Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

HUNGER του Στηβ Μακουήν

Λυπάμαι αδελφέ μου
Οι χειροπέδες μου δένουν τα χέρια
κι ένα σίδερο περικυκλώνει το μέρος που κοιμάμαι

Λυπάμαι αδελφέ μου
που δεν μπορώ να βοηθήσω τον γέρο
τη χήρα η το παιδάκι.

Μη λογαριάζεις τον θάνατο ενός ανθρώπου
σαν σημάδι ήττας.

Ντροπή είναι μόνο
να προδίδεις τις ιδέες σου
και να μη μπορείς να υπερασπιστείς
τις πεποιθήσεις σου.


Οθμάν Αμπντουλραχήλ Μοχάμεντ
26 ετών, φοιτητής Νομικής,
κρατούμενος από το 2001 στις φυλακές του Γκουαντάναμο.
από το βιβλίο «Ποιήματα από το Γκουαντάναμο»
εκδόσεις ΠΥΛΗ 2008 ( μετάφραση Ιωάννας Καρατζαφέρη )




Εισαγωγή

Η ταινία ακολουθεί τη ζωή στις φυλακές Μέιζ, στη Βόρεια Ιρλανδία, αποτυπώνοντας τα ιδιαίτερα συγκινητικά γεγονότα που αφορούν την απεργία πείνας των φυλακισμένων του IRA το 1981, καθοδηγούμενοι από το Μπόμπι Σαντς.


Περίληψη

Ο Ρέιμοντ Λόχαν ακολουθεί την καθημερινή του ρουτίνα: ένας φυσιολογικός άνδρας που εργάζεται στις φυλακές Μέιζ στη Βόρεια Ιρλανδία, το 1981. Έχει τοποθετηθεί στα κακόφημα H-Blocks, όπου οι ρεπουμπλικανοί φυλακισμένοι διαμαρτύρονται, αρνούμενοι να φορέσουν τα ρούχα που τους επιβάλουν και καταργώντας όλες τις καθημερινές ενέργειες προσωπικής υγιεινής.

Ένας νεαρός φυλακισμένος, ο Ντέιβι Γκίλεν μεταφέρεται εκεί για πρώτη φορά. Παρ’ότι τρομοκρατημένος, αρνείται πεισματικά να φορέσει τη στολή που του δίνουν- δεν θεωρεί τον εαυτό του κοινό εγκληματία. Μοιράζεται ένα πανβρώμικο κελί με έναν άλλο αντικομφορμιστή φυλακισμένο- τον Τζέρι Κάμπελ. Ο Τζέρι, που έχει σκληραγωγηθεί από τις συνθήκες των φυλακών, «εκπαιδεύει» το νεόφερτο να βάζει λαθραία πράγματα στο κελί του, να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο και να μεταφέρει τα μηνύματα στον αρχηγό τους- Μπόμπι Σαντς.

Οι φυλακισμένοι πείθονται να φορέσουν τα καινούρια ρούχα στις φυλακές, που είναι πολιτικά, πιστεύοντας ότι είναι σημαντικό βήμα στον αγώνα τους να αποκτήσουν πολιτική υπόσταση. Τους μοιράζουν όμως εξευτελιστική περιβολή και ξεσπά επανάσταση. Οι φυλακισμένοι καταστρέφουν τα καθαρά κελιά στα οποία έχουν μεταφερθεί, ενώ υπόκεινται σε άγριους ξυλοδαρμούς για την καταστολή της. Η βία μεταφέρεται και πέρα από τη Μέιζ- κανένας εργαζόμενος εκεί δεν είναι πλέον ασφαλής, ενώ ο Ρέιμοντ σκοτώνεται.

Ο Μπόμπι Σαντς συναντά τον ιερέα Ντομινίκ Μοράν. Αστειεύονται για λίγο, κι έπειτα ο Σαντς αποκαλύπτει στον ιερέα, ότι θα ηγηθεί μιας απεργίας πείνας για να διαμαρτυρηθεί για την αντιμετώπιση των ρεπουμπλικανών φυλακισμένων. Αυτό πυροδοτεί μια λογομαχία, η οποία απλά δείχνει την αποφασιστικότητα του Σαντς , μέσα από τις ερωτήσεις του ιερέα για τα κίνητρα και την ηθική. Ο Σαντς είναι αποφασισμένος και η απεργία θα γίνει.

Αργότερα ο Σαντς θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο, όπου τον επισκέπτονται ένας φίλος και οι γονείς του. Ο Σαντς είναι ο πρώτος που θα πεθάνει από τους εννέα που ακολούθησαν.




Η άποψη του σκηνοθέτη

Θέλω να δείξω πως ήταν να ζεις, να ακούς, να μυρίζεις και να αγγίζεις το «Κελί–Η» το 1981. Αυτό που θέλω να μεταδώσω (κοινωνήσω) είναι κάτι που δεν μπορείτε να βρείτε σε βιβλία ή αρχεία: το συνηθισμένο και το ασυνήθιστο του να ζεις σ’ αυτή τη φυλακή. Συγχρόνως, το έργο είναι και μια προσπάθεια να αποτυπωθεί με κάποιο τρόπο το τι είναι να πεθαίνει κανείς για ένα σκοπό.

Το Hunger για μένα έχει απήχηση στο σήμερα. Το σώμα σαν σύμβολο μιας πάλης πολιτικής, έχει αρχίσει να γίνεται ένα φαινόμενο όλο και περισσότερο γνώριμο. Είναι η τελευταία πράξη της απελπισίας: το ίδιο σου το κορμί γίνεται το τελευταίο σου καταφύγιο για διαμαρτυρία. Ο καθένας χρησιμοποιεί αυτό που έχει, με τρόπο σωστό ή λανθασμένο.

Είναι σημαντικό για μένα τα γεγονότα να παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια τόσο των φυλακισμένων όσο και των φυλάκων τους. Στη διάρκεια του έργου πρέπει να δίνεται και χρόνος για περισυλλογή. Υπάρχει μια μακρά συζήτηση ανάμεσα στον Bobby Sands και ένα καθολικό παπά σχετικά με την απόφαση του Σαντς να προχωρήσει στην απεργία πείνας. Η ανταλλαγή επιχειρημάτων μετατρέπεται σε ένα φιλοσοφικό παιχνίδι σκακιού με μεγάλες προεκτάσεις. Πρέπει να συζητήσουν τη φύση της θυσίας. «Η ελευθερία είναι τα πάντα για μένα… το να δώσω τη ζωή μου δεν είναι μονάχα το μοναδικό πράγμα που μπορώ να κάνω, είναι και το μόνο σωστό».
Στο τέλος μένουμε μόνοι με έναν άνδρα, που ζει τις τελευταίες του μέρες με τον πιο ακραίο τρόπο που θα μπορούσε –αλλά που βρίσκεται μια απόφαση μονάχα μακριά από το να αποφασίσει να παραδοθεί και να ζήσει. Η πιο απλή, αυτονόητη και φυσιολογική κίνηση μετατρέπεται σε οδύσσεια.

Στην «Πείνα» δεν υπάρχει η απλουστευτική έννοια του «ήρωα», του «μάρτυρα» ή του «θύματος». Η πρόθεσή μου είναι να εγείρω ζωντανό διάλογο, αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους θεατές, να προκαλέσω και τη δική μας ηθική μέσω του έργου.

Στηβ ΜακΚουήν – Μάιος 2008


Το Ιστορικό υπόβαθρο :

1963:
Ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ιρλανδίας, Terence O’Neill, ξεκινά την προσπάθεια να αντιμετωπίσει το ζήτημα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων ανάμεσα σε Καθολικούς και Διαμαρτυρόμενους στη Βόρεια Ιρλανδία.

Μάιος – Ιούνιος 1966:
Αντιδράσεις και αναταραχές ακολουθούν τη διπλή 50η επέτειο από τη μάχη του Σομ και του Eastern Rising (Επανάσταση του Πάσχα) – γεγονότα εξέχουσας σημασίας τόσο για την προτεσταντική όσο και την καθολική κοινότητα. Δύο Καθολικοί και ένας Διαμαρτυρόμενος δολοφονούνται. Η εκδίδεται απόφαση για απαγόρευση της δράσης της Ulster Volunteer Force (UVF) .

5 Οκτωβρίου 1968:
Συμπλοκές ανάμεσα στην Northern Ireland Civil Rights Association (NICRA) και την Royal Ulster Constabulary in Derry (RUC) στη διάρκεια διαδηλώσεων για τα πολιτικά δικαιώματα

9 Οκτωβρίου 1968:
Η People’s Democracy δημιουργείται μετά από διαδήλωση φοιτητών στο Μπέλφαστ. Η Derry’s Citizens’ Action Committee γεννιέται μέσα από πέντε υπάρχουσες επαναστατικές ομάδες στο Derry, ηγούμενη από τους Ivan Cooper και John Hume.

Μάρτιος – Απρίλιος 1969:
«Loyalists» βάζουν βόμβες, στοχεύοντας σε τοπικά κέντρα παροχής, μεταξύ άλλων, νερού και ηλεκτρικού. Η Βόρεια Ιρλανδία δέχεται στρατιωτικές ενισχύσεις για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ιούλιος 1969:
Ο 67χρονος Frances McClusky, δολοφονείται από έναν αξιωματικό του RUC. Πολλοί θεωρούν πως αυτός είναι ο πρώτος θάνατος που ξεκίνησε μια μακρά περίοδο ταραχών (γνωστή στους Ιρλανδούς ως «Troubles»).

Αύγουστος 1969:
Σοβαρές αναταραχές ξεσπούν στο Bogside στην περιοχή του Derry – η λεγόμενη «μάχη του Bogside». Μετά από δύο μέρες συνεχών αναταραχών, τα βρετανικά στρατεύματα παίρνουν θέσεις μάχης στο Belfast και το Derry. Οι αναταραχές κορυφώνονται στο Belfast και αλλού από τις 14 ως τις 17 Αυγούστου. Επτά άνθρωποι σκοτώνονται και εκατοντάδες σπίτια καταστρέφονται. Ο βρετανικός στρατός καλείται ξανά να επιβάλλει την τάξη.

19 Αυγούστου 1969:
Η Διακήρυξη της Downing Street που συμφωνείται ανάμεσα στον πρωθυπουργό της Βόρειας Ιρλανδίας, James Chichester Clark και τον βρετανό πρωθυπουργό Harold Wilson, επαναβεβαιώνει την πρόθεση να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα της ισότητας και κοινωνικής ειρήνης στη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς και ότι η Βόρεια Ιρλανδία δε θα πάψει να είναι μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς τη συγκατάθεση του λαού.

Δεκέμβριος 1969:
Σχίσμα ανάμεσα στο Sinn Fein και το Irish Republican Army, δημιουργώντας αυτό που αργότερα θα γίνει το Εργατικό Κόμμα και το Sinn Fein, καθώς και ο επίσημος IRA και ο Provisional IRA.

9 Αυγούστου 1971:
Η κράτηση και προφυλάκιση υπόπτων χωρίς δίκη εισάγεται ως θεσμός στη Βόρεια Ιρλανδία.

Σεπτέμβριος 1971:
Ο UVF παίρνει την υποστήριξη μιας ακόμα παραστρατιωτικής οργάνωσης, της Ulster Defense Association (UDA).

30 Ιανουαρίου 1972:
Η Ματωμένη Κυριακή («Bloody Sunday») – ο στρατός επεμβαίνει με το Parachute Regiment για να καταπνίξει αναταραχές στη διάρκεια διαδήλωσης για τα κοινωνικά δικαιώματα στο Derry. Δεκατρείς άνθρωποι πυροβολούνται και σκοτώνονται και ένας ακόμα υποκύπτει αργότερα στα τραύματά του.

Φεβρουάριος 1972:
Με τη βομβιστική επίθεση στο Aldershot στην Αγγλία, που σκοτώνει επτά ανθρώπους, ξεκινά σειρά βομβιστικών επιθέσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Μάιος 1972:
Η κυβέρνηση Stormont διαλύεται και νέα κυβέρνηση τοποθετημένη από τη βρετανική βουλή παίρνει τη θέση της

Μάιος 1972:
Ο επίσημος IRA ανακοινώνει ανακωχή, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της στρατιωτικής του δράσης. Ο Provisional IRA συνεχίζει τη δράση του (που διήρκησε μέχρι την ανακωχή του 1997)

Ιούλιος 1972:
Ματωμένη Παρασκευή («Bloody Friday»): πολλαπλές βομβιστικές επιθέσεις από τον IRA με εννέα νεκρούς και ακόμα 130 πολίτες τραυματίες.

Δεκέμβριος 1972:
2 άνθρωποι νεκροί και 127 τραυματίες από βομβιστική επίθεση των Loyalists στο Δουβλίνο, στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Με τη συνέχιση των «Τroubles», συνεχίστηκαν και οι επιθέσεις στην Ιρλανδία.

Ιούνιος 1973:
Βουλευτικές εκλογές στη Β. Ιρλανδία

Δεκέμβριος 1973:
Υπογράφεται η συμφωνία Sunningdale – μια προσπάθεια να σταματήσει η αιματηρή περίοδος των «Troubles» επιβάλλοντας σε Ενωτικούς και Εθνικιστές να μοιραστούν την εξουσία.

Δεκέμβριος 1973 - Μάιος 1974:
Η διαμάχη για την κατοχή της εξουσίας συνεχίζεται, η βία και οι εκφοβισμοί κλιμακώνονται με αναταραχές που κορυφώνονται κατά τη γενική απεργία το Μάιο του 1974.

28 Μαΐου 1974:
Η Βουλή της Β. Ιρλανδίας διαλύεται. Επανατοποθετείται κυβέρνηση αποφασισμένη από το Westminster –που θα παραμείνει για τα επόμενα 25 χρόνια.

Δεκέμβριος 1975:
Λήξη του λεγόμενου «internment».


Μάρτιος 1976:
Λήξη του «Special Category Status» για κρατουμένους καταδικασμένους για τρομοκρατική δράση. Από το 1972, παραστρατιωτικοί κρατούμενοι διατηρούσαν κάποια από τα δικαιώματα των κρατουμένων πολέμου. Έχοντας πλέον μπει στην κατηγορία των κοινών εγκληματιών, θα έπρεπε να εγκλειστούν στην νέα φυλακή Maze, που λειτούργησε την 1η Μαρτίου δίπλα στο Μπέλφαστ, στα ειδικά διαμορφωμένα «κελιά Η».

Σεπτέμβριος 1976:
Ξεκινούν οι «διαδηλώσεις της κουβέρτας» («blanket protests») στην φυλακή Maze, ως διαμαρτυρία για τη λήξη του Special Category Status. Οι κρατούμενοι έχουν πέντε αιτήματα: Το δικαίωμα να μη φορούν στολή φυλακισμένου. Το δικαίωμα να μην κάνουν εργασίες φυλακής. Το δικαίωμα για ελεύθερη επικοινωνία με τους άλλους κρατουμένους. Το δικαίωμα σε μία επίσκεψη. Το δικαίωμα για ένα γράμμα και ένα δέμα ανά εβδομάδα.

Ο όρος ‘blanket protest’ προέρχεται από την άρνηση των διαδηλωτών να φορέσουν τις στολές τους, τυλίγοντας αντί γι’ αυτές κουβέρτες γύρω από το σώμα τους. Στη συνέχεια ακολούθησε η διαμαρτυρία «Όχι πλύσιμο».

Οκτώβριος 1980:
Ρεπουμπλικάνοι φυλακισμένοι ξεκινούν απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθούν για τη λήξη του Special Category Status.

Δεκέμβριος 1980:
Η απεργία πείνας ματαιώθηκε, όταν οι φυλακισμένοι λανθασμένα πίστεψαν ότι τους εκχωρήθηκαν τα διεκδικούμενα δικαιώματα.

Ιανουάριος 1981:
2,187 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί στη διάρκεια των «Troubles» από το 1969.

1η Μαρτίου 1981:
Η απεργία πείνας ξεκινά ξανά, ηγούμενη από τον Bobby Sands.

Απρίλιος 1981:
Ο Bobby Sands εκλέγεται μέλος της Βουλής Fermanagh and South Tyrone στο Westminster. Ο νόμος αργότερα τροποποιήθηκε ούτως ώστε να εμποδίζει τους κρατουμένους να λαμβάνουν μέρος στις εκλογές.

5 Μαΐου 1981:
Ο Bobby Sands πεθαίνει στη φυλακή Maze Prison την 66η μέρα της απεργίας πείνας, σε ηλικία 27 ετών.

3 Οκτωβρίου 1981:
Η Απεργία Πείνας λαμβάνει τέλος, μόνο όμως μετά το θάνατο ακόμα 9 ρεπουμπλικάνων κρατουμένων. Τις επόμενες μέρες και μήνες, η βρετανική κυβέρνηση εγγυήθηκε ότι θα εκπληρώσει όλα τα αιτήματα των κρατουμένων, χωρίς όμως κάποια περαιτέρω επίσημη αναγνώριση του πολιτικού status.

ΟΙ ΔΕΚΑ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ IRA ,
η ηλικία τους και η ημερομηνία θανάτου τους από τα αρχεία του IRA:

Bobby Sands (27)
Began hunger strike on 1 March 1981 and died on 5 May 1981 after 66 days without food.

Francis Hughes (25)
joined hunger strike on 15 March 1981 and died on 12 May 1981 after 59 days without food.

Raymond McCreesh (24)
joined hunger strike on 22 March 1981 and died on 21 May 1981 after 61 days without food.

Patsy O'Hara (23)
joined hunger strike on 22 March 1981 and died on 21 May 1981 after 61 days without food.

Joe McDonnell (30)
joined hunger strike on 8 May 1981 and died on 8 July 1981 after 61 days without food.

Martin Hurson (29)
joined hunger strike on 28 May 1981 and died on 13 July 1981 after 46 days without food.

Kevin Lynch (25)
joined hunger strike on 23 May 1981 and died on 1 August 1981 after 71 days without food.

Kieran Doherty (25)
joined hunger strike on 22 May 1981 and died on 2 August 1981 after 73 days without food.

Thomas McElwee (23)
joined hunger strike on 8 June 1981 and died on 8 August 1981 after 62 days without food.

Michael Devine (27)
joined hunger strike on 22 June 1981 and died on 20 August 1981 after 60 days without food.

Οι πρωταγωνιστές

Michael Fassbender ( Bobby Sands )

Μετά την εμπορική επιτυχία της ταινίας «300» του Zack Snyder, ο ιρλανδός ηθοποιός Michael Fassbender έγινε ο ρομαντικός πρωταγωνιστής στην ταινία Angel του Francois Ozon. Η περίοδος 2007-2008 είναι ιδιαίτερα παραγωγική για τον Μichael:- είχε κεντρικό ρόλο στο υπερφυσικό θρίλερ του Joel Schumacher «Town Creek» που γυρίστηκε στη Ρουμανία και στο «Eden Lake» σκηνοθετημένο από τον James Watkins. Ο Michael βρέθηκε και στη Νότια Αφρική γυρίζοντας το «The Devil’s Whore», του σκηνοθέτη Marc Munden –μια νέα μεγαλειώδης σειρά σε τέσσερα μέρη, γυρισμένη για λογαριασμό του Channel 4 με φόντο τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο

Ο Michael μεγάλωσε στο Κillarney. Έχοντας κάνει θέατρο και τηλεόραση, η μεγάλη στροφή στην καριέρα του ήρθε όταν πήρε ένα ρόλο στην επική παραγωγή των Steven Spielberg και Tom Hanks «Band of Brothers», παίζοντας τον Συνταγματάρχη Burton 'Pat' Christenson. Μετά από αυτό, ο Michael πήρε ρόλους σε πολλές βρετανικές τηλεοπτικές σειρές. Οι πιο αξιόλογες από αυτές είναι στα: «Gunpowder: Treason and Plot» όπου πρωταγωνιστεί ως ο διαβόητος Guy Fawkes, στο υπερφυσικό νεανικό δράμα «Hex» ως ο έκπτωτος άγγελος Azazeal. Στο «Murphy's Law» όπου είχε ένα μικρό ρόλο ως Caz Miller καθώς και στα «Poirot» και «Trial and Retribution X: Sins of the Father».

Το 2006, στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου, ο Michael πρωταγωνίστησε μαζί με τον Mel Smith στο «Allegiance», ένα έργο για τον Winston Churchill και τον Michael Collins.


Liam Cunningham ( Ιερέας Dominic Moran)

Ο τελευταίος κινηματογραφικός ρόλος του ιρλανδού ηθοποιού Liam Cunningham είναι στην ταινία «The Mummy 3: Tomb of the Dragon Emperor». Έπαιζε επίσης στο πολυβραβευμένο «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» του Ken Loach, το οποίο κέρδισε, μεταξύ άλλων, το Χρυσό Φοίνικα των Καννών το 2006. Ο Liam έχει εργαστεί με πολλούς σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Neil Jordan («Breakfast on Pluto»), ο Michael Winterbottom («Jude») και ο Alfonso Cuaron («The Little Princess»). Ο Liam έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση με ένα μικρό ρόλο στο γοητευτικά ρομαντικό έργο του ιρλανδού Mike Newell «Into the West» (1993).

Οι θεατρικές του συνεργασίες συμπεριλαμβάνουν την Passion Machine theatre company, το London's Royal Court Theatre και το Royal Shakespeare Company. Πολλές και οι τηλεοπτικές του εμφανίσεις σε πολλά διαφορετικά κανάλια: ΙΤV, BBC, RTE, HBO and CBS, συμπεριλαμβανομένων και guest εμφανίσεων σε βρετανικές σειρές όπως το Cracker – Messiah, το Prime Suspect and το Murphy’s Law.
Από την Πέμπτη 2 Οκτώβρη 2008 στους κινηματογράφους:
ΙΝΤΕΑΛ ΑΝΔΟΡΑ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΚΗΦΙΣΙΑ ΟΣΚΑΡ
και στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ Θεσσαλονίκης

19 σχόλια:

Seven Films είπε...

«Ηunger», όχι απλώς μία ακόμα πολιτική ταινία. Σώμα, ψυχή, ελευθερία. Ο πρωτοεμφανιζόμενος, μαύρος και Βρετανός καλλιτέχνης με το θρυλικό όνομα Στιβ ΜακΚουίν υπογράφει το απόλυτο σοκ της φετινής χρονιάς. Για να κερδίσεις τη Ζωή πρέπει να είσαι έτοιμος να πεθαίνεις κάθε στιγμή!

Το ιστορικό background γνωστό. Ο Μπόμι Σαντς, ένας αληθινός Άντρας από τον ΙRΑ, φυλακισμένος της Μάργκαρετ Θάτσερ και του βρετανικού ιμπεριαλισμού, αρχίζει την 1η Μαρτίου του 1981 απεργία πείνας. Ο λόγος; Πάνω απ΄ όλα η αξιοπρέπειά του. Με τίμημα, ακόμα και τη ζωή του. Δηλαδή αρνείται να φορέσει στολή φυλακισμένου. Μόνο πολιτική περιβολή γιατί πολιτικός κρατούμενος είναι και αγωνιστής. Καμιά εβδομηνταριά ακόμα φυλακισμένοι και μαχητές του ΙRΑ ακολουθούν το παράδειγμά του. Ένας καθολικός ιερέας προσπαθεί να τον αποτρέψει, να τον μεταπείσει, να τον ακυρώσει. Μπόμπι- του λέει- σκέψου τον Λόγο του Θεού, σκέψου τη γυναίκα και το παιδί σου. Τίποτα, αμετάπειστος, ξεροκέφαλος, ανένδοτος. Δεν καταλαβαίνει «Χριστό». Κυτταρικά στο σώμα του, καρφωμένο το γνωστό: Χωρίς αγώνα και αίμα, ούτε μισό πόντο ελευθερίας δεν σου χαρίζουν τα γουρούνια. Η διάρκεια της απεργίας όσο και οι εξήντα έξι τελευταίες ημέρες της αναπνοής του. Στις 5 Μαΐου στη φυλακή Μaze Ρrison αφήνει την τελευταία του ανάσα. Είναι μόλις 26 χρόνων, ήρωας σωστός. Στον δρόμο προς την Αχερουσία τον ακολουθούν άλλοι εννιά πεινασμένοι για ανεξαρτησία και αυτονομία. Έπειτα από τόσα θύματα και προκειμένου η Μάγκι να περισώσει παγκοσμίως την εικόνα της, αναγκάζεται να συμφωνήσει και να επιτρέψει στους κρατουμένους του να κυκλοφορούν με πολιτική περιβολή. Είναι ίσως η μόνη στιγμή στην Ιστορία της ανθρωπότητας που καταρρίπτεται ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη. Για ένα πουκάμισο όχι αδειανό αλλά γεμάτο από Άνθρωπο αληθινό. Με το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος you Βrits, sons of bitches!

Θα πείτε, είμαι πολιτικοποιημένος, Αριστερός και προκατειλημμένος. Θα πω, άντεστε να το δείτε και ύστερα, αν διαφωνείτε, να μου τα ψάλετε όπου βρεθείτε. Τίμια πράγματα. Γιατί ο Steve ΜcQueen με τη μία θρυμματίζει το φράγμα του ήχου ως εξής. Πρώτον δεν μιλάει, αλλά «μιλάει» με τη Γραφή και την εικόνα. Σπάνια αρετή. Ολότελα κινηματογραφική. Ζωγράφος της Ύλης, του Σώματος. Βody και μετά Soul. Πόσες φορές το ΄χουμε δει να πραγματώνεται μία τέτοια σωματική σχέση στην οθόνη; Κινηματογραφική τη λέμε, αλλά στην πράξη τη λαμβάνουμε συχνά εντελώς τηλεοπτικά. Πρόχειρα αναφέρω την «Έξαψη» του Λόρενς Κάσνταν με τους Κάθλιν Τέρνερ και Ουίλιαμ Χαρτ. Πρόχειρα θυμάμαι το «Λεωφορείο ο πόθος» του Ηλία Καζάν με την πλάτη και τους ιδρωμένους ώμους του Μάρλον Μπράντο. Όποιος σέβεται το Σινεμά και τη σκηνοθετική του ιδιότητα δεν έχει παρά να το αποδείξει σωματικά. Ο φακός, το ίδιο το κύτταρο του Μπόμπι Σαντς. Να στάζει αγωνία, αίμα, ιδρώτα. Ο ζωντανός ορισμός της Θυσίας στο «Ηunger» ενός Βρετανού ζωγράφου που για πρώτη φο ρά πιάνει τη μηχανή και την εκτοξεύει ψηλά. Σας το λέω όπως το αισθάνθηκα σωματικά. Εκεί όπου τα pigs της Θάτσερ κοπανάνε ανελέητα με κλομπ, με σιδερόβεργες και με ό,τι βρουν μπροστά τους και οι θεόγυμνοι κρατούμενοι αντιστέκονται και με νύχια και με πόδια, ανταποδίδουν τα κτυπήματα χωρίς στιγμή να το βάζουν κάτω κι έτσι εκτός των άλλων γκρεμίζουν τη ρήση τη χριστιανική και συμφιλιωτική. Εκεί η πέτσα μού σηκώθηκε από το κορμί μου και από το σοκ έκλεινα τα μάτια μου. Οh my God. Η κόλαση είναι κοντά!

Το πρώτο τσουνάμι χορεύει ραπ με τη ματιά σου και τρώει τα σωθικά σου. Το δεύτερο έρχεται και σε στέλνει αδιάβαστο. Πώς; Επειδή ο ΜακΚουίν αλλάζει τα μεγέθη και τα μεταμορφώνει. Ο Ιρλανδός Νιλ Τζόρνταν- υπερτιμημένος και από το σύστημα πριμοδοτημένος- χρειάστηκε για το «Μάικλ Κόλινς» στρατιές κομπάρσων και μία χούφτα πρωταγωνιστών για να φτιάξει μία ιστορική χαλκομανία με την οποία κατασυκοφάντησε τον ΙRΑ. Αντίθετα ο Άγγλος αρκέστηκε μόνο με ένα κελί και έναν πρωταγωνιστή. Όταν με τόση εκφραστικότητα και αδρότητα ζωγραφίζεις το Σώμα και όταν με γιγαντιαίες δόσεις ρεαλισμού ραντίζεις το βλέμμα του θεατή, ε τότε fuck τη μεγάλη παραγωγή. Τότε μείζον το έλασσον. Γίγαντας ο νάνος. Ολόκληρη Βόρεια Ιρλανδία το κελί του αγωνιστή. Τότε ΙRΑ ο Μπόμπι Σαντς. Τότε του Λαού του το δικό του βάσανο. Τότε ο αγώνας του, η επανάσταση των Ιρλανδών. Οι πληγές του, η σταύρωση των πατριωτών. Τότε ένας για όλους και όλοι για έναν. Εξαιρετικό. Το λαμβάνεις από το πρώτο λεπτό.

Τελειώνω για να μην τρώω άλλο χώρο, με το τρίτο και τελευταίο τσουνάμι. Με τον Γερμανό Μίκαελ Φασμπάντερ καβάλα στο κύμα να παραδίδει σεμινάρια Αctor΄s studio υποδυόμενος τον Ιρλανδό Μπόμπι Σαντς και μιλώντας την Αγγλική με άνεση Βρετανού πρωτοκλασάτου ηθοποιού να σε πυροβολεί στ΄ αυτιά με ιρλανδέζικη αυθεντική προφορά! Να το πω διαφορετικά και εντελώς ωμά. Οι σκηνές όπου οι θεόγυμνοι κρατούμενοι που αρνούνται τη στολή της φυλακής ζωγραφίζουν στον τοίχο εικόνες εφιαλτικές με μοναδικά υλικά τα δικά τους κόπρανα και τα αποφάγια της Μάργκαρετ Θάτσερ είναι η επιτομή τόσο της ταινίας όσο και της μεγάλης Τέχνης. Δηλαδή και σημειολογικά, για τη βρετανική πολιτική, αφοδευτήριο οι μικροί κατακτημένοι λαοί. Δηλαδή απ΄ τα σκουπίδια, τα διαμάντια τα καλλιτεχνικά. Και δηλαδή, όπως έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ, «όλοι ζούμε στον υπόνομο, αλλά μερικοί από εμάς κοιτάμε τ΄ αστέρια ψηλά»!

Δημήτρης Δανίκας ΤΑ ΝΕΑ

Seven Films είπε...

Ο Μάικλ Φασμπέντερ είναι ο εξαντλημένος Μπόμπι Σαντς στο «Ηunger» του Στιβ Μακ Κουίν, που κάνει παγκόσμια εμπορική πρεμιέρα στην Ελλάδα. Στην ένθετη φωτογραφία, ο Τιμ Ροθ ως επιστήμονας που «ξαναγεννιέται» στην ταινία «Νεότητα χωρίς νιάτα» του Φράνσις Φ. Κόπολα «Εχω το πιστεύω μου. Και μέσα στην απλότητά του αυτό είναι το σπουδαιότερο πράγμα». Αποφασισμένος να μπει στη φρικτή διαδικασία της αποσύνθεσης του σώματός του, το 1981 ο αγωνιστής του ΙRΑ Μπόμπι Σαντς αφιέρωσε τη ζωή του στα πιστεύω του: στον αγώνα για την ανεξαρτησία ολόκληρης της Ιρλανδίας. Η απεργία πείνας που έκανε ως κρατούμενος των φυλακών Μέιζ έξω από το Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας διήρκεσε 66 ημέρες και είχε αποτέλεσμα τον θάνατό του (ακολούθησε ο θάνατος ακόμη δέκα κρατουμένων).

Ετσι έγινε θρύλος και σήμερα, 27 χρόνια μετά το συμβάν, μια ταινία έρχεται να μας θυμίσει τον άνθρωπο και τις πράξεις του.

Το «Ηunger» του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη- αλλά ήδη καταξιωμένου εικαστικού καλλιτέχνη- Στιβ Μακ Κουίν ήταν μία από τις αποκαλύψεις του εφετινού Φεστιβάλ των Καννών και ανήκει στις καλύτερες ταινίες της νέας σεζόν («Ηunger» σημαίνει πείνα, αλλά ο τίτλος δεν αποδόθηκε στα ελληνικά).

Δεν πρόκειται ούτε για αγιογραφία ούτε για βιογραφία του Σαντς, ο οποίος άλλωστε εμφανίζεται μετά τη μέση. Ο Μακ Κουίν ενδιαφέρεται να δώσει μια εικόνα από το ταραγμένο κλίμα της περιόδου όχι καταγγέλλοντας αλλά με τον ζήλο ενός ντοκυμαντερίστα που επιστρέφει στα γεγονότα με ψυχραιμία, ακρίβεια και από απόσταση. Τα καταφέρνει θαυμάσια. Παρακολουθούμε την καθημερινότητα όχι μόνο των ιρλανδών κρατουμένων, αλλά και των δεσμοφυλάκων που ζουν με τον φόβο των αντιποίνων. Αρχικώς απουσιάζει παντελώς ο διάλογος, ενώ ο φακός εμμένει προσεκτικά στις λεπτομέρειες. Νιώθεις ότι τα κελιά ζέχνουν από το κάτουρο και τα κόπρανα. Οι σελίδες της Βίβλου μετατρέπονται σε τσιγαρόχαρτα και βεβαίως δεν λείπουν οι σκηνές των αδυσώπητων βιαιοπραγιών.

Κανένας όμως δεν ηρωοποιείται εκ προθέσεως σε μια ταινία που δεν αστειεύεται και αξίζει όλοι να έχουν υπόψη τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ ΤΟ ΒΗΜΑ

Seven Films είπε...

Τις σπουδαίες ταινίες τις αντιλαμβάνεσαι εξαρχής. Από τα πρώτα πλάνα τους «μυρίζεσαι» την ξεχωριστή τους ιστορία, τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής τους, τις υφολογικές και θεματικές πλαγιοκοπήσεις. Ετσι και σ’ αυτήν εδώ την ταινία του πρωτοποριακού video artist Στιβ Μακ Κουίν (καμία σχέση με το γνωστό ηθοποιό) που εξελίσσεται σ’ ένα συναρπαστικό κινηματογραφιστή: το σκληρό πρόσωπο του δεσμοφύλακα βασανιστή των κολαστηρίων στα οποία κρατούνταν οι μαχητές του IRA είναι αυτό με το οποίο ξεκινάει την ταινία, μια άλλη οπτική στα γνωστά γεγονότα, μια άλλη ματιά ίσως;

Oχι ακριβώς. O Μακ Κουίν ξέρει πολύ καλά τι έχει στο μυαλό του και ακόμα καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρει να το εικονογραφήσει. Προφανώς και λόγω της εμπειρίας του στις εικαστικές αναζητήσεις, στήνει το φιλμ ως ένα μουσικό κρεσέντο, περνώντας από το αυτονόητο στο τρελό, το εξεζητημένο, το αδιανόητο. Από την τάξη πραγμάτων που δεν πρέπει να διασαλευτεί στην οργανωμένη αντίσταση και αγωνιστικότητα κι από εκεί στο ξόδεμα της ίδιας σου της ζωής. Από τους δεσμοφύλακες, δηλαδή, στους φυλακισμένους αντάρτες του IRA κι από εκεί στον Μπόμπι Σαντς, έναν τραγικά αληθινό ήρωα, που περνάει χρόνος μέχρι να έρθουμε σ’ επαφή μαζί του στην οθόνη.

Ακόμη πιο πέρα, η σκηνοθεσία επιλέγεται να είναι... ωμά ποιητική! O ρεαλισμός της αγριότητας της κατάστασης είναι ανάγλυφος, τα συστατικά που ώθησαν τον Σαντς να χάσει τη ζωή του είναι σαφώς τοποθετημένα, αλλά την ίδια ώρα το θεατή καθηλώνει ένα εν δυνάμει μονόπρακτο μέσα στην ταινία, ο εξαίσιος διάλογος του Σαντς μ’ έναν εφημέριο. Μην το χάσετε...

ΤΑΣΟΣ ΡΕΝΤΖΙΟΣ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ (Θεσσαλονίκη)

Seven Films είπε...

Ενα ξεχωριστό ντεμπούτο είναι το «Hunger» (***) του Στιβ Μακ Κουίν, που στις Κάννες τιμήθηκε με τη Χρυσή Κάμερα, το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Η ταινία παρακολουθεί την ιστορία της απεργίας πείνας του μέλους του IRA Μπόμπι Σαντς, που οδήγησε στον θάνατό του και σε μια εκρηκτική ένταση το 1982 στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο Στιβ Μακ Κουίν, εικαστικός καλλιτέχνης που προέρχεται από τον χώρο της βίντεο αρτ και έχει κερδίσει το βραβείο Turner, χρησιμοποιεί περισσότερο την εικόνα και λιγότερο τον διάλογο για να αφηγηθεί την ιστορία. Οι εικόνες του, ωστόσο, δεν καλλωπίζουν την αφήγηση. Είναι σκληρές, βίαιες, δημιουργούν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα τρόμου, καθώς μοιράζονται ανάμεσα στους κρατούμενους και τους δεσμοφύλακες και τη σύγκρουση ανάμεσά τους, που έρχεται στην κορύφωση της ταινίας. Παρά την εικαστική κατεύθυνση της ταινίας, πολύ καλές είναι και οι ερμηνείες του «Hunger», με την καθοδήγηση του Μακ Κουίν. Πιο έντονη και δυνατή, εκείνη του Μάικλ Φασμπέντερ στον ρόλο του Μπόμπι Σαντς.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΥΡΑΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Seven Films είπε...

«Κατηγορώ» ενάντια στη βία

Μια περίληψη του ταραγμένου κλίματος στη φυλακή Μέιζ του Μπέλφαστ το 1981 μας προϊδεάζει για τις εικόνες που θα δούμε. Ακολουθεί η προετοιμασία του δεσμοφύλακα Ρέιμοντ Λόχαν, που έχει μπροστά του άλλη μία μέρα στη δουλειά. Και η είσοδος ενός νέου τροφίμου στη φυλακή. Κι αυτός, όπως και οι υπόλοιποι κρατούμενοι του ΙΡΑ, αρνείται να φορέσει οποιαδήποτε άλλα ρούχα από τα δικά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη αναγνώριση των δικαιωμάτων του ως πολιτικού κρατούμενου από την κυβέρνηση Θάτσερ. Με μια κουβέρτα ριγμένη πάνω του κάθεται στο ίδιο βρώμικο κελί με έναν άλλο συμμετέχοντα στη «διαμαρτυρία της κουβέρτας και της απλυσιάς». Οι τοίχοι ολόγυρα είναι γεμάτοι περιττώματα. Μία μέρα πριν από την καθιερωμένη επίσκεψη των συγγενών, οι φύλακες πλένουν τους κρατούμενους με τη βία. Ανάμεσά τους είναι και ο Μπόμπι Σαντς, που θα αποφασίσει να κάνει απεργία πείνας για όσο χρειαστεί, μέχρι να αναγνωριστούν τα δικαιώματά του ως πολιτικού κρατούμενου...

Τη δυναμική του τελετουργικού στησίματος των ωμών εικόνων του Στιβ Μακ Κουίν, βραβευμένου καλλιτέχνη με πολλές εκθέσεις σε γκαλερί στο ενεργητικό του, θα ήταν ιεροσυλία να την αμφισβητήσει κανείς. Σε μινιμαλιστικό ύφος, που αδιαφορεί για την παρατεταμένη επανάληψη μιας οποιασδήποτε πράξης και ρίχνει όλο το βάρος στην υπόσταση του σώματος, το αληθινό χρονικό της απεργίας πείνας που οδήγησε τον Μπόμπι Σαντς στον θάνατο αναπαράγεται σε τρία κεφάλαια.

Πρώτα συστήνονται τα πρόσωπα του περιβάλλοντα χώρου (συμπεριλαμβανομένων των βάναυσων αστυνομικών ειδικών δυνάμεων). Κατόπιν ο Σαντς (μέσα από το μακρόσυρτο τετ-α-τετ του με τον Ιρλανδό ιερέα - το μοναδικό διαλογικό κομμάτι του φιλμ που θέτει ερωτήματα περί πολιτικής στάσης και ηθικής, αμφισβητώντας τη χρησιμότητα της επερχόμενης αποχής του πρώην μέλους του ΙΡΑ από τη σίτιση).

Και τέλος το προσωπικό μαρτύριο του μελλοθάνατου από επιλογή. Θέτοντας την πολυσύνθετη διαμάχη για την ανεξαρτησία της Βορείου Ιρλανδίας σε αθέατο φόντο, ο Μακ Κουίν δεν σκοπεύει να διερευνήσει τις πολιτικές συνιστώσες του ζητήματος. Ούτε ενδιαφέρεται να χαρακτηρίσει τον Σαντς ως καλό ή κακό τρομοκράτη.

Αντίθετα προτάσσει τον Ανθρωπο απέναντι στο σιδηρούν αποικιοκρατικό σύστημα της Γηραιάς Αλβιόνας (η αδιάλλακτη φωνή της Μάργκαρετ Θάτσερ «ντύνει» μόνο αφηρημένα πλάνα) και, αν και σκοντάφτει εδώ κι εκεί, σε κοινότοπους συμβολισμούς (π.χ. η δολοφονία του δεσμοφύλακα μπροστά στα μάτια της άρρωστης από ανία μάνας του), δικάζει με τις βίαιες, αποτρόπαιες εικόνες του την αναλγησία των απανταχού αναμορφωτικών προγραμμάτων, που λειτουργούν εξ ονόματος ενός έννομου, δημοκρατικού κράτους.

Γι αυτό και το «Ηunger», με επικεφαλής τον επιβλητικό και πειθαρχημένο στον ρόλο του Μάικλ Φασμπέντερ (η μεταμόρφωσή του, στα όρια της αποστέωσης, θυμίζει εκείνη του Κρίστιαν Μπέιλ στο «Αγρυπνος»), είναι λιγότερο ιστορικό δράμα και περισσότερο ένα δριμύ κατηγορώ με παγκόσμια απήχηση.

Αντα Δαλιάκα ΕΘΝΟΣ

Seven Films είπε...

Φαίνεται πως όταν ο μικρός Steve McQueen άκουσε την ιστορία του Bobby Sands στα έντεκά του επηρεάστηκε βαθύτατα. Τόσο, ώστε 20 χρόνια αργότερα γύρισε μια ταινία για να διηγηθεί την ιστορία.

Ο Bobby Sands ήταν ένας από τους απεργούς πείνας του IRA στην Ιρλανδία του 1981 που διαμαρτύρονταν εναντίον της Θάτσερ. Τα αιτήματά τους έγιναν όλα δεκτά εκτός από ένα: οι πράξεις τους και οι κινητοποιήσεις τους σε θεωρήθηκαν πολιτικές και οι ίδιοι ακόμα και σήμερα δεν έχουν αναγνωριστεί ως θύματα πολέμου.
H ταινία παρουσιάζει τα βασανιστήρια, την σκληρή πραγματικότητα των κρατουμένων (μαντέψτε τι δείχνει η φωτογραφία της αφίσας..) αλλά ταυτόχρονα και η πίστη τους, η αφοσίωσή τους στις ιδέες τους. Παρ'όλο που ξέρουν πως για ότι κάνουν εκεί μέσα θα τους έρθει η θεία δίκη (κατά πάσα πιθανότητα με τη μορφή ξυλοκοπήματος) αγωνίζονται ακόμα και για το πιο απλό. Ταυτόχρονα έχουν κουράγιο να κάνουν πλάκα, να βάζουν σε μπελάδες τους φρουρούς, να σκέφτονται τρόπους για να ανταλλάξουν μηνύματα, να βρίσκουν τρόπο να καπνίζουν ή να ακούσουν ραδιόφωνο.. Επίσης είναι πεπεισμένοι για το στόχο τους και είναι ικανοί να τα θυσιάσουν όλα, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή..
Μέσα από τη συλλογικότητα και τη συντροφικότητα μπορείς να καταφέρεις πολλά. Εκτός αυτού, είναι πραγματικά κάτι το τρομερό να θυσιάζεσαι για όχι άμεσο προσωπικό συμφέρον.
Πολύ καλή η απεικόνιση του περιβάλλοντος καθώς και του κλίματος που επικρατεί τόσο μέσα στην καθημερινότητα των κρατουμένων όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Παρουσιάζεται και τονίζεται επίσης η θέση που πήρε η εκκλησία για το θέμα.
Εξαιρετικός ο Michael Fassbender στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Αυτό που μου έκανε καλή εντύπωση στο φιλμ είναι πως δεν ηρωοποιεί τον Sands παρ'όλα αυτά. Και ο ίδιος ο McQueen δήλωσε πως αν κάποιος αυτό κατάλαβε, σίγουρα θα πρέπει να ξαναδεί το φιλμ.
Ενδιαφέρον θέμα, ταινία που καταπιάνεται με ένα σχετικά πρόσφατο θέμα, το οποίο σίγουρα άλλαξε την ως τότε ιστορία της Ιρλανδίας. Σου μένει σίγουρα, σε τρελαίνει, σε απωθεί με τις απίστευτα ωμές σκηνές τις (σε κάποιες απ'τις οποίες απλά σταμάτησα να κοιτάζω για λίγο την οθόνη), τη σκέφτεσαι για πολλές μέρες αφ'ότου την είδες, είναι ταινία που σου ανακατεύει το στομάχι αλλά όχι άδικα. Ελπίζω όσοι το δούνε να προβληματιστούνε και κυρίως να το κάνουν σε πολιτική βάση..



Λίγα λόγια για τον πραγματικό Bobby Sands


Ο Bobby Sands στις φυλακές του Long Kesh διαδέχτηκε τον Brendan Hughes που πέθανε στην πρώτη απεργία πείνας. Οι κρατούμενοι πριν από αυτό είχαν συμμετάσχει στη "Διαμαρτυρία της κουβέρτας" (blanket protest) από την οποία είχαν καταφέρει το δικαίωμα αντί για στολές φυλακισμένων να φορούν κουβέρτες. Η απεργία που ξεκίνησε ο Sands το Μάρτη του '81 είχε 5 επίδικα:
1. Να μη φορούν οι φυλακισμένοι στολή.
2. Να μην κάνουν κάποια εργασία για τις φυλακές.
3. Το δικαίωμα της ελεύθερης επικοινωνίας με άλλους κρατούμενους, καθώς και η δυνατότητα οργάνωσης εκδηλώσεων.
4. Η δυνατότητα παραλαβής ενός γράμματος και ενός πακέτου ανά βδομάδα καθώς και η δυνατότητα του να δεχτεί κανείς μια επίσκεψη τη βδομάδα.
5. Επαναφορά της αναστολής έκτισης υπολοίπου ποινής που χάθηκε λόγω της διαμαρτυρίας.
Αυτή τη φορά η απεργία πέτυχε λόγω του σχεδίου του Sands, σύμφωνα με το οποίο μόλις πέθαινε ο πρώτος άρχιζε απεργία πείνας ο δεύτερος, μέχρι να πεθάνει και αυτός και τον αντικαταστήσει ο τρίτος. Έτσι το θέμα φάνταζε σκληρότερο και δημιούργησε μεγαλύτερο κλίμα.
100.000 άτομα παρακολούθησαν την κηδεία του, 66 μέρες μετά την εκκίνηση της απεργίας πείνας, στις 5 Μαΐου του 1981.

Από το blog
http://
nathalieamoresperros.blogspot.com

Seven Films είπε...

«Αγνοώ τη θέα της τροφής που μου βάζουν μπροστά στα μάτια μου καθημερινά. Πιστεύω πως η υλική τροφή δεν είναι αρκετή για να ζήσει ο άνθρωπος για πάντα και με ξαλαφρώνει το γεγονός πως θα βρω υπέροχη τροφή εκεί πάνω αν την αξίζω. Και μετά κολλάω στην τρομαχτική ιδέα ότι εκεί πάνω δεν τρώνε…»
Αυτά έγραφε στο ημερολόγιό του ο Μπόμπι Σαντς, αγωνιστής του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, που πέθανε μετά από απεργία πείνας 66 ημερών. Ήταν 27 ετών και πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ. Για να μην ξεχνάμε και για να θυμίζουμε το ποιόν της «σιδηράς Κυρίας» στους εγχώριους θαυμαστές της…
Η ωμότητα της κρατικής βίας
Ήταν η 5η Μαΐου του 1981, όταν ο Μπόμπι Σαντς πέθανε στο νοσοκομείο των φυλακών Μέιζ. Καταδικασμένος σε 14 χρόνια φυλάκισης για κατοχή όπλων, ξεκίνησε απεργία πείνας για τις συνθήκες κράτησης των Ιρλανδών αγωνιστών με κύριο αίτημα να τους αναγνωριστεί το καθεστώς του πολιτικού, και όχι του ποινικού, κρατούμενου. Μετά το θάνατό του, η ανάλγητη Θάτσερ, δήλωσε με κυνισμό: «Ο Σαντς ήταν ένας καταδικασθείς εγκληματίας που επέλεξε να αφαιρέσει τη δική του ζωή. Επιλογή, που αυτός και η οργάνωσή του δεν επέτρεψαν ποτέ σε πολλά από τα θύματά τους».
Αυτό είναι το γεγονός. Μετά από 27 χρόνια, ένας σχεδιαστής μόδας ο οποίος αποφάσισε να κάνει καριέρα σκηνοθέτη, μετέφερε το γεγονός στον κινηματογράφο. Και η αλήθεια είναι, πως τα πήγε περίφημα. Το όνομά του είναι Στίβ Μακ Κουίν και ουδεμία σχέση έχει με το γνωστό τύπο που κλεισμένος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί, παίζει πετώντας το μπαλάκι του στον τοίχο ή πηδάει φράχτες με τη μοτοσικλέτα του προσπαθώντας να αποδράσει, στη μυθική ταινία «Η μεγάλη απόδραση» του Τζον Στάρτζες (1963). Ο νεαρός Μακ Κουίν σκηνοθετεί με αμεσότητα και με τέτοιο ρεαλισμό, που σοκάρει. Βέβαια σκοπός του δεν είναι αυτός. Λέει, χαρακτηριστικά: «Η ‘Πείνα’ για μένα έχει απήχηση στο σήμερα. Το σώμα σαν σύμβολο μιας πάλης πολιτικής, έχει αρχίσει να γίνεται ένα φαινόμενο όλο και περισσότερο γνώριμο. Είναι η τελευταία πράξη της απελπισίας: το ίδιο σου το κορμί γίνεται το τελευταίο σου καταφύγιο για διαμαρτυρία. Ο καθένας χρησιμοποιεί αυτό που έχει, με τρόπο σωστό ή λανθασμένο».
Τι κάνει λοιπόν ο Στιβ Μακ Κουίν στην εξαιρετική ταινία του «Πείνα» («Hunger»); Αφηγείται μια ιστορία, η οποία δεν είναι εξαρχής εκείνη του Σαντς. Αρχικά προσπαθεί να δώσει μια εικόνα της φυλακής, αλλά και μια εικόνα του τι συμβαίνει έξω από τη φυλακή. Βέβαια, αυτήν την τελευταία τη δίνει χρησιμοποιώντας έναν δεσμοφύλακα, τον Ρέιμοντ. Με αυτόν τον τρόπο «φυλακίζει» και το θεατή, τον κάνει να νιώθει κλεισμένος στο κελί και να έχει ελάχιστες πληροφορίες από τον έξω κόσμο. Είμαστε όλοι φυλακισμένοι, είμαστε αναγκασμένοι να βιώσουμε τον εγκλεισμό και τη φρίκη. Ο Ρέιμοντ ξεκινά το πρωί από το σπίτι του. Κοιτάζει γύρω του μήπως τον παρακολουθεί κανείς, εξετάζει το αυτοκίνητο του μήπως έχει τοποθετηθεί βόμβα. Και μετά γνωρίζουμε δύο φυλακισμένους. Τον Ντέιβι και τον Τζέρι. Είναι στο ίδιο κελί, αρνούνται όπως και οι υπόλοιποι συναγωνιστές τους, να φορέσουν τα ρούχα της φυλακής, Θέλουν να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων που καταργήθηκαν το 1976. Είναι γυμνοί, τυλίγουν το κορμί τους με κουβέρτες, γι΄ αυτό και τις είπαν «διαδηλώσεις της κουβέρτας», τότε. Και ύστερα ξεκίνησαν απεργία πλυσίματος! Βρόμικοι και γυμνοί. Τους υπόσχονται ρούχα. Υποχωρούν, πιστεύουν πως κέρδισαν και μπαίνουν σε καθαρά κελιά. Τα ρούχα, όμως που τους δίνουν είναι γελοία. Σα ρούχα για κλόουν. Ξεσπούν και ο Μπόμοι Σαντς, την 1η Μαρτίου 1981, ξεκινά απεργία πείνας. Λίγο καιρό μετά, εκλέγεται βουλευτής, αλλά παραμένει φυλακισμένος και συνεχίζει την απεργία πείνας. Πεθαίνει, στις 5 Μαΐου, μετά από 66 μέρες χωρίς φαγητό…

Το σινεμά της μνήμης
Η ιστορία δεν πρέπει να ξεχνιέται. Η μνήμη είναι πολύτιμη και γίνεται πολυτιμότερη όταν η εμπειρία του παρελθόντος μεταφέρεται στο παρόν. Στη Βόρεια Ιρλανδία, στις 9 Αυγούστου 1971, άρχισε να ισχύει η κράτηση και η προφυλάκιση υπόπτων χωρίς δίκη. Αν κάτι σας θυμίζει αυτό μην ψάχνετε στα παλιά, αλλά στα σημερινά.
Ο Στιβ Μακ Κουίν, με την «Πείνα» αυτό κάνει. Θυμάται και υπενθυμίζει. Χωρίζει την ταινία του τρία μέρη. Στο πρώτο περιγράφει την κατάσταση στη φυλακή και τον καθημερινό αγώνα των κρατούμενων. Είναι η στιγμή που ξεκλειδώνει τις πόρτες, μας βάζει μέσα και τις κλειδώνει ξανά πίσω μας. Η αίσθηση του κλειστού χώρου, η κάμερα περιστρέφεται στο στενό χώρο του κελιού και των διαδρόμων. Μια αίσθηση ασφυκτική. Και λίγος φωτισμός, δεν υπάρχει φως στη φυλακή, όλα στο μισοσκόταδο.
Και ενώ στο πρώτο μέρος η κάμερα τρυπώνει και γίνεται το υποκειμενικό μάτι του θεατή, στο δεύτερο σταθεροποιείται. Η εικόνα δίνει τη θέση της στο λόγο. Σταθερό πλάνο, ο Μπόμπι Σαντς συζητά με τον ιερέα, Του ανακοινώνει την απόφασή του να προχωρήσει σε απεργία πείνας. Μια συζήτηση με βαθύ φιλοσοφικό περιεχόμενο περί ηθικής, ζωής και θανάτου. Ο ιερέας προσπαθεί να τον αποτρέψει, εκείνος επιμένει: «η ελευθερία είναι τα πάντα για μένα… το να δώσω τη ζωή μου δεν είναι μοναχά το μοναδικό πράγμα που μπορώ να κάνω είναι και το μόνο σωστό».
Στο τρίτο μέρος, μιλά και πάλι η εικόνα. Ο Σαντς βρίσκεται στο νοσοκομείο των φυλακών. Τον παρακολουθούμε να αδυνατίζει, να γίνεται πετσί και κόκαλο, να πλησιάζει το θάνατο, να γίνεται όλο και πιο αδύναμος, διάφανος, να φεύγει από τον κόσμο τούτο, να πλησιάζει την υπέρβαση. Κι όταν πεθαίνει, τότε ξανανοίγουν οι πόρτες της φυλακής. Αλλά ο θεατής μένει εκεί, δεν μπορεί να περάσει την πόρτα μαζί με τον νεκρό Μπόμπι Σαντς. Ο Στιβ Μακ Κουίν μας τη δείχνει από μακριά, δεν μπορούμε να τη φτάσουμε κι όταν πέφτουν οι τίτλοι του τέλους, παραμένουμε φυλακισμένοι.
Μια ταινία τολμηρή, όχι τόσο για το θέμα της, όσο για τις συμπληγάδες μέσα από τις οποίες κατάφερε να περάσει ο σκηνοθέτης. Χωρίς απλουστεύσεις και διδακτισμούς, δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Σκοπός του δεν ήταν να ηρωοποιήσει κανέναν, αλλά να αφηγηθεί μια ιστορία μέσα από την οποία εγείρονται διάφορα ηθικά διλήμματα. Κι ακόμη τίθενται ερωτήματα, όχι για το τότε, αλλά για το σήμερα. Πιστός καθολικός και πατριώτης ήταν ο Μπόμπι Σαντς. Μήπως θα πρέπει κι εμείς να το συζητήσουμε λιγάκι;.
Τον Μπόμπι Σαντς ακολούθησαν στο θάνατο ακόμη εννέα αγωνιστές του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού: Φράνσις Χιουγκς (12/5, 59 μέρες, 25 ετών), Ρέιμοντ ΜακΚρις (21/5, 61 μέρες, 24 ετών), Πάτσι Ο΄Χάρα (21/5, 61 μέρες, 23 ετών), Τζο ΜανΝτόνελ (8/7, 61 μέρες, 30 ετών), Μάρτιν Χάρσον (13/7, 46 μέρες, 29 ετών), Κέβιν Λιντς (1/8, 71 μέρες, 25 ετών), Κίεραν Ντόχερτι (2/8, 73 μέρες, 25 ετών), Τόμας ΜακΈλουι (8/8, 62 μέρες, 23 ετών), Μάικλ Ντιβάιν (20/8, 60 μέρες, 27 ετών).

Στράτος Κερσανίδης Η ΕΠΟΧΗ 25.9.08

Seven Films είπε...

Η ζωή μου δεν σημαίνει τίποτα, η ελευθερία τα πάντα…

Η κατάσταση από το 1981, που μας μεταφέρει η ταινία, στην Βόρια Ιρλανδία έχει αλλάξει κατά πολύ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Βρετανοί χάρισαν, ποτέ, την ελευθερία στους γείτονες τους. Ο λονδρέζος Steve McQueen είναι ένας καλλιτέχνης, που θεωρείται από τα καλύτερα τέκνα της βρετανικής σύγχρονης φουρνιάς, περισσότερο για τις φωτογραφικές του δουλειές και δη στο Ιράκ. Εδώ, σαμποτάροντας αυτούς που τον βραβεύουν, αποδεικνύει ένα πράγμα… πρόκειται για έναν απίστευτα ελπιδοφόρο δημιουργό!

Το Hunger μπορεί να είναι μια ταινία αφόρητη για τον μέσο θεατή, η γνώμη μου, όμως, είναι ότι αυτός ο θεατής έχει εκπαιδευτεί στο να παρακολουθεί ανθρώπους να υποφέρουν. Καθόλου τυχαία, μια από τις πιο λαοφιλείς ταινίες, όλων των εποχών, είναι το Εξπρές του Μεσονυχτίου, αλλά το ίδιο cult είναι και το Ο Τζόνυ Πήρε το Όπλο του. Είναι το Hunger εξίσου καλό; Θα μπορούσε να είναι και καλύτερο…

Η ταινία κόβεται σαν μαχαίρι στα δύο, με μια παρατεταμένη σκηνή διαλόγου, στην οποία ο McQueen φανερώνει και τις περισσότερες του αρετές, κάνοντας ελάχιστα πράγματα. Στήνει την κάμερα του ακίνητη και παρακολουθεί δύο ανθρώπους (τον ήρωα και έναν ιερέα), να αναλύουν με απίστευτη πιστότητα το ιρλανδικό ζήτημα, σαν οι δύο όψεις ενός, άνευ αξίας, νομίσματος. Στο πρώτο μισό, η παντοκρατορία των Βρετανών έχει δείξει όλη την «χάρη» της και αυτά που υποψιαζόμασταν για την κυβέρνηση Θάτσερ, προσφέρονται στο «πιάτο». Μεσαίωνας σε φυλακές, που εγκλείουν πολιτικούς κρατούμενους και όχι κοινούς εγκληματίες.

Το δεύτερο μισό είναι αυτό, που ο McQueen κάνει το λάθος και ρίχνει την ταινία του στον κάδο της επιτήδευσης. Τα παιδικά φλας-μπακ και οι σκηνές της ανθρώπινης κατακρεούργησης (ο ήρωας έχει προβεί σε εξαντλητική απεργία πείνας) είναι πολύ εύκολες λύσεις για μια ταινία καταγγελίας. Δεν υπάρχουν σαφείς διαφορές, από αυτό που έκανε και ο Mel Gibson στο Τα Πάθη του Χριστού. Δεν έχει χάσει την σκηνοθετική του δεινότητα και εδώ ο McQueen, μα αλίμονο, είναι φανερό πως μπορούσε να πει πολλά περισσότερα με πλάγιες οδούς και όχι ευκολίες, που παραπέμπουν σε εμπορικό δελτίο ειδήσεων.

Κριτική Σύνοψη
Μια ταινία με ελάχιστους διαλόγους, χωρίς μουσικό σάουντρακ, παρατεταμένες σκηνές-εικόνες και ένα σύγχρονο σινεμά-βεριτέ, από έναν νέο δημιουργό, που έχει πάρα πολλά ακόμα να δώσει. Ο Steve McQueen είναι μεγάλος μάστορας της κινηματογραφικής τεχνικής, αλλά εκεί που καθηλώνει, εκεί ξεπέφτει σε ευκολίες επιτήδευσης. Θα έλεγα πως πρόκειται για μια ταινία, που δεν συστήνεται σε όσους δεν αντέχουν τα σκληρά θεάματα, αλλά πολύ φοβάμαι, ότι το μάτι του μέσου θεατή είναι, ήδη, εκπαιδευμένο σε τέτοιου είδους εικόνες. Περισσότερο σινεμά-σοκ και σκηνοθετικής επιδεξιότητας, παρά σινεμά καταγγελίας, αφού τα γεγονότα διαδραματίζονται σε περασμένες εποχές και αφορούν ελάχιστα το σήμερα. Εκεί που διχάστηκα ολοκληρωτικά, είναι στο αν μπορούμε να θεωρήσουμε την ερμηνεία του Michael Fassbender άψογη, ή υπερβαίνει τους κανόνες ερμηνείας και ανήκει και αυτή στον δημιουργό της σκηνοθέτη. Μην το αποφύγετε…

ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΑΝΩΤΗΣ από το www.myfilm.gr

Seven Films είπε...

H ζωή (στη φυλακή) και ο θάνατος (από απεργία πείνας) το 1981 του μέλους του IRA Μπόμπι Σαντς, που διεκδικούσε την αναγνώριση της φυλάκισής του για πολιτικούς λόγους, μεταφέρεται στην οθόνη σε μια ταινία-γροθιά στο στομάχι. Ο βραβευμένος με Turner video artist Στιβ ΜακΚουίν βρίσκει την ποίηση στη σκληρότητα, παραδίδοντας ένα μεστό δράμα που κατορθώνει να είναι στιβαρό και πολιτικό, όντας ταυτόχρονα τολμηρό και σχεδόν πειραματικό στη φόρμα. Ο Μάικλ Φασμπέντερ «γεμίζει» την ερμηνεία του με κάθε κιλό που χάνει και ο ΜακΚουίν κερδίζει δικαίως τον τίτλο του επόμενου μεγάλου Βρετανού σκηνοθέτη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ATHENS VOICE

Seven Films είπε...

Αριστοτεχνικό, λιτό και δυναμικό ντεμπούτο του Στιβ Μακουίν (καμία σχέση) με το χρονικό του Μπόμπι Σαντς, μέλους του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού, που πέθανε το 1981 μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας στις βρετανικές φυλακές. Σπάνια βλέπουμε τόση σιγουριά σε πρωτάρη, και ο Βρετανός σκηνοθέτης μοιράζει τη βία με το στοχασμό σε ίσες και, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, δίκαιες δόσεις. Ξεκινάει με την απαρχή της διαμαρτυρίας στις φυλακές Maze και την κατάλυση των πολιτικών δικαιωμάτων των κρατουμένων, σταματάει τη σωματικότητα με ένα εντελώς θεατρικό 20λεπτο ιντερλούδιο ακίνητης κάμερας και συνεχούς λόγου, όπου ο Σαντς εξηγεί την προαποφασισμένη φιλοσοφία του στον «πνευματικό» του, και τελειώνει με τη σφοδρή, τελετουργική αποδόμηση ενός ζωντανού νεκρού, που βλέπει το τέλος που έχει επιλέξει για τον εαυτό του, με τη θλιμμένη συμπαράσταση των δικών του. Ένα δράμα σε τρεις πράξεις. Η φωνή της Θάτσερ και ο φόνος ενός δεσμοφύλακα στο σπίτι της μάνας του λειτουργούν ως παραθέσεις του Μακουίν από την άλλη όχθη, σε έναν πόλεμο που έχει ιδεολογική βάση, βρώμικα όπλα και ματωμένα χέρια.

Η ταινία είναι πορτρέτο και ιστορική ταινία μαζί, ένα χρονικό που δεν διστάζει να βάλει το θεατή στα σκατά για να δοκιμάσει τη δύναμη της σύγκρουσης. Ίσως σοκάρει για την πολιτική συμπάθεια και τη ρεαλιστική γλαφυρότητα - ανάλογα με τη χώρα, φαντάζομαι, η αντίληψη της ωμότητας παίρνει και διαφορετική διάσταση από το περιεχόμενο. Προσωπικά το είδα ως μια γυμνή ταινία, περίτεχνα φτιαγμένη, για την επίπτωση μιας μεγάλης απόφασης με όλες τις τύψεις και τις αδυναμίες που ενέχει. Έχει ανθρώπινη και πολιτική όψη και προκαλεί σκέψη. Βοηθιέται αφάνταστα από την αυτοσυγκέντρωση του πρωταγωνιστή Φασμπέντερ και την άνεση του τρομερού Λίαμ Κάνιγχαμ στο ρόλο του ιερέα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Lifo

Seven Films είπε...

Η ιστορία του αγωνιστή του IRA Μπόμπι Σαντς, κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας του στις Ιρλανδικές φυλακές επί 66 ημέρες, το 1981.

Δεν ξέρω πώς ακριβώς να αντιμετωπίσω το Hunger. Ιστορικό ντοκουμέντο; Σινεμά βεριτέ; Η ακραία ρεαλιστική ματιά του Steve McQueen ώρες ώρες μου έδινε την εντύπωση πως ήθελε να φέρει τον θεατή στο όριο, να μπει κι αυτός στο κελί των φυλακών, να ταυτιστεί με τον Σαντς. Το Hunger είναι κλειστοφοβικό, γυμνό από περιττά κινηματογραφικά κόλπα, ωμό και ψυχρό. Θέλει να πει τα πάντα με τη δύναμη της εικόνας του. Με ελάχιστους διαλόγους (ένας εκ των οποίων διαρκεί δέκα περίπου λεπτά, χωρίς κανένα cut), και το τελευταίο κομμάτι του φιλμ εντελώς σιωπηλό, στηρίζεται στην εντυπωσιακά φυσική ερμηνεία του Michael Fassbender. Η πορεία του Μπόμπι Σαντς κατά τη διάρκεια πείνας θυμίζει αποσύνθεση.

Ο (πρωτοεμφανιζόμενος) McQueen κατορθώνει μεν να μεταφέρει το κλίμα της (αληθινής) ιστορίας, χωρίς όμως να εστιάζει αρκετά στην πολιτική της διάσταση. Οι 66 Μέρες σίγουρα δεν είναι για ευαίσθητα στομάχια.

Ηρακλής Κορέλης απο το http://www.mixtape.gr

Seven Films είπε...

Η ταινία σε αγριεύει! Οι Εγγλέζοι μπορεί να μην έχουν φτιάξει φούρνους, όπως οι χιτλερικοί, όμως και ετούτοι υπήρξαν (και υπάρχουν ακόμα = Ιράκ) φασίστες! Γιατί τι άλλο είναι η, με κάθε τρόπο και με κάθε βασανιστήριο, μέθοδος οριστικής εξαφάνισης της προσωπικότητας του κρατουμένου; Οι άνθρωποι είναι χωρίς αρχές! Δεν κρατάνε ούτε τα στοιχειώδη που έχει αποδεχτεί το παγκόσμιο δίκαιο για τους πολιτικούς αντιπάλους. Μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι Εγγλέζοι στην Ιρλανδία χρησιμοποιεί σήμερα η Αμερική στο Γκουαντάναμο! Αλλοι φασίστες ετούτοι!


Η Ιρλανδία παλεύει για περισσότερο από 700 χρόνια με τους Εγγλέζους! Ολο αυτό το διάστημα οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες δε δέχτηκαν ποτέ πως οι Ιρλανδοί αγωνιστές είναι πολιτικοί αγωνιστές. Δε δέχτηκαν ποτέ πως ο αγώνας των Ιρλανδών είναι πολιτικός αγώνας. Θεώρησαν και θεωρούν τους Ιρλανδούς αγωνιστές κακοποιούς, κατακάθια της κοινωνίας, στυγνούς εγκληματίες. Και τους φέρνονται αναλόγως! Κανένα δικαίωμα οι κρατούμενοι. Οι κρατούντες αποφασίζουν για τη ζωή ή το θάνατο! Ανάλογα τις περιστάσεις, άλλοτε βασανίζουν και άλλοτε δολοφονούν! (Παρόμοια πολιτική τήρησαν και στην Κύπρο και αλλού).

Βρισκόμαστε στο Μάρτη του 1981. Μια μεγάλη ομάδα Ιρλανδών αγωνιστών κρατουμένων, εβδομήντα τον αριθμό, με επικεφαλής τον Μπόμπι Σαντς, ο οποίος κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας εκλέχτηκε βουλευτής του βρετανικού κοινοβουλίου, αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία πείνας διαρκείας. Μια άλλη απόπειρα απεργίας πείνας, που έγινε έξι μήνες νωρίτερα, έληξε άδοξα (οι απεργοί πίστεψαν πως είχαν ικανοποιηθεί τα αιτήματά τους). Ετούτη τη φορά οι απεργοί κρατούμενοι ήταν πιο οργανωμένοι και πιο αποφασισμένοι.

Η απόφασή τους να κατέβουν σε απεργία πείνας διαρκείας, το ίστατο μέσο διαμαρτυρίας, πάρθηκε αφού πρώτα είχαν εξαντληθεί όλες οι άλλες αγωνιστικές προσπάθειες για τη δικαίωση πέντε αιτημάτων τους: 1) το δικαίωμα να μη φορούν στολή φυλακισμένου, αλλά τα δικά τους ρούχα, 2) το δικαίωμα να μην κάνουν εργασίες της φυλακής, 3) το δικαίωμα ελεύθερης επικοινωνίας με τους άλλους κρατούμενους, 4) το δικαίωμα επίσκεψης, 5) το δικαίωμα για ένα γράμμα και για ένα δέμα την εβδομάδα. Οι αγώνες πριν την απεργία πείνας, ανάμεσα στα άλλα, περιελάμβαναν τις «διαδηλώσεις της κουβέρτας» (οι κρατούμενοι δε φόραγαν τις στολές της φυλακής και έμεναν γυμνοί κάτω από την κουβέρτα τους), την άρνησή τους να καθαρίσουν τα περιττώματά τους, με τα οποία άλειφαν τους τοίχους των κελιών τους, το χύσιμο των ούρων τους στους διαδρόμους της φυλακής, κ.ά.

Η αναγνώριση των πέντε δικαιωμάτων θα σήμαινε, φυσικά, και αναγνώριση της πολιτικής φύσης του ιρλανδέζικου αγώνα. Οι κρατούμενοι δε θα ήταν πια κοινωνικά κατακάθια και στυγνοί δολοφόνοι, αλλά πολιτικοί κρατούμενοι με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τους. Πάνω, λοιπόν, στο «τραπέζι» της απεργίας πείνας μπήκε ολόκληρο το ιρλανδέζικο ζήτημα. Αγώνες, βέβαια, 700 χρόνων δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνέψει ούτε η μια ούτε η άλλη μεριά. Οι απεργοί ήξεραν πως η υποχώρηση θα έφερνε χρόνια πίσω τον αγώνα τους. Και οι Εγγλέζοι, επίσης, γνώριζαν πως η υποχώρηση θα τους οδηγούσε στην τελική παράδοση της Ιρλανδίας στους Ιρλανδούς!

Τον Οκτώβρη του 1981, επτά μήνες από την έναρξη, η απεργία «των εβδομήντα», όπως έμεινε στην ιστορία, σταμάτησε. Η αγγλική κυβέρνηση, (και) κάτω από την παγκόσμια κατακραυγή, αναγκάστηκε να δεχτεί όλα τα αιτήματα των κρατουμένων, χωρίς βέβαια να αναγνωρίσει τον αγώνα τους σαν πολιτικό αγώνα. Στο μεταξύ 10 Ιρλανδοί αγωνιστές, με πρώτο τον Μπόμπι Σαντς, έχασαν τη ζωή τους από έλλειψη τροφής.

Η ταινία του Στιβ ΜακΚουίν, έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, παρακολουθεί τη ζωή και το θάνατο του Μπόμπι Σαντς από τη μέρα που ξεκίνησε την απεργία πείνας μέχρι το θάνατό του. Είναι ιεροσυλία να μιλήσουμε για την τεχνική και την αισθητική της ταινίας, είναι τόσο μεγάλο το πολιτικό ζήτημα που βάζει η ίδια. Ομως, μπροστά μας, έχουμε ένα έργο τέχνης και αυτό εξετάζουμε. Οσο, λοιπόν, σεβασμό και εκτίμηση πρέπει να δείξουμε για το περιεχόμενο της ταινίας, άλλο τόσο πρέπει να δείξουμε και για την τεχνική και την αισθητική της. Η «Απεργία Πείνας» είναι σχεδόν αψεγάδιαστη και ας είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη της. Δεν είναι μόνο ότι καταφέρνει να σου μεταδώσει όλα αυτά τα πλούσια και αντιφατικά συναισθήματα των κρατουμένων και των βασανιστών τους, αλλά ότι καταφέρνει να σου τα μεταδώσει και με εξαιρετικές καλλιτεχνικές και κατανοητές εικόνες, εικόνες υψηλής αισθητικής και καλού γούστου.

ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ Ριζοσπάστης

Seven Films είπε...

Κάτοχος του διαβόητου βραβείου Turner, o Steve McQueen ήταν έως τώρα διάσημος για τη δουλειά του ως εικαστικός και ειδικά για τη σειρά φωτογραφιών που τράβηξε στο Ιράκ. Με το Hunger κατέκτησε τη Χρυσή Κάμερα πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο φεστιβάλ των Καννών όμως παρότι θα περίμενε κανείς από μια τέτοια μετάβαση από το χώρο των εικαστικών στο σινεμά, ο McQueen δε βασίζεται σε εύκολα, φορμαλιστικά τερτίπια για να φτάσει στο κόκκαλο. Αντίθετα επιδεικνύει σπάνια αυτοσυγκράτηση και μια αποστασιοποίηση που αναδεικνύει τη φρικωδία χωρίς να ωραιοποιεί, να κρίνει ή να κραυγάζει τα αυτονόητα, όσο κι αν τα τεκταινόμενα επί της οθόνης ενδέχεται να ταράξουν ακόμα και τους πιο αναίσθητους θεατές.

Φυλακισμένοι που πασαλείβουν τους τοίχους με περιττώματα, απάνθρωπα βασανιστήρια και ένας σχεδόν εξαϋλωμένος πρωταγωνιστής (συγκλονιστικός ο Michael Fassbender) που σβήνει σταδιακά από την ασιτία είναι εικόνες που σίγουρα απευθύνονται σε γερά στομάχια. Ο McQueen ξετυλίγει το αποκρουστικό αυτό υλικό με μια αυστηρή σκηνοθεσία σπαρτιατικής λιτότητας που συνδυάζει το ντοκιμαντερίστικο ύφος (η μουσική επένδυση απουσιάζει σχεδόν εντελώς) με το εικαστικό του παρελθόν. Κάδρα απίστευτης ακρίβειας και γεωμετρικής σύνθεσης και μακρόσυρτα πλάνα άψογα οριοθετημένα περικλείουν ακαθαρσίες, μεσαιωνικές συνθήκες κράτησης, σωματικά βασανιστήρια και την υπέρτατη αυτοθυσία με ένα τρόπο που δεν επιδέχεται εύκολη κριτική.

Με ελάχιστους διαλόγους αφήνει κατά μέρος τις ιδεολογικές ιαχές για μια συμφωνία ωμής, ακατέργαστης βίας, ψυχολογικής και σωματικής. Μονάχα μία εκτεταμένη σκηνή διαλόγου ανάμεσα στον Sands και έναν ιερέα ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια την ταινία στη μέση και ξεμπερδεύει μια για πάντα με την πολιτική και ηθική διάσταση μιας τόσο δραματικής και μοιραίας απόφασης, όπως η αποχή από την τροφή, αλλά και της ιδεολογίας που την προκάλεσε. Από 'κει και πέρα μιλάει κυρίως το σώμα και η ακραία μεταχείρισή του από τους βασανιστές αλλά και από τον ίδιο τον κάτοχό του.

Στο φόντο η αμείλικτη φωνή της Margaret Thatcher διακηρύσσει την επίσημη στάση της βρετανικής κυβέρνησης: την άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος του πολιτικού κρατουμένου στους συγκεκριμένους φυλακισμένους και τον μη διαχωρισμό τους από τους κοινούς εγκληματίες. Η ίδια η αντιμετώπισή τους όμως από τις επίσημες αρχές διαψεύδει ειρωνικά τα λεγόμενά της. Αν και τα εν λόγω περιστατικά μοιάζουν πλέον με μακρινό εφιάλτη βγαλμένο από τις πιο σκοτεινές σελίδες της βρετανική ιστορίας, οι αναλογίες με τα πολύ πιο πρόσφατα γεγονότα στο Guantanamo και το Abu Ghraib είναι παραπάνω από εμφανείς.

Με την εξαίρεση ελάχιστων σκηνών στο φινάλε, όπου παρασύρεται απρόσμενα σε ένα συναισθηματισμό αταίριαστο με το αμείλικτο ύφος της υπόλοιπης ταινίας, το Hunger δεν κάνει εκπτώσεις στην ανάδειξη της αφόρητης αλλά ουδέποτε μονοδιάστατης (κρίσιμες λεπτομέρειες αφιερώνονται και στην ψυχολογία των δεσμοφυλάκων) αλήθειας και δίνει τα διαπιστευτήρια για έναν πολλά υποσχόμενο δημιουργό.


Θανάσης Πατσαβός απο το www.mixtape.gr

Nikos Pastras είπε...

Το πρώτο αριστούργημα της χρονιάς.
Ενα φιλμ μακριά από το κιτς πολιτικό σινεμά των '70s και τον "βερμπαλιστικό συμβολισμό" του, πιο κοντά στον Ζενέ και στον Κοκτό παρά στον Λόουτς και τον Λι.
Πρώτα σινεμά και μετά "μάθημα".
Πρώτα το σώμα και μετά ο λόγος.
Ο Στιβ ΜακΚουίν είναι μια μεγάλη ελπίδα για το αγγλικό σινεμά.

Seven Films είπε...

66 μέρες πείνας: Πείνα, όπως η εσωτερική ανάγκη, η ανεξέλεγκτη φυσική ορμή για ικανοποιηση του ενστίκτου για εύρεση τροφής. Και πείνα, όπως η ακόρεστη μα εξωτερικευμένη και εκλογικευμένη πια ανάγκη για ικανοποίηση μιας συνειδητής επιλογής.
Η απεργία πείνας και η επαναστατική δράση ως μια σύγκρουση εσωτερική, ανάμεσα στο ένστικτο και την επιλογή. Η εξωτερική σύγκρουση Αγγλίας – Β. Ιρλανδίας, ως αναγκαίο πλαίσιο και γενεσιουργός αιτία, περιορίζεται στην παραβολή κάποιων εξαγγελιών της Μάργκαρετ Θάτσερ και του γεμάτου παράσιτα σήματος ενός κλεφτού ραδιοφώνου σ’ένα κελί της φυλακής Μέιζ.
Κι ύστερα, η άβυσσος του εγκλεισμού.
Η συνειδητή, απόλυτα πολιτική επιλογή του σκηνοθέτη Στηβ ΜακΚουήν είναι να παραβλέψει το πριν και το μετά, και να στρέψει το φακό του μέσα στη φυλακή, μέσα στο κελί, μέσα στο μυαλό του επαναστάτη φυλακισμένου Μπόμπι Σαντς, αφήνοντας την άλλη πλευρά στα κλεφτά βλέμματα ένοχης και τις σφιγμένες ματωμένες γροθιές.
Και όσο θορυβώδης και εκρηκτική είναι η δράση του ΙΡΑ που τον ενέπνευσε να γυρίσει την ταινία, τόσο υπόκωφη και βραδυφλεγής είναι η κινηματογράφησή του. Με εικόνες τόσο αβάσταχτα ρεαλιστικές που είναι σχεδόν αφόρητες στη θέασή τους (σε πολλά σημεία, κυριολεκτικά), δεν έχει ανάγκη από ιαχές και μελόδραμα -συγχρόνως όμως κάθε πλάνο του είναι υπολογισμένα δραματοποιημένο. Από τις αδυσώπητα σκληρές σκηνές των ξυλοδαρμών, στον αμείλικτο, στεγνό διάλογο/εσωτερικό μονόλογο του Σαντς με έναν καθολικό ιερέα πριν τη μεγάλη απόφαση, μέχρι και τις ποιητικά απογυμνωμένες τελευταίες στιγμές πριν το θάνατο, κάθε κεφάλαιο αυτού του ημερολογίου αποκαλύπτει μετρημένα μια διαφορετική πτυχή του πρωταγωνιστή του. Φυλακισμένος, διανοούμενος, αγωνιστής. Και ήρωας; Ίσως, μονάχα, όταν γίνεται άνθρωπος.

Μαριάννα Ράντου ΕΞΩΣΤΗΣ

Seven Films είπε...

ΣΥΝΔΡΟΜΟ GUILLAIN-BARRE
Αυτός ο τίτλος αξίζει σαν κριτική σε αυτό το αριστούργημα...επειδή πραγματικά δε θέλω να γράψω πολλά γιατί πολλές φορές στη ζωή το λακωνίζειν εστίν φιλοσοφείν να εξηγήσω μόνο τον τίτλο....
Το σύνδρομο αυτό γνωστό στους ιατρικούς κύκλους ως οξεία φλεγμονώδης απομυελωνοτική περιφερική πολυριζονευροπάθεια ειναι μια σπανιότατη και τρομερή νευρολογική νόσος η οποία εξελίσσεται ταχύτατα και προκαλεί στον ασθενή συμμετρικό μούδιασμα που επεκτείνεται σταδιακά απο τα κάτω άκρα προς ολο το σώμα με ταυτόχρονη παράλυση που πολλες φορές οδηγεί και στο μοιραίο....
Ο θεός να με συγχωρέσει που θα ξεστομίσω κατι τέτοιο αλλά βλέποντας το hunger ένιωσα το σύνδρομο που σας περιέγραψα γαι τα 96 λεπτά της ταινίας...
Συναισθηματική,πνευματική,ψυχική και σωματική παράλυση.....
ΕΠΟΣ!!!!!!!!!!

Ανωνυμος σχολιαστης στο site του ΑΘΗΝΟΡΑΜΑΤΟΣ με nickname "George"

Seven Films είπε...

Πολύ αργά για ήρωες: Αλλά τουλάχιστον γυρίζονται ακόμη ταινίες για ήρωες. Ο σκηνοθέτης Στιβ ΜακΚουίν γύρισε μια «ηρωική», τηρουμένων των αναλογιών, ταινία ακολουθώντας λιτά, σχεδόν τελετουργικά, την πορεία του Μπόμπι Σαντς προς το θάνατο. Η ταινία είναι συγκλονιστική αλλά η κορυφαία της σκηνή δεν είναι κάποια από εκείνες που περιγράφουν, πολύ ρεαλιστικά, τη δοκιμασία του Σαντς, είναι εκείνη που αφηγείται μια συζήτηση του Ιρλανδού επαναστάτη με έναν ιερέα (ιερέα πραγματικό όχι ιμιτασιόν) που προσπαθεί να τον πείσει να μείνει στη ζωή –και έχει επιχειρήματα. Μοιάζει με ένα ξεχωριστό θεατρικό μονόπρακτο (δεν ξέρω πόσα καλά έργα έχετε δει τώρα τελευταία στο θέατρο, αμφιβάλλω ότι έχετε δει κάτι καλύτερο όμως) όπου χωρίς καμιά «βοήθεια» από τη σκηνοθεσία, σχεδόν μέσα σε ένα μονοπλάνο, περνάνε όλα τα σημαντικά ζητήματα που πραγματεύεται η ταινία και έχουν να κάνουν με την ηθική, την εξέγερση, τη δικαιοσύνη, τη σημασία της ζωής και του θανάτου.

Λεπτομέρεια: Όχι δεν υπάρχει σασπένς, ξέρουμε από την αρχή το τέλος –σας το είπα κι εγώ. Και λοιπόν;

Αποσκευές: Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στις Κάννες το 2008 και παγκόσμια πρεμιέρα στην Ελλάδα. Ας την τιμήσουμε!

Τελευταία λέξη: Συγκλονιστική.

Γρηγόρης Παπαδογιάννης www.hridanos.gr

Seven Films είπε...

Το «Hunger» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ενός σκηνοθέτη με όνομα βαρύ σαν ιστορία. Στιβ Μακ Κουίν το όνομά του, αλλά ουδεμία σχέση έχει με τον Αμερικανό θρύλο. Ο Βρετανός Μακ Κουίν γεννήθηκε το 1969 στο Λονδίνο, είναι εικαστικός καλλιτέχνης (βραβείο Turner το 1999) και στο video art θεωρείται κορυφή. Το «Hunger» άνοιξε το «Ένα κάποιο βλέμμα» στο τελευταίο Φεστιβάλ των Κανών και κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα, που απονέμεται σε πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες. Η υπόθεσή του αφορά σε ένα γεγονός που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη το 1981. Ο Μπόμπι Σαντς ήταν ένας αγωνιστής του IRA που φυλακίστηκε από τη βρετανική κυβέρνηση με την κατηγορία της οπλοκατοχής. Αρνούμενος να δεχτεί την αδιαλλαξία του δικαστηρίου, που τον έβαζε στην ίδια μοίρα με τους υπόλοιπους ποινικούς κατάδικους, διεκδίκησε το δικαίωμά του να θεωρηθεί πολιτικός κρατούμενος. Το διεκδίκησε μέχρις εσχάτων. Η απεργία πείνας στην οποία προέβη κράτησε 66 μέρες και τερματίστηκε με το θάνατό του. Παρά το δεδομένο πολιτικό σκηνικό, με την αναμενόμενη συναισθηματική φόρτιση, ο σκηνοθέτης δεν ακολουθεί το σίγουρο δρόμο. Μπορούμε να πούμε ότι η ταινία έχει μια ξεχωριστή αφηγηματική ματιά, που θυμίζει μεταμοντέρνο έργο τέχνης παρά μια συμβατική κινηματογραφική δημιουργία. Είναι, όμως, τόσο δυνατή, ολοκληρωμένη και κάποιες στιγμές συγκλονιστική η δημιουργία του Κουίν, που στον καμβά του χωρούν τόσο διαφορετικοί «χρωματισμοί», που σε κάνουν να απορείς πώς τους ταίριαξε μεταξύ τους. Το φιλμ ξεκινάει με την «υφή» του πολιτικού δράματος, αναμενόμενο και ρεαλιστικό, για να χαθεί στη συνέχεια σε ποιητικούς δαίδαλους, εικόνες ντοκιμαντερίστικης αυθεντικότητας και μινιμαλιστική σκληρότητα. Ο Στιβ Μακ Κουίν υπογράφει ένα κινηματογραφικό μανιφέστο (ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς ενθουσιασμένος δήλωνε μετά την προβολή της ταινίας στις Κάννες πως κανείς άλλος σκηνοθέτης δεν ξέρει πόσο χρόνο ακριβώς χρειάζεται μια σκηνή), που για πολλούς αποτελεί το μέλλον του σινεμά. Αν και είναι πολύ νωρίς για να δεχτούμε κάτι τέτοια, δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε σε αυτό το μεγάλο ταλέντο, που συνδυάζει την πολιτική άποψη, την εικαστική τέχνη και τη φιλοσοφική αναζήτηση. Η ιστορία του μάρτυρα Μπόμπι Σαντς είναι μόνο η αφορμή για το σκηνοθέτη ώστε να μιλήσει για θέματα που άπτονται της χριστιανικής ηθικής, που ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και της ελευθερίας, που μελετούν το σύστημα του εγκλεισμού.

Του Κωνσταντίνου Καϊμάκη CITY PRESS

Seven Films είπε...

Το «Hunger» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ενός σκηνοθέτη με όνομα βαρύ σαν ιστορία. Στιβ Μακ Κουίν το όνομά του, αλλά ουδεμία σχέση έχει με τον Αμερικανό θρύλο. Ο Βρετανός Μακ Κουίν γεννήθηκε το 1969 στο Λονδίνο, είναι εικαστικός καλλιτέχνης (βραβείο Turner το 1999) και στο video art θεωρείται κορυφή. Το «Hunger» άνοιξε το «Ένα κάποιο βλέμμα» στο τελευταίο Φεστιβάλ των Κανών και κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα, που απονέμεται σε πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες. Η υπόθεσή του αφορά σε ένα γεγονός που συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη το 1981. Ο Μπόμπι Σαντς ήταν ένας αγωνιστής του IRA που φυλακίστηκε από τη βρετανική κυβέρνηση με την κατηγορία της οπλοκατοχής. Αρνούμενος να δεχτεί την αδιαλλαξία του δικαστηρίου, που τον έβαζε στην ίδια μοίρα με τους υπόλοιπους ποινικούς κατάδικους, διεκδίκησε το δικαίωμά του να θεωρηθεί πολιτικός κρατούμενος. Το διεκδίκησε μέχρις εσχάτων. Η απεργία πείνας στην οποία προέβη κράτησε 66 μέρες και τερματίστηκε με το θάνατό του. Παρά το δεδομένο πολιτικό σκηνικό, με την αναμενόμενη συναισθηματική φόρτιση, ο σκηνοθέτης δεν ακολουθεί το σίγουρο δρόμο. Μπορούμε να πούμε ότι η ταινία έχει μια ξεχωριστή αφηγηματική ματιά, που θυμίζει μεταμοντέρνο έργο τέχνης παρά μια συμβατική κινηματογραφική δημιουργία. Είναι, όμως, τόσο δυνατή, ολοκληρωμένη και κάποιες στιγμές συγκλονιστική η δημιουργία του Κουίν, που στον καμβά του χωρούν τόσο διαφορετικοί «χρωματισμοί», που σε κάνουν να απορείς πώς τους ταίριαξε μεταξύ τους. Το φιλμ ξεκινάει με την «υφή» του πολιτικού δράματος, αναμενόμενο και ρεαλιστικό, για να χαθεί στη συνέχεια σε ποιητικούς δαίδαλους, εικόνες ντοκιμαντερίστικης αυθεντικότητας και μινιμαλιστική σκληρότητα. Ο Στιβ Μακ Κουίν υπογράφει ένα κινηματογραφικό μανιφέστο (ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς ενθουσιασμένος δήλωνε μετά την προβολή της ταινίας στις Κάννες πως κανείς άλλος σκηνοθέτης δεν ξέρει πόσο χρόνο ακριβώς χρειάζεται μια σκηνή), που για πολλούς αποτελεί το μέλλον του σινεμά. Αν και είναι πολύ νωρίς για να δεχτούμε κάτι τέτοια, δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε σε αυτό το μεγάλο ταλέντο, που συνδυάζει την πολιτική άποψη, την εικαστική τέχνη και τη φιλοσοφική αναζήτηση. Η ιστορία του μάρτυρα Μπόμπι Σαντς είναι μόνο η αφορμή για το σκηνοθέτη ώστε να μιλήσει για θέματα που άπτονται της χριστιανικής ηθικής, που ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και της ελευθερίας, που μελετούν το σύστημα του εγκλεισμού.

Του Κωνσταντίνου Καϊμάκη CITY PRESS