Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

ΘΕΟΥ ΘΕΛΟΝΤΟΣ του Αμιρ Τσαμντιν


ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

ΑΝΕΣΙΣ

(Κηφισίας 14)


(Om Gud Vill)
Σκηνοθεσία: Αμίρ Τσάμντιν
Σενάριο: Αμίρ Τσάμντιν, Έρικ Έγκερ
Χώρα: Σουηδία
Γλώσσα: Σουηδικά/ Αγγλικά
Διάρκεια: 87 λεπτά
Ασπρόμαυρο
Ηθοποιοί:

Νίνα Πέρσον (The Cardigans),

Αμίρ Τσάμντιν,

Βίκτορ Άκερμπλομ, Τζούλια Αλένιους


Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας
Φεστιβάλ Γκέτενμπουργκ 2007




«Δεν μοιάζει με καμία άλλη σουηδική ταινία, που είδαμε στο παρελθόν…»
περιοδικό

VARIETY

«Αυθεντικό, αξιολάτρευτο και πολύ όμορφα κινηματογραφημένο, επιτέλους ένα αισιόδοξο φιλμ για τον έρωτα και τη μοναξιά...»
περιοδικό SCREEN

Είναι καλοκαίρι του 1975 και ένα κύμα καύσωνα παραλύει την Στοκχόλμη. Ο νεαρός μετανάστης, Χουάν, απτόητος, δουλεύει το πρωί στην αγορά φρούτων και το βράδι σε ένα εστιατόριο. Συγκατοικεί με τον αδελφό του και περιμένει την μέλλουσα γυναίκα του να έρθει σε επτά ημέρες. Η πίεση της διπλής εργασίας, η ζέστη και οι κακές συνθήκες ζωής επιτείνουν το αίσθημα της μοναξιάς του. Ένα πρωί, συναντάει στη στάση του λεωφορείου μια όμορφη γυναίκα. Μετά από 2-3 ακόμα τυχαίες συναντήσεις μαζί της, αρχίζει για τον Χουάν μια μοναδική ιστορία, ίσως η καλύτερη που του έχει τύχει μέχρι τώρα στη ζωή του. Θεού θέλοντος, τα όνειρα μπορούν τελικά να γίνουν πραγματικότητα.

Μια παραίσθηση σε ασπρόμαυρο φόντο, ένα όνειρο θερινής νύχτας που θα δώσει χρώμα σε ασπρόμαυρες ζωές. Μια ερωτική επιθυμία, που πλανιέται στην ατμόσφαιρα, μέσα από στιλιζαρισμένα κάδρα απαράμιλλης αισθητικής. Όνειρο ή πραγματικότητα, αξίζει να το ζήσουμε μαζί τους.

Η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Νίνα Πίρσον, τραγουδίστριας του πολύ δημοφιλούς ροκ-γκρουπ των Cardigans. Η ταινία, που ολοκληρώθηκε σε 24 μόλις ημέρες, γυρίστηκε με πολύ ειδικές συνθήκες… Ο σκηνοθέτης, Αμίρ Τσάμντιν, είχε βάλει μια σειρά από όρους σε όλους τους συνεργάτες του. Ο κυριότερος: καμία μοντέρνα τεχνολογία, ούτε μικρόφωνα υψηλής ευαισθησίας, ούτε στάντι κάμερες. Για να πετύχει την ατμόσφαιρα των 70s, χρησιμοποίησε μια μηχανή λήξης αναλογική, με φακούς λήψης Παναβίσιον του 1975. Όλοι οι συνεργάτες έπρεπε να φορούν στενά τζιν παντελόνια, συγκεκριμένης μάρκας, δεκαετίας του ’70.


.

3 σχόλια:

Seven Films είπε...

Ανάμεσα στις άλλες αρετές του καλού κινηματογραφικού έργου τέχνης είναι και ο «κόσμος» του! Η εικόνα, το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα που δημιουργείται στην οθόνη. Είτε όλα αυτά που συμβαίνουν εκεί είναι ρεαλιστικά, είτε είναι ελλειπτικά και υπερβατικά (ποιητικά). Φτάνει ο θεατής να νιώθει ότι βλέπει κάτι ξεχωριστό. Ακόμα, για να μην πω ιδιαίτερα, όταν αυτό το ξεχωριστό που βλέπει τού είναι τόσο οικείο! Είναι ο δικός του καθημερινός κόσμος. Αναπλασμένος, όμως, με καινούρια υλικά. Με καινούριες σκιές, με καινούριες γωνιές λήψης (καινούριες οπτικές), με καινούριες σιωπές και με καινούρια συναισθήματα!

Ο Αμίρ Τσάμντιν δανειζόμενος στοιχεία τόσο του ρεαλισμού (πραγματικότητα) όσο και της αφαίρεσης (ποίησης) έφτιαξε, πράγματι, ένα θαυμάσιο δικό του (και τόσο δικό μας) κόσμο. Μια εικόνα να την πιεις στο ποτήρι! Ενας νέος εργάτης, μετανάστης στη Σουηδία, ανάμεσα σε άλλους μετανάστες, κάνοντας δυο και τρεις δουλειές για να επιβιώσει, δεν έχει καιρό για τρυφερότητες. Δεν έχει χρόνο και διάθεση. Εχει, ίσως, λόγω των συνθηκών, θέσει εκτός λειτουργίας αυτές τις σωματικές και συναισθηματικές λειτουργίες του. Τις τόσο αναγκαίες για την υγεία του ανθρώπου. Μόνο τα αστεία με τους φίλους του, με τους συναδέλφους του μάλλον στη δουλειά, είναι τα χάδια του, τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς τους τρίτους. Κάποια στιγμή, όλως τυχαίως, παράλληλα, όμως, και τόσο νομοτελειακά, αναμενόμενα, ανταμώνει το... κίνητρο! Μια νέα γυναίκα, το ίδιο πληγωμένη και μόνη, όπως εκείνος. Τους χωρίζει - προς στιγμή - ένα τζάμι. Ομως, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν υπάρχουν εμπόδια.

Με οδηγό αυτό το ζευγάρι, ο Αμίρ Τσάμντιν, με απαλά και γήινα χρώματα, θα ζωγραφίσει πάνω στην οθόνη μικρές, βαθιές ανθρώπινες, στιγμές. Σιγά-σιγά η αίθουσα θα γεμίσει από τρυφερά συναισθήματα. Ο θεατής θα μαλακώσει. Παράλληλα, βέβαια, για όσους έχουν μάτια και θέλουν να δουν, θα αποκαλυφθεί μπροστά τους ολόκληρος ο μηχανισμός που παράγει τις μοναξιές. Που κάνει τους ανθρώπους στέρφους από συναισθήματα. Που τους απονευρώνει. Που τους σκοτώνει. Είναι ο καπιταλισμός, που με τον εξοντωτικό και απάνθρωπο τρόπο του στην παραγωγή και κατανομή των προϊόντων, στην εργασία, συντρίβει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Μην περιμένετε να δείτε καμία υπερπαραγωγή. Τίποτα μεγάλες μουσικές και χιλιάδες κομπάρσους. Θα δείτε ένα μικρό τρυφερό ποίημα. Σαν μια σπουδή για πιάνο του Μπετόβεν ή του Σοπέν. Στιγμές-στιγμές, συνηθισμένοι σε άλλους κινηματογραφικούς ρυθμούς ίσως αναρωτηθείτε, «τι βλέπω τώρα»; Ομως, τελειώνοντας η ταινία, θα νιώσετε μεγάλη ξεκούραση και, συχωρήστε μου την υπερβολή, ίσως αγαλλίαση.

Και, για να μην ξεχνιόμαστε και αποπροσανατολιζόμαστε. Η ταινία είπαμε, είναι ρεαλιστική (αληθινή). Το ζευγάρι δε θα καταλήξει σε πελάγη ευτυχίας. Η σχέση τους, ήταν μόνο μια αναλαμπή. Θα κρατήσει, όσο κρατάει μια ηλιαχτίδα. Μια μικρή ερωτική πυγολαμπίδα! Υστερα τα κεφάλια πάλι μέσα. Το σύστημα είναι σκληρό. Η ειρωνική φράση που ακούγεται στο τέλος, «καλά είναι εδώ», υπογραμμίζει την τραγικότητα της κατάστασης. Ομως, και εδώ το αισιόδοξο της υπόθεσης είναι ότι, οι ήρωες και εμείς, τώρα ξέρουμε. Μπορούμε!

ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Seven Films είπε...

Ασπρόμαυρη είναι και η δεύτερη ξεχωριστή ταινία της εβδομάδας. Το «Θεού θέλοντος» έρχεται από τη Σουηδία, με τις εικόνες του να κυλούν σαν ένα όνειρο ζεστής καλοκαιρινής νύχτας. Πρόκειται για ένα χαμηλότονο δράμα, που περιβάλλει με γλυκόπικρο χιούμορ το ζευγάρι των πρωταγωνιστών του στις δύσκολες και επώδυνες καμπές της σύντομης ιστορίας τους. Οι πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες Αμίρ Τσάμντιν και Ερικ Γκέντερ ισορροπούν με χαρακτηριστική άνεση ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό στοιχείο, κλιμακώνοντας μια ερωτική ιστορία με φόντο τη Στοκχόλμη κατά το καυτό, όπως μας λένε, καλοκαίρι του 1975. Η εποχή ανασυντίθεται εξαιρετικά (αυτό είναι ένα από μεγάλα ατού της ταινίας) για να γίνει το φόντο μιας ιστορίας που θα μπορούσε να είναι σημερινή.

Η Στοκχόλμη του «Θεού θέλοντος» είναι δύο κόσμοι χωριστοί, που συχνά ανάμεσά τους ορθώνεται σαν σύνορο μια γυάλινη επιφάνεια (ένα στοιχείο που αξιοποιείται από τη σκηνοθεσία για να δείξει τη δυσκολία επαφής ανάμεσα στους δύο βασικούς χαρακτήρες του δράματος). Είναι ο τόπος του ονείρου για τον μετανάστη Χουάν, που έρχεται από το μακρινό Ισραήλ, και το σκηνικό μιας απέραντης θλίψης για τη Φινλανδή Τζούλι, που μοιάζει να’ χει βγει από ταινία του Ακι Καουρισμάκι.

Η πλοκή έχει ως άξονα τον Χουάν και αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στο πρώτο, εκτυλίσσεται μια ρεαλιστική ηθογραφία γύρω από τη ζωή των ξένων στην πόλη. Ο Χουάν βολεύεται προσωρινά στο μικρό διαμέρισμα του αδελφού του και κάνει δυο δουλειές, ώστε να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες ζωής εν όψει του ερχομού της γυναίκας του στη Σουηδία. Στο δεύτερο, το βάρος μετατοπίζεται στην τυχαία γνωριμία του με την Τζούλι στη στάση του λεωφορείου και στην ερωτική επιθυμία που φουντώνει σιγά σιγά ανάμεσά τους, απειλώντας να γκρεμίσει το αόρατο σύνορο που τους χωρίζει. Στο τρίτο κεφάλαιο, ο ρεαλισμός δίνει τη θέση του στο όνειρο και στην ψυχολογία του Χουάν και της Τζούλι, που βιώνουν τον έρωτα σαν μια παραίσθηση.

Το καδράρισμα, η ασπρόμαυρη φωτογραφία και πρωτίστως η σκηνοθεσία, που δουλεύει μεθοδικά και υπόγεια αξιοποιώντας τους νεκρούς χρόνους, έχουν ως αποτέλεσμα ένα μικρό διαμάντι. Το «Θεού θέλοντος» δεν διακρίνεται για τα βαθυστόχαστα μηνύματα, ούτε για τις πομπώδεις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες των δυο σκηνοθετών του. Είναι ένας μικρός ψίθυρος για τον έρωτα, είτε ως φευγαλέα αίσθηση, είτε ως πρόκληση στη ζωή δυο ξένων που συναντιούνται σε έναν μακρινό και αφιλόξενο πλανήτη. Στο πλευρό του Τσάμντιν, που είναι και ο πρωταγωνιστής, εμφανίζεται η τραγουδίστρια των The Cardigans Νίνα Πίρσον.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΥΡΑΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Seven Films είπε...

ΘΕΟΥ ΘΕΛΟΝΤΟΣ
(OM GUD VILL/ GOD WILLING)
Σκηνοθεσία: Αμίρ ΤσαμπντίνΠαίζουν: Αμίρ Τσαμπτίν, Νίνα Πέρσον, Χασάν Μπριγιάνι, Τίτο Πέντσεφ, Κάλε ΓιόζεφσονΔιάρκεια: 87'
ΟΛΥΜΠΙΟΝ 2 «ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ»

Θεού θέλοντος... και καιρού επιτρέποντος. Ας δεχτούμε για την ταινία μας πως ο θεός θέλει. Ο καιρός επιτρέπει;
Ο καιρός είναι ζεστός, πολύ ζεστός. Είναι ο Ιούνιος του 1975 και η Σουηδία παραλύει από ένα πρωτόγνωρα θερμό καλοκαίρι. Η θερμοκρασία φτάνει τους 26 βαθμούς (άκουσον, άκουσον!) και οι κάτοικοι παραπατούν, η τηλεόραση δίνει συμβουλές και η κυβέρνηση παίρνει μέτρα.
Οι καιροί είναι δύσκολοι, πολύ δύσκολοι. Είναι η δεκαετία του '70 και η νότια Ευρώπη μεταναστεύει στη βόρεια για να βρει εργασία κι ένα καλύτερο μέλλον.
Και είναι πολύς, πάρα πολύς ο καιρός που ο Χουάν περιμένει τη γυναίκα του να περάσει τις διαδικασίες μετανάστευσης ώστε να έρθει να τον συναντήσει στη δεύτερη πλέον χώρα του, τη Σουηδία.
Ο Χουάν είναι ένας καλόκαρδος άνθρωπος. Τρυφερός σαν παιδί, σε λίγο κλείνει τα 30. Τα πρωινά δουλεύει σε μανάβικο στη λαϊκή αγορά ανάμεσα σε φίλους - Γάλλους, Ιταλούς, Εβραίους, Αμερικανούς. Τις νύχτες δουλεύει μόνος, καθαρίζει ένα Μακ Ντόναλντς και κοιμάται στους πάγκους.
Όσο αισιόδοξος και αν είναι κανείς κάποιες φορές σε σφίγγει η μοναξιά. Ο Χουάν είναι μελαχρινός σε μια ξανθιά χώρα, η κοινωνική πρόνοια δεν καταφέρνει να του βρει διαμέρισμα, η νέα γλώσσα δύσκολα προφέρεται, η νύχτα είναι έρημη και στάζει ζέστη. Ένα βράδυ ενώ θα σφουγγαρίζει το πάτωμα του καταστήματος, θα στηριχθεί με το χέρι του στη τζαμαρία. Και γυρνώντας το κεφάλι θα αντικρίσει ένα άλλο χέρι να ακουμπά στο ίδιο ακριβώς σημείο. Το χέρι ανήκει στην όμορφη Ζουλί από τη Φινλανδία που έχει σκύψει στο πεζοδρόμιο να δέσει τα κορδόνια της.
Ο Χουάν θα την ακολουθήσει με το βλέμμα να φεύγει. Και μετά με όλο του το σώμα. Ευτυχώς, γιατί έξω από το ασανσέρ του ξενοδοχείου της η Ζουλί θα λιποθυμήσει. Ο Χουάν θα τη βοηθήσει - και δε θέλει πολύ δυο ξένοι να γίνουν φίλοι. Θα δίνουν ραντεβού τα ζεστά βράδια και θα τους βρίσκουν τα ζεστά πρωινά. Θα παν' στο πάρκο, στην πισίνα, στον κινηματογράφο, σε μέρη τόσο καθημερινά, μακρινά όμως για ένα μετανάστη. Κι ένα βράδυ ο ένας θα εκμυστηρευθεί στον άλλο τον έρωτά του.
Εντωμεταξύ, η γυναίκα του Χουάν έχει πάρει την πολυπόθητη άδεια εισόδου και καταφθάνει σε λίγες μέρες. Ο Χουάν που ποτέ δε σκέφθηκε να την απατήσει, που ποτέ δεν αγάπησε άλλη, τι θα πρέπει να κάνει; Η ταινία μοιάζει να καταλήγει σε ερωτικό δράμα. Ή μήπως όχι; Πριν καιρό, πολύ καιρό ο Σαίξπηρ είχε μιλήσει για τις καλοκαιρινές νύχτες...
Ο σκηνοθέτης (και πρωταγωνιστής) μας προσφέρει μια ταινία για το ζήτημα της μετανάστευσης. Ωστόσο, δε διαλέγει να αναφερθεί στις εξωτερικές κοινωνικές αντιξοότητες που αντιμετωπίζει ένας μετανάστης, αλλά στα εσωτερικά τοπία της ψυχής του. Με υπέροχη αναπαράσταση της εποχής, με χιούμορ, με μια σκηνοθεσία που μεταφέρει την παραίσθηση του καύσωνα στο θεατή, η λιτή, ασπρόμαυρη ταινία μας μιλά για την αποξένωση που είναι συνυφασμένη με την έννοια του ξένου, ακόμα και στην περίπτωση που αντιμετωπίζει ευνοϊκές κοινωνικές συνθήκες.
Πάντως, ακόμα και έμμεσα, το κωμικό - ερωτικό αυτό φιλμ δεν παύει να είναι και πολιτικό καθώς η ευαισθησία του έρχεται σε σύγκρουση με την αγριάδα των τεχνοκρατών με τις καμπύλες κόστους και εργασίας ή την αγριάδα των νοικοκυραίων που ‘χουν ένα χωράφι φράουλες.
Και ο θεός; Αχ άγνωστο το τι επιτέλους θέλει αυτός.
Αξιολόγηση: ****
Δημήτρης Δρένος από τον «Εξώστη»