Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι

Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι
(Le dernier Tango à Paris)

Σκηνοθεσία : Bernardo Bertolucci
Σενάριο : Bernardo Bertolucci ,Franco Arcalli ,Agnès Varda
Φωτογραφία : Vittorio Storaro
Μουσική: Gato Barbieri
Hθοποιοί : Marlon Brando Maria Schneider
Χώρα παραγωγής: Ιταλία & Γαλλία
Ετος παραγωγής : 1972
Έγχρωμο
35 mm,
127΄.
Ακατάλληλο

Στους κινηματογράφους 19 Αυγούστου 2010

Υπόθεση:
Ένας μεσήλικας προσπαθεί να ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, δημιουργώντας μια σχέση καθαρά σαρκική με μια άγνωστη νεαρή, σε ένα άδειο διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού. Μια σπουδαία καταγραφή της απώλειας και της ανθρώπινης δύναμης της αυτοσυντήρησης και ταυτόχρονα μια καταβύθιση στον ανομολόγητο κόσμο του αρσενικού ψυχισμού και της επιθυμίας. Ρεσιτάλ ηθοποιίας του Μάρλον Μπράντο και πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Μαρίας Σνάιντερ.

Άποψη:
Η ταινία δημιούργησε σκάνδαλο για κάποιες τολμηρές σκηνές της στην εποχή της, δε παύει όμως παρά τα 38 χρόνια που πέρασαν να αποτελεί μια σημαντική καταγραφή αυτού που υποστηρίζει η συστημική ψυχιατρική ως social construction (κοινωνική κατασκευή) και την εξωτερίκευση του θυμού μας για την απώλεια, μέσα από τη σεξουαλική μας απελευθέρωση, για την ικανοποίηση της επιθυμίας. Ένας ειλικρινής ύμνος ενάντια στην ψευδεπίγραφη μονογαμία και η πρώτη καθαρά τολμηρή κινηματογραφική καταγραφή με αναμφισβήτητα διανοουμενίστικο τρόπο.
Ο Κώστας Τερζής γράφει στην ΑΥΓΗ :

Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η καριέρα του Μάρλον Μπράντο, του σημαντικότερου ηθοποιού του εικοστού αιώνα, βρισκόταν κοντά στο ναδίρ. Ήταν τότε που η συνάντησή του, σχεδόν ταυτόχρονα, με δύο σπουδαίους σκηνοθέτες, θα τον ξαναφέρει στο παγκόσμιο προσκήνιο: Ο νεαρός Φράνσις Φορντ Κόπολα στις ΗΠΑ αναζητούσε πρωταγωνιστή για τον φιλόδοξο «Νονό» του, και ένας μάλλον άγνωστος στο διεθνές κοινό Ιταλός σκηνοθέτης ονόματι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αποτόλμησε να πλησιάσει τον Μπράντο προτείνοντάς του έναν ριψοκίνδυνο ρόλο για την επόμενη ταινία του: Στις 14 Οκτωβρίου του 1972, η ταινία του Μπερτολούτσι, «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι" (Ultimo tango a Parigi) πρωτοπαρουσιάζεται στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης.
Ασυνήθιστη επιλογή: ο τυπικά Ευρωπαίος Μπερτολούτσι θεώρησε μάλλον ότι ο «Νέος Κόσμος» θα δείξει μεγαλύτερη κατανόηση στο τόλμημά του, και όντως απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, με την ηγερία της αμερικανικής κινηματογραφικής κριτικής Pauline Kael να γράφει έναν πραγματικό ύμνο στο περιοδικό «New Yorker», μιλώντας για «ιστορική στιγμή» για τον παγκόσμιο κινηματογράφο: «Πρέπει να είναι η πιο δυναμικά ερωτική ταινία που έγινε ποτέ, κι ίσως αποδειχθεί η πιο απελευθερωτική ταινία του κινηματογράφου».
Δεν νομίζω ότι ο χρόνος δικαίωσε αυτές τις εκτιμήσεις, αλλά οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμη τον σάλο που προκάλεσε η ταινία εκείνη την εποχή (στην Ελλάδα της χούντας προβλήθηκε μια αγρίως λογοκριμένη βερσιόν και κάποιοι είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό μόνο και μόνο για να δουν την «αυθεντική» κόπια). Πράγματι, η ταινία, που ξεκίνησε την εμπορική καριέρα της από το Παρίσι, θα σαρώσει τα ταμεία σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας ένα απίστευτο σκάνδαλο λόγω των τολμηρών ερωτικών σκηνών, που είναι το περιτύλιγμα ενός σπαραχτικού πυρήνα υπαρξιακού αδιεξόδου. «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» αφηγείται την οριακή, «στην κόψη του ξυραφιού», σχέση ενός 45άρη Αμερικανού με μια νεαρή Γαλλίδα, μέσα από μια διαδρομή αυτοκαταστροφής -σχόλιο για τη σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού, που αγγίζει και ξεπερνά τα όρια του σαδομαζοχισμού και της συντριπτικής εξουθένωσης...
Όταν ο Μάρλον Μπράντο ρωτήθηκε, σε μια συνέντευξή του το 1979 στο περιοδικό «Playboy», ποιο κατά τη γνώμη του ήταν το «θέμα» στο «Τελευταίο τανγκό», απάντησε με το γνωστό ύφος του, που δεν επέτρεπε δεύτερη κουβέντα: «Η ψυχανάλυση του Μπερτολούτσι». Βέβαια, ο Μπερτολούτσι είχε φροντίσει προκαταβολικά να επιβεβαιώσει την άποψη του Μπράντο, καθώς είχε συμπεριλάβει το όνομα του ψυχαναλυτή του στους τίτλους του τέλους! Για ποιο λόγο; «Επειδή με έσπρωξε να πάω παραπέρα... Βρήκα έναν τρόπο να μιλήσω για τις εμμονές μου χωρίς να κοκκινίζω. Και συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μια έντονα ρομαντική πτυχή σε αυτή την ιστορία, που κρυβόταν πίσω από τις πιο προκλητικές στιγμές της ταινίας. Το πιο ρομαντικό είναι ότι ένας άντρας και μια γυναίκα προσπαθούν να επικοινωνήσουν, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, χωρίς διεύθυνση, απλώς μέσω των κορμιών τους».
Η εποχή εκείνη ωστόσο δεν ήταν εντελώς «έτοιμη» για να δεχθεί την ταινία. Ξεσηκώθηκε ένας ορυμαγδός καταγγελιών, κατασχέσεων, απαγορεύσεων και ο ίδιος ο Μπερτολούτσι θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια! Αλλά σίγουρα ήταν η εποχή της αναζήτησης του «Άλλου». Ο τριαντάχρονος τότε Μπερνάντο Μπερτολούτσι ήταν μάλλον ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Είχε περάσει ήδη από την επιρροή του Παζολίνι στη «γκονταρική» αναζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του '60 και δεν σταμάτησε ούτε εκεί. Και φυσικά το πολιτικό πρόταγμα ήταν κυρίαρχο. Πολλά χρόνια αργότερα θα σχολιάσει με πικρία: «Πιστεύαμε ότι θα καταφέρναμε να βάλουμε τέλος στη ζούγκλα των κοινωνικών ανισοτήτων και στην αυταρχικότητα. Κι όταν η περίοδος αυτή τελείωσε το '78 με τον θάνατο του Άλντο Μόρο, για μένα τέλειωσε και το όνειρο».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», που η ιστορία του διαδραματίζεται τυπικά σε δυο-τρεις μέρες, όμως ο θεατής έχει την αίσθηση της βασανιστικής διάρκειας του χρόνου... «Τα χρώματα σε αυτή την ταινία», γράφει η Pauline Kael στο περίφημο άρθρο της στο «New Yorker», «θυμίζουν τις τελευταίες ώρες του απογεύματος: πορτοκαλί, μπεζ, καφετί και ρόδινο -το ρόδινο της σάρκας που έχει αποστραγγιστεί από το αίμα, το ρόδινο του πτώματος. Είναι τόσο απαλά διαμορφωμένα από τον Βιτόριο Στοράρο, ώστε ρομαντισμός και αποσύνθεση γίνονται ένα. Η λυρική υπερβολή της μουσικής του Γκάτο Μπαρμπιέρι επιτείνει αυτή την εντύπωση. Εξω από το διαμέρισμα, τα γκρίζα κτίρια και ο θόρυβος είναι σαφώς το σύγχρονο Παρίσι, κι ωστόσο η πόλη μοιάζει βουβή...».
Κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν βγήκε αλώβητος από την εμπειρία της ταινίας, που αποδείχθηκε εξαιρετικά τραυματική. Η άγνωστη τότε Μαρία Σνάιντερ που έπαιζε δίπλα στον διάσημο Μπράντο, θα πει αργότερα πως υπέφερε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και αισθανόταν ότι τη "χειρίζονται" ο συμπρωταγωνιστής της μαζί με τον σκηνοθέτη. Δεν ξαναγύρισε άλλη ερωτική σκηνή σε ταινία από τότε. Η απρόσωπη σεξουαλική σχέση σ' ένα άδειο παριζιάνικο διαμέρισμα, με τον ήρωα να θρηνεί τον θάνατο της γυναίκας του, ήταν το «όχημα» για τον Μάρλον Μπράντο προκειμένου να μιλήσει για την αβάσταχτη μοναξιά και την ερήμωση της ψυχής, καθώς πολλοί από τους μονολόγους του, ιδιαίτερα εκεί όπου μιλά για την εγκατάλειψή του στα παιδικά του χρόνια, στηρίζονται σε προσωπικές του εμπειρίες και βγήκαν μέσα από αυτοσχεδιασμό. «Όταν τέλειωσε, αποφάσισα ότι ποτέ ξανά δεν θα κατέστρεφα τον εαυτό μου συναισθηματικά για να φτιάξω μια ταινία», θα πει ο Μπράντο στην αυτοβιογραφία του. Και όντως, στα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του θα δουλεύει μόνο με μεγάλη αμοιβή για μικρούς ρόλους, χωρίς να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τις ταινίες που γυρίζει...

8 σχόλια:

Seven Films είπε...

Η ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΗΘΗ ΤΩΝ '70S ΟΦΕΙΛΕΙ ΤΗ ΦΗΜΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΟΗΤΗ ΣΚΗΝΗ "ΜΕ ΤΟ ΒΟΥΤΥΡΟ", ΩΣΤΟΣΟ ΧΡΩΣΤΑ ΤΗΝ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΤΟΣΟ ΣΤΗΝ ΤΟΛΜΗΡΗ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΜΠΕΡΤΟΛΟΥΤΣΙ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΜΠΡΑΝΤΟ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΑΜΦΟΤΕΡΟΙ ΑΝΤΑΜΕΙΦΘΗΚΑΝ ΜΕ ΜΙΑ ΟΣΚΑΡΙΚΗ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ. ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Η ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΝ ΚΑΕΛ ΣΥΝΕΚΡΙΝΕ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΣ "ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ" ΤΟΥ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΙ ΤΟ 1913, ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΕΧΕΙ ΞΕΧΑΣΤΕΙ, ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΧΥΤΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΝΑ ΑΠΟΤΥΠΩΝΕΙ ΜΕ ΨΥΧΡΗ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΜΙΑΣ (ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΤΣΗΣ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ

Seven Films είπε...

Παρίσι. Φθινόπωρο. Ο Πολ, ένας αμερικανός σαρανταπεντάρης, περιφέρεται στους κρύους δρόμους της πόλης βυθισμένος στις αναμνήσεις από την αυτοκτονία της γυναίκας του. Στο άδειο διαμέρισμά του συναντά τη Ζαν, μια ελκυστική Παριζιάνα που θέλει να το νοικιάσει. Εκεί, ξαφνικά, θα κάνουν παθιασμένα έρωτα. Ξεσπούν ο ένας στον άλλον. Την επομένη όμως ξανασυναντιούνται και έτσι δημιουργείται μεταξύ τους ένας παράξενος δεσμός στηριγμένος αποκλειστικά στο σεξ. Σεξ βίαιο, ωμό, τρυφερό, βιτσιόζικο, ενστικτώδες. Το ζουν σε όλες του τις διακυμάνσεις... ως την καταστροφή τους.

Για το θέμα της η διάσημη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» («L΄ ultimo tango a Ρarigi», Γαλλία/Ιταλία, 1972) είναι λίγο μεγαλύτερης διάρκειας απ΄ όσο θα έπρεπε, ωστόσο ποτέ δεν κουράζει, καθώς ο σκηνοθέτης χειρίζεται με εξαίρετο στυλ τις εξαιρετικά τολμηρές (για την εποχή που γυρίστηκαν) ερωτικές σκηνές της. Ο,τι και να πούμε για τη δουλειά του Βιτόριο Στοράρο, μόνιμου διευθυντή φωτογραφίας του Μπερτολούτσι, θα είναι λίγο (βέβαια, ο «Κονφορμίστας» και των δύο παραμένει αξεπέραστος).

Στον τελευταίο εκρηκτικό ρόλο της καριέρας του, ο Μάρλον Μπράντο εισχωρεί βαθιά μέσα στην ψυχή του ήρωά του, παίζει λες και είναι απολύτως ταυτισμένος με τον Πολ. Ομορφότατη αλλά ερμηνευτικώς πολύ πίσω από τον συμπρωταγωνιστή της, η Μαρία Σνάιντερ. Μπερτολούτσι και Μπράντο διεκδίκησαν το Οσκαρ (σκηνοθεσίας και α΄ ρόλου αντιστοίχως).

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ ΤΟ ΒΗΜΑ

Seven Films είπε...

Ένας μεσήλικας Αμερικανός που η γυναίκα του αυτοκτόνησε συνάπτει σεξουαλική σχέση με νεαρή Γαλλίδα που πρόκειται να παντρευτεί έναν σκηνοθέτη σε ένα ακατοίκητο διαμέρισμα στο Παρίσι.
Η Ζαν ρωτάει τον Πολ τι ακριβώς συμβαίνει μεταξύ τους και εκείνος της απαντά ότι παίζουν τις κούκλες σε πορνό έκδοση. Μια ειρωνική απάντηση που απηχεί όμως το στίγμα του σκανδάλου που προκάλεσε η ταινία όταν κυκλοφόρησε εξαιτίας της τολμηρής οπτικής της.

Ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν και η Ντομινίκ Σαντά που ήταν οι αρχικές επιλογές αρνήθηκαν για διαφορετικούς λόγους τη συμμετοχή τους. Ο Μπράντο αποδέχτηκε τη πρόταση και αφέθηκε (;) ξανά στις οδηγίες ενός Ιταλού σκηνοθέτη που μόλις είχε ακουστεί διεθνώς με τις ταινίες του Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ και κυρίως με το υποψήφιο για Όσκαρ Ο ΚΟΜΦΟΡΜΙΣΤΑΣ έπειτα από την συνεργασία του με τον Τζίλο Ποντερκόβο στο QUEIMADA . Φυσικά ο 32χρονος τότε Μπερτολούτσι δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία και αποφάσισε να ταράξει τα νερά. Υπό το φόβο ο Μπράντο να εγκαταλείψει το πρότζεκτ ή να το αποκηρύξει μετά την ολοκλήρωση του εγκαταλείπει την αρχική ιδέα σύμφωνα με δική του εξομολόγηση να διηγηθεί μια παθιασμένη σχέση δύο αγνώστων που διατηρώντας την ανωνυμία τους, βιώνουν μέσω αυτής τις φαντασιώσεις τους, ένα θέμα επίκαιρο με το ρεύμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης της εποχής. Mε την συνδρομή του Φράνκο Αρκάλι στο σενάριο και της Ανιές Βαρντά στους διαλόγους επικεντρώνεται στην ιστορία ενός συντετριμμένου και πενθούντα άνδρα προκειμένου να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το ερμηνευτικό εκτόπισμα του πρωταγωνιστή του. Ο Πολ ήδη μεταφορικά νεκρός από την απώλεια της συντρόφου του ανακαλύπτει τυχαία διέξοδο στο ερωτικό πάθος . Η αδιαφορία , η αγριότητα ή ο μισογυνισμός του δεν κρύβουν ούτε αναιρούν το κενό και τη μοναξιά του. Σταδιακά θα νιώσει την αγάπη χωρίς όμως να συλλάβει όσα συνθέτουν την γυναικεία φύση με συνέπεια την οριστική προδοσία του .

Η αδυναμία κατανόησης μιας αυτοκτονίας, η ωμή και ακραία ερωτική συμπεριφορά , το άγχος της παρακμής και των γηρατειών (έξοχη η σχετική σκηνή διαξιφισμού του Μπράντο με τον Μάσιμο Τζιρότι που υποδύεται τον κρυφό εραστή της συζύγου) διερευνούνται από τη σκοπιά του ευάλωτου αρσενικού και εναλλάσσονται με προκλητικές ερωτικές πόζες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Παράλληλα ο Μπερτολούτσι θυσιάζει την ενότητα ύφους και προσθέτει τις προσωπικές του αμφιβολίες και ανησυχίες για το ρόλο και την αποτελεσματικότητα του σκηνοθέτη να μετατρέψει τη ζωή σε τέχνη μέσω του χαρακτήρα που ενσαρκώνει ο Ζαν Πιέρ Λεό έστω κι αν ο τελευταίος θυμίζει υπερβολικά φιγούρα που διέφυγε από ταινία του Γκοντάρ ή του Τριφό. Ο Μπράντο ταυτίζεται απόλυτα με την εσωστρεφή και φαλλοκρατική πλευρά του ήρωα του, ο οποίος βιώνει την υπαρξιακή κρίση αναζητώντας τις λύσεις μέσα του και όχι στους άλλους επιστρέφοντας με ένα ακόμη ρεσιτάλ υποκριτικής θριαμβευτικά στο προσκήνιο σε μια χρονιά ορόσημο στη καριέρα του αφού πρωταγωνίστησε και στο ΝΟΝΟ του Κόπολα . Η πληθωρική Σνάιντερ είναι σκόπιμα ο ερμηνευτικός αδύναμος κρίκος γεγονός βέβαια που δεν θα σταθεί εμπόδιο μια τριετία αργότερα για να συνεργαστεί και πάλι με ένα κορυφαίο Ιταλό δημιουργό τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και ένα Αμερικανό πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον στο εξίσου επιδραστικό για τη δεκαετία του ʼ70 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΡΕΠΟΡΤΕΡ.

Το ερώτημα αν ο Μπερτολούτσι εκπλήρωσε το προσωπικό του όραμα ή υπόκυψε στους συμβιβασμούς για χάρη του πρωταγωνιστή του πιθανόν να παίρνει μια απάντηση από το directorʼs cut των 250 λεπτών ίσως και όχι. Σημασία έχει ότι το φιλμ έχει ελάχιστα φθαρεί από το πέρασμα του χρόνου, συνεχίζει να συμβολίζει μια ολόκληρη εποχή και συγκινεί όσους το έχουν ξαναδεί από τους τίτλους έναρξης και το ελεγειακό jazz μοτίβο του Γκάτο Μπαρμπιέρι.

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΛΑΙΔΗΣ www.myfilm.gr

Seven Films είπε...

Εχει γράψει τη δική του – σκανδαλώδη ή µη... – ιστορία το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» (Le dernier tango a Ρaris), του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι µε τον Μάρλον Μπράντο σ’ εναν από τους τελευταίους µεγάλους ρόλους του. Δίπλα του, η Μαρία Σνάιντερ. Αλλη «χαµένη περίπτωση», µιας και µετά το συγκεκριµένο φιλµ του 1972 όπου κάνει την πρώτη της εµφάνιση, έπαιξε δίπλα στον Τζακ Νίκολσον στο «Επάγγελµα ρεπόρτερ» –΄75 – του Μικελάντζελο Αντονιόνι και µετά «εξαφανίστηκε»...

Ο Μάρλον Μπράντο είναι ο µεσήλικος που προσπαθεί να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του δηµιουργώντας µια σχέση καθαρά σαρκική µε µια άγνωστη νεαρή (Μαρία Σνάιντερ), σε ένα άδειο διαµέρισµα στο κέντρο του Παρισιού. Μια σπουδαία καταγραφή της απώλειας και της δύναµης της αυτοσυντήρησης και ταυτόχρονα µια καταβύθιση στον ανοµολόγητο κόσµο του αρσενικού ψυχισµού και της επιθυµίας. Ο Μάρλον Μπράντο κάνει συνειδητά εδώ την ερµηνεία ενός ξεπεσµένου «τραγικού ογκόλιθου».

Είναι η ταινία που πετάει στα σκουπίδια το µοντέλο του αρσενικού ερωτικού αντικειµένου που του είχε φορέσει το Χόλιγουντ.

Ως γνωστόν η ταινία είχε δηµιουργήσει σκάνδαλο στην εποχή της για κάποιες τολµηρές σκηνές της – και, κυρίως, τις σκηνές µε το βούτυρο... Σήµερα, την εποχή της συντηρητικοποιηµένης «απελευθέρωσης», και έπειτα από 38 χρόνια, το φιλµ του Μπερτολούτσι αποτελεί µια σηµαντική καταγραφή αυτού που η ψυχιατρική ονοµάζει κοινωνική κατασκευή (social construction) και της εξωτερίκευσης του θυµού µας για την απώλεια, µέσα από τη σεξουαλική µας απελευθέρωση, για την ικανοποίηση της επιθυµίας. Ενας ειλικρινής ύµνος στα καταπιεσµένα «ζωώδη» ένστικτά µας που έχουν στρογγυλέψει – και διαστρεβλωθεί – από τους κοινωνικούς και θρησκευτικούς νόµους των πλειοψηφιών...

Με αυτή τη ταινία του ο Μπερτολούτσι αφήνει τον κλειστό κόσµο της διανόησης και ανοίγεται δηµιουργώντας πλέον πιο «εικονογραφηµένα» φιλµ («1900», «Το φεγγάρι», «Ο τελευταίος αυτοκράτορας» που του χαρίζει το Οσκαρ σκηνοθεσίας το ‘87, «Τσάι στη Σαχάρα», «Ο µικρός Βούδας» κ.ά.).
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ ΤΑ ΝΕΑ

Seven Films είπε...

Από την εποχή που ο Μάρλον Μπράντο και η Μαρία Σνάιντερ κλείνονταν στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος για να ανταλλάξουν σωματικά υγρά, μουγκρίσματα, βία, τρυφερότητα και βούτυρο μέχρι τελικής πτώσης και η Πολίν Κέιλ έγραφε «ο Μπερτολούτσι και ο Μπράντο άλλαξαν το πρόσωπο μιας τέχνης», ο χρόνος κύλησε αδίστακτα. Με το σινεμά να μας έχει αφηγηθεί πορνογραφικές σχέσεις σε παραλλαγές για όλα τα γούστα, φιλμάροντας αληθινές διεισδύσεις και περίτεχνες παρτούζες, κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα έχουν δει «όλα».

Να με συγχωρήσετε, αλλά απέναντι σε αυτό τον χορτασμένο κυνισμό βρίσκω πως το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» κρατά έναν σκοτεινό πυρήνα που παραμένει απροσπέλαστος. Είναι εκεί που οι παραμορφωμένες φιγούρες του Μπέικον στοιχειώνουν τους τίτλους αρχής της ταινίας και τα πλάνα του Βιτόριο Στοράρο αποφλοιώνουν την ατμόσφαιρα από το αισθησιακό στοιχείο. Είναι εκεί που ο Μπράντο αγγίζει μια από τις κορυφαίες ερμηνευτικές του στιγμές μονολογώντας στη νεκρή του γυναίκα. Είναι εκεί που η περιρρέουσα θανατίλα ποτίζει τους τοίχους, τσακίζοντας τον ανδρισμό ενός ηθοποιού και τη φαντασίωση ενός σκηνοθέτη. Σε αυτό τον πυρήνα ελάχιστες ταινίες έχουν πλησιάσει έκτοτε, γι αυτό και το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» πονάει ακόμα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ

Seven Films είπε...

Η έλλειψη του έρωτα αλλά και τα αποτελέσματα της θλίψης είναι στο επίκεντρο της θαυμάσιας αυτής, ερωτικής ταινίας (σε επανέκδοση) γύρω από έναν μεσήλικο Αμερικανό, που αναζητεί τη λύτρωση στο σαδομαζοχιστικό σεξ με μια νεαρή Γαλλίδα.

Είναι ευχάριστο να βλέπεις πόσο μεγάλος ηθοποιός παραμένει ο Μάρλον Μπράντο, όποιο ρόλο κι αν ερμηνεύσει. Στην επανέκδοση της θαυμάσιας αυτής, καθαρά ερωτικής, επίμαχης στην εποχή της, ταινίας του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Μπράντο, σε μια από τις πιο συγκρατημένες και ολοκληρωμένες ερμηνείες του, ενσαρκώνει τον μεσήλικο, μοναχικό Αμερικανό, που η γυναίκα του έχει πρόσφατα αυτοκτονήσει. Σε αντίδοτο της θλίψης του, ο ήρωας αναζητεί, σ' ένα απρόσωπο διαμέρισμα του Παρισιού, το απλό, σαδομαζοχιστικό, ασυγκράτητο σεξ στην αγκαλιά μιας νεαρής, χίπι Γαλλιδούλας (Μαρία Σνάιντερ). Ενα σεξ σε όλες τις μορφές του, που στην εποχή του (ειδικά εξαιτίας της περιβόητης σκηνής σοδομισμού με βούτυρο) είχε προκαλέσει διάφορες λογοκρισίες.

Ο Μπερτολούτσι καταγράφει με δυνατά, έντονα χρώματα, την απελπισία, το άγχος και τον εξευτελισμό, στα οποία οδηγείται ο ήρωάς του. Πίσω βέβαια από αυτά υπάρχει το θέμα του έρωτα και της έλλειψής του. Οι σκηνές του σεξ -παρά τη σημερινή ελευθερία της λογοκρισίας- παραμένουν δυνατές, βίαιες και προκλητικές. Ο Μπερτολούτσι τονίζει τη σκοτεινή, εφιαλτική, καταστροφική συχνά, μαζί και μαγική, πλευρά του σεξ, πλευρά που τόσο ανέπτυσσε και στις δικές του ταινίες ο Μπουνιουέλ. Στα συν της ταινίας η ατμοσφαιρική, με τα μουντά χρώματα, φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο και η υποβλητική μουσική του Γκάτο Μπαρμπιέρι, χωρίς να ξεχνάμε τους πίνακες του Φράνσις Μπέικον στους τίτλους της αρχής. Μια ταινία που δείχνει να έχει κερδίσει με το πέρασμα του χρόνου.

ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Seven Films είπε...

To “Last Tango in Paris” είναι μια προσωπική εξομολόγηση του τρομερού παιδιού του ιταλικού κινηματογράφου, Bernardo Bertolucci. Βασισμένη σε δική του ιδέα, η ταινία αποτελεί μια σεξουαλική φαντασίωση σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι στην ζωή δυο ανθρώπων. Εραστές, ο Marlon Bando, ένας αμερικάνος μεσήλικας ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στο Παρίσι κι η Maria Schneider, μια εικοσάχρονη Παριζιάνα καλλονή. Κοινό σημείο επαφής, το σπίτι που νοικιάζουν και το κομμάτι της φαντασίωσης που μοιράζονται μέσα από την ανωνυμία τους. Μια σχέση κλεισμένη σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Ιουλίου Βερν, πειραματίζεται με το σεξ και ανακαλύπτει την ηδονή πέρα από αστικές συμβάσεις.


Ο Marlon Brando την περίοδο που γνωρίζει την Maria Schneider έχει χάσει την γυναίκα του η οποία έχει αυτοκτονήσει. Μένοντας για χρόνια σε μια ελευθεριακή σχέση δεν μπορεί να κατανοήσει την πράξη αυτοχειρίας και είναι απελπισμένος. Αντίθετα, η νεαρή γυναίκα είναι ερωτευμένη με έναν νεαρό σκηνοθέτη που τον υποδύεται ο Jean-Pierre Leaud, όμως νιώθει μια απερίγραπτη έλξη για τον ανώνυμο άνδρα που γνωρίζει. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο Bertolucci θα μας παρουσιάσει την εκρηκτική φαντασίωση περιλαμβάνοντας ερωτικές σκηνές που ήταν η αιτία για να απαγορευτεί η προβολή της ταινίας σε αρκετές χώρες.


Η ανωνυμία είναι ικανή να δημιουργήσει ένα πάθος που κρατά τους εραστές συνεχώς σε μια κατάσταση ερωτικής μέθεξης. Σ' ένα κόσμο που επικρατεί η λογική και κατακλυζόμαστε από ονόματα, το απρόσιτο και το ανεξερεύνητο της ανωνυμίας φαντάζει συναρπαστικό. Σκοπός μέσα στην ανωνυμία γίνεται ο έρωτας δίχως προϋποθέσεις, σχέδια και προβολές στο μέλλον. Μια παρόμοια και εξίσου γοητευτική ερωτική συνεύρεση θα δούμε αρκετά χρόνια αργότερα στην ταινία του Peter Greenaway "The cook, the thief, his wife and her lover". Η σύμπλευση του έρωτα με την ανωνυμία γίνεται η ιδανική αφαίρεση, ικανή να αναζωπυρώσει το πιο μεγάλο πάθος.


Όταν ο Marlon Brando θα κλείσει τους λογαριασμούς του με την νεκρή του γυναίκα αποχαιρετώντας την, θα θελήσει να είναι μαζί με τη νέα του ερωμένη. Στο ίδιο διάστημα η Maria Schneider θα αποδεχτεί την πρόταση γάμου που της κάνει ο νεαρός σκηνοθέτης. Ο έρωτας του οποίου έχει κάτι το έντονα ρομαντικό κι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την σχέση της με τον Brando. Χαρακτηριστικός ο συμβολισμός με το σωσίβιο που κρατά ο σκηνοθέτης όταν της κάνει την πρόταση γάμου. Το όνομα του πλοίου που είναι γραμμένο στο σωσίβιο, «Αταλάντη»• ο συμβολισμός και η αναφορά στον Γάλλο σκηνοθέτη Jean Vigo προφανείς.


Μόλις θα γίνει η εξομολόγηση από τον Brando στην Schneider όλα θα αλλάξουν. Ο Brando θα χάσει την γοητεία του και σε κάθε του κίνηση θα φαίνονται τα παραπανίσια του χρόνια. Η μέλλουσα σύζυγος του σκηνοθέτη θα πάψει να ενθουσιάζεται με το φέρσιμο του και τελικά θα του ανακοινώσει πως όλα έχουν οριστικά τελειώσει. Κι όμως αυτό που θα μας μείνει είναι πως στο "Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι" όλα φαίνεται πως ταιριάζουν: η μουσική που συμπληρώνει τον αισθησιασμό των πλάνων, οι ανεπιτήδευτες ερμηνείες που αποτυπώνονται στο σελιλόιντ και ο χρόνος ή όσος χρόνος είναι απαραίτητος στον Bertolucci για να μας προετοιμάσει για το τελευταίο ταγκό.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΙΜΕΖΑΣ www.sevenart.gr

Seven Films είπε...

Το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» (****). Ταινία σταθμός του Μπερτολούτσι που προκάλεσε τα ήθη το 1972. Ενας Αμερικανός μεσήλικας (Μάρλον Μπράντο), που μοιάζει με ήρωα του παραλόγου μετά την αυτοκτονία της γυναίκας του, έρχεται στο Παρίσι και παρασύρεται από τον ερωτισμό μιας νεαρής Παριζιάνας (Μαρία Σνάιντερ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ