Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

RUMBA

RUMBA




Σκηνοθεσία: Dominique Abel, Fiona Gordon
Σενάριο: Dominique Abel, Fiona Gordon
Φωτογραφία: Claire Childeric
Κοστούμια: Claire Dubien
Παίζουν:
Dominique Abel, Fiona Gordon, Philippe Martz, Bruno Romy
Έτος παραγωγής: 2008
Είδος: ΚΩΜΩΔΙΑ
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία-Βέλγιο
Γλώσσα: Γαλλικά
Έγχρωμο

Υπόθεση:
Δάσκαλοι δημοτικού σχολείου στην επαρχία, η Φιόνα και ο Ντομ μοιράζονται έναν μεγάλο έρωτα ο ένας για τον άλλο αλλά και το ίδιο πάθος για τους λάτιν χορούς, κερδίζοντας άνετα τους αντίστοιχους τοπικούς διαγωνισμούς. Η ευτυχία τους θα διαταραχθεί αιφνίδια ένα βράδυ όταν, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν έναν περαστικό με αυτοκτονικές τάσεις, θα υποστούν ένα σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα. Εκείνη θα μείνει ημι-ανάπηρη, εκείνος θα αποκτήσει πρόβλημα πρόσκαιρης αμνησίας , αλλά η Rumba θα καταφέρει να αφηγηθεί την ιστορία της σχέσης τους με μια ευρηματική μπουρλέσκ ελαφρότητα που θυμίζει Τατί και Καουρισμάκι, προκαλώντας την ίδια στιγμή το γέλιο και το δάκρυ

Άποψη :
Ζωηρόχρωμη, ποιητική, σιωπηλή και ταυτόχρονα μελαγχολική και πικρή ταινία από ένα ταλαντούχο δίδυμο από την Αγγλία που αιφνιδίασε ευχάριστα στις Κάννες, συνέχισε σε πολλά διεθνή Φεστιβάλ και αυτό το καλοκαίρι ξεκινά την καριέρα στης στους θερινούς κινηματογράφους της Αθήνας, αποσκοπώντας να μας κάνει να επιστρέψουμε στις πρωταρχικές αξίες που έχουμε ανάγκη όλοι για την ευτυχία.

Tips:
Ο χορός Ρούμπα:
· Η Rumba περιγράφει την ερωτική ιστορία ανάμεσα στο ζευγάρι
· Εκπέμπει ερωτισμό χάρη στον αργό ρυθμό και την αισθησιακή κίνηση του γοφού.
· Οι φιγούρες βασίζονται στα τσαλίμια που κάνει κάθε θηλυκό για να κατακτήσει κάποιο αρσενικό.
· Η Rumba γεννήθηκε το 16ο αιώνα από τους νέγρους σκλάβους της Κούβας.
· Εξελίχθηκε σε ένα τελετουργικό λικνιστό χορό και σύντομα τα τραγούδια που τον συνόδευαν έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
· Κατέκλυσε την Αμερική το 1930, ως τη σημερινή κοινωνική rumba που όλοι γνωρίζουμε, απ' όπου προέκυψε και το Cha Cha.
· Η έμφαση δίνεται στο σώμα. Γι' αυτό και οι κινήσεις των γοφών θα πρέπει να είναι έντονες.
· Οι βηματισμοί θα πρέπει να είναι δυνατοί και ευθείς με ίσια πόδια.
· Το σώμα ποτέ δε σταματά να αλλάζει σχήμα.
· Η Fan position είναι από τις πιο γνωστές φιγούρες της Rumba.


Βραβεία- Συμμετοχές :
· Συμμετοχή στην Εβδομάδα Κριτικής του φεστιβάλ των Καννών
· Βραβείο κοινού Νύχτες Πρεμιέρας (Αθήνα 2008)
· Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης 2009
Καλύτερη ταινία στο Φεστιβάλ του Ζάγκρεμπ

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΟΥΜΠΑ

Μικρό διαμάντι με μελαγχολικά χαμόγελα

Με την παντομίμα του Μαρσέλ Μαρσό. Την αθάνατη και βουβή μελαγχολία του Μπάστερ Κίτον. Τη λαϊκή λυρική ευαισθησία του Άκι Καουρισμάκι. Το γλυκόπικρο σχόλιο του Ζακ Τατί. Και με την επιτηδευμένη σχηματοποίηση του κόμικς. Όλα αυτά μαζί στο «Rumba», σε μια συνάθροιση εξαιρετική. Από δύο ονόματα που ουδείς άκουσε στην Ελλάδα μέχρι στιγμής: Ντομινίκ Αμπέλ και Φιόνα Γκόρντον. Αυτοί οι εμπνευστές, οι σεναριογράφοι, οι χορευτές, οι μοναδικοί πρωταγωνιστές. Οι άγνωστοι έσονται πρώτοι!

Το στόρι της μίας γραμμής. Ζευγάρι καλοκουρδισμένων πλασμάτων- όπως εσείς κι εμείς- εναποθέτει τα όνειρά του σε χορούς της Λατινικής Αμερικής. Πρωταθλητές χοροδιδασκαλείου με ρούμπα, σάλσα και τσα τσα. Ώσπου ένα βράδυ, ύστερα από θρίαμβο χορευτικό, τη στιγμή που οδηγούσαν μέσα στο σκοτάδι πέφτουν ξαφνικά πάνω σ΄ έναν απελπισμένο αυτόχειρα. Έτσι, για να τον αποφύγουν, ντελαπάρουν. Και στο νοσοκομείο καταλήγουν. Ξεκούρδιστοι, σακατεμένοι, στο κρεβάτι καθηλωμένοι. Με αμνησία ο Ντομινίκ, χωρίς πόδι η Φιόνα. Σμπαράλια τα όνειρά τους. Και είναι μόνο η αρχή. Ακόμα και το σπίτι τους καταλήγει στάχτες και αποκαΐδια από μια φλόγα που άναψε από το ξύλινο πόδι της Φιόνας. Η ζωή τούς χορεύει στο ταψί. Τώρα για να την κερδίσουν πρέπει με το ένστικτο και την καρδιά τους να ξαναρχίσουν. Η δοκιμασία είναι ανθρώπινη και μερικές φορές ευεργετική!

Αντιφατικές οι αντιδράσεις που προκαλεί η συνάντηση μ΄ αυτή την ασυνήθιστη ταινία. Στην αρχή έκπληξη και απώθηση μαζί. Μα, τώρα, τι παριστάνουν. Τους ζογκλέρ του τσίρκου Μεντράνο; Έπειτα, για μια στιγμή. Α, κάτι θέλει να πει ο ποιητής. Όσο περνάει η ώρα τόσο ο ρεαλισμός εκπίπτει χάριν σουρεαλισμού. Στο τέλος, αιχμάλωτος της τέχνης αυτού του ντουέτου του μοναδικού. Μπράβο στα παιδιά. Με ελάχιστες ατάκες επιστρέφουν στη χρυσή, βουβή, εποχή.

Πολλές οι αρετές αυτού του απροσδόκητου κομψοτεχνήματος. Πρώτα απ΄ όλα το σώμα. Αφού χορεύουν, αυτονόητο είναι πως από το σώμα των ηθοποιών θα προκύψει η γλώσσα των δημιουργών. Οργανικά, λοιπόν, ενταγμένη στην ταινία η αναφορά στη βωβή κωμωδία και τη γαλλική παντομίμα. Χέρια, πόδια, αντί για ατάκες και για λόγια. Κοντά σ΄ αυτό και ένα δεύτερο σχόλιο κοινωνικό. Όσο το ζευγάρι- στην αρχή- είναι κουρδισμένο και τυποποιημένο, δηλαδή επίπλαστα ευτυχισμένο, ανάμεσά τους ουδεμία πραγματική επαφή. Γι΄ αυτό δεν ανταλλάσσουν ούτε μία κουβέντα στην καθημερινή τους ζωή.

Δεύτερη αρετή- εύστοχη κι αυτή-, το περιεχόμενο το κοινωνικό. Ο προγραμματισμός είναι μηχανικός. Εξαρτήματα και βίδες το προλεταριάτο των «Μοντέρνων καιρών». Εξαρτήματα και βίδες ενός κοινωνικού θεσμού τα μοντέρνα ζευγάρια που για να κοροϊδέψουν την πλήξη τους χορεύουν Latin. Ο Ντομινίκ Αμπέλ και η Φιόνα Γκόρντον ενσωματώνουν τον Τσάρλι Τσάπλιν στη σημερινή πραγματικότητα. Όχι μόνο στην εργασία αλλά και στη συζυγική κατοικία. Μηχανάκια μια ζωή. Τρώμε, πίνουμε, ντυνόμαστε, γδυνόμαστε, κοιμόμαστε, ξυπνάμε. Αλλά τίποτα δεν αισθανόμαστε. Ο ένας από εδώ, ο άλλος από εκεί. Η αλλοτρίωση είναι αόρατη, υπόγεια και κρυφή. Γι΄ αυτό η «γλώσσα» της ταινίας είναι βουβή. Εξαιρετική επιλογή.

Τρίτη και καθόλου τελευταία αρετή, η αισθητική. Τρία τα βασικά, τα πρωταρχικά κριτήρια για να μετρήσεις το μπόι μιας ταινίας. Ομοιογένεια, αφαίρεση, συμπύκνωση. Και τα τρία αφομοιωμένα και εφαρμοσμένα από το λαμπερό ντουέτο αυτής της μελαγχολικής ρούμπας. Α ξέχασα, το τελευταίο, πλην όμως καθόλου αδιάφορο και τυχαίο. Ο χορόςκαι είναι διαπιστωμένο αυτό, αρκεί μια επίσκεψη σ΄ ένα χοροδιδασκαλείο για να πειστείς- δεν έχει να κάνει με το βάρος, την ομορφιά, τα καλλίγραμμα σώματα και τα κιλά. Ο χορός είναι απελευθερωτικός.

Ίσως η απόλυτη μέθοδος συμφιλίωσης με τα κιλά σου.

Την ηλικία, τη διαφορετικότητα και την προσωπικότητά σου. Έτσι ο χορός είναι λυτρωτικός. Γι΄ αυτό ερωτικός και γι΄ αυτό ταυτόχρονα και συλλογικός αλλά και προσωπικός. Το εγώ επιβεβαιώνεται και «λειώνει» μέσα από το συλλογικό. Και με διακόσια κιλά μπορώ να πετάξω. Και το κορίτσι που ονειρεύεται Μπραντ Πιτ να αγκαλιάσω!

16 σχόλια:

Seven Films είπε...

ΑΝ Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΦΕΡΝΕΙ ΤΟΥΜΠΑ, ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΜΕ ΜΙΑ ΡΟΥΜΠΑ
( **** )RUMBA
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Ντομινίκ Αμπέλ, Φιόνα Γκόρντον, Μπρούνο Ρομί. Με τους: Ντομινίκ Αμπέλ, Φιόνα Γκόρντον, Φιλίπ Μαρτζ. Κωμωδία. 2008, Γαλλία / Βέλγιο. Διάρκεια 1 ώρα και 17 λεπτά.
www.rumba-film.mk2.com
Συμπυκνωμένη οπτικοακουστική ευδαιμονία, που εκπέμπει παλμικά κύματα σε μυαλό και συναίσθημα χαϊδεύοντας μέσα σου απαλά όλες τις προσλαμβάνουσες εκλεκτικών απολαύσεων. Χρησιμοποιώντας με περίσσιο ενθουσιασμό την τεχνική της πιο ατόφια οπτικής αφήγησης, το τρίο των δημιουργών παραδίδει ένα σουρεαλιστικό κινηματογραφικό μίνι βαν, που αντλεί έμπνευση από τον βωβό κινηματογράφο μέχρι την στυλιζαρισμένη, κομψή παραδοξολογία του Ζακ Τατί και την λουναπαρκική χαρμολύπη του Καουρισμάκι. Ένα ζευγάρι δασκάλων σε επαρχιακό χωριό, είναι παθιασμένοι με τη Ρούμπα και κερδίζουν όλους τους διαγωνισμούς μέχρι τη στιγμή που ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο θα στερήσει από τη γυναίκα το ένα της πόδι κι από τον άντρα τη μνήμη του. Όχι, δεν πρόκειται για δράμα, εφ’ όσον αυτή ακριβώς η απώλεια θα δώσει την αφορμή για μια σειρά κωμικών ενσταντανέ στις παρυφές του παραλόγου, που παντρεύουν τη χωροταξικότητα του ονείρου με την αισιοδοξία και τη χαρά της ζωής.
ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

Seven Films είπε...

Καλημέρα σας. Σήμερα απουσιάζει ο κριτικός κινηματογράφου και θα περάσουμε αμέσως στην συνταγή της ημέρας. Σας έχουμε μια σπάνια νοστιμιά από την Γαλλία που ονομάζεται Ρούμπα Χορευτή στο Ταψί! Πρώτα, πασπαλίζουμε το ταψί με σινεφιλικό σουρεαλισμό για να μη κολλήσουν τα υλικά μας. Μαρινάρουμε την Ρούμπα με Jacques Tati κι όλα τα χρώματα της ίριδας. Την τοποθετούμε στο ταψί μας και κόβουμε πατάτες μπουρλέσκ για συνοδεία. Ρίχνουμε αρκετό Mr. Bean και το βάζουμε στον φούρνο των performance art για 77 λεπτάκια. Στο τραπέζι, το συνοδεύουμε με την σπάνια σαλάτα Buster Keaton και... καλή σας όρεξη...

Το ουσιαστικό με την Ρούμπα δεν είναι να την κριτικάρεις, αλλά να την εξηγήσεις στο κοινό. Είναι μια ταινία που ανακατεύει τις φιλμικές χρονολογίες και ίσως να αναγνωριζόταν πολύ περισσότερο σε παρελθόντες εποχές. Αυτό είναι και το μόνο της αληθινό ελάττωμα. Δεν μπορεί να βρει σήμερα ένα κοινό που θα την εκτιμήσει, αφού αυτό το κοινό σήμερα προτιμά το πρωτοποριακό θέατρο από τον κινηματογράφο. Κι όμως, είναι λαϊκέστατο. Οι ρίζες του μας γυρίζουν στο βωβό μπουρλέσκ και σε ένα σινεμά που εκτιμούσε πρώτα ο κοινός κόσμος και μετά η πνευματική αριστοκρατία. Ο κόσμος γύρισε ανάποδα και η μπουρζουαζία πήρε την εκδίκηση της, λόγω του ότι είναι περισσότερο διαβασμένη...

Στην Ρούμπα θα ανοίξει το μάτι σας. Ένα αμάλγαμα έντονων χρωματισμών με άψογα ρυθμικές κινήσεις, είτε όταν οι ήρωες χορεύουν, είτε όταν κάνουν τούμπες. Και μέσα στον σουρεαλισμό του βγάζει ευθεία αφήγηση και παρακολουθείς μια κωμωδία αλά Mr. Bean (τηλεοπτικό πάντα) με αρχή, μέση και τέλος. Αν δεν σε εκφράζει αυτού του είδους η κωμωδία, θα συντονιστείς με την μαθηματικά χορογραφημένη κίνηση των πάντων. Οι ερμηνευτές, μέχρι και οι κομπάρσοι, κινούνται σαν πάνω σε σκηνή παράδοξου θεατρικού σόου και σε παρασέρνουν λεπτό-λεπτό στον ρυθμό τους.

Οι Εγγλέζοι χρησιμοποιούν ευρέως την καταλληλότερη λέξη για αυτή την περίπτωση: treat. Γιατί το έργο είναι ένα σινεφιλικό φίλεμα από αυτά που σήμερα πάνε χαμένα, ενώ κάποτε τα έπιανε ο Tati και τα έκανε διάσημα. Μην αναζητήσετε νοήματα, μηνύματα, παραβολές. Και να `χει, η αυτούσια εμπειρία τα υπερκερνάει όλα...

Βαθμολογία: (3.5/5)

ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΑΝΩΤΗΣ www.cine.gr

Seven Films είπε...

Σ’ αυτή την κωμωδία μπουρλέσκ ο Dominique Abel και η Fiona Gordon, -ζευγάρι στη σκηνή και στη ζωή- παρακάμπτουν επιδέξια το διάλογο και χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του σώματος, μια σειρά ευρημάτων και κουβανέζικες ρούμπα του ‘60 κατασκευάζουν ένα ανάλαφρο, σουρεαλιστικό ποίημα. Ο πολύχρωμος κόσμος τους, ρομαντικός αλλά καθόλου μελαγχολικός, ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό με δεξιοτεχνία ακροβάτη. Στις κινήσεις και στα κωμικά τους ευρήματα αναγνωρίζουμε επιδράσεις του Chaplin, των Laurel και Hardy, του Buster Keaton, ενώ στη φιλοσοφία τους διαφαίνεται κάτι από το παράλογο των Monty Python. Ο αντρικός όμως χαρακτήρας παραπέμπει σαφέστατα στο Monsieur Hulot του Jacques Tati. Ωστόσο, η ταινία πετυχαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Παρόλο που αυτά που εντυπωσιάζουν κυρίως είναι το στυλ και η κίνηση, ο θεατής βγαίνει από την αίθουσα με ένα χαμόγελο αισιοδοξίας. Οι ψηλόλιγνες φιγούρες του Dominique και της Fiona στοιχειώνουν μέσα του, άλλοτε ως άψυχες κούκλες ή καρικατούρες κι άλλοτε δυναμικοί και νευρώδεις.

www.cinephilia.gr

Seven Films είπε...

Η ζωή για τον Ντομ και τη Φιόνα, ένα ζευγάρι δασκάλων σε μια χώρα που μοιάζει –όπως κι εκείνοι– εκτός τόπου και χρόνου κυλά σαν όνειρο. Η Φιόνα διδάσκει αγγλικά στους μαθητές, ο Ντομ τούς κάνει γυμναστική κι όταν χτυπήσει το κουδούνι μαζί προπονούνται για τον επόμενο διαγωνισμό rumba που είναι βέβαιο ότι θα κερδίσουν. Ο κόσμος τους είναι φτιαγμένος από χρώματα και φιγούρες, αθωότητα και χαμόγελα, νότες και μόνο όσες λέξεις είναι απολύτως απαραίτητες. Η καθημερινότητά τους κυλά σαν μια σειρά από βωβές μικρού μήκους, οι φιγούρες τους θυμίζουν νόθα παιδιά του Μπάστερ Κίτον και του Ζακ Τατί, τα παράξενα πλάσματα που θα έδινε μια ένωση του Χάρολντ Λόιντ με τους Φρεντ Αστέρ και Τζίντζερ Ρότζερς. Η γνωριμία μας μαζί τους είναι αρκετή για να φέρει τα πρώτα χαμόγελα στα χείλη, όμως θα είναι η κατά μέτωπο σύγκρουσή τους με την τραγωδία (ανέλπιστη, κλιμακούμενη, ασταμάτητη) που θα εκτινάξει τα χαμόγελα σε γέλια και θα μεταμορφώσει το αρχικά χαμηλότονο χιούμορ τους σε αληθινά ιδιοφυή κωμωδία. Επιστρέφοντας από το διαγωνισμό χορού –τον οποίο έχουν φυσικά κερδίσει– θα προσπαθήσουν να αποφύγουν έναν υποψήφιο αυτόχειρα που περιμένει το θάνατο στη μέση του δρόμου και το αυτοκίνητό τους θα ανατραπεί, όπως και οι ζωές τους. Η Φιόνα θα βγει από το νοσοκομείο έχοντας χάσει το πόδι της, ο Ντoμ από την άλλη είναι αρτιμελής αλλά έχει χάσει τη μνήμη του καθώς και την ικανότητα να συγκρατεί οποιαδήποτε πληροφορία. Κι αν το νικηφόρο πνεύμα τους δεν θα τους επιτρέψει να το βάλουν κάτω, οι μικρές αναπηρίες τους θα μεταμορφώσουν την καθημερινότητά τους σε μια σειρά από τραγελαφικά γκαγκς, ατυχή γεγονότα μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας, τα οποία το φιλμ χρησιμοποιεί για να στήσει αληθινά κωμικές στιγμές, μικρά σλάπστικ ποιήματα που φωτίζονται από το δράμα και εκτινάσσονται στο σουρεαλισμό. Η Φιόνα θα επιστρέψει στο σχολείο, αλλά θα βρει τις πατερίτσες δύσκολες στη χρήση, ο Ντομ θα δοκιμάσει να φτιάξει ένα κέικ, αλλά πόσα αυγά έχει άραγε βάλει, η Φιόνα θα αποκτήσει ένα ξύλινο πόδι αλλά ένα βράδυ θα αρπάξει φωτιά καίγοντας στην πορεία το σπίτι, ο Ντομ θα βγει να αγοράσει κρουασάν και δεν θα ξέρει πού πρέπει να γυρίσει. Το να γελάς με τη δυστυχία των άλλων, το να χρησιμοποιείς το τραγικό για να στηρίξεις την κωμωδία μπορεί να μην είναι σημάδι καλών κινηματογραφικών τρόπων –κι όταν στο μείγμα μπαίνει και η σωματική αναπηρία τότε πιθανότατα βρισκόμαστε στο πεδίο των ταμπού–, όμως οι πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες αυτού του γλυκόπικρου παραμυθιού δεν έχουν σκοπό να προσβάλουν κανέναν, δεν έχουν ίχνος κακής πρόθεσης. Η τρυφερότητα και η στοργή αγκαλιάζει τους ήρωές τους και τις ατυχίες τους, η αγάπη και η μαγεία γλυκαίνει και τις πιο άσχημες στιγμές. Το χιούμορ δεν είναι άγριο αλλά απαλό σαν χάδι, και η αίσθηση που μένει είναι αυτή ενός καθησυχαστικού φιλιού στο μέτωπο μετά από μια πολύ άσχημη μέρα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ATHENS VOICE

Seven Films είπε...

Γλυκόπικρη ιστορία ενός ζευγαριού, πολύ κοντά στο στιλ της παντομίμας.

Story: Η Φιόνα και ο Ντομ, δάσκαλοι στο δημοτικό σχολείο και με πάθος για τη ρούμπα, είναι ένα αγαπημένο ζευγάρι που κερδίζει πάντα σε τοπικούς διαγωνισμούς χορού. Έπειτα από ένα αυτοκινητικό ατύχημα, εκείνη χάνει το ένα της πόδι και εκείνος τη μνήμη του (εν μέρει του «σκληρού» αλλά και τη ram). Θα συνεχίσουν όμως έστω και μετ’ εμποδίων να είναι δύο υπέροχα ποιητικά παιδιά.

Focus: Η ταινία άρεσε τόσο πολύ στο αθηναϊκό κοινό, που μάλιστα της έδωσε το βραβείο του στις Νύχτες Πρεμιέρας 2008. Όπως πολύ σωστά ειπώθηκε, το φιλμ μοιάζει σαν συνδυασμός Ζακ Τατί και (τηλεοπτικού) Mr Bean. Ωστόσο είναι περισσότερο μια συμπαθητική performance που ανακυκλώνεται μέσα στην τεχνική της. Στις ταινίες του Τατί έχουμε να κάνουμε με συγκροτημένη κοινωνική ματιά, από την ηθογραφία μέχρι την κριτική του μοντερνισμού, ενώ στο Mr Bean αναλύεται η κουτοπονηριά του μικροαστού και ο θρίαμβος της μοναξιάς. Στη «Ρούμπα», σε αόριστες ιστορικές - κοινωνικές συνθήκες, δε διασώζεται ούτε καν ο έρωτας, αφού η δυσλειτουργική μνήμη προβάλλει ένα μηχανιστικό εντέλει σύμπαν που ίσως δεν ήταν καν στις προθέσεις της ομάδας, αλλά παρέχει ένα «ατού» για το φιλμ: πίσω από το χιούμορ και την «αλλόκοτη» αισιοδοξία, υφέρπει μια θλιμμένη ποίηση κι ένα όνειρο της αθωότητας κόντρα στο αδιάφορο αυτό σύμπαν.

ΧΑΡΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ exodos

Seven Films είπε...

Εκείνη θα μείνει ημι-ανάπηρη, εκείνος θα αποκτήσει πρόβλημα πρόσκαιρης αμνησίας, και το αρχικό πνεύμα της ευφορίας και της γλυκιάς αναμονής που ένωσε το ζευγάρι θα αντικατασταθεί από μια προβληματική συμβίωση.

Το τρίο των σκηνοθετών αγαπάει το βουβό σινεμά σε βαθμό κακουργήματος. Αναφέρεται στον Λόιντ και τον Τατί, αλλά και στο ξερό χιούμορ του Καουρισμάκι, με μια ιδιοσυγκρασία που επιθυμεί να ξεπεράσει τα λόγια για να καταφέρει ένα ιλαροτραγικό αποτέλεσμα. Οι εκπλήξεις στην αφήγηση δεν είναι πολλές και σίγουρα όχι τόσο αστείες όσο φαντάζονται, και μετά από το πρώτο μισάωρο, η ταινία γίνεται ένα τεστ παραδοξότητας, μια άσκηση, ομολογουμένως πειθαρχημένη και συγκεντρωμένη, αλλά ανούσια και φλύαρη. Η Ρούμπα πήρε το βραβείο κοινού στις Νύχτες Πρεμιέρας, κάτι που σημαίνει πως άγγιξε τον κόσμο που θέλει ένα διαφορετικό σινεμά, ωστόσο η δραματική της αποσύνδεση από το περιεχόμενο μάς κάνει να μιλάμε μόνο για ύφος και συμπάθεια, παρά για πραγματική ταινία που φέρει σε πέρας τις όποιες προθέσεις της.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Lifo

Seven Films είπε...

ΜΙΑ "ΛΙΓΟΜΙΛΗΤΗ" ΜΑΥΡΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΠΟΥ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΑΚΡΟ ΤΙΣ ΣΛΑΠΣΤΙΚ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΚΛΟΟΥΝ-ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ. ΣΥΝΔΥΑΖΟΝΤΑΣ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟΝ LOW BUDGET ΜΙΝΙΜΑΛΙΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΠ-ΑΡΤ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, ΑΛΛΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΤΡΙΟ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΜΙΑ ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΚΤΗ ARTHOUSE ΠΡΟΤΑΣ

ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ

Seven Films είπε...

Rumba 4/5

Η Fiona (Fiona Gordon) και ο Don (Dominique Abel) είναι ένα ευτυχισμένο ζευγάρι καλοκάγαθων μα και ιδιόρρυθμων δασκάλων που εργάζονται σ’ ένα επαρχιακό σχολείο στο Βέλγιο. Στο τέλος της σχολικής ημέρας, αφού εκείνη αφήσει τη διδασκαλία των αγγλικών κι εκείνος τελειώσει με τις ασκήσεις γυμναστικής, αφοσιώνονται μαζί στο μεγάλο τους πάθος: τον χορό rumba. Είναι οι αδιαμφισβήτητοι νικητές σε όλους τους τοπικούς διαγωνισμούς χορού και η ζωή τους κυλά ήρεμα και χρωματιστά, μέχρι που στο δρόμο τους βρίσκεται ένας περίεργος τύπος με τάσεις αυτοκτονίας που αλλάζει τη ζωή τους ριζικά. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, η Fiona χάνει το ένα της πόδι και ο Don παθαίνει πρόσκαιρη αμνησία, με αποτέλεσμα να τους δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια επικοινωνίας -όχι μόνο ..χορευτικής, μα και σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς τους.

Θυμίζοντας τις κωμικές περιπέτειες του αδέξιου Monsieur Hulot και αντλώντας έμπνευση από τις εκφραστικές, σωματικές ερμηνείες του βωβού κινηματογράφου, το κινηματογραφικό ζευγάρι Fiona Gordon και Dominique Abel (συν-σκηνοθέτες, συγγραφείς και πρωταγωνιστές, αλλά και ζευγάρι στη ζωή) δημιουργούν μια sui generis γλυκόπικρη καραμέλα, που σε στιγμές θυμίζει θέατρο του παραλόγου, σε στιγμές burlesque κωμωδία παλιάς εποχής, και εντέλει είναι μια σουρεαλιστική μελαγχολική κωμωδία που δεν μπορεί να καταχωριστεί σε κανένα συμβατικό κινηματογραφικό είδος. Παρόλο που η καρδιά της ιστορίας είναι βαθύτατα τραγική, ο Don και η Fiona καταφέρνουν να μετατρέψουν κάθε πρόβλημα σε πηγή γέλιου για το θεατή, κάθε ατύχημα σε ξεκαρδιστικό ευτράπελο, κάθε στραβοπάτημα σε χορευτική φιγούρα της rumba. Γεμάτη από θλιμμένα πολύχρωμα εικόνες και τραγελαφικές καταστάσεις, αυτή η αξιαγάπητη και γλυκιά μαύρη κομεντί μας παρασέρνει ασυναίσθητα στην χορευτική πίστα και μοιράζει απλόχερα χαμόγελα κι αισιοδοξία από εκεί ακριβώς που δεν το περιμένουμε.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΡΑΝΤΟΥ www.cinemanews.gr

Seven Films είπε...

Γλυκόπικρη ιστορία ενός ζευγαριού, πολύ κοντά στο στιλ της παντομίμας.Story: Η Φιόνα και ο Ντομ, δάσκαλοι στο δημοτικό σχολείο και με πάθος για τη ρούμπα, είναι ένα αγαπημένο ζευγάρι που κερδίζει πάντα σε τοπικούς διαγωνισμούς χορού. Έπειτα από ένα αυτοκινητικό ατύχημα, εκείνη χάνει το ένα της πόδι και εκείνος τη μνήμη του (εν μέρει του «σκληρού» αλλά και τη ram). Θα συνεχίσουν όμως έστω και μετ’ εμποδίων να είναι δύο υπέροχα ποιητικά παιδιά.Focus: Η ταινία άρεσε τόσο πολύ στο αθηναϊκό κοινό, που μάλιστα της έδωσε το βραβείο του στις Νύχτες Πρεμιέρας 2008. Όπως πολύ σωστά ειπώθηκε, το φιλμ μοιάζει σαν συνδυασμός Ζακ Τατί και (τηλεοπτικού) Mr Bean. Ωστόσο είναι περισσότερο μια συμπαθητική performance που ανακυκλώνεται μέσα στην τεχνική της. Στις ταινίες του Τατί έχουμε να κάνουμε με συγκροτημένη κοινωνική ματιά, από την ηθογραφία μέχρι την κριτική του μοντερνισμού, ενώ στο Mr Bean αναλύεται η κουτοπονηριά του μικροαστού και ο θρίαμβος της μοναξιάς. Στη «Ρούμπα», σε αόριστες ιστορικές - κοινωνικές συνθήκες, δε διασώζεται ούτε καν ο έρωτας, αφού η δυσλειτουργική μνήμη προβάλλει ένα μηχανιστικό εντέλει σύμπαν που ίσως δεν ήταν καν στις προθέσεις της ομάδας, αλλά παρέχει ένα «ατού» για το φιλμ: πίσω από το χιούμορ και την «αλλόκοτη» αισιοδοξία, υφέρπει μια θλιμμένη ποίηση κι ένα όνειρο της αθωότητας κόντρα στο αδιάφορο αυτό σύμπαν.

ΑΝΤ1 Internet

Seven Films είπε...

Μικρό διαμάντι με μελαγχολικά χαμόγελα


Με την παντομίμα του Μαρσέλ Μαρσό. Την αθάνατη και βουβή μελαγχολία του Μπάστερ Κίτον. Τη λαϊκή λυρική ευαισθησία του Άκι Καουρισμάκι. Το γλυκόπικρο σχόλιο του Ζακ Τατί. Και με την επιτηδευμένη σχηματοποίηση του κόμικς. Όλα αυτά μαζί στο «Rumba», σε μια συνάθροιση εξαιρετική. Από δύο ονόματα που ουδείς άκουσε στην Ελλάδα μέχρι στιγμής: Ντομινίκ Αμπέλ και Φιόνα Γκόρντον. Αυτοί οι εμπνευστές, οι σεναριογράφοι, οι χορευτές, οι μοναδικοί πρωταγωνιστές. Οι άγνωστοι έσονται πρώτοι!

Το στόρι της μίας γραμμής. Ζευγάρι καλοκουρδισμένων πλασμάτων- όπως εσείς κι εμείς- εναποθέτει τα όνειρά του σε χορούς της Λατινικής Αμερικής. Πρωταθλητές χοροδιδασκαλείου με ρούμπα, σάλσα και τσα τσα. Ώσπου ένα βράδυ, ύστερα από θρίαμβο χορευτικό, τη στιγμή που οδηγούσαν μέσα στο σκοτάδι πέφτουν ξαφνικά πάνω σ΄ έναν απελπισμένο αυτόχειρα. Έτσι, για να τον αποφύγουν, ντελαπάρουν. Και στο νοσοκομείο καταλήγουν. Ξεκούρδιστοι, σακατεμένοι, στο κρεβάτι καθηλωμένοι. Με αμνησία ο Ντομινίκ, χωρίς πόδι η Φιόνα. Σμπαράλια τα όνειρά τους. Και είναι μόνο η αρχή. Ακόμα και το σπίτι τους καταλήγει στάχτες και αποκαΐδια από μια φλόγα που άναψε από το ξύλινο πόδι της Φιόνας. Η ζωή τούς χορεύει στο ταψί. Τώρα για να την κερδίσουν πρέπει με το ένστικτο και την καρδιά τους να ξαναρχίσουν. Η δοκιμασία είναι ανθρώπινη και μερικές φορές ευεργετική!

Αντιφατικές οι αντιδράσεις που προκαλεί η συνάντηση μ΄ αυτή την ασυνήθιστη ταινία. Στην αρχή έκπληξη και απώθηση μαζί. Μα, τώρα, τι παριστάνουν. Τους ζογκλέρ του τσίρκου Μεντράνο; Έπειτα, για μια στιγμή. Α, κάτι θέλει να πει ο ποιητής. Όσο περνάει η ώρα τόσο ο ρεαλισμός εκπίπτει χάριν σουρεαλισμού. Στο τέλος, αιχμάλωτος της τέχνης αυτού του ντουέτου του μοναδικού. Μπράβο στα παιδιά. Με ελάχιστες ατάκες επιστρέφουν στη χρυσή, βουβή, εποχή.

Πολλές οι αρετές αυτού του απροσδόκητου κομψοτεχνήματος. Πρώτα απ΄ όλα το σώμα. Αφού χορεύουν, αυτονόητο είναι πως από το σώμα των ηθοποιών θα προκύψει η γλώσσα των δημιουργών. Οργανικά, λοιπόν, ενταγμένη στην ταινία η αναφορά στη βωβή κωμωδία και τη γαλλική παντομίμα. Χέρια, πόδια, αντί για ατάκες και για λόγια. Κοντά σ΄ αυτό και ένα δεύτερο σχόλιο κοινωνικό. Όσο το ζευγάρι- στην αρχή- είναι κουρδισμένο και τυποποιημένο, δηλαδή επίπλαστα ευτυχισμένο, ανάμεσά τους ουδεμία πραγματική επαφή. Γι΄ αυτό δεν ανταλλάσσουν ούτε μία κουβέντα στην καθημερινή τους ζωή.

Δεύτερη αρετή- εύστοχη κι αυτή-, το περιεχόμενο το κοινωνικό. Ο προγραμματισμός είναι μηχανικός. Εξαρτήματα και βίδες το προλεταριάτο των «Μοντέρνων καιρών». Εξαρτήματα και βίδες ενός κοινωνικού θεσμού τα μοντέρνα ζευγάρια που για να κοροϊδέψουν την πλήξη τους χορεύουν Latin. Ο Ντομινίκ Αμπέλ και η Φιόνα Γκόρντον ενσωματώνουν τον Τσάρλι Τσάπλιν στη σημερινή πραγματικότητα. Όχι μόνο στην εργασία αλλά και στη συζυγική κατοικία. Μηχανάκια μια ζωή. Τρώμε, πίνουμε, ντυνόμαστε, γδυνόμαστε, κοιμόμαστε, ξυπνάμε. Αλλά τίποτα δεν αισθανόμαστε. Ο ένας από εδώ, ο άλλος από εκεί. Η αλλοτρίωση είναι αόρατη, υπόγεια και κρυφή. Γι΄ αυτό η «γλώσσα» της ταινίας είναι βουβή. Εξαιρετική επιλογή.

Τρίτη και καθόλου τελευταία αρετή, η αισθητική. Τρία τα βασικά, τα πρωταρχικά κριτήρια για να μετρήσεις το μπόι μιας ταινίας. Ομοιογένεια, αφαίρεση, συμπύκνωση. Και τα τρία αφομοιωμένα και εφαρμοσμένα από το λαμπερό ντουέτο αυτής της μελαγχολικής ρούμπας. Α ξέχασα, το τελευταίο, πλην όμως καθόλου αδιάφορο και τυχαίο. Ο χορόςκαι είναι διαπιστωμένο αυτό, αρκεί μια επίσκεψη σ΄ ένα χοροδιδασκαλείο για να πειστείς- δεν έχει να κάνει με το βάρος, την ομορφιά, τα καλλίγραμμα σώματα και τα κιλά. Ο χορός είναι απελευθερωτικός.

Ίσως η απόλυτη μέθοδος συμφιλίωσης με τα κιλά σου.

Την ηλικία, τη διαφορετικότητα και την προσωπικότητά σου. Έτσι ο χορός είναι λυτρωτικός. Γι΄ αυτό ερωτικός και γι΄ αυτό ταυτόχρονα και συλλογικός αλλά και προσωπικός. Το εγώ επιβεβαιώνεται και «λειώνει» μέσα από το συλλογικό. Και με διακόσια κιλά μπορώ να πετάξω. Και το κορίτσι που ονειρεύεται Μπραντ Πιτ να αγκαλιάσω!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ ΤΑ ΝΕΑ

Seven Films είπε...

Η έκπληξη της εβδομάδας δεν έχει την ανάγκη βαρβάτων ονομάτων του Χόλιγουντ σε υπερπαραγωγές που σε αφήνουν μουδιασμένο. Αντιθέτως, είναι μια «οικογενειακή» δημιουργία ενός άγνωστου ζευγαριού ονόματι Ντομινίκ Αμπέλ και Φιόνα Γκόρντον, το οποίο παίζει, γράφει και σκηνοθετεί. Στη γαλλοβελγική παραγωγή «Rumba» (2008) το ντουέτο υποδύεται ένα ζευγάρι δασκάλων του δημοτικού με κοινό πάθος τη ρούμπα. Ζουν μέσα στην τρελή χαρά, η ζωή όμως κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις, τρικλοποδιές και αναποδιές που μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω. Ατυχήματα, πυρκαϊές, χρόνιες ασθένειες... Και όμως το μυστικό βρίσκεται στην αντιμετώπιση με το χαμόγελο: η ταινία προτείνει να μην αφήσουμε την τρέλα μας να χαθεί, γιατί μόνον έτσι δεν θα πάρουμε την κάτω βόλτα. Ολα αυτά μέσα σε 77 μαγικά λεπτά, σχεδόν χωρίς διαλόγους και με δυοτρία χορευτικά νούμερα που σε κάνουν να πεις «θέλω να μάθω ρούμπα τώρα!». Αλλά και τι κινηματογραφικό στυλ! Το φιλμ μοιάζει με γράμμα αγάπης προς τον κινηματογραφικό μινιμαλισμό, υποκλινόμενο στον Μπάστερ Κίτον, στον Ζακ Τατί, στον Ακι Καουρισμάκι. Θα γελάσετε, θα συγκινηθείτε και θα νιώσετε το ηθικό σας να ανεβαίνει. Το «Rumba» είναι το cult του καλοκαιριού.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ ΤΟ ΒΗΜΑ

Seven Films είπε...

Αν ο Aki Kaurismaki έκανε ποτέ παιδιά με τον Jacques Tati, αυτά θα ήταν το μπουρλέσκ δίδυμο των Dominique Abel και Fiona Gordon που πρωταγωνιστούν στη «Ρούμπα», την οποία έγραψαν και σκηνοθέτησαν μαζί με τον φίλο και συνεργάτη τους Bruno Romy. Μέσα από μια σειρά εξαιρετικά στημμένων και χορογραφημένων βινιετών, στα όρια της βουβής κωμωδίας και της παντομίμας, το ζευγάρι αυτό περιγράφει το πάθος των δύο ηρώων της ταινίας για το χορό, αλλά και τις προσπάθειες να λειτουργήσουν «κανονικά» μετά από το τραγικό δυστύχημά τους. Χωρίς να διστάζουν να πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους, πάντα μέσα από μια πολύχρωμη ποιητική φόρμα, οι δυο ηθοποιοί-σκηνοθέτες εναλλάσουν αρμονικά το μαύρο κωμικό στοιχείο με τη συγκίνηση και κατορθώνουν μέσα στα 77 λεπτά που διαρκεί η «Ρούμπα» και με ελάχιστους διαλόγους να δημιουργήσουν δύο ολοκληρωμένους χαρακτήρες, αλλά και μια συμπαγή αφήγηση που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά, χαρίζοντάς μας ένα δροσερό καλοκαιρινό μαργαριτάρι.
ΣΠΥΡΟΣ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ www.nooz.gr

Seven Films είπε...

Απολαυστική, λιγάκι μελαγχολική, ταινία, εμπνευσμένη από το μπουρλέσκο και την κλασική βουβή κωμωδία. Εξοχη μιμική, λιγοστός διάλογος και ωραία οπτικά γκαγκ, από το ζευγάρι Ντομινίκ Αμπέλ και Φιόνα Γκόρντον.

Από την εβδομάδα της Κριτικής του φεστιβάλ Κανών 2008 μας έρχεται η απολαυστική αυτή ταινία, εμπνευσμένη από την κλασική βουβή κωμωδία, που έγραψαν και σκηνοθέτησαν οι Βέλγοι Ντομινίκ Αμπέλ και Μπρούνο Ρομί και η Καναδή Φιόνα Γκόρντον. Οι δύο απ' αυτούς, ο Ντομινίκ Αμπέλ και η Φιόνα Γκόρντον, ερμηνεύουν και τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές, ένα ζευγάρι δασκάλων σε σχολείο σε κάποια επαρχιακή πόλη του Βελγίου. Ο Ντομ (Αμπέλ) είναι δάσκαλος γυμναστικής και η Φιόνα (Γκόρντον) δασκάλα αγγλικών, ενώ ταυτόχρονα κάνουν πρόβες για να πάρουν μέρος σε διαγωνισμό λατινοαμερικανικού χορού. Λίγο μετά που κερδίζουν το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό ρούμπας, το ζευγάρι μπλέκει σ' ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, όπου η Φιόνα χάνει το ένα της πόδι ενώ ο Ντομ παθαίνει αμνησία. Παρ' όλα αυτά, το ζευγάρι εξακολουθεί ν' αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία.

Οι δημιουργοί της ταινίας στρέφονται στα οπτικά κωμικά γκαγκ για να περιγράψουν τη, συχνά καταστροφική, κατάσταση του ζευγαριού: με τη Φιόνα να προσπαθεί, όρθια στο ένα πόδι, μπλεγμένη με τα δεκανίκια της, να διδάξει τους μαθητές της, κι αργότερα, όταν έχει αποκτήσει ξύλινο πόδι να του βάζει άθελά της φωτιά, ενώ ο αφηρημένος Ντομ, προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά, κάνει στάχτη το σπίτι τους. Με τη ρούμπα, σαν λάιτ-μοτίβ, να δίνει έναν μουσικό, συχνά μελαγχολικό, τόνο στην ταινία - η σκηνή όπου το «ακρωτηριασμένο» σωματικά και ψυχικά ζευγάρι κάθεται κάπως απελπισμένα σε μια γωνιά, ενώ πίσω στον τοίχο εξακολουθούν να χορεύουν ρούμπα οι σκιές τους, είναι από τις πιο όμορφες της ταινίας.

Από τις πρώτες ώς τις τελευταίες σκηνές της πολύ σύντομης πρέπει να πω κωμωδίας του (κρατάει μόλις 77 λεπτά), οι δημιουργοί της ταινίας αναπτύσσουν με φαντασία και ευρηματικότητα διάφορα οπτικά γκαγκ, με λιγοστούς διαλόγους, έξοχη χρήση του ήχου και μουσικότητα στον ρυθμό, για να δημιουργήσουν μιαν όμορφη κωμωδία, στο πνεύμα των απολαυστικών βουβών κωμωδιών του Μπάστερ Κίτον αλλά και εκείνων του Ζακ Τατί, προκαλώντας το αβίαστο γέλιο.
ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Seven Films είπε...

Στη «Ρούμπα», η Φιόνα και ο Ντομ μοιράζονται το ίδιο πάθος για τους λάτιν χορούς. Δασκάλα αγγλικών εκείνη, δάσκαλος γυμναστικής εκείνος, μαζεύουν τρόπαια από διάφορους τοπικούς διαγωνισμούς χορού και μοιράζονται σαν δυο σταγόνες νερόΟ τελευταίος όμως διαγωνισμός χορού θα αποβεί μοιραίος. Εχοντας κάνει αγώνα δρόμου να τον προλάβουν και να αποχωρήσουν νικητές, με το πρώτο βραβείο, η Φιόνα και ο Ντομ θα πάθουν ένα σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα στην προσπάθειά τους να αποφύγουν έναν περαστικό με αυτοκτονικές τάσεις.
Ελάχιστοι διάλογοι
Στο νοσοκομείο θα πρέπει να γνωριστούν από την αρχή, καθώς εκείνη έχει μείνει ημι-ανάπηρη, χωρίς το ένα της πόδι από το γόνατο και κάτω κι εκείνος έχει πρόσκαιρη αμνησία...
Σουρεαλιστικό, παροξυσμικό μπουρλέσκ που θέλει τους ηθοποιούς να βρίσκονται σε μια διαρκή σωματική περιδίνηση με γκαγκς που παραπέμπουν στην έξυπνη αφέλεια του Ζακ Τατί. Διάλογοι ελάχιστοι που θυμίζουν τη μινιμαλιστική προσέγγιση του Ακι Καουρισμάκι. Ποπ χρωματισμοί που πλάθουν έναν αισιόδοξο κόσμο ακόμα και όταν η διάθεση των ηρώων είναι «γκρίζα». Φιγούρες ψηλόλιγνες, «διαφορετικές», με σώματα εύκαμπτα που μοιάζουν να δημιουργήθηκαν από πλαστελίνη. Και πολύ χιούμορ, τόσο που να πλησιάζει την τραγικότητα.
Ευφάνταστος ο τρόπος που οι δημιουργοί Ντομινίκ Αμπέλ, Φιόνα Γκόρντον και Μπρούνο Ρομί (οι σκηνοθέτες είναι οι πρωταγωνιστές κιόλας του φιλμ) επέλεξαν να διηγηθούν μια στενόχωρη, από μια άλλη σκοπιά, ιστορία όπου ένα ζευγάρι πρέπει ν αντιμετωπίσει ξαφνικά την αναπηρία και ταυτόχρονα την απώλεια του σημαντικότερου ίσως συστατικού στη σχέση του. Γι αυτό και το δημιούργημά τους ταξίδεψε σε αρκετά φεστιβάλ και διακρίθηκε (πήρε το Βραβείο Κοινού στις περσινές «Νύχτες πρεμιέρας»).
Για να είμαστε ειλικρινείς, ακόμη κι αν νιώσαμε πως η έμφαση στο σώμα και τους ποικίλους τρόπους έκφρασής του στερεί από την ταινία το συναίσθημα και ως εκ τούτου την ταύτιση του θεατή με το δράμα των ηρώων, το φινάλε μάς αποζημίωσε, έτσι όπως αφήνει σκέψεις και αισθήματα να πλημμυρίσουν την οθόνη.

ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ ΕΘΝΟΣ

Seven Films είπε...

Τρελά ερωτευμένοι, η Φιόνα και ο Ντομ μοιράζονται το πάθος για τους λάτιν χορούς κι έχουν αναδειχθεί σε αστέρια των αντίστοιχων τοπικών διαγωνισμών. Επιστρέφοντας από μια τέτοια βραδιά, το ζευγάρι θα έχει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που θα του αλλάξει ολοκληρωτικά τη ζωή.


Η ιδέα που δίνει πνοή στη «Rumba» είναι ιδανική για μια κινηματογραφική αποστολή αυτοκτονίας: να πάρεις ένα ερωτευμένο ζευγάρι, να αφήσεις εκείνη ανάπηρη κι εκείνον αμνησιακό και να μετατρέψεις τα παθήματά τους σε κωμωδία μπουρλέσκ.


Για να μην αποτύχεις θεαματικά, χρειάζεται να κατέχεις την τέχνη του κλόουν και μάλιστα στο κινηματογραφικό της αντίστοιχο. Δηλαδή, την τέχνη μιας φόρμας που μπορεί να τρώει τα μούτρα της, να κλαίει για λίγο και μετά να συνεχίζει γελαστή, έχοντας αποθηκεύσει κάπου όμως ένα φορτίο θλίψης.


Οι δημιουργοί της ταινίας φαίνεται πως όχι μόνο κατέχουν τους κώδικες και τα μυστικά της εν λόγω τέχνης, αλλά ζουν με αυτή σαν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης τους.
Ιδίως οι Φιόνα Γκόρντον και Ντομινίκ Αμπέλ, σύντροφοι εντός κι εκτός οθόνης που βαφτίζουν τους ήρωές τους με τα αληθινά τους ονόματα, μάλλον στο απίθανο σύμπαν της «Rumba» βλέπουν μια «πειραγμένη» εκδοχή της πραγματικότητας (τους).
Χωρίς να είναι χορευτές, εδώ έχουν την ευκαιρία να ξεχειλώσουν το σώμα τους λες και είναι φιγούρες κόμικ, να διασκεδάσουν ακόμα και με παιδιάστικες ανοησίες.

Απέναντι στην αναπηρία των χαρακτήρων που δημιουργούν και υποδύονται δε στέκονται με καμία αμηχανία, απεναντίας αντλούν έμπνευση για μια διαφορετική χορογραφία και ποίηση των σωμάτων.


Οργανωμένο με ελάχιστους διαλόγους, το παιχνίδι τους επεκτείνεται στον χώρο με μια λογική ντόμινο που θυμίζει μερικές ταινίες του Μπάστερ Κίτον, αλλά κυρίως το σινεμά του Ζακ Τατί.


Τα χρώματα, οι ρυθμοί των γκαγκ και η κωμική χρήση των ήχων καθιστούν την αναφορά ιδίως στον δεύτερο αναπόφευκτη, αλλά και λίγο άδικη στον βαθμό που μπορεί να υπερτονίσει κάποια συγκριτικά μειονεκτήματα του «Rumba».

Μειονεκτήματα που διαφορετικά δε νοιάζεσαι και πολύ να προσέξεις, σε μια ταινία που οι σκιές χορεύουν, τα αντικείμενα αποκτούν σουρεαλιστική διάσταση και κάθε καινούργιο πλάνο σου προσφέρεται ως ένα μπουκέτο από απρόβλεπτα ευρήματα.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ ΣΙΝΕΜΑ

Seven Films είπε...

H Αυστραλοκαναδή Φιόνα Γκόρντον, ο Βέλγος Ντομινίκ Αμπέλ και ο Γάλλος Μπρούνο Ρομί είναι υπεύθυνοι για αυτήν την εξαιρετικά ιδιότυπη ταινία, που θυμίζει έντονα Ζακ Τατί, με ελάχιστους διαλόγους, εικαστική δύναμη αλλά και έμφαση στις “σωματικές” ερμηνείες: Δάσκαλοι δημοτικού σχολείου στην επαρχία, η Φιόνα και ο Ντομ ζουν τον έρωτά τους αλλά και το πάθος για τους λάτιν χορούς, ταξιδεύοντας συνέχεια με το αυτοκίνητό τους και κερδίζοντας βραβεία σε διάφορους τοπικούς διαγωνισμούς. Όμως, ένα βράδυ, θα τραυματιστούν σοβαρά σε τροχαίο, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν έναν περαστικό με αυτοκτονικές τάσεις. Εκείνη θα χάσει το ένα πόδι της, εκείνος θα πάθει αμνησία και οι δρόμοι τους θα χωρίσουν μέσα σε ένα σκηνοθετικό μείγμα (όχι πάντοτε επιτυχημένο) τραγικού και κωμικού... Η κάμερα, που τους παρακολουθεί με μια αίσθηση μελαγχολίας και πικρίας, στο τέλος της δοκιμασίας τους θα είναι παρούσα στην τελική επανασύνδεσή τους: δύο τραυματισμένες ψυχές, που η μουσική επισφραγίζει την αποκτηθείσα ωριμότητά τους...
ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ Η ΑΥΓΗ