Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Γυμνοί στον Ηλιο του Ρενέ Κλεμάν


Σκηνοθεσία: Ρενέ Κλεμάν
Σενάριο: Ρενέ Κλεμάν, Ρενέ Ζεγκοφ
Βασισμένο στο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ « Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλευ»
Φωτογραφία: Ανρί Ντεκά
Μουσική : Νίνο Ρότα
Παίζουν : Αλαίν Ντελόν, Μαρί Λαφορέτ Μορίς Ρονέ και Ρόμυ Σνάιντερ
Διάρκεια: 112’

Βασισμένο στο διάσημο best seller της Πατρίτσια Χάισμιθ, το «Γυμνοί στον ήλιο» είχε την τύχη στους βασικούς ρόλους να βρίσκονται τρεις λαμπεροί και κλασσικοί πια ηθοποιοί που η πατίνα του χρόνου δεν τους αγγίζει, αντίθετα δίνει μια άλλη διάσταση στην παράξενη ιστορία του ιδιότυπου δολοφόνου Ταμ Ρίπλευ.
Γυρισμένο τη δεκαετία του 60 στην Ιταλία, το Γυμνοί στον ήλιο πέρα από ένα αστυνομικό θρίλερ είναι ταυτόχρονα και η καταγραφή μιας εποχής και των κοινωνικών συμπεριφορών που ολοένα χάνονται πια από μια Ευρώπη που δείχνει πως δεν βολεύεται στο κοστούμι του αμερικάνικου τρόπου ζωής.

2 σχόλια:

Seven Films είπε...

ΓΥΜΝΟΙ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

O MR RIPLEY Α ΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

Όπως σε κάθε ταινία που έχει χρησιμοποιήσει ως έμπνευση μία από τις περιπέτειες του Τομ Ρίπλεϊ, τον αμοραλιστή ήρωα της Πατρίτσια Χάισμιθ, έτσι και στο «γυμνοί στον ήλιο» το κοινώς λεγόμενο «πρώτο επίπεδο» της δράσης αποτελείται από μία ίντριγκα. Με κύρια συστατικά το έγκλημα και την καταδίωξη, κι επικουρικά τη μοναξιά και μια ακαθόριστη ψυχοπαθολογία.

Για τη μεγάλη μερίδα του φιλοθεάμονος κοινού, που εξακολουθεί να βλέπει το σινεμά ως οπτικοποιημένη δραματουργία, το στόρι έχει ως εξής : τάζοντας του το ποσό των 5.000 δολαρίων, ο πλούσιος κύριος Γκρίνλιφ στέλνει τον Τομ Ρίπλεϊ στην Ρώμη για να εντοπίσει και να γυρίσει πίσω με τον καλομαθημένο γιο του Φίλιπ. Μόνο που ο τελευταίος δεν φαίνεται διατεθειμένος να απαρνηθεί την ντόλτσε βίτα και τις φροντίδες της αγαπημένης του Μαρτζ. Τότε ο Ρίπλεϊ, ο οποίος είχε ήδη αναπτύξει μια σχέση αμφίδρομης εκμετάλλευσης με τον Φίλιπ, αποφασίζει να τον δολοφονήσει και να οικειοποιηθεί την ταυτότητά του. Η συνέχεια εκτυλίσσεται στη βάση της πλαστογραφίας, του διπλού παιχνιδιού και της ερωτικής πολιορκίας της Μαρτζ.

Ακριβώς αυτή η μερίδα του κοινού, που θα προσκολληθεί στα συστατικά στοιχεία μιας ίντριγκας βραδυφλεγούς και συνεπέστατης, θα έχει θωπεύσει με τους οφθαλμούς της μόνο την επιφάνεια μιας ταινίας που λειτουργεί ως μαγική εικόνα. Πρόκειται για το άλλοθι που παρέχει ο Clement, προκειμένου να παραπλανήσει και να απαγάγει τον θεατή σε άλλα πεδία – κι ας αδυνατεί ο τελευταίος να τα αποκωδικοποιήσει. Για να δούμε τι κρύβεται πίσω από τη μαγική εικόνα :

Η φωτογένεια. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του απαστράπτοντος ιταλικού τοπίου, που τόσο εύστοχα έχει χαρακτηριστεί ως Belpaese (=όμορφη χώρα), ως πεδίου περιπλάνησης του Τομ Ρίπλεϊ. Με τη συνδρομή της φωτογραφίας του Henri Decae, η γοητεία της Ρώμης και των ακτών του ιταλικού Νότου κατακλύζει το κάδρο και μετατρέπει ακόμα και τους φόνους σε γεγονότα πρωτίστως αισθητικά. Αναπαριστά επίσης το κυνήγι της ουτοπίας, που περιβάλλει διαρκώς τον ήρωα κι όμως του ξεγλιστρά από τα χέρια. Απαράμιλλα φωτογενής και ο ίδιος ο ίδιος ο Ρίπλεϊ, που λίγη σχέση έχει ουσιαστικά με τους αντίστοιχους ήρωες των Wenders, Καβάνι, Minghella– όπως λίγη σχέση έχουν και οι υπόλοιποι μεταξύ τους. Ο ήρωας του Clement δε συγγενεύει καν, ας πούμε, με τον Βαλμόν του Λακλό, διότι η δική του στρατηγική δεν αποσκοπεί στην κατάκτηση ολοένα και περισσότερης ισχύος, αλλά στην απόκτηση ταυτότητας. Το φωτογενές εκμαγείο είναι κενό, άρα βαθιά τραγικό. Η περιπλάνησή του μας θυμίζει τελικά το «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» του Antonioni και μας μεταφέρει στην επόμενη προβληματική.

Η πλαστοπροσωπεία. Η μύηση σε αυτήν αλλά και η προοικονομία της γίνεται μέσω ενός αθώου παιχνιδιού στους της ιταλικής πρωτεύουσας, όπου ο Φιλίπ θα υποδυθεί τον τυφλό (με το μπαστούνι που έχει αγοράσει από έναν πραγματικά τυφλό ζητιάνο) για να σκαρώσει μια ερωτική παγίδα. Πρόκειται για τον πρώτο «πλαστό» χαρακτήρα της ταινίας, με συμπεριφορά χαμαιλέοντα, που χειραγωγεί τον οικονομικά αλλά και – σε λανθάνουσα μορφή – ερωτικά εξαρτημένο από αυτόν Ρίπλεϊ. Με λίγα λόγια, η πλαστοπροσωπεία ξεκινά ως επίκτητη ανάγκη από έναν ζωντανό συσχετισμό, για να μετατραπεί από την τεχνική του Κλεμάν σε υπαρξιακό ζήτημα και πιθανώς σε αντικείμενο ψυχιατρικής μελέτης. Προσέξτε την παράταξη τριών σκηνών : α) ο Ρίπλεϊ, υποδυόμενος τον Φιλίπ, αποκρούει τηλεφωνικά τις απεγνωσμένες ικεσίες της Μαρτζ. β) ο Ρίπλεϊ, υποδυόμενος … τον εαυτό του επισκέπτεται τη Μαρτζ ως ο μοναδικός σύνδεσμος ανάμεσα σε αυτήν και τον δήθεν ζωντανό μνηστήρα της. Γ) ο Ρίπλεϊ μένει μόνος του και σκοτώνει την ώρα του στην ψαραγορά. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: σε αυτήν την τρίτη σκηνή, που αποτελεί και νεκρό χρονικό διάστημα, ποιόν υποδύεται ο ήρωας; Το υπαινικτικό ντεκουπάζ σηματοδοτεί και την απαρχή της σχιζοφρένειας, η οποία σε ετυμολογικό επίπεδο είναι ήδη τεκμηριωμένη.

Το σασπένς, το οποίο χτίζεται με όρους χιτσκοκικούς (δηλαδή, για να αποδεσμεύσει περαιτέρω νοήματα), μέσα από μια λεπτομερειακή καταγραφή της φιλμικής δράσης και μια επιμήκυνση σε αναντιστοιχία με τη δραματουργική σημασία της. Πρώτο παράδειγμα, το ταξίδι με το ιστιοπλοϊκό. Υποβοηθούμενο από τις εναλλαγές βλεμμάτων και ζευγαριών εντός του κάδρου, παίρνει τον χαρακτήρα ενός παιχνιδιού ισορροπιών, παρουσιάζοντας αρκετές ομοιότητες με το «Μαχαίρι στο νερό». Δεύτερο παράδειγμα, η επόμενη δολοφονία που θα πραγματοποιήσει ο Ρίπλεϊ και το ξεφόρτωμα του πτώματος, που μετατρέπονται σχεδόν σε κωμικό νούμερο. Συνεπώς και σε μια ηθική αποδοκιμασία: ένας γελοίος θάνατος για έναν εξίσου τιποτένιο άνθρωπο-ακόμη περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι τον σκότωσε… ο κανένας. Τρίτο παράδειγμα, και πιο αμφιλεγόμενο απ’ όλα, το παρατεταμένα κενό κάδρο του φινάλε, εκτός του οποίου υπονοείται η σύλληψη του Ρίπλεϊ – ή μήπως όχι; Σε κάθε περίπτωση, το άλυτο σασπένς του φινάλε αφήνει την έντονη υπόνοια μιας συμβατικής λύτρωσης, αναιρώντας εν μέρει τη στιλβωμένη μαγική εικόνα που μας είχε χαρίσει ο Clement.

Βαθμολογία: (8/10)

Κωνσταντίνος Σαμαράς
απο το www.cine.gr

Seven Films είπε...

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Καλοκαίρι με Αλέν Ντελόν και Π. Χάισμιθ
Ο «Τομ Ρίπλεϊ» επιστρέφει στην οθόνη
Του Δημητρη Μπουρα

Στην εκπνοή του ’50, όταν το κύμα της ανανέωσης άρχιζε να αλλάζει το τοπίο στο γαλλικό σινεμά, ένας από τους προπομπούς του, ο Ρενέ Κλεμάν των «Απαγορευμένων παιχνιδιών», υπέγραψε ένα από τα καλύτερα θρίλερ της εποχής εκθέτοντας το θαμπό και ψυχρό κόσμο της Πατρίτσια Χάισμιθ στον καυτό ήλιο της Μεσογείου. Παράλληλα, έδωσε την πρώτη μεγάλη ευκαιρία στον ταλαντούχο Αλέν Ντελόν να φτιάξει το πορτρέτο ενός δολοφόνου με αγγελικό πρόσωπο, αίολου ανάμεσα στο ηθικό και στο ανήθικο. Σήμερα, το «Γυμνοί στον ήλιο» παραμένει ένα κορυφαίο ψυχολογικό θρίλερ και ο Ντελόν συνεχίζει να ’ναι ο καλύτερος κινηματογραφικός Τομ Ρίπλεϊ. Μεγάλο επίτευγμα αν σκεφτεί κανείς πως από το 1959 μέχρι σήμερα έχουμε δει αρκετούς.

Η επανέκδοση της ταινίας του Κλεμάν ξαναφέρνει στην επικαιρότητα έναν από τους πιο πολύπλοκους μεταπολεμικούς λογοτεχνικούς ήρωες. Ο Τομ Ρίπλεϊ είναι απατεώνας και κατά συρροή δολοφόνος. Διαφέρει, όμως, απ’ τους συνήθεις κακούς. Στον κόσμο του δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στο καλό και στο κακό και ο ίδιος μισεί πριν απ’ όλα τον εαυτό του. Ο Ρίπλεϊ θέλει να είναι κάποιος άλλος παρά ο εαυτός του και «αυτοκτονεί» διαρκώς βαθιά μέσα του, αφήνοντας πίσω του κι από ένα πτώμα. Ετσι, διαφεύγει από το μισητό εαυτό του.

Η Χάιμισθ δεν νοιάστηκε ιδιαίτερα για την αστυνομική ίντριγκα. Ξεκίνησε από το κοινωνικό περιβάλλον του Ρίπλεϊ (ένας άνθρωπος προικισμένος από τη φύση, αλλά καταδικασμένος από την κοινωνική του καταγωγή) για να δημιουργήσει έναν κόσμο γεμάτο πάθη, ενοχές και ψυχαναγκαστικές εμμονές. Ο ευφυής Ρίπλεϊ, που καθιερώθηκε ως ένας από τους διασημότερους χαρακτήρες της αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι ένας σύγχρονος αντιήρωας.

Εξωτερικά είναι τέλειος. Ομορφος, μορφωμένος και άψογος στους τρόπους όμως, εσωτερικά βιώνει το απόλυτο υπαρξιακό κενό. Κάθε φορά που τα συναισθήματα του βγαίνουν στην επιφάνεια, ένα πτώμα ξεβράζεται από τον βυθό. «Είναι σαν ένα παιδί, που ξέχασε την παλίρροια και κοιτάζει φοβισμένο από τη θάλασσα στην ακτή», έτσι τον περιέγραφε ο Τομ Μιγκέλα, ο σκηνοθέτης του «Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ» εν έτει 2000. Ο Κλεμάν έφτιαξε μια εξαιρετική ταινία κινηματογραφώντας τον Ντελόν, τον Μορίς Ρονέ και τη Μαρί Λαφορέ στα σοκάκια της παλιάς Ρώμης, της Νάπολης, στις ακτές τις Ταορμίνας, που μοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής, αλλά και στους στενούς χώρους ενός ιστιοφόρου που μετατρέπεται σε σκηνικό ενός από τα εγκλήματα του Ρίπλεϊ.

Η ιστορία αρχίζει σαν τη φελινική Ντόλτσε Βίτα στη Ρώμη όπου ξεφαντώνει ανέμελα ο Αμερικανός Φίλιπ Γκρίνλιφ. Ο Ρίπλεϊ έρχεται εκεί ως απεσταλμένος του πατέρα του Φίλιπ, για να πείσει το νεαρό κηφήνα να επιστρέψει στο Σαν Φρανσίσκο. Αν καταφέρει θα κερδίσει για τον κόπο του πέντε χιλιάδες δολάρια. Ομως, έχει άλλα σχέδια στο μυαλό του...

Το σενάριο βασίζεται στο πρώτο από τα πέντε βιβλία της Χάισμιθ με ήρωα τον Ρίπλεϊ και είναι υπόδειγμα λιτότητας και στιβαρής δραματουργίας. Η φωτογραφία του Ανρί Ντεκαέ μας ταξιδεύει νοερά στη Μεσόγειο στα χρόνια που ήταν άγνωστη η τρύπα του όζοντος και ο ακτίνες του ήλιου έμοιαζαν ζεστό χάδι. Για τις ερμηνείες δεν τίθεται ζήτημα.


απο την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ