλου», μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε, όπως ο Τζαμίλ, και τους ίδιους τους εαυτούς μας.


12

12
(12 Razgnevannyh Muzhchin)

Σκηνοθεσία: Nikita Mikhalkov
Σενάριο: Nikita Mikhalkov, Vladimir Moiseyenko, Aleksandr Novototsky
Παίζουν: Sergey Makovetsky, Sergey Garmash, Aleksey Petrenko, Yury Stoyanov, Sergei Gazarov, Nikita Makhalkov, Mikhail Efremov, Valentin Gaft, Aleksey Gorbunov, Argey Artsybashev, Victor Verzhbitsky, Roman Madianov, Aleksander Adabashian, Apti Magamayev.
Διάρκεια: 153΄
Είδος: Δικαστικό ψυχολογικό θρίλερ
Γλώσσα: Ρωσική, Τσετσενική
Βραβεία / υποψηφιότητες:
Υποψήφια για το Χρυσό Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 2007. Υποψήφια για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας για την κινηματογραφική χρονιά 2007-2008.

Σύνοψη:
Δώδεκα ένορκοι, άγνωστοι μεταξύ τους και διαφορετικοί ως προς την κοινωνική θέση, το επάγγελμα και καταγωγή, όπως το ορίζει ο ρωσικός νόμος, εξετάζουν την υπόθεση δολοφονίας ενός Ρώσου αξιοματικού. Οι μαρτυρίες και οι ενδέιξεις τείνουν στο συμπέρασμα πως το έγκλημα έχει διαπράξει ο θετός Τσετσένος γιος του θύματος. Ήταν εκείνες τις ώρες στον τόπο του εγκλήματος, ο γέρος γείτονας άκουσε την κραυγή του “θα σε σκοτώσω”, η γειτόνισσα απέναντι τον είδε να κρατάει το μαχαίρι... Οι δώδεκα ένορκοι κλείνονται σε μια σχολική αίθουσα που χρησιμοποιείται ως χώρος αθλοπαιδειών και, ενώ έντεκα από αυτούς βιάζονται να βγάλουν την ετυμηγορία πρόχειρα και διαδικαστικά, ένας από αυτούς αποφασίζει να ψηφίσει “αθώος” και ξαναεξετάζει το θέμα από την αρχή, στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Ακόμα και αν αυτό προϋποθέτει για τον καθένα μια κατάδυση στην προσωπική του ιστορία και εμπειρία με ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη ρωσική κοινωνία σήμερα.
Πρόκειται για μια μεταφορά της ταινίας “12 Angry men” του Αμερικανού Σίντνεϊ Λιούμετ που γυρίστηκε το 1957, και βασίστηκε με τη σειρά του στο ομότιτλο θεατρικό κείμενο του Reginald Rose. Πρόκειται επίσης για την επίσημη υποψηφιότητα της Ρωσίας για την κατηγορία των ξενόγλωσσων Όσκαρ για την κινηματογραφική χρονιά 2007-2008.

Η δήλωση του σκηνοθέτη:
«Δεν απογοητεύτηκα που το “12” δεν παρέλαβε το όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Ήταν θαύμα και το που ολοκληρώθηκε η ταινία, ήταν θαύμα που η επιτροπή στις ΗΠΑ είχαν την υπομονή να δουν και να ακούσουν για δύο ώρες φλυαρίες στα ρώσικα για δυο ώρες! Ήξερα τι θα συμβεί από την πρώτη στιγμή».

Ξένος τύπος
«Η καινούρια ταινία του Νικίτα Μιχάλκωφ είναι για άλλη μια φορά η επιβεβαίωση της μαεστρίας του στο να εξερευνεί και να αποκαλύπτει σε εμάς, με ανθρωπιά και συναίσθημα, την πολυπλοκότητα της ύπαρξης».
(σημείωμα της κριτικής επιτροπής, 64ο Φεστιβάλ Βενετίας)

«Αξιοποιώντας πλήρως τη μεγαλοφυή Τσεφωφική παράδοση που παίζει την κάθε σκηνή χωρίς στόμφο, το “12” σηματοδοτεί μια θριαμβευτική επιστροφή για τον βετεράνο που τιμήθηκε με Χρυσό Λιοντάρι για το σύνολο της δουλειάς του στο προηγούμενο Φεστιβάλ Βενετίας».
(Variety, Ronnie Scheib)

«Το ιδιοσυγκρασιακό ιντελεκτουέλ θρίλερ του Νικίτα Μιχάλκωφ γυρίζεται 50 χρόνια μετά από την πρωτότυπη ταινία του Μιχάλκωφ, σαν μια προσφορά του ενός μεγάλου δασκάλου στον άλλο».
(Valerie kichin, Film.ru)

«Σημαντικό φιλμ. Εγείρει ερωτήματα και καθιστά απαταίτητο για τον καθένα μας να τα απαντήσει».
(Valerie kichin, Rossiyskaya Gazeta)

«Ένα ψυχολογικό θρίλερ που αντιπροσωπεύει την επιστροφή στη σκηνοθεσία, ενός μεγάλου δημιουργού, με ένα σενάριο δουλεμένο ώστε να είναι επίκαιρο και αναφορικό στη δικαιοσύνη (θεία και ανθρώπινη) και την ελεύθερη βούληση».
(Pierpaolo Simone, MYmovies.it)

Ένα Σχόλιο με αφορμή το 12 :
Ποιος ο λόγος του να γυρίσει κανείς το ριμέικ ενός γνωστού φιλμ του παλιού, καλού, κλασικού αμερικάνικου κινηματογράφου, σε ένα νέο αιώνα, σε άλλες συνθήκες, σε μια χώρα με τόσο διαφορετική ιστορία και συνθήκες ζωής –και όχι μόνο λόγω του Ψυχρού Πολέμου- σε άλλη εποχή και άλλα ήθη; Ο Νικίτα Μιχάλκωφ, ηθοποιός και κινηματογραφιστής που έχει συνδέσει το όνομά του με τη σύγχρονη ιστορία της Ρωσίας (ο πατέρας του, Σεργκέι, υπήρξε ο συνθέτης του Εθνικού Ύμνου της Ρωσίας, η μητέρα του, Ναταλία, ήταν ποιήτρια και κόρη του διάσημου ζωγράφου της αβάν γκαρντ, Πιότρ Κοντσαλόφκι, ο αδερφός του, Αντρέι Κοντσαλόφκι διακρίθηκε ως σκηνοθέτης ακόμα και στο Χόλιγουντ και ως συνεργάτης του Ταρκόφσκι) βαζει εδώ ένα στοίχημα. Να αξιοποιήσει όλες αυτές τις διαφορές του χρονικού και κοινωνικού πλαισίου για να αναδείξει τη διαχρονικότητα ενός έργου που ασχολείται με την ποικιλότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και το κερδίζει. Οι εποχές αλλάζουν, μετακινούμαστε σε διαφορετικά μήκη και πλάτη του κόσμου, ασχολούμαστε με άλλες κοινωνικές κατασκευές, τα ήθη γίνονται όλο και πιο ελαστικά σε καθημερινή βάση, κι όμως, η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια, διψασμένη και ζαλισμένη μέσα στα πάθη της.
Οι ένορκοι του έργου, δώδεκα στον αριθμό, σαν ξεχασμένοι από κάποια βιβλική παραβολή, είναι εκδοχές της ίδιας φιγούρας: Αυτής του ανθρώπου που έχει απεριόριστη εξουσία στη ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Όλοι τους είναι άνδρες, ασχολούνται με διαφορετικά επαγγέλματα, άλλοι είναι διάσημοι, άλλοι ονειρεύονται να γίνουν, άλλοι αγαπούν τις καταχρήσεις, άλλοι έχουν οικογένεια, άλλοι την έχουν διαλύσει, βασανίζονται από προβληματικές σχέσεις με το περιβάλλον τους, άλλοι είναι πλούσιοι, άλλοι φτωχοί. Παρά τη διαφορετικότητά τους, δεν ακούγεται το όνομα κανενός, είναι ανώνυμοι και ίσοι ενώπιον της δικαιοσύνης. Πετούνε ο ένας στον άλλο μπάλες, ανταλλάσσουν λογομαχίες, φτάνουν κοντά στην τρέλα ή ακόμα και στο θάνατο, ξύνουν πληγές του παρελθόντος, χάνονται σε αναπολήσεις, θυμούνται τα φρικτά λάθη τους. Πόσο πολύ απέχουν τελικά από τον άνθρωπο που ετοιμάζονται να καταδικάσουν; Το νεαρό αγόρι ίσως να κατηγορείται επειδή έχει τη λάθος καταγωγή: είναι Τσετσένος, άρα για πολλούς, εχθρός εξ ορισμού. Οι άνθρωποι βρίσκουν λογικό και επόμενο αυτό που βαθιά μέσα τους επιθυμούν να δουν. Πιστεύουν σε αυτό που τους είναι ήδη γνωστό. Βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν.
Για όλους αυτούς, λοιπόν, και για όλους εμάς, υπάρχει η τέχνη του κινηματογράφου. Η μοναδική που έχει αναπτύξει τόσο πολύ την τεχνολογία της εικόνας, που μας δείχνει ακριβώς ότι βλέπουμε στην καθημερινή ζωή, αλλά την ίδια στιγμή μας δείχνει αυτό που δεν μπορεί να δει το ανθρώπινο μάτι. Η κάμερα του Μιχάλκωφ ξεκινά από μια γνώριμη κατάσταση, μια διαδικασία ρουτίνας. Και καταλήγει σε ανεξερεύνητα μονοπάτια, κάνοντας μαθήματα ανατομίας στον ψυχισμό των ηρώων του. Την ίδια στιγμή, αρθρώνει πολιτικό λόγο, αγγίζοντας ένα ευαίσθητο θέμα για την ρωσική κοινωνία μέσα από την οπτική των πολιτών της. Ακολουθώντας την τακτική του πρώτου ενόρκου, ο σκηνοθέτης δεν μιλά με κατάφαση η άρνηση. Διατηρεί απλώς το δικαίωμά του στην αμφιβολία. Και αυτό είναι η προϋπόθεση της ελευθερίας.

ΜΟΝΓΚΟΛ (Μονγολ)

Монгол

Η ζωή είναι μια μάχη.
Αυτός που το καταλαβαίνει νωρίς, μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο.
Σκηνοθεσία: Sergei Bodrov
Σενάριο: Arif Aliyev, Sergei Bodrov
Παίζουν: Τadanobu Asano, Honglei Sun, Khulan Chuluun, Odnyam Odsuren, Amarbold Tuvinbayar, Bayartsetseg Erdenabat, Amadu Mamadakov, Ba Sen, Bu Ren
Διάρκεια: 120'
Είδος: Ιστορική Βιογραφία
Παραγωγή: CTB Film Co., Andreevskiy Flag Co. production, X-Filme Creative Pool, Kinofabrika
Διεθνής εκμετάλλευση: Beta Cinema, Μόναχο

Βραβεία / Υποψηφιότητες:

Βραβείο δεύτερου ανδρικού ρόλου για τον Honglei Sun στα Asian Film Awards.
6 Βραβεία ( καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, διεύθυνσης φωτογραφίας, καλλιτεχνικής διεύθυνσης, φωτογραφίας, ήχου,) στα βραβεία Nika (Nika awards, εθνικά κινηματογραφικά βραβεία στη Ρωσία)
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Las Vengas
Yποψηφιότητα του Καζακστάν για όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας για το 2008.

Η Ιστορία:
Δωδέκατος αιώνας μετά Χριστόν, κάπου στην έκταση που σήμερα ονομάζουμε Μογγολία: Στον κύκλο μιας φυλής νομάδων, η φρικτή δολοφονία του αρχηγού από έναν πολεμιστή μιας αντίπαλης φυλής αφήνει τον εννιάχρονο γιο του και διάδοχό του θύμα προδοσίας: ένας πολεμιστής της φυλής του παίρνει την εξουσία με τη βία και εξορίζει τον μικρό στην αφιλόξενη στέπα. Ο γιος επιβιώνει, παρά την καταδίωξη του προδότη, και γίνεται πολεμιστής. Θα επιστρέψει για να διεκδικήσει αυτά που του ανήκουν, αλλά και την καρδιά ενός κοριτσιού που πρόλαβε, παρά τη μικρή ηλικία του, να αγαπήσει. Ο άνθρωπος αυτός θα μείνει στην ιστορία ως Τζένγκις Χαν. Αυτά είναι τα πρώτα του γενναία βήματα στον κόσμο, που εξηγούν το πώς κατάφερε, στην πορεία να τον κατακτήσει.
Υπόθεση:
Στο 1172, ένα εννιάχρονο αγόρι με το όνομα Τεμουτζίν διασχίζει την παγωμένη, επίπεδη, αφιλόξενη στέπα μαζί με τον πατέρα του, Εσουγκέι, που είναι ο αρχηγός της φυλής, με άλλα λόγια, ένας Χαν. Συνοδεύονται από μερικούς ικανούς, γενναίους άντρες γιατί η αποστολή τους είναι ιδιαίτερης σημασίας. Οδηγούν τον μικρό Τεμουτζίν στην γη των Μερκίτ, για να τον κάνουν να διαλέξει μια σύζυγο από τα μικρά ακόμα κορίτσια της φυλής. Αυτός είναι και ο μόνος δρόμος για τη συμφιλίωση των δύο φυλών, που βρέθηκαν σε αντιπαλότητα από τότε που ο Εσουγκεί έκλεψε τη γυναίκα ενός στρατηγού για να την κάνει σύντροφό του -και στην πορεία και μητέρα των παιδιών του. Η τύχη όμως τα φέρνει αλλιώς. Καθώς περνούν το βράδυ σε ένα φιλικό καταυλισμό, ο μικρός γνωρίζει την Μπόρτε, ένα δεκάχρονο κορίτσι που θα σημαδέψει την υπόλοιπη ζωή του. Έχει ήδη αποφασίσει για τη μέλλουσα γυναίκα του. Όταν το κάνει γνωστό στον πατέρα του, αυτός χαίρεται για την αποφασιστικότητα του γιου του, αλλά δεν μπορεί να μην ανησυχεί πως αυτό θα εκτραχύνει τη σχέση μεταξύ των δύο φυλών. Και οι χειρότεροι φοβοι του επιβεβαιώνονται. Λίγο αργότερα θα δηλητηριαστεί θανάσιμα από έναν εχθρό του. Τα τελευταία του λόγια πριν ξεψυχησει αναθέτουν στον Τεμουτζίν, όπως το θέλει η παράδοση, την ηγεσία της φυλής.
Αυτή όμως δεν είναι παρά η αρχή μιας σειράς δεινών για το μικρό αγόρι. Ο Ταργκουτάι, ένας άλλος πολεμιστής, αντιτίθεται στη βούληση του αποθανώντος αρχηγού του και παίρνει την εξουσία από τα χέρια του. Ο Τεμουτζίν θα βρεθεί εξόριστος, μακριά από την οικογένειά του προκειμένου να επιζήσει, και περιπλανιέται μόνος, χωρίς άλογο, στις αχανείς εκτάσεις, καθώς οι εποχές αλλάζουν. Ένα πρωινό θα βρεθεί στα όρια του θανάτου. Ένα αγόρι θα τον βρει αναίσθητο στο χιόνι. Γίνονται αδερφοποιτοί. Ο Ταργκουτάι θα τον εντοπίσει. Θα τον κυνηγήσει και θα τον φυλακίσει. Παρά τα εμπόδια, θα δραπετεύσει και θα φύγει μακριά. Ο Ταργκουτάι θα βρίσκεται πάντα στο κατόπι του. Θα έχει γίνει όμως ένας πολεμιστής. Έτοιμος να πάρει πίσω αυτό που στερήθηκε. Έτοιμος να αναζητήσει την αγαπημένη του Μπόρτε και να αναμετρηθεί με τους εχθρούς του. Έτοιμος να ενώσει όλες τις φυλές των νομάδων και να γίνει ηγέτης. Έτοιμος να μείνει στην ιστορία ως Τζένγκις Χαν...

Η δήλωση του σκηνοθέτη:
«Μεγάλωσα στην Κομμουνιστική Ρωσία, όπου μαθαίναμε για τα κατορθώματα του Τζένγκις Χαν τα πρώτα χρόνια στο σχολείο. Η Ρωσία ήταν μία από τις πολλές χώρες που κατάκτησαν οι Μογγόλοι, όταν ο εγγονός του Τζέννγκις, Μπατού, εισέβαλε με το στρατό του. Παρέμεινε υπό μογγολικό ζυγό για πάνω από 200 χρόνια. Γι΄αυτό και στα βιβλία ιστορίας, σκιαγραφόταν σαν ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Ασφαλώς, τα βιβλία ήταν προϊόντα του καιρού τους, έτσι κι οι περιγραφές ήταν απαίσιες και απλοϊκές. Το 1990, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τον τίτλο «Ο θρύλος του γαλάζιου βέλους» που μιλούσε για τη δυναστεία των Χαν και για τους Τούρκους. Συγγραφέας ήταν ο περίφημος Ρώσος ιστορικός Lev Gumilev, που πλησίασε διαφορετικά το πρόσωπο, σαν μια χαρισματική προσωπικότητα, κι αυτό ήταν που μου έδωσε κίνητρο να ψάξω κι άλλο γαι το πρόσωπο που γεννήθηκε το 1162 ως Τεμουτζίν. Σχεδίαζα αυτή τη βιογραφία από το 2000. Ανέκαθεν με ενδιέφερε να επικεντρωθώ σε μια διάσημη προσωπικότητα και να κάνω τη δική μου έρευνα, το δικό μου “σκάψιμο”. Το να παίρνω ένα κλισέ και να βρίσκω τι συνέβη στην πραγματική ζωή. Θέλω να ξέρω: Αν αυτός είναι ο φρικτός άντρας που κατηγορείται πως σκότωσε εκατομμύρια, τότε πώς συνέβη; Πώς έγινε ο Τζένγκις Χαν; Τα παιδικά του χρόνια είναι πραγματικά άγνωστα. Και για μένα, αυτά υπήρξαν η βάση για να αναπτυχθεί μια τόσο σπουδαία προσωπικότητα. Ξόδεψα αρκετά χρόνια στο να ψάχνω υλικό, γιατί δεν υπάρχει βιβλιογραφία της εποχής για τους Μογγόλους. Το μόνο γραπτό που έχει διασωθεί είναι το «Η μυστική ιστορία των Μογγόλων, που γράφτηκε το 1227 από άγνωστο συγγραφέα. Θεωρούνταν χαμένο για αιώνες, ώσπου ανακαλύφθηκε το 19ο αιώνα στη Ρωσία. Αυτό που θα δείτε, λοιπόν δεν είναι μια συνηθισμένη saga».

Βιογραφικό του σκηνοθέτη:
O Σεργκέι Μποντρόφ έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1984. Γύρισε δεκατέσσερις ταινίεςς μέσα σε δέκα χρόνια, ώσπου το 1996 κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση με τη δραματική ταινία «Prisoner of the mountain» («Αιχμάλωτος του Καυκάσου» / Kavkazskiy plennik), που βασίστηκε σε ένα διήγημα του Λέων Τολστόι. Το φιλμ έκανε την πρεμιέρα του στις Κάνες, όπου και κέρδισε το Βραβείο Κοινού. Στην πορεία κέρδισε και πέντε βραβεία Νίκας, τα εθνικά κινηματογραφικά βραβεία της Ρωσίας, αλλά και υποψηφιότητες για ξενόγλωσσο όσκαρ και χρυσή σφαίρα καλύτερης ταινίας εκείνης της χρονιάς. Τελικά διακρίθηκε με τον τίτλο του καλύτερου σεναριογράφου στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά βραβεία. Οι πιο πρόσφατες δουλειές του είναι το ιστορικό έπος «Nomad», το ρομαντικό παραμύθι «Bear's kiss», το θρίλερ αγωνίας The «Quickie». Πέρα από τα σενάρια που έχει γράψει για δικές του ταινίες, έχει γράψει πάνω από είκοσι για σκηνοθέτες στη Ρωσία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Δίδαξε σκηνοθεσία στην Εθνική Κινηματογραφική σχολή της Μόσχας, το UCLA, το Πανεπιστήμιο της Νέας Ορλεάνης, κολέγιο του East Hampton και το πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη Ρωσία, το Καζακστάν και τις ΗΠΑ.

Διεθνή ΜΜΕ:
«To “Mongol” είναι ένα έπος, τόσο εκθαμβωτικό οπτικά, που θα έκανε περήφανους τους David Lean και Kurosawa». (Emanouel Levy, Emanuel Levy.com)

«Συναισθηματικά οικείο αλλά σε μεγάλη κλίμακα με το επικό κινηματογραφικό τοπίο να κυριαρχεί. Απλώς σπουδαίο». (Harry Knowles, Ain't it cool news)

«To “Mongol” επιδιεκνύει έναν περίτεχνο συνδυασμό τοπίων που κόβουν την ανάσα, εκθαμβωτική σκηνοθεσία, λουτρά αίματος και την καταγραφή μιας μοναδικής παράδοσης». (Alissa Simon, Variety)

«Κομψό, ψυχαγωγικό και πλούσιο σε καταπληκτικά κουστούμια και τοπία». (David Ansen, Newsweek)

Tips:
«Πέθανε, κι αυτό ήταν μεγάλη συμφορά, γιατί ήταν συνετός και σοφός». Αυτά σημείωσε ο Μάρκο Πόλο στα γραπτά του για το ταξίδι του στην έσχατη άκρη του κόσμου, για τον ηγέτη που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του δύο , εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Την απόλυτη σκληρότητα και την αμέριστη δικαιοσύνη. Κάτι που προοικονομούσε άλλωστε και το ίδιο του το όνομα: Τεμουτζίν, στη γλώσσα των Μογγόλων, σημαίνει « σιδηρουργός». Ταιριαστό όνομα και για έναν άνθρωπο που κατάφερε να ενώσει πάνω από 100 χιλιάδες ικανούς πολεμιστές, από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ασίας κάτω από μια ομπρέλα, ώστε να χτίσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία όλων των εποχών. Που κατόρθωσε να ενώσει σε ένα κράμα μια σειρά αντιθετικών στοιχείων. Δεν υπήρξε στράτευμα στην ιστορία της ανθρωπότητας που να σημείωσε τόσες νίκες. Δεν υπήρχε εχθρός στον οποίο να χαρίστηκε ο «Βασιλιάς Ωκεανός», όπως ξαναβαφτίστηκε ο Χαν. Η ισχύς του απλωνόταν από τη Σιβηρία ως την Ινδία, από τη Βαλκανική χερσόνησο ως τη σημερινή Κορέα, από τα Ουγγρικά οροπέδια ως το σημερινό Βιετνάμ. Δεν είναι όμως μόνο τα ποσοτικά μεγέθη που έμειναν στην ιστορία, αλλά η ποιότητα της διακυβέρνησής του. Κατάργησε τα βασανιστήρια, ενθάρρυνε τη θρησκευτική ελευθερία, επέβαλλε τη δημόσια παιδεία, εισήγαγε πολλές νέες τεχνολογίες, διάρθρωσε ένα δικό του σύστημα ελεύθερου εμπορίου. Αυτές οι ιδιαιτερότητες δεν θα μπορούσαν να αποτελούν απλώς προϊόν ενστίκτου. Είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής του ηγέτη που έβαλαν τις βάσεις για το γιγαντιαίο αυτό οικοδόμημα. Για τον άνθρωπο που κατεκτησε πάνω από το μισό του τότε γνωστού κόσμου, η πατρίδα στην οποία θα μπορούσε να επιστρέφει, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το μακρινό παρελθόν του: Πατρίδα, για άλλη μια φορά, είναι η παιδική ηλικία.
Και εκεί μπαίνει ο ρόλος μιας κινηματογραφικής βιογραφίας. Μακριά από κάθε διάθεση αγιοποίησης, να αποτυπώσει μια ανθρώπινη διάσταση πέρα και πάνω από το χρόνο και το χώρο. Στην περίπτωση του «Τζένγκις Χαν» του Σεργκέι Μποντρώφ, ο σκηνοθέτης διαισθάνεται πως δεν μπορεί να περιγράψει το μέγεθος της επιρροής του ηγέτη, αν δεν περιγράψει το ψυχικό του μεγαλείο και τις συγκυρίες στις οποίες είχε την ευκαιρία να το ξεδιπλώσει. Αυτό το, κατά τ' άλλα άυλο πεδίο, στην κινηματογραφική του εκδοχή μετατρέπεται σε ένα πεδίο απελευθέρωσης των αισθήσεων. Για το βλέμμα, που τέρπεται περισσότερο, η ένωση του ανθρώπου με το τοπίο της στέπας, είναι η απόλυτη ένωση του εφήμερου με το αιώνιο. Κάθε πλάνο πατάει στο ιστορικό παρόν και αναπνέει το μέλλον. Ακολουθώντας τη δομή ενός παραμυθιού, που αντλεί μαγεία από τα καθημερινά υλικά, ο σκηνοθέτης αφηγείται ένα έπος διαφορετικό, που εμπνέει δέος, αλλά μαζί και οικειότητα. Η βραχύβια αλλά έντονη σχέση του με τον πατέρα του, ο βαθύς του έρωτας για την πρώτη γυναίκα του (παρά ο γεγονός πως, όπως κάθε ηγέτης της εποχής, αριθμούσε δεκάδες συζύγους), η βαθιά του πίστη στην παράδοση και σε μια αίσθηση δικαιοσύνης που να ορίζει τις ζωές των ανθρώπων, αποδίδονται με λιτότητα και ένταση. Ο Μποντρώφ τελικά επιμένει σε μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση της ιστορίας, αλλά και του κινηματογραφικού μέσου. Και χτίζει μια φιγούρα που είναι επιτέλους, στη κυριολεξία της, «larger than life».

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Seven Films 2007-2009 και συνεχίζουμε...


Καλή & δημιουργική χρονιά
ΣΕ ΟΛΟΥΣ