Τετάρτη 16 Ιουλίου 2008

Οι Φυγάδες του Μιζούρι

Απο 17.7.08 :
«‘Ένα από τα πιο αντισυμβατικά και μοντέρνα φιλμ της δεκαετίας του '70»

Κάποιος κλέβει. Κάποιος σκοτώνει. Κάποιος πεθαίνει.

“Ο Άρθουρ Πεν (Μπόνι και Κλάιντ) επιδεικνύει την ικανότητα του να χειριστεί γρήγορες μεταβάσεις σε τόνο και διάθεση καθώς η κωμωδία δίνει τη θέση της στη βία…
Οι Φυγάδες του Μιζούρι προσφέρουν πολλά περισσότερα από το ντουέτο των γιγάντων της ηθοποιίας Τζακ Νίκολσον και Μάρλον Μπράντο…
Η πιο εκκεντρική ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο”
Τομ Ντόσoν, BBC


Σκηνοθεσία: Άρθουρ Πεν
Σενάριο: Τόμας Μακ Γκουάν
Έτος: 1976
Είδος: Γουέστερν
Παίζουν: Μάρλον Μπράντο, Τζακ Νίκολσον, Ράντι Κουέιντ, Κάθλιν Λόιντ, Χάρι Ντιν Στάντον
Διάρκεια: 126’
Χώρα: ΗΠΑ
Γλώσσα: Αγγλικά
Έγχρωμο

« Μετα τον βίαιο αντιεξουσιαστικό ύμνο του «Μπόνι και Κλάιντ», μια ταινία παράλογου χιούμορ και γνήσιου κυνισμού από έναν αμετανόητο χίπυ»


Μία συμμορία κλεφτών αλόγων, με αρχηγό τον Τομ Λόγκαν αγοράζουν μία φάρμα στη Μοντάνα ως βιτρίνα για τις δουλειές τους, η οποία γειτονεύει με το στόχο τους, τον Μπράξτον. Ο Τομ σύντομα θα μείνει μόνος του, όταν η συμμορία του θα φύγει για τον Καναδά, και θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τη ζωή στη φάρμα, αλλά και για τη δυναμική κόρη του γείτονα, Τζέιν. Ο Μπράξτον όμως θα προσλάβει τον Λι Κλέιτον για να διώξει τους νέους του γείτονες. Εκείνος θα κυνηγήσει το Λόγκαν και τη συμμορία του με ανορθόδοξες μεθόδους, ακόμη κι όταν θα απολυθεί..

ΔΕΞΑΜΕΝΗ - EMPORIKI BANK 2008
Πλατεία Δεξαμενής, Κολωνάκι, 210-3623942 , 210-3602363 . DOLBY SR
ΡΙΒΙΕΡΑ
Βαλτετσίου 46, Εξάρχεια, 210-3837716 , 210-3844827 . STEREO SOUND.

3 σχόλια:

Seven Films είπε...

Ελευθεροτυπια Κυριακή 13.7.08
Οι «Φυγάδες» επιστρέφουν


Του ΛΟΥΚΑ ΚΑΤΣΙΚΑ


Οι «Φυγάδες του Μιζούρι» έφτασαν στις αμερικανικές αίθουσες τη στιγμή που το κινηματογραφικό είδος του γουέστερν, που πρέσβευε η ταινία, φαινόταν να οδεύει προς το τέλος του. Η δεκαετία του '70 έστεκε μάλλον εχθρική απέναντι σε ένα παραδοσιακό είδος της αμερικανικής οθόνης που τώρα πλέον φάνταζε οπισθοδρομικό, ένα σινεμά που έβλεπαν οι μπαμπάδες και έπρεπε τώρα να μισήσουν οι γιοι.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ήταν μάλλον απίθανο για τον σκηνοθέτη Αρθουρ Πεν να πείσει την πλειονότητα των τότε θεατών να πληρώσουν εισιτήριο για να δουν ένα αλλοπρόσαλλο και σχιζοφρενικό γουέστερν, για το οποίο είχε διαρρεύσει η φήμη ότι καθένας από τους βασικούς του εμπλεκόμενους έκανε οτιδήποτε ήθελε στα γυρίσματα.

Στο ρόλο ενός συμπαθούς κλέφτη αλόγων, ο πρωταγωνιστής Τζακ Νίκολσον περιέφερε την αίγλη του πιο πολυσυζητημένου ηθοποιού των τελευταίων ετών, μετά ιδίως και από το Οσκαρ α' αντρικού ρόλου που είχε μόλις κερδίσει για τη «Φωλιά του Κούκου», και προσπαθούσε να επιβάλει τις απόψεις του γύρω από τη μορφή που έπρεπε να πάρει κατά τη γνώμη του το φιλμ.

Ο σκηνοθέτης που πριν από μερικά χρόνια είχε υπογράψει τον βίαιο αντιεξουσιαστικό ύμνο του «Μπόνι και Κλάιντ» άλλαζε διαρκώς τις διαθέσεις του ως προς την ταινία, υπονομεύοντας τον δραματικό και περιπετειώδη χαρακτήρα της με σφήνες παράλογου χιούμορ αλλά και τον γνήσιο κυνισμό ενός πρώην χίπη ο οποίος στεκόταν απομυθοποιητικά απέναντι στις ηρωικές θεωρήσεις περί Αγριας Δύσης.

Πιο αλλόκοτη όλων ήταν, εντούτοις, η συμπεριφορά του Μάρλον Μπράντο ο οποίος φρόντισε, από την πρώτη του μέρα στα γυρίσματα, να προκαλέσει πονοκέφαλο και αγανάκτηση στον σκηνοθέτη με τα καπρίτσια του, την άρνησή του να σεβαστεί τους διαλόγους που του όριζε το σενάριο, τους ξέφρενους αυτοσχεδιασμούς του και τις αλλόκοτες λεπτομέρειες που θέλησε να επιβάλει στον ρόλο του. Μία από τις ιδιόρρυθμες λεπτομέρειες που επέβαλε στον μακιαβελικό πληρωμένο εκτελεστή που ερμήνευε ήταν να εμφανίζεται σε κάθε σκηνή και με μία διαφορετική αμφίεση, ντυμένος πότε ως ιερέας, πότε ως τζέντλεμαν του Νότου, πότε ως Ινδιάνος και πότε ως... ηλικιωμένη γυναίκα με πλήρη ένδυση και συμπεριφορά γιαγιάς!

Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους της Αμερικής τον Μάιο του 1976 με ισχνές εισπράξεις και πολλή δυσαρέσκεια. Αφ' ενός από τη μεριά της εταιρείας που έβλεπε τα χρήματα που επένδυσε να χάνονται αστραπιαία, αφ' ετέρου από τη μεγαλύτερη μερίδα των κριτικών που κατηγορούσαν το φιλμ ως μια χειρονομία εκκεντρικότητας από μέρους του δημιουργού του και τους θεατές που έβρισκαν δύσκολο να κατανοήσουν τον ασυνήθιστο συνδυασμό γουέστερν, μαύρης κωμωδίας και πικρόχολης κριτικής. Ιδιαιτέρως δυσαρεστημένη με το φιλμ φάνηκε όμως και η Αμερικανική Εταιρεία Προστασίας Ζώων που, όταν ανακάλυψε ότι η πραγματοποίησή του οδήγησε στον θάνατο ενός αλόγου και στον τραυματισμό πολλών άλλων, τοποθέτησε τους «Φυγάδες του Μιζούρι» σε μια απαξιωτική λίστα.

Ετσι, το ιδιοσυγκρασιακό γουέστερν του Αρθουρ Πεν χάθηκε βιαστικά από τις αίθουσες και παρέμεινε για περίπου 15 χρόνια δυσεύρετο. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, πολλοί ζήτησαν την αναθεώρηση του παρεξηγημένου αυτού δημιουργήματος, κάνοντας λόγο για ένα από τα πιο αντισυμβατικά και μοντέρνα φιλμ της δεκαετίας του '70 αλλά και για μια ταινία που έπαιρνε ρίσκα στην προσπάθειά της να υπερβεί και να ανανεώσει τα στεγανά του είδους της. Η επανέκδοσή της αυτές τις μέρες στα ελληνικά σινεμά μένει να επαληθεύσει αυτούς τους ισχυρισμούς.

Seven Films είπε...

Οι φυγάδες του Μιζούρι



Ο,τι ξέρατε για τα καουμπόικα φιλμ ξεχάστε τα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με άσκηση ύφους! Τόσο ο σκηνοθέτης Αρθουρ Πεν (Μπόνι και Κλάιντ, Ο Μικρός Μεγάλος Ανθρωπος, κ.λπ.), όσο και οι δύο πρωταγωνιστές του δε μιλάνε απλή κινηματογραφική γλώσσα, μιλάνε, κεντάνε σωστότερα, με πολύ ψιλές και λεπτομερειακές βελονιές!

Είναι πολλές οι στιγμές της ταινίας που σε αναγκάζουν να ξεχνάς την ιστορία που διηγείται και να χαζεύεις τον τρόπο που τη διηγείται. Να ξεχνιέσαι... και να «χαζεύεις» με το εξαιρετικό πλανάρισμα και τις σωστές θέσεις της μηχανής και, ιδίως, με τις ερμηνείες. Οι οποίες, ενώ είναι ενταγμένες στη γνωστή μανιέρα των δύο θαυμάσιων ηθοποιών, η οποία πολλές φορές σε εκνευρίζει, καταφέρνουν, κόντρα στη δική σου άρνηση να δεχτείς τη μανιέρα τους, να σε παρασύρουν στα δικά τους μονοπάτια και να σε περάσουν μέσα σε ένα σπάνιο κήπο με χιλιάδες ευωδιές. Ευωδιές που βγάζουν οι άκρες από τα μάτια, τα αμήχανα δάχτυλα, το ανεπαίσθητο κούνημα των χειλιών, η αμηχανία που εκφράζεται με το σκάψιμο της γης με τη μύτη από το παπούτσι, το διώξιμο μιας μύγας που δε φαίνεται, η προσπάθεια να ακούσουν έναν θόρυβο... Μιλάμε για ποταμό υποκριτικών λεπτομερειών! Μιλάμε για σπάνιο πλούτο.

Αλλά και η ίδια η ταινία είναι ...παράξενη! Κόντρα στο συνηθισμένο. Εχει, βέβαια, μια καουμπόικη ιστορία, για να σου αποσπάσει την προσοχή: μια συμμορία κλεφτών αλόγων πλησιάζει έναν μεγαλοκτηματία με σκοπό να τον κλέψει, για να τον εκδικηθεί για τον θάνατο (κρέμασμα) ενός συντρόφου τους. Εκείνος, παλιά καραβάνα, τους παίρνει είδηση και ναυλώνει έναν «ειδικό» (Μάρλον Μπράντο) για να τους κυνηγήσει. Στο μεταξύ ο αρχηγός των κλεφτών (Τζακ Νίκολσον) ερωτεύεται την κόρη του μεγαλοκτηματία. Στο τέλος μόνον το ζευγάρι θα σωθεί. Και αυτό με τις δικές του απώλειες. Η ταινία, όμως, δε μένει εκεί!..

Ο Αρθουρ Πεν με τη βοήθεια του σεναριογράφου Τόμας Καμ Γκουάν, ο οποίος θεωρείται ο συγγραφέας που αναθεώρησε τον καουμπόικο μύθο, κάνοντάς τον λιγότερο ηρωικό και δίνοντάς του μια ρεαλιστική διάσταση, κατέβασε όλους τους ήρωές του από τα άλογά τους και τους έκανε απλούς καθημερινούς ανθρώπους! Για πρώτη φορά, ίσως, η οθόνη δείχνει καουμπόηδες με πραγματικές ανθρώπινες συμπεριφορές. Δεν έχουν ύφος και στιλ γενναίου και ατρόμητου καουμπόη. Είναι άνθρωποι του διπλανού χωριού, όπως λέμε άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Μοιάζουν τόσο πολύ με τους δικούς μας κατσικοκλέφτες, ας πούμε. Εκεί που θυμώνουν, γελούν. Εκεί που γελούν, θυμώνουν! Δεν ξέρεις από πού να τους πιάσεις!

«Οι Φυγάδες του Μιζούρι» έχουν και άλλα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Εχουν πολλές γνωστές ανθρώπινες αδυναμίες. Είναι παλικάρια, αλλά και δειλοί. Είναι σκληροί, αλλά την ίδια στιγμή μαλακοί σαν προζύμι. Ερωτεύονται, ντρέπονται, ζηλεύουν. Εχουν μοναξιές και ανασφάλειες. Είναι άνθρωποι, με άλλα λόγια. Καμία σχέση με σχήματα παρόμοιων ταινιών. Ακόμα και η γυναίκα, η οποία στα καουμπόικα φιλμ ήταν πάντα παθητικό όργανο, εδώ επιτίθεται, διεκδικεί, απαιτεί. «Στριμώχνει» εκείνη τον άντρα. (Στις περισσότερες ταινίες του Αρθουρ Πεν η γυναίκα είναι ενεργητική.)

Ο Πεν δεν ένιωσε με όλα αυτά ικανοποιημένος. Προχώρησε ακόμα ένα βήμα! Με την ταινία του, με την πλοκή της ιστορίας του, αλλά και με τους σύνθετους χαρακτήρες που δημιούργησε, προσπάθησε - και το κατάφερε - και συνέδεσε το τότε της Αμερικής με το σήμερα. Ο Μάρλον Μπράντο, ο ναυλωμένος σωτήρας της ταινίας, λειτουργεί όπως ακριβώς λειτουργεί ο σημερινός Αμερικανός πράκτορας. Ψυχρά, κυνικά, μελετημένα. Σκοτώνει στο δευτερόλεπτο! Επίσης, η σημερινή πολιτική λογική της Αμερικής, σύμφωνα με τον Πεν, έχει τις ρίζες της στο παρελθόν της. Οι άνθρωποι ασύδοτοι από παραδόσεις και νόμους έχτισαν τη χώρα τους με πρωτόγονο τρόπο. Ο δυνατότερος έτρωγε τον αδυνατότερο ή τον υποχρέωνε να προσκυνήσει.

Η ταινία δεν ευτύχησε με τους κριτικούς της εποχής της (1976). Δεν της έγραψαν καλά λόγια. Ωστόσο, η ίδια, κόντρα στις κακές κριτικές, άντεξε στο χρόνο. Ο φίλος του καλού κινηματογράφου, ακόμα και για ιστορικούς λόγους, δεν μπορεί να μην τη βάλει στις αποσκευές του.

Παίζουν: Μάρλον Μπράντο, Τζακ Νίκολσον, Ράντι Κουέιντ, Κάθλιν Λόιντ, Χάρι Ντιν.


ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Seven Films είπε...

Μάρλον Μπράντο, ο θεός!

«Οι φυγάδες του Μιζούρι». Ο Μάρλον Μπράντο, το πρότυπο του Χαβιέ Μπαρντέμ στο «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» που του χάρισε Όσκαρ!

Συνωμοσία μεγάλων και συνέλευση θεών. Μπορεί να είναι συμπτωματικό. Όμως και ο Χιθ Λέτζερ αλλά και ο Μάρλον Μπράντο μακράν του κόσμου αυτού. Ο Joker και η επιστροφή ενός παλιού, αντι-ηρωικού Western του Άρθουρ Πεν με τον τίτλο «Μissouri breaks»- («Οι φυγάδες του Μιζούρι») ξαναφέρνουν στο προσκήνιο του μέγιστου Ηθοποιού το Φως!
Το 1975 ο Τόμας ΜακΚουέιν και ο (μη αναφερόμενος στα γράμματα) σπουδαίος γραφιάς Ρόμπερτ Τάουνι, το παλικάρι που είχε γράψει το «Τσαϊνατάουν», ένα από τα σπουδαιότερα και πληρέστερα σενάρια όλων των εποχών, συνυπογράφουν μιαν ανάποδη καουμπόικη ιστορία για λογαριασμό του Άρθουρ Πεν, ο οποίος στο μεταξύ απελάμβανε δόξα και τιμή από «Μπόνι και Κλάιντ», «Καταδίωξη» και «Μεγάλο ανθρωπάκι». Το στοίχημα του Πεν διπλό. Το πρώτο, ο ρεαλισμός. Δηλαδή, διάολε το Western πρέπει να αποκαθαρεί από Ινδιάνους και Αμερικανικό Ιππικό. Οι κλέφτες και οι παράνομοι δεν είναι εκ γενετής κακοί αλλά δημιουργήματα των τσιφλικάδων, των τυχοδιωκτών και των αρπακτικών. Justice you sons of bitches, φωνάζει ο Πολ Νιούμαν στον «Δικαστή» του Τζον Χιούστον. Το δεύτερο στοίχημα- εκ του ασφαλούς- να φέρει απέναντι τον μαθητή με τον θεό: τον Τζακ Νίκολσον με τον Μάρλον Μπράντο! Αυτό και το δέλεαρ για τα ταμεία. Αυτό και η ουσία. Για κοίτα που το εμπορικό ταιριάζει με το καλλιτεχνικό. Γι΄ αυτό λέω κι εγώ. Πετάξτε τις παρωπίδες. Όλα είναι πιθανά. Εξαρτάται από το αποτέλεσμα και καθόλου από τις ετικέτες και τα σπρωξίματα!
Το αποτέλεσμα, σωματικό. Κάθε φορά που μπουκάρει ο θεός, η μεγάλη ανατριχίλα καθενός. Κάθε φορά που φεύγει, πλήξη και φλυαρία χωρίς εσωτερική και εξωτερική δράση μία. Ο Ρόμπερτ Λι Κλέιτον, ο gunman (πιστολέρο) και regulator, δηλαδή ο ρυθμιστής της ανάσας, όχι μόνο των παράνομων αλλά και των δικών του αφεντικών, είναι η απόλυτη, ανάλγητη και ψυχοπαθολογική απειλή των αλογοκλεφτών (Τζακ Νίκολσον και Χάρι Ντιν Στάντον). Και ταυτόχρονα όσο κλιμακώνεται η δράση, ο καλοντυμένος, φρεσκοξυρισμένος και πεντακάθαρος θάνατος πλησιάζει. Ακόμα και για τον ίδιο τον μεγαλοτσιφλικά Ντέιβιντ Μπράξτον (John ΜcLiam), τον άνθρωπο που τον προσέλαβε. Ο τύπος σκοτώνει για το κέφι του. Το όπλο και κάθε φονικό εργαλείο στα χέρια του, υποκατάστατο του ανύπαρκτου πέους του.
Η μυθολογία που προέκυψε από τα γυρίσματα «λέει» πως η χαρακτηρολογία καθώς και η ενδυματολογική ποικιλία του Λι Κλέιτον είναι δημιουργήματα του ίδιου του Μπράντο. Το πιστεύω, γιατί το ίδιο συνέβη και στα γυρίσματα του «Αποκάλυψη τώρα». Αντί να εμφανιστεί στη ζούγκλα των Φιλιππίνων είκοσι κιλά ελαφρύτερος ώστε να υποδυθεί τον συνταγματάρχη Κουρτζ, κατέφθασε βαρύτερος. Εκεί λοιπόν όπου ο Κόπολα τα είχε πάρει στο κρανίο, ο θεός με την ερμηνεία του αλλάζει τον χαρακτήρα και τον μεταμορφώνει σε κάτι υπέρτατο και συμβολικό. Αμ πώς αλλιώς...
Το μοντέλο τόσο του Τζακ Νίκολσον όσο και του Χιθ Λέτζερ καταφέρνει από τη μια να παίζει με σαρκασμό τον ψυχρό εκτελεστή και από την άλλη να κοροϊδεύει τον ρόλο του. Με τις ενδυματολογικές μεταμφιέσεις του που παραπέμπουν από τον Ντέιβιντ Κρόκετ και τον κάθε Άγγλο ευγενή, μέχρι την ευτραφή νοικοκυρούλα της Άγριας Δύσης, περιδιαβαίνει πλήθος χαρακτήρων τους οποίους όχι μόνο τους συνθέτει αλλά και τους ενοχοποιεί για τη μέγιστη συνεισφορά τους στη γενοκτονία την Αμερικανική. Η σκηνή της ερωτικής εξομολόγησης στο άλογό του όπου του λέει «έχεις χείλη Σαλώμης και μάτια Κλεοπάτρας», ένα από τα κορυφαία του επιτεύγματα. Ο θεός ερμηνεύει την ουσία και προαναγγέλλει την έλευση του έτερου ανδρογύναιου Άντον Σίγκουρθ (Χαβιέ Μπαρντέμ) στο «Νo country for old men». Και ευνούχος και αποικιοκράτης και μεγαλοτσιφλικάς και ουδέτερος και α-σεξουαλικός και σίριαλ κίλερ και σερίφης σωστός. Όλα τα λεφτά στον Μάρλον τον μοναδικό!
Με δυο λόγια: Τσιφλικάς στα οροπέδια του Μιζούρι προσλαμβάνει διαβόητο regulator με το όνομα Ρόμπερτ Λι Κλέιτον (Μάρλον Μπράντο) προκειμένου να απαλλάξει την περιοχή από την επιδημία της αλογοκλοπής. Την ίδια στιγμή, ο αρχηγός της συμμορίας, Τομ Λόγκαν (Τζακ Νίκολσον) παριστάνει τον αγρότη και φλερτάρει με την κόρη του μεγαλοτσιφλικά (Κάθλιν Λόιντ). Η σύγκρουση αναπόφευκτη. Προηγουμένως όμως ο Κλέιτον εξολοθρεύει με τον πιο άγριο τρόπο ένα ένα όλα τα μέλη της συμμορίας

Δημήτρης Δανίκας ΤΑ ΝΕΑ