Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

RUMBA

RUMBA




Σκηνοθεσία: Dominique Abel, Fiona Gordon
Σενάριο: Dominique Abel, Fiona Gordon
Φωτογραφία: Claire Childeric
Κοστούμια: Claire Dubien
Παίζουν:
Dominique Abel, Fiona Gordon, Philippe Martz, Bruno Romy
Έτος παραγωγής: 2008
Είδος: ΚΩΜΩΔΙΑ
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία-Βέλγιο
Γλώσσα: Γαλλικά
Έγχρωμο

Υπόθεση:
Δάσκαλοι δημοτικού σχολείου στην επαρχία, η Φιόνα και ο Ντομ μοιράζονται έναν μεγάλο έρωτα ο ένας για τον άλλο αλλά και το ίδιο πάθος για τους λάτιν χορούς, κερδίζοντας άνετα τους αντίστοιχους τοπικούς διαγωνισμούς. Η ευτυχία τους θα διαταραχθεί αιφνίδια ένα βράδυ όταν, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν έναν περαστικό με αυτοκτονικές τάσεις, θα υποστούν ένα σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα. Εκείνη θα μείνει ημι-ανάπηρη, εκείνος θα αποκτήσει πρόβλημα πρόσκαιρης αμνησίας , αλλά η Rumba θα καταφέρει να αφηγηθεί την ιστορία της σχέσης τους με μια ευρηματική μπουρλέσκ ελαφρότητα που θυμίζει Τατί και Καουρισμάκι, προκαλώντας την ίδια στιγμή το γέλιο και το δάκρυ

Άποψη :
Ζωηρόχρωμη, ποιητική, σιωπηλή και ταυτόχρονα μελαγχολική και πικρή ταινία από ένα ταλαντούχο δίδυμο από την Αγγλία που αιφνιδίασε ευχάριστα στις Κάννες, συνέχισε σε πολλά διεθνή Φεστιβάλ και αυτό το καλοκαίρι ξεκινά την καριέρα στης στους θερινούς κινηματογράφους της Αθήνας, αποσκοπώντας να μας κάνει να επιστρέψουμε στις πρωταρχικές αξίες που έχουμε ανάγκη όλοι για την ευτυχία.

Tips:
Ο χορός Ρούμπα:
· Η Rumba περιγράφει την ερωτική ιστορία ανάμεσα στο ζευγάρι
· Εκπέμπει ερωτισμό χάρη στον αργό ρυθμό και την αισθησιακή κίνηση του γοφού.
· Οι φιγούρες βασίζονται στα τσαλίμια που κάνει κάθε θηλυκό για να κατακτήσει κάποιο αρσενικό.
· Η Rumba γεννήθηκε το 16ο αιώνα από τους νέγρους σκλάβους της Κούβας.
· Εξελίχθηκε σε ένα τελετουργικό λικνιστό χορό και σύντομα τα τραγούδια που τον συνόδευαν έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
· Κατέκλυσε την Αμερική το 1930, ως τη σημερινή κοινωνική rumba που όλοι γνωρίζουμε, απ' όπου προέκυψε και το Cha Cha.
· Η έμφαση δίνεται στο σώμα. Γι' αυτό και οι κινήσεις των γοφών θα πρέπει να είναι έντονες.
· Οι βηματισμοί θα πρέπει να είναι δυνατοί και ευθείς με ίσια πόδια.
· Το σώμα ποτέ δε σταματά να αλλάζει σχήμα.
· Η Fan position είναι από τις πιο γνωστές φιγούρες της Rumba.


Βραβεία- Συμμετοχές :
· Συμμετοχή στην Εβδομάδα Κριτικής του φεστιβάλ των Καννών
· Βραβείο κοινού Νύχτες Πρεμιέρας (Αθήνα 2008)
· Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης 2009
Καλύτερη ταινία στο Φεστιβάλ του Ζάγκρεμπ

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΟΥΜΠΑ

Μικρό διαμάντι με μελαγχολικά χαμόγελα

Με την παντομίμα του Μαρσέλ Μαρσό. Την αθάνατη και βουβή μελαγχολία του Μπάστερ Κίτον. Τη λαϊκή λυρική ευαισθησία του Άκι Καουρισμάκι. Το γλυκόπικρο σχόλιο του Ζακ Τατί. Και με την επιτηδευμένη σχηματοποίηση του κόμικς. Όλα αυτά μαζί στο «Rumba», σε μια συνάθροιση εξαιρετική. Από δύο ονόματα που ουδείς άκουσε στην Ελλάδα μέχρι στιγμής: Ντομινίκ Αμπέλ και Φιόνα Γκόρντον. Αυτοί οι εμπνευστές, οι σεναριογράφοι, οι χορευτές, οι μοναδικοί πρωταγωνιστές. Οι άγνωστοι έσονται πρώτοι!

Το στόρι της μίας γραμμής. Ζευγάρι καλοκουρδισμένων πλασμάτων- όπως εσείς κι εμείς- εναποθέτει τα όνειρά του σε χορούς της Λατινικής Αμερικής. Πρωταθλητές χοροδιδασκαλείου με ρούμπα, σάλσα και τσα τσα. Ώσπου ένα βράδυ, ύστερα από θρίαμβο χορευτικό, τη στιγμή που οδηγούσαν μέσα στο σκοτάδι πέφτουν ξαφνικά πάνω σ΄ έναν απελπισμένο αυτόχειρα. Έτσι, για να τον αποφύγουν, ντελαπάρουν. Και στο νοσοκομείο καταλήγουν. Ξεκούρδιστοι, σακατεμένοι, στο κρεβάτι καθηλωμένοι. Με αμνησία ο Ντομινίκ, χωρίς πόδι η Φιόνα. Σμπαράλια τα όνειρά τους. Και είναι μόνο η αρχή. Ακόμα και το σπίτι τους καταλήγει στάχτες και αποκαΐδια από μια φλόγα που άναψε από το ξύλινο πόδι της Φιόνας. Η ζωή τούς χορεύει στο ταψί. Τώρα για να την κερδίσουν πρέπει με το ένστικτο και την καρδιά τους να ξαναρχίσουν. Η δοκιμασία είναι ανθρώπινη και μερικές φορές ευεργετική!

Αντιφατικές οι αντιδράσεις που προκαλεί η συνάντηση μ΄ αυτή την ασυνήθιστη ταινία. Στην αρχή έκπληξη και απώθηση μαζί. Μα, τώρα, τι παριστάνουν. Τους ζογκλέρ του τσίρκου Μεντράνο; Έπειτα, για μια στιγμή. Α, κάτι θέλει να πει ο ποιητής. Όσο περνάει η ώρα τόσο ο ρεαλισμός εκπίπτει χάριν σουρεαλισμού. Στο τέλος, αιχμάλωτος της τέχνης αυτού του ντουέτου του μοναδικού. Μπράβο στα παιδιά. Με ελάχιστες ατάκες επιστρέφουν στη χρυσή, βουβή, εποχή.

Πολλές οι αρετές αυτού του απροσδόκητου κομψοτεχνήματος. Πρώτα απ΄ όλα το σώμα. Αφού χορεύουν, αυτονόητο είναι πως από το σώμα των ηθοποιών θα προκύψει η γλώσσα των δημιουργών. Οργανικά, λοιπόν, ενταγμένη στην ταινία η αναφορά στη βωβή κωμωδία και τη γαλλική παντομίμα. Χέρια, πόδια, αντί για ατάκες και για λόγια. Κοντά σ΄ αυτό και ένα δεύτερο σχόλιο κοινωνικό. Όσο το ζευγάρι- στην αρχή- είναι κουρδισμένο και τυποποιημένο, δηλαδή επίπλαστα ευτυχισμένο, ανάμεσά τους ουδεμία πραγματική επαφή. Γι΄ αυτό δεν ανταλλάσσουν ούτε μία κουβέντα στην καθημερινή τους ζωή.

Δεύτερη αρετή- εύστοχη κι αυτή-, το περιεχόμενο το κοινωνικό. Ο προγραμματισμός είναι μηχανικός. Εξαρτήματα και βίδες το προλεταριάτο των «Μοντέρνων καιρών». Εξαρτήματα και βίδες ενός κοινωνικού θεσμού τα μοντέρνα ζευγάρια που για να κοροϊδέψουν την πλήξη τους χορεύουν Latin. Ο Ντομινίκ Αμπέλ και η Φιόνα Γκόρντον ενσωματώνουν τον Τσάρλι Τσάπλιν στη σημερινή πραγματικότητα. Όχι μόνο στην εργασία αλλά και στη συζυγική κατοικία. Μηχανάκια μια ζωή. Τρώμε, πίνουμε, ντυνόμαστε, γδυνόμαστε, κοιμόμαστε, ξυπνάμε. Αλλά τίποτα δεν αισθανόμαστε. Ο ένας από εδώ, ο άλλος από εκεί. Η αλλοτρίωση είναι αόρατη, υπόγεια και κρυφή. Γι΄ αυτό η «γλώσσα» της ταινίας είναι βουβή. Εξαιρετική επιλογή.

Τρίτη και καθόλου τελευταία αρετή, η αισθητική. Τρία τα βασικά, τα πρωταρχικά κριτήρια για να μετρήσεις το μπόι μιας ταινίας. Ομοιογένεια, αφαίρεση, συμπύκνωση. Και τα τρία αφομοιωμένα και εφαρμοσμένα από το λαμπερό ντουέτο αυτής της μελαγχολικής ρούμπας. Α ξέχασα, το τελευταίο, πλην όμως καθόλου αδιάφορο και τυχαίο. Ο χορόςκαι είναι διαπιστωμένο αυτό, αρκεί μια επίσκεψη σ΄ ένα χοροδιδασκαλείο για να πειστείς- δεν έχει να κάνει με το βάρος, την ομορφιά, τα καλλίγραμμα σώματα και τα κιλά. Ο χορός είναι απελευθερωτικός.

Ίσως η απόλυτη μέθοδος συμφιλίωσης με τα κιλά σου.

Την ηλικία, τη διαφορετικότητα και την προσωπικότητά σου. Έτσι ο χορός είναι λυτρωτικός. Γι΄ αυτό ερωτικός και γι΄ αυτό ταυτόχρονα και συλλογικός αλλά και προσωπικός. Το εγώ επιβεβαιώνεται και «λειώνει» μέσα από το συλλογικό. Και με διακόσια κιλά μπορώ να πετάξω. Και το κορίτσι που ονειρεύεται Μπραντ Πιτ να αγκαλιάσω!

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ

Διακοπές στη Ρώμη

Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Γουάλερ
Σενάριο: Ντάλτον Τράμπο
Φωτογραφία: Ενρι Αλεκάν
Μουσική: Ζορζ Ορίκ
Παίζουν: Οντρευ Χεπμπορν, Γκρέγκορυ Πεκ,
Έτος παραγωγής: 1953
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Γλώσσα: Αγγλικά
Ασπρόμαυρο
Διάρκεια: 118΄
Υπόθεση:
Μια νεαρή και όμορφη πριγκίπισσα αποφασίζει να σπάσει τη ρουτίνα του πρωτοκόλλου που πρέπει να τηρεί κατά γράμμα. Σε μια επίσημη επίσκεψή της στη Ρώμη, το σκάει και υπό την επήρεια του ηρεμιστικού που της έχουν χορηγήσει προκειμένου να αντέξει το σκληρό πρόγραμμα της , βρίσκεται να κοιμάται σε ένα παγκάκι. Εκεί τη συναντά ο νεαρός ανταποκριτής Γκρέγκορυ Πεκ, που μη αναγνωρίζοντας ποια είναι της παραχωρεί το φτωχικό του δωμάτιο για να ξεκουραστεί. Την επόμενη μέρα κι ενώ όλοι ψάχνουν την πριγκίπισσα, το ζευγάρι περνάει μια υπέροχη μέρα ξενάγησης στην αιώνια πόλη.


Άποψη :
Η πρώτη και ίσως η καλύτερη version από το παραμύθι της πλούσιας και διάσημης που όμως αλλάζει ρόλο για να ζήσει σαν εν α φυσιολογικό νεαρό κορίτσι. Ακολούθησαν πολλές άλλες, ακόμη και στην Ελλάδα. Η ταινία χάρισε παγκόσμια αναγνώριση στη νεαρή κι άσημη ως τότε Οντρευ Χεπμπορν, χαρίζοντας της Oscar για την ερμηνείας της και κάνοντάς την αστέρι πρώτου μεγέθους. Κοντά της ο σοβαρός και γοητευτικός Γκρέγκορυ Πεκ σε μια από τις σπάνιες ανάλαφρες ερμηνείες του, γοητευτικός στο ρόλο του νεαρού δημοσιογράφου που έρχεται σε δίλημμα όταν ανακαλύπτει την πραγματική ταυτότητα της «άστεγης»

Tips:
Ο γύρος της Ρώμης με μια βέσπα.

Βραβεία- Συμμετοχές :
3 Oscar,( ερμηνείας στην Οντρευ Χέπμπορν, Σεναρίου και κοστουμιών)
1 Χρυσή Σφαίρα,
10 υποψηφιότητες για Oscar ,
βραβείο γυναικείας ερμηνείας από τους Κριτικούς της Νέας Υόρκης.
Μια από τις 10 καλύτερες ρομαντικές κομεντί στην Ιστορία του Κινηματογράφου.

Αξέχαστος έρωτας στην Αιώνια Πόλη

Πώς το γλυκό ρομάντζο «Διακοπές στη Ρώμη» έγραψε ιστορία, καθορίζοντας την καριέρα της Οντρεϊ Χέπμπορν

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ Σάββατο 18 Ιουλίου 2009 ΤΟ ΒΗΜΑΤζο Μπράντλεϊ: « Ελα τώρα,δεν είσαι και τόσο μεθυσμένη... ».Πριγκίπισσα Αννα: « Αν εσύ είσαι τόσο έξυπνος, τότε εγώ δεν είμαι καθόλου μεθυσμένη.Είμαι απλώς τόοοσο χαρούμενη...». Το λέει και το κεφάλι της πέφτει στο στήθος του με ένα χαμόγελο ευτυχίας στο στόμα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους για τους οποίους οι «Διακοπές στη Ρώμη» («Roman holiday», 1953) έχουν καταλάβει τη θέση μιας από τις πιο αγαπημένες ρομαντικές κωμωδίες στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου. Πολύ απλά, η ταινία του Γουίλαμ Γουάιλερ , που από την περασμένη Πέμπτη επαναπροβάλλεται στις αίθουσες σε νέες κόπιες, έχει όλα τα υλικά για να αρέσει.


Εχει τον Γκρέγκορι Πεκ (Τζο Μπράντλεϊ), 37 χρόνων το 1953 και πιο γοητευτικό από ποτέ στον πρώτο light ρόλο της καριέρας του (ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι επιθυμούσε πολύ να παίξει σε αυτή την ταινία για να πάρει μια ανάσα από τα βαρύγδουπα δράματα με τα οποία είχε ως τότε ταυτιστεί). Εχει επίσης την αιθέρια, εύθραυστη παρουσία της Οντρεϊ Χέπμπορν (πριγκίπισσα Αννα) σε έναν ρόλο που της ταίριαξε αφάνταστα, της χάρισε το Οσκαρ Α΄ ρόλου και υπήρξε λαμπρή αφετηρία για μια σπουδαία καριέρα (ήταν η πρώτη υποψηφιότητά της και θα ακολουθούσαν άλλες τέσσερις). Εχει ένα έξυπνο love story στην καρδιά της ιστορίας και τέλος έχει φόντο την Αιώνια Πόλη, στη Ρώμη, όπου γυρίστηκε εξ ολοκλήρου (η πρώτη αμερικανική παραγωγή που έχει γυριστεί εξ ολοκλήρου σε αυθεντικές τοποθεσίες και στούντιο της Ρώμης). Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η επιτυχία της ήταν δεδομένη.

Ο δημοσιογράφος και η πριγκίπισσα

Ο Τζο Μπράντλεϊ είναι αμερικανός δημοσιογράφος με βάση τη Ρώμη. Θέλει χρήματα και να επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά για να τα καταφέρει χρειάζεται μια καλή ιστορία. Ενα ρεπορτάζ που θα κάνει πάταγο. Στο διάβα του θα βρεθεί η Αννα, μια πριγκίπισσα (η χώρα δεν διευκρινίζεται ποτέ) που κάνει διακοπές στην Ευρώπη διατηρώντας μυστική την ταυτότητά της. Ο τελευταίος σταθμός της είναι η Ρώμη. Αρχικώς ο δημοσιογράφος δεν αντιλαμβάνεται το λαβράκι που έχει στα χέρια του. Αργότερα όμως θα είναι πολύ αργά γιατί το βέλος του έρωτα θα έχει κτυπήσει και τους δυο...

Αυτό που θα έχει μεσολαβήσει βέβαια είναι η ξενάγηση της Αννας στη Ρώμη πάνω στη βέσπα του Τζο (οι πωλήσεις της βέσπας ανέβηκαν στα ύψη μετά την επιτυχία της ταινίας). Στην ξενάγηση βρίσκεται η ψυχή της ταινίας και μερικές σκηνές της έχουν μείνει στην Ιστορία. Οπως εκείνη στο μνημείο του Στόματος της Αλήθειας. Ο Τζο βάζει το χέρι του στη χαραμάδα παριστάνοντας ότι κάποιος του το τραβά. Η Αννα «τσιμπά» και ξεσπά σε λυγμούς όταν ο Τζο το βγάζει κρυμμένο στο μανίκι του σακακιού λες και έχει κοπεί. Γυρισμένη ασπρόμαυρη, η ταινία ξεφεύγει από τις παγίδες του φολκλόρ στις οποίες πιθανόν να είχε πέσει αν το φιλμ ήταν έγχρωμο- κάτι που αρχικώς ήθελε ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ ο οποίος μερικά χρόνια αργότερα επρόκειτο να γυρίσει τον «Μπεν Χουρ». Οπως ο Πεκ, έτσι και ο Γουάιλερ, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου, ήθελε να δουλέψει σε κάτι πιο ανάλαφρο από τις αμέσως προηγούμενες ταινίες του (ανάμεσά τους «Η κληρονόμος» και το κλασικό «Detective story») που ήταν βαριά δράματα.

Ούτε ο Πεκ ούτε η Χέπμπορν αλλά ούτε και ο Γουάιλερ επελέγησαν αμέσως για την ταινία. Η ιδέα έπεσε για πρώτη φορά στο τραπέζι το 1949 από τον Φρανκ Κάπρα, ο οποίος είχε στο μυαλό του τονΚάρι Γκραντ και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Ο Κάπρα ενδιαφερόταν για μια παραλλαγή της πασίγνωστης και πολυβραβευμένης ταινίας του «Συνέβη μια νύχτα» (γνωστής και ως «Νέα Υόρκη- Μαϊάμι») με τους Κλαρκ Γκέιμπλ και Κλοντέτ Κολμπέρ. Ωστόσο η εταιρεία παραγωγής του, Liberty Films, αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα η ιδέα να πουληθεί στη Universal. Λέγεται όμως ότι ένας από τους λόγους που ο Κάπρα πούλησε την ιδέα του ήταν η ανάμειξη του αριστερού σεναριογράφου Ντάλτον Τράμπο στην ταινία, ο οποίος βρισκόταν στη «μαύρη λίστα των δέκα» της αντικομμουνιστικής επιτροπής του γερουσιαστή Τζο Μακάρθι. Ο Ντάλτον έγραψε τελικά το σενάριο αλλά εφόσον βρισκόταν στη «λίστα των δέκα», το όνομά του δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στους τίτλους της ταινίας. Στη θέση του μπήκε το όνομα του Ιαν Μακ Λέλαν Χάντερ και η ειρωνεία είναι ότι η ταινία όχι απλώς προτάθηκε για το Οσκαρ, αλλά το κέρδισε κιόλας! Σαράντα χρόνια αργότερα η αλήθεια εν μέρει αποκαταστάθηκε όταν ένα δεύτερο Οσκαρ δόθηκε στη χήρα του Τράμπο. Ο γιος του Μακ Λέλαν Χάντερ αρνούνταν να παραδώσει του πατέρα του.


Ο Γουίλιαμ Γουάιλερ ήθελε την Τζιν Σίμονς για τον ρόλο της Αννας αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην περίπτωση της Χέπμπορν επειδή η πρώτη είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις. Λέγεται μάλιστα ότι όταν οι «Διακοπές στη Ρώμη» είχαν πια ολοκληρωθεί, ο Πεκ, πεπεισμένος για τον θρίαμβο της Χέπμπορν (και σίγουρος ότι θα φθάσει ως τα Οσκαρ), έπεισε τους παραγωγούς να βάλουν το όνομά της συμπρωταγωνίστριάς του πάνω από τον τίτλο της ταινίας.

Οσο για τον ίδιο τον Πεκ, έπαιξε στην ταινία μόνον αφότου ο Κάρι Γκαρντ αρνήθηκε διότι θεώρησε ότι ήταν πολύ μεγάλος για παρτενέρ της Χέπμπορν. Οταν όμως ο Πεκ πήγε στη Ρώμη βρισκόταν σε βαθιά κατάθλιψη λόγω του πρόσφατου χωρισμού του από την πρώτη σύζυγό του, Γκρέτα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ωστόσο ερωτεύθηκε τη Γαλλίδα Βερονίκ Πασανί την οποία αργότερα παντρεύτηκε και έζησε μαζί της ως τον θάνατό του το 2003.

Η ταινία «Διακοπές στη Ρώμη» προβάλλεται στις αίθουσες ΑΘΗΝΑΙΑ, ΑΝΕΣΙΣ και ΘΗΣΕΙΟΝ

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Ο ΠΡΩΤΑΡΗΣ

Ο ΠΡΩΤΑΡΗΣ
(The Graduate)

Σκηνοθεσία: Μάικ Νίκολς
Σενάριο: Calder Willingham και Buck Henry
πάνω στο best seller του Charles Webb (Τσάρλς Γουέμπ)
Φωτογραφία: Robert Surtees
Μουσική: Σάιμον & Γκρανφάκελ
Παίζουν: Ντάστιν Χόφμαν, Ανν Μπάκφορντ, Καταρίνα Ρός, Ουίλιαμ Ντάνιελς, Μάρευ Χάμιλτον,
Έτος παραγωγής: 1967
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Γλώσσα: Αγγλικά
Έγχρωμο
Διάρκεια: 105’

Υπόθεση:
«Ο πρωτάρης», η ιστορία της θρυλικής αυτής ταινίας του 1967, φαίνεται ακραία εκ πρώτης όψεως, όμως είναι βγαλμένη απ’ τη ζωή: η μύηση ενός νέου άντρα , που μόλις αποφοίτησε από το κολλέγιο , στον έρωτα από μια μεγαλύτερή του γυναίκα – μεγαλύτερη αλλά που διατηρεί την ομορφιά και τη γοητεία της. Φυσικά, το «στόρι» του «Πρωτάρη» έχει την ιδιαιτερότητά του: η κυρία που αποπλανεί τον Μπεν είναι σύζυγος του συνεταίρου του πατέρα του Μπεν και, το χειρότερο, μητέρα της κοπέλας που ο Μπεν ερωτεύεται τελικά.

Άποψη :
Έχουν περάσει σαράντα χρόνια, αλλά δεν έχει χάσει την αίγλη της. Και πώς θα μπορούσε; Ντάστιν Χόφμαν, μουσική των Σάιμον και Γκαρφάνκελ, σκηνοθεσία του Μάικ Νίκολς και, το καλύτερο: η αθάνατη Αν Μπάνκροφτ. Η κινηματογραφική «Mrs Robinson», η οποία ξελογιάζει τον νεαρό Μπέντζαμιν Μπράντοκ – τον νεότατο, τότε, Ντάστιν Χόφμαν. Ποιος μπορεί να λησμονήσει τις υποβλητικές εκείνες σκηνές με τον Ντάστιν Χόφμαν να μελαγχολεί στην πισίνα του σπιτιού του ή μπροστά στο ενυδρείο του; Να μοιάζει σαν χαμένος ανάμεσα στους φίλους των γονιών του και, βέβαια, μπροστά στην κυρία Ρόμπινσον; Σε μία από τις πλέον κλασικές σκηνές, η κυρία Ρόμπινσον αρχίζει να γδύνεται κι εκείνος τη ρωτάει αν πρέπει να κάνει κάτι. «Μπορείς να κοιτάζεις», αποκρίνεται εκείνη. «Α, εντάξει, σας ευχαριστώ», προσθέτει εκείνος, σταυρώνοντας τα χέρια του. Και, φυσικά, η ταινία είναι αλησμόνητη και για την υπνωτιστική μουσική των Σάιμον και Γκαρφάνκελ.

Tips:
· Το βιβλίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.

· Ο Τσαρλς Γουέμπ είναι διάσημος και γιατί κάποτε η σύζυγός του, η Εύα, έβγαινε στην πόρτα για να χαιρετήσει τους γείτονες... ολόγυμνη. Όμως ο κυριότερος λόγος για τον οποίο θα μείνει στην ιστορία, τουλάχιστον του κινηματογράφου, είναι γιατί έγραψε τον «Πρωτάρη», το μυθιστόρημα πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το σενάριο της θρυλικής ταινίας.

· Διευθυντής φωτογραφίας ο Robert Surtees που πήρε το Oscar με το «Μπεν Χούρ»

· Η ταινία γυρίστηκε το 1967 από τον Μάικ Νίκολς, με παραγωγό τον Τζόζεφ Λιβάιν, που αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου μόλις προς 20.000 δολάρια και έδωσε ακόμα 10.000 στο συγγραφέα, όταν ο «Πρωτάρης» έσπασε ταμεία, κάτι που ενόχλησε τον Γουέμπ, ο οποίος δήλωνε τότε ότι η διασημότητα τον αποσπούσε από τη δημιουργική δουλειά του. Από τα παραλειπόμενα του «Πρωτάρη», ότι ο Μπακ Χένρι και ο Κάλντερ Γουίλινγκτον (που έγραψαν το σενάριο και εμφανίστηκαν στην ταινία ως εργαζόμενοι στο ξενοδοχείο όπου η Αν Μπάνκροφτ ως κυρία Ρόμπινσον αποπλανεί τον ήρωα) χρησιμοποίησαν στην ταινία ατόφιους τους διαλόγους από το βιβλίο και ακόμα ότι ο ένας από τους δυο γιους του Γουέμπ μαγείρεψε και έφαγε επί σκηνής... μια κόπια της ταινίας με σάλτσα από βατόμουρα.

· Για το ρόλο του Χόφμαν είχε προταθεί αρχικά ο Γουόρεν Μπίτι, που απέρριψε όμως την πρόταση γιατί τότε γύριζε το «Μπόνι και Κλάιντ». Επόμενος, υποψήφιος ήταν ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, αλλά τόσο αυτός όσο και ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς, συμφώνησαν πως χρειαζόταν κάποιος όχι και τόσο σίγουρος για τη σεξουαλικότητά του.

· Οι πρώτες που έκαναν δοκιμαστικά για το ρόλο της Ιλέιν, τον οποιό πήρε τελικά η Κάθριν Ρος, ήταν η Νάταλι Γουντ και η Σάλι Φιλντ.

· Η αρχική σκέψη για το ρόλο της κυρίας Ρόμπινσον ήταν να προταθεί στη Μέριλιν Μονρόε. Αντιθέτως προτάθηκε στην Πατρίτσια Νιλ που αρνήθηκε, όπως και η Ντόρις Ντέι.

· Όταν γυριζόταν η ταινία, ο Χόφμαν, που θα έπαιζε έναν 21χρονο απόφοιτο κολεγίου, ήταν 29 χρόνων, η Μπάνκροφτ που ο ρόλος την ήθελε 40άρα, ήταν 35 χρόνων και η Ρος 26 χρόνων.

· Στα ατού της ταινίας και η μουσική της, από τους Σάιμον και Γκαρφάνκελ, που με το «Mrs. Robinson» έφτασαν στην κορυφή των τσαρτς το 1968, μετακινώντας στη δεύτερη θέση το «Λευκό άλμπουμ» των Μπιτλς.

· Και οι τρεις τελικοί πρωταγωνιστές της ταινίας προτάθηκαν για Οσκαρ. Τελικά το χρυσό αγαλματάκι κέρδισε ο Μάικ Νίκολς για τη σκηνοθεσία.


Βραβεία- Συμμετοχές :
Oscar σκηνοθεσίας
7 υποψηφιότητες για Oscar
5 Χρυσές Σφαίρες
5 Βραβεία BAFTA
1 Grammy για το τραγούδι
Βραβείο της Ένωσης Αμερικάνων συγγραφέων για το σενάριο
Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Νέας Υόρκης για την σκηνοθεσία

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

η Λυσσασμένη Γάτα

η Λυσσασμένη Γάτα
(CAT ON A HOT TIN ROOF)


Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Μπρούκς
Σενάριο: Ρίτσαρντ Μπρούκς και Τζέημς Πόε
πάνω στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Τεννεσί Ουίλιαμς
Φωτογραφία: Ουίλιαμ Ντάνιελς
Παίζουν:
Ελίζαμπεθ Τέηλορ
Πώλ Νίουμαν
Τζακ Κάρσον
Τζούντιθ Αντερσον

Έτος παραγωγής: 1958
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Γλώσσα: Αγγλικά
Έγχρωμο
Διάρκεια: 108΄
Ήχος: mono
Εικόνα: Flat
Κατάλληλο




Υπόθεση:
Η «Λυσσασμένη Γάτα» (1954) εκτυλίσσεται ένα βράδυ στο αρχοντικό ενός μεγαλοκτηματία του Μισισιπή, όπου η οικογένεια ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 65 και τελευταία γενέθλια του πατέρα. Ο Big Daddy, κατά ειρωνικό τρόπο ο πιο ζωντανός χαρακτήρας του έργου, βρίσκεται στα τελευταία στάδια καρκίνου, όμως ανίδεος για το τέλος που ζυγώνει, προσπαθεί ακόμη να τα βρει με τον αγαπημένο δευτερότοκό του, γνωστό γόη και αθλητή, παντρεμένο με την Μάγκι. Οι σχέσεις των δύο αντρών είναι οριακές και η γριφώδης σιωπή του γιου δεν βοηθάει αντίθετα φτάνει στα όρια του τον τελματωμένο γάμο του. Οι δύο νύφες της οικογένειας εκδηλώνουν ανοιχτά την πρόθεσή τους να διεκδικήσουν, καθεμία για λογαριασμό της οικογένειάς της, το μεγαλύτερο κομμάτι της περιουσίας. Η μεν στηρίζεται στα πολλά παιδιά που έχει. Η "Μάγκι, η Γάτα" κρατά κρυφό το γεγονός ότι δεν έχει την παραμικρή ερωτική επαφή με το σύζυγό της.

Άποψη :
Όλα είναι σε γύψο: πόδι, πέος, ψυχή. Τόσο πιο βίαιο μοιάζει το ξέσπασμά του στο τέλος, που ξεσκίζει τον ιστό της υποκρισίας ετών, φτύνοντας αλήθειες που σκοτώνουν. Εσωστρέφεια, θυμός, πόθοι σκοτεινοί και αδυσώπητοι, περιουσιακές ίντριγκες, χαμηλοί φωτισμοί, υγρασία και ιδρώτας, σκιές, κρυφακούσματα πίσω από τζαμόπορτες, αδιάκριτα πηγαιν'-έλα, και το αλκοόλ καταφύγιο από την πιεστική πραγματικότητα. Δυο μεγάλοι σταρ σε ένα έργο που μας αφορά μέχρι σήμερα.

Tips:
Λέγεται ότι την εποχή κατά την οποία η ταινία προβαλλόταν στις αίθουσες, ο Τενεσί Ουίλιαμς στεκόταν έξω από τους κινηματογράφους και απέτρεπε τον κόσμο, λέγοντας "Μην το δείτε, δεν είναι αυτό το έργο μου". Όμως, ούτε οι διαμαρτυρίες του ούτε οι κριτικές που επισήμαναν την αλλοίωση του πρωτοτύπου στάθηκαν εμπόδιο. Το "Cat On A Hot Tin Roof" ("Γάτα σε πυρωμένη τσίγκινη σκεπή" η ακριβής μετάφραση) ήταν μέσα στα δέκα πρώτα σε εισπράξεις φιλμ της χρονιάς και υποψήφιο για έξι Όσκαρ. Πρόκειται για διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου που μένει πιστή στο βασικό στόρι (οικογενειακή υποκρισία, απληστία, αποξένωση), αλλά απαλύνει τις αιχμές, φροντίζοντας παράλληλα να καλύψει ένα βασικό στοιχείο της υπόθεσης, καθώς το Χόλιγουντ δεν επέτρεψε στον Πολ Νιούμαν να υποδυθεί τον ομοφυλόφιλο που κρύβεται πίσω από ένα γάμο. Κατά τα άλλα, το καστ είναι τέλειο. Η Τέιλορ ηλεκτρίζει στο ρόλο της Μάγκι, ο Μπερλ Αϊβς είναι ο τέλειος πάτερ φαμίλιας του αμερικανικού Νότου, ενώ εξαιρετικοί είναι και οι υπόλοιποι χαρακτήρες, από τη συμβιβαστική μάνα έως την άπληστη νύφη που γεννοβολά διαρκώς για να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο στην περιουσία.

Βραβεία- Συμμετοχές :
Υποψήφιο για 6 Oscar.
Βραβείο γυναικείας ερμηνείας στην Ελίζαμπεθ Τέηλορ στα Laurel Awards

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

ο Δεσμώτης του Ιλίγγου (Vertigo ) του Αλ. Χίτσκοκ

Η καλύτερη ταινία όλων των εποχών
Δεσμώτης του Ιλίγγου
(VERTIGO)


Σκηνοθεσία: Αλφρεντ Χίτσκοκ
Σενάριο : Alec Coppel και Samuel A. Taylor από το μυθιστόρημα των Pierre Boileau και Thomas Narcejac "D'Entre Les Morts"
Φωτογραφία: Ρόμπερτ Μπέρκς
Μουσική: Μπέρναρ Χέρμαν
Παίζουν: Τζεημς Στίουαρτ Κίμ Νόβακ
Έτος παραγωγής: 1958
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Γλώσσα: Αγγλικά
Έγχρωμο
Διάρκεια: 129΄


Υπόθεση:
Όλος ο Χίτκσοκ σε δύο ώρες. Ρομαντικός, κλειστοφοβικός, ψυχωτικός, διατροφικός, φετιχιστής, έμμονο-ληπτικός, νεκροφιλικός, σουρεαλιστής, βίαιος, μελαγχολικός, τελειομανής και στο απόγειο της τεχνικής του.
Ενας αστυνομικός του Σαν Φρανσίσκο, ο Σκοτ Φέργκιουσον, φεύγει από το Σώμα λόγω της υψοφοβίας του. Ένας παλιός του φίλος και εφοπλιστής, τον προσλαμβάνει για να παρακολουθεί την νευρωτική, με τάσεις αυτοκτονίας, γυναίκα του, Μαντλέν (η Κιμ Νόβακ ξανθιά). Ο αστυνομικός την ερωτεύεται, αλλά αδυνατεί να την σώσει όταν αυτή επιχειρεί ένα πήδημα θανάτου από... ψηλά. Καιρό μετά, κι ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τις εμμονές του, θα ξανασυναντήσει την νεκρή του αγάπη στο πρόσωπο της μελαχρινής Τζούντι (η Κιμ Νόβακ σε διπλό ρόλο).
Το φιλμ του Hitchcock είναι μια περίπλοκη πραγματεία πάνω στην ζωή και στον θάνατο, στην πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων ψυχώσεων και στα ακαθόριστα κίνητρα μιας παθιασμένης αγάπης. Κατ’ αρχάς σε μια πρώτη ανάγνωση το φιλμ είναι μια ιστορία μυστήριου. Διαθέτει αναμφισβήτητα όλες τις χάρες ενός καλογυρισμενου αστυνομικού θρίλερ, με μια σειρά ανατροπών σε ανιούσα κλίμακα και σωστή δοσολογία σασπένς.

Μια Άποψη :
Το Vertigo κατ’ αρχάς πραγματεύεται την ανθρώπινη αδυναμία. Είτε αυτή εκφράζεται μέσα από φοβίες, είτε μέσα από ψυχωτικές καταστάσεις, από την παθιασμένη αγάπη η και από τον φόβο. Απ’ όπου κι αν πηγάζει και όπως κι αν εκφράζεται, αυτή είναι το θέμα που προσεγγίζει με ψυχαναλυτική διάθεση ο μεγάλος auteur. Η ταινία είναι ενοχλητικά κοντά στο να αποτελεί μια αλληγορική βιογραφία του δημιουργού της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα στον ρόλο που ερμηνεύει θαυμάσια ο βετεράνος James Stewart ενσωματώνονται στοιχειά της αλλόκοτης προσωπικότητας του σκηνοθέτου που εγείρουν ζητήματα μισογυνισμού, μετενσάρκωσης, υποκειμενικής θεώρησης της απόλυτης αγάπης που ορισμένες φόρες αγγίζει και την νεκροφιλία.
Ο Hitchcock δομεί την σχέση του πρωταγωνιστή με την Novak ακριβώς πάνω στα χνάρια των σχέσεων που ανέπτυσσε ο ίδιος με τις πρωταγωνίστριες του. Η σχέση του Πυγμαλιωνα με το δημιούργημα του είναι σαφής όπως επίσης και η εσωτερική διαδρομή προς το έρεβος, που διανύει ο Stewart, σας άλλος Ορφέας που ψάχνει την Ευρυδίκη του, προκειμένου να αποκτήσει τελικά αυτό που ο ίδιος θεωρούσε υπαρκτό και πραγματικό. Την τέλεια γυναίκα.
Η τέλεια γυναίκα εδω, ενσαρκώνεται από την Novak – αρχικά ο ρόλος προοριζόταν για την Miles και το γεγονός ότι δεν ήταν διαθέσιμη έκανε τον Hitchcock να χάσει προς στιγμήν το ενδιαφέρον του για το φιλμ- και είναι ο αντικειμενικός πόθος πρωταγωνιστου και σκηνοθέτη. Η ψυχρή ξανθιά με την εύπλαστη προσωπικότητα, έρμαιο στα χέρια του Πυγμαλιωνα της είναι το ζητούμενο του σκηνοθέτη που το γύρεψε μέσα σε πλειάδα πρωταγωνιστριών όπως η Novak, η Miles, η Hendren και η λατρεμένη του Grace Kelly.
Το στήσιμο της πρωταγωνίστριας και οι ατέλειωτες λήψεις προφίλ συνιστούν μέρος της ολοκληρωτικής εμμονής και της σεξουαλικής παθολογίας του Hitchcock που αφήνουν να διαφανούν ψήγματα μισογυνισμού σχεδόν σε όλες του τις ταινίες. Η γυναίκα αυτή, θύμα του ρομαντικού ιδεαλισμού, θυσιάζει την προσωπικότητα της ακόμη και το παρουσιαστικό της προκειμένου να ταιριάξει στην εικόνα που έχει στο μυαλό του ο πρωταγωνιστής και στην ουσία γίνεται το κλειδί όλης της υπόθεσης. Αυτή θα απελευθερώσει τον Stewart από τις εμμονές του η θα το οδηγήσει στην απόλυτη υποταγή του σε αυτές.
Στον αντίποδα; Η παρουσία της Barbara Bel Geddes, το ειδος της γυναίκας που αφήνει αδιάφορο τον σκηνοθέτη, και λειτουργεί ως φωνή λογικής μέσα στην δίνη του παραλόγου.
O Hitchcock στήνει ένα παιχνίδι σε αυτό το φιλμ, μέσα από την αντιπαράθεση της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας. Στην πραγματικότητα μας εμπαίζει. Καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας δεν μπορούμε ουσιαστικά να ξεχωρίσουμε πότε είμαστε θεατές των γεγονότων και πότε αποτελούμε μέρος των παραισθήσεων του πρωταγωνιστή. Η ατμόσφαιρα και η ερμηνεία του Stewart μας παρασύρει σε βαθμό που βιώνουμε τον πόνο του πρωταγωνιστή ο όποιος με μια δονκιχωτική διάθεση προσπαθεί να λάβει απαντήσεις σε δυο επίπεδα. Το πρώτο αφόρα το αστυνομικό μέρος της υπόθεσης και το δεύτερο αφόρα τις προσωπικές του αγωνίες και το κυνήγι χιμαιρών που έχει εξαπολύσει και που όπως εύστοχα παρατηρεί ο ίδιος ο Hitchcock αποτελεί μια έκφραση νεκροφιλίας.

Το τέλος της ταινίας είναι μεγαλειώδες. Η ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή έχει παρουσιαστεί ολοκληρωμένα, όχι όμως και οι περαιτέρω διαθέσεις του. Τι θα πράξει από άδω και εξής; Θα λυτρωθεί η θα επαναλάβει το ίδιο μοτίβο σχέσης μέσα στην παραζάλη του;



Tips:
Ο Alfred Hitchcock συζητά για το Vertigo με τον Francois Truffaut

Alfred Hitchcock: Με ενδιέφεραν οι προσπάθειες του ήρωα να ξαναπλάσει μια γυναίκα από την εικόνα μιας νεκρής. Όπως ξέρετε, αυτή η ιστορία χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος φτάνει μέχρι το θάνατο της Μάντλεν, που πέφτει από το καμπαναριό. Το δεύτερο αρχίζει όταν ο ήρωας συναντά την καστανή κοπέλα, την Τζούντι, που μοιάζει στη Μάντλεν. Στο βιβλίο, στην αρχή του δευτέρου μέρους, ο ήρωας συναντά την Τζούντι και την υποχρεώνει να μοιάσει όλο και περισσότερο στη Μάντλεν. Μόνο στο τέλος μαθαίνουμε πως ήταν η ίδια γυναίκα. Είναι ένα φινάλε-έκπληξη. Στην ταινία δούλεψα διαφορετικά. Όταν αρχίζει το δεύτερο μέρος, με τη συνάντηση του James Stewart (Τζέιμς Στιούαρτ) με τη καστανή κοπέλα, αποφάσισα να αποκαλύψω αμέσως την αλήθεια, αλλά μόνο στο θεατή. Όλοι εναντιώθηκαν σε αυτή τη αλλαγή, γιατί πίστευαν πως αυτή η αποκάλυψη έπρεπε να γίνει στο τέλος της ταινίας. Φαντάστηκα πως ήμουν παιδί, καθισμένος στα γόνατα της μαμάς μου, που μου διηγείται την ιστορία. Όταν η μαμά σταματά να διηγείται, το παιδί ρωτά πάντα. “Και μετά”. Έβρισκα πως στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, όταν ο ήρωας συναντά την καστανή, δεν δίνεται η αίσθηση ότι κάτι θα συμβεί στη συνέχεια. Με τη δική μου λύση, το παιδί ξέρει πως η Μάντλεν και η Τζούντι είναι το ίδιο πρόσωπο κι έτσι ρωτά τη μαμά του:
“Κι ο James Stewart δεν το ξέρει;”
-“Όχι”.
Φτάσαμε λοιπόν, στο συνηθισμένο δίλημμά μας: σασπένς ή έκπληξη;
(..) Όμως το κοινό ξέρει την αλήθεια κι έτσι δημιουργήσαμε ένα σασπένς στο ερώτημα: Πως θα αντιδράσει ο James Stewart όταν ανακαλύψει πως η Τζούντι είναι η Μάντλεν και ότι του είπε ψέματα;
Αυτή είναι η κύρια σκέψη μας. Προσθέτω ότι στην ταινία υπάρχει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον, γιατί γίνεται εμφανής η αντίδραση της Τζούντι να μοιάσει στη Μάντλεν. Στο βιβλίο έχουμε μια κοπέλα που αρνείται να μοιάσει σε κάποια άλλη, κι αυτό είναι όλο. Στην ταινία έχουμε μια γυναίκα που καταλαβαίνει πως αυτός ο άντρας σιγά σιγά την ξεμασκαρεύει. Να η πλοκή.
Υπάρχει και μια άλλη πλευρά, που θα την ονόμαζα “ψυχολογικό σεξ”. Είναι η θέληση αυτού του ανθρώπου να αναπλάσει μια σεξουαλική εικόνα. Για να πω απλά, αυτός ο άνθρωπος θέλει να κάνει έρωτα με μία νεκρή, είναι περίπτωση καθαρής νεκροφιλίας.

Francois Truffaut: Πράγματι, οι σκηνές που προτιμώ είναι εκείνες όπου ο James Stewart οδηγεί την Τζούντι στη μοδίστρα για να της αγοράσει ένα ταγιέρ παρόμοιο με εκείνο που φορούσε η Μάντλεν, είναι η φροντίδα με την οποία διαλέγει τα παπούτσια, σαν μανιακός...
Alfred Hitchcock:Αυτή είναι η βασική κατάσταση της ταινίας. Κινηματογραφικά, όλες τις προσπάθειες του James Stewart να αναπλάσει τη γυναίκα, τις δείχνουμε σαν να προσπαθεί να τη γδύσει μάλλον, παρά να την ντύσει. Και η σκηνή που ένιωθα περισσότερο είναι όταν η κοπέλα εμφανίζεται με τα μαλλιά της βαμμένα ξανθά. Ο James Stewart δεν μένει τελείως ικανοποιημένος, γιατί δεν τα ’χει δεμένα κότσο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως είναι σχεδόν ολόγυμνη μπροστά του, αλλά ακόμα αρνιέται να βγάλει το κιλοτάκι της.
(...) Θα θυμάστε πως στο πρώτο μέρος, όταν ο James Stewart ακολουθούσε τη Μάντλεν στο νεκροταφείο, τα πλάνα την έδειχναν μυστηριώδη γιατί χρησιμοποιούσαμε φίλτρα ομίχλης. Έτσι είχαμε ένα πράσινο χρωματικό εφέ πάνω από τη λάμψη του ήλιου. Αργότερα , όταν ο James Stewart συναντά την Τζούντι, την έβαλα να μένει στο ξενοδοχείο Εμπαίρ, στην Πόστ Στριτ, γιατί στην πρόσοψη αυτού του ξενοδοχείου, υπάρχει ένα πράσινο νέον που αναβοσβήνει ασταμάτητα. Έτσι μπόρεσα να δημιουργήσω χωρίς τέχνασμα το ίδιο μυστήριο γύρω από την κοπέλα, τη στιγμή που βγαίνει από το μπάνιο. Το πράσινο νέον τη φωτίζει και είναι πραγματικά σαν να επιστρέφει από τους νεκρούς.(...).
Francois Truffaut: Υπάρχει στο Vertigo (Δεσμώτη του Ιλίγγου) μια κάποια βραδύτητα, ένας ρυθμός παρατήρησης, που δεν τον συναντάμε στις άλλες ταινίες σας, που συνήθως βασίζονται στην ταχύτητα, στο αστραπιαίο.
Alfred Hitchcock: Πολύ σωστά, αλλά αυτός ο ρυθμός είναι εντελώς φυσικός γιατί αφηγούμαστε την ιστορία από τη σκοπιά ενός συναισθηματικού ανθρώπου. Σαν άρεσε το παραμορφωτικό εφέ όταν ο James Stewart κοιτάζει στο κλιμακοστάσιο του καμπαναριού. Ξέρετε πώς το κάναμε;
Francois Truffaut: Φαντάστηκα πως ήταν ένα τράβελινγκ προς τα πίσω σε συνδυασμό με ένα ζουμ προς τα εμπρός, έτσι είναι;
Alfred Hitchcock: Πράγματι. Λύσαμε αυτό το πρόβλημα χρησιμοποιώντας Ντόλυ και ζουμ ταυτόχρονα. Τους ρώτησα πόσο θα μου κόστιζε και μου απάντησαν “πενήντα χιλιάδες δολάρια”, γιατί θα έπρεπε να βάλουμε την κάμερα ψηλά στο κλιμακοστάσιο και να φτιάξουμε ένα ολόκληρο σύστημα που θα την ανύψωνε, θα την κρατούσε στο κενό, με κάποιο κατάλληλο αντίβαρο κ.λ.π. Τότε τους είπα “Δεν υπάρχουν ηθοποιοί σ’ αυτή τη σκηνή, είναι ένα υποκειμενικό πλάνο. Γιατί να μην φτιάξουμε σε μακέτα ένα κλιμακοστάσιο, να βάλουμε τη μακέτα οριζόντια στο έδαφος και να κάνουμε τα τράβελινγκ-ζουμ που θέλουμε;”. Έτσι μου κόστισε μόνο δεκαεννέα χιλιάδες δολάρια.
Francois Truffaut: Ε, έχει διαφορά! Νιώθω πως αγαπάτε ιδιαίτερα αυτή την ταινία, έτσι δεν είναι;
Alfred Hitchcock:Δεν μου αρέσει το κενό που υπάρχει στην ιστορία. Πώς ο άντρας που έριξε τη Μάντλεν από το καμπαναριό, ήξερε πως ο James Stewart δεν μπορούσε να ανέβει τις σκάλες; Μόνο και μόνο επειδή έπασχε από υψοφοβία. Δεν μπορούσε να είναι τελείως σίγουρος.
Francois Truffaut: Συμφωνώ, αλλά μου φάνηκε πως το δώσατε μ’ ένα πολύ πειστικό τρόπο....Από ό,τι ξέρω, η ταινία δεν ήταν ούτε επιτυχία ούτε αποτυχία..
Alfred Hitchcock: Απλώς κάλυψε τα έξοδα της.
Francois Truffaut: Τη θεωρείτε λοιπόν αποτυχία;
Alfred Hitchcock: Μάλλον ναι. Ξέρετε πως ένα από τα ελαττώματα μας όταν μια ταινία δεν πάει καλά, είναι να κατηγορούμε το γραφείο διανομής. Για να σεβαστούμε, λοιπόν, το έθιμο, ας πούμε πως η ευθύνη είναι του γραφείου διανομής.

(απο το βιβλίο Χίτσκοκ-Φρανσουά Τρυφώ, μετάφραση Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, εκδόσεις Υψιλον, 1986)


Βραβεία- Συμμετοχές :

Υποψήφια για 2 Oscar
Καλύτερη ταινία από την Ένωση Κριτικών Νέας Υόρκης
Νο 1 ταινία από τους συντάκτες του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ
Νο 2 καλύτερη ταινία όλων των εποχών από την Παγκόσμια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου

Ο Δημήτρης Δανίκας για το Vertigo του Χίτσκοκ


Μέσα στις δέκα πιο αγαπημένες μου όλων των εποχών. Με την πιο θεσπέσια ξανθιά όλων των ξανθιών. Με το άγγιγμα του Χίτσκοκ πριν από μισό αιώνα. Με μια απίστευτη δημιουργική σύνθεση μελοδράματος, σασπένς, ψυχανάλυσης και αλληγορίας. Με το «Vertigo» λοιπόν.
Το αριστούργημα το χιτσκοκικό και θεϊκό. Να είστε βέβαιοι. Και πάλι θα το ξαναδώ! Ξεπερνάει το μυαλό. Μελόδραμα ερωτικό. Ταυτόχρονα το παιχνίδι της πραγματικότητας με το φαντασιακό. Ταυτόχρονα αγωνία μέχρι το τελευταίο λεπτό. Και ταυτόχρονα μια ιστορία που σε καθηλώνει από την αρχή μέχρι το φινάλε το ανατρεπτικό.
Οι «ένοχοι» με την εξής σειρά, από κάτω προς τα πάνω:
Πρώτα το μυθιστόρημα «D΄ Εntre Les Μorts».
Ύστερα το σενάριο των Άλεκ Κόπελ και Σάμιουελ Τέιλορ.
Στη συνέχεια η φωτογραφία του Ρόμπερτ Μπερκς.
Ακόμα, η μουσική του Μπέρναρ Χέρμαν που τυλίγει το πεντάγραμμο γύρω από την ανάσα του θεατή.
Και στο τέλος και αφού έχουν προηγηθεί όλοι οι συντελεστές- μακιγιέρ, κομμωτές, ενδυματολόγοι και φυσικά η Κιμ Νόβακ μόλις 25 ετών και ο Τζίμι Στιούαρτ- τότε ακριβώς στην κορυφή ο αρχιμάστορας όλων των εποχών, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ χωρίς αναισθητικό.
Εξωτερικά, εκ πρώτης όψεως μια πρωτότυπη ερωτική ιστορία βουτηγμένη στο θρίλερ, το μυστήριο, τη γοητεία και το σασπένς.
Εσωτερικά πλήθος τα επίπεδα, οι αναγωγές, οι αναφορές. Από το κοινωνικό σχόλιο μέχρι την ψυχανάλυση και από την ψυχανάλυση μέχρι τον ερωτισμό. Το Αmerican Cinema on the Τop. Παράδειγμα ο χαρακτήρας του Τζίμι Στιούαρτ, δηλαδή του Σκοτ Φέργκιουσον. Γιατί μπάτσος; Επειδή δουλειά του είναι να εισχωρεί στις πιο απόκρημνες πλευρές της καθημερινής πραγματικότητας. Τότε γιατί φοβάται το ύψος; Ακριβώς γι΄ αυτό. Επειδή φοβάται να συναντηθεί, να κατανοήσει και να αποκρυπτογραφήσει την πραγματικότητα. Όλα εξηγούνται με τον ορθολογισμό και τη διαλεκτική. Όλα. Ο Τζίμι Στιούαρτ λοιπόν είναι ο ζωντανός ορισμός της αυτοαναίρεσης της επαγγελματικής του ιδιότητας. Είναι και ταυτόχρονα δεν είναι. Κρατήστε το αυτό.
Αφού λοιπόν θέλει να «δει» αλλά δεν μπορεί, με το βάθος της πραγματικότητας να συναντηθεί, ε τότε εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί. Έτσι για να μην γκρεμιστεί- βλέποντας από πάνω προς τα κάτω, δηλαδή από το φαίνεσθε στο είναι- καταφεύγει στη σκηνοθεσία τη φαντασιακή. Ο χαρακτήρας του Τζίμι Στιούαρτ είναι ακριβώς αυτός του σκηνοθέτη μιας φανταστικής, επινοημένης ιστορίας. Κρατήστε το κι αυτό. Η Μαντλέν, δηλαδή η Κιμ Νόβακ σε φόρμα μοναδική, είναι το δόλωμα και το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του Τζίμι Στιούαρτ. Πώς εξηγείται αυτό; Απλό. Από τη συνεχή παρακολούθηση του επιφαινόμενου της πραγματικότητας. Όπως ο θεατής έτσι κι αυτός. Βυθίζεται σ΄ αυτό. Με το μυαλό του φτιάχνει μελόδραμα υποκειμενικό, δηλαδή ουτοπικό. Παρεμπιπτόντως οι σκηνές αυτές συγκαταλέγονται μέσα στις κορυφαίες στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Εκείνος βλέπει ό,τι η Μαντλέν θέλει να του αποκαλύψει. Το βλέμμα του Τζίμι Στιούαρτ είναι ο φακός του Χίτσκοκ. Η Μαντλέν είναι το δόλωμα του βλέμματος του Χίτσκοκ. Και ο Στιούαρτ και ο θεατής παραπλανημένοι, παγιδευμένοι και οι δυο. Ο Στιούαρτ από τη Μαντλέν.
Ο θεατής και από τους δύο.
Ο Χίτσκοκ παραπλανά και τους τρεις.
Αυτή η μαγεία η κινηματογραφική.
Αυτή η μυστήρια η ευλογία η καλλιτεχνική!
Έτσι ο Στιούαρτ, όπως ο θεατής, μπερδεύει το ρηχό και το επιφαινόμενο με το βάθος το απροσμέτρητο και το εφιαλτικό.
Έτσι ερωτεύεται τη Μαντλέν.
Κι έτσι στην πραγματικότητα ερωτεύεται «αυτό» που ο ίδιος είναι.
Το πάθος, την ουτοπία, την οφθαλμαπάτη, τη φενάκη.
Ο άνθρωπος που φοβάται να συναντηθεί με το βάθος των πραγμάτων, αρχίζει να γκρεμίζεται μέσα στο πηγάδι.
Γι΄ αυτό το μοναστήρι το Καθολικό.
Η οφθαλμαπάτη πορεύεται με τη μυθολογία.
Η μυθολογία με την ιδεοληψία.
Η ιδεοληψία με τη θρησκεία.
Κι έτσι το ένα αναιρεί το άλλο.
Ο μπάτσος τον μπάτσο.
Ο έρωτας τον έρωτα.
Το πάθος το πάθος.
Και το φαντασιακό αναιρείται από το πραγματικό.
Γι΄ αυτό ο Χίτσκοκ ενώ εξωτερικά χρησιμοποιεί το νοσηρό, το νεκροφιλικό και το φαντασιακό, στο βάθος και στο τέλος όλα αυτά τα κονιορτοποιεί. Επειδή ακριβώς ο ήρωάς του είναι ευάλωτος, επιρρεπής προς το σκηνοθετημένο και το μη πραγματικό. Η αποφυγή της πραγματικότητας- λέει ο Χίτσκοκ- καταλήγει στον ιδεαλισμό και τον ρομαντισμό. Με τη σειρά του ο ρομαντισμός σε σπρώχνει στο νοσηρό. Οι προϋποθέσεις για νεκροφιλία και αυταπάτη. Το τέλος του κατήφορου είναι ο πάτος. Βυθισμένος ο Στιούαρτ στον κόσμο που έχει φτιάξει με την αυταπάτη. Ολοσχερώς. Όταν λοιπόν συναντάει την Τζούντι, ένα πλάσμα που μοιάζει με τη νεκρή Μαντλέν σαν δυο σταγόνες νερό, πέφτει στα γόνατα, την εκλιπαρεί και στη συνέχεια αρχίζει να τη μεταμορφώνει. Να μοιάσει η Τζούντι με τη Μαντλέν. Να μεταφέρει την πραγματικότητα στον δικό του κόσμο τον φανταστικό. Το υποκειμενικό να γίνει αντικειμενικό. Ο νεκρός ζωντανός. Η νεκροφιλία υποκατάστατο της σαρκικής, ερωτικής σχέσης. Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. Η διαδικασία σε διπλή, αντιθετική πορεία. Ο Στιούαρτ σε καθοδική γραμμή. Από τα πάνω προς τα κάτω. Από τη Γη στον τάφο. Ο θάνατος καταφθάνει από κάθε πλευρά. Από την αδυναμία του να κοιτάξει προς το βάθος. Από την επαγγελματική του ανεπάρκεια. Από την ιδεοληψία του την ερωτική. Αόρατες σφαίρες τον πλήττουν αλλά εκείνος εκεί. Ακάθεκτος στην ίδια ρομαντική φυγή.
Η δεύτερη πορεία, η σκηνοθετική, σε διαφορετική τροχιά. Από τα κάτω προς τα πάνω. Ο θεατής παγιδευμένος στο βλέμμα του Τζίμι Στιούαρτ, βλέπει ό,τι εκείνος θέλει να δει. Ο πλήρης ορισμός της κινηματογραφικής παγίδας.
Ο Χίτσκοκ θέτει όλες τις παραμέτρους του μελοδράματοςκαι ταυτόχρονα τις αναιρεί. Απίστευτο αλλά αληθινό. Και το υποστηρίζει με καλλιτεχνική μαγεία μοναδική. Παράδειγμα η Κιμ Νόβακ. Ο απόλυτος ορισμός της κατασκευασμένης ομορφιάς. Μάρμαρο σμιλεμένο με θεϊκή πνοή. Η παγίδα του Στιούαρτ, δηλαδή του θεατή. Θεσπέσια, καλλίγραμμη, αισθησιακή και ταυτόχρονα απόμακρη και «νεκρή». Η περιφορά μιας ζωντανής κούκλας σε μια χαοτική ιστορία. Η συμμετρία μέσα στην ασυμμετρία.
Αντίθετα, μονοδιάστατος ο ρόλος του Τζίμι Στιούαρτ. Δεδομένος και γι΄ αυτό προβλεπόμενος και χαμένος. Έτσι η κόντρα ανάμεσα σ΄ αυτό που φαίνεται και σ΄ αυτό που είναι μεταφέρεται στη σχέση των δύο προσώπων. Ο Στιούαρτ ερωτεύεται την άψυχη ομορφιά. Όμως η άψυχη ομορφιά είναι επικίνδυνη γιατί είναι φτιαγμένη για να παραπλανά. Άρα η εικονική πραγματικότητα είναι παγίδα και φραγή. Για να ολοκληρώνω.
Το «Vertigo» («Δεσμώτης του ιλίγγου») είναι αυτό που φαίνεται πως δεν είναι. Είναι μελόδραμα αλλά στο βάθος θρίλερ. Θρίλερ αλλά στο βάθος ερωτική παγίδα. Παγίδα αλλά στο βάθος ψυχανάλυση. Ψυχανάλυση αλλά στο βάθος κοινωνική αλληγορία. Μια από τις πληρέστερες σελίδες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, λέει ο Χίτσκοκ.
Όμως η ταινία του χρυσάφι ατόφιο, μοναδικό. Ευλογημένο μέχρι το τελευταίο λεπτό!
Με δυο λόγια:
Ο Σκοτ Φέργκιουσον, ένας μπάτσος συνταξιοδοτημένος επειδή φοβάται το ύψος, προσλαμβάνεται από κάποιον γνωστό του για να παρακολουθήσει τη γυναίκα του που πάσχει από μια ακατανίκητη ροπή προς την αυτοκτονία. Όσο την παρακολουθεί τόσο την ερωτεύεται. Και όσο την ερωτεύεται τόσο από την επιφάνεια των πραγμάτων παγιδεύεται. Όμως στο τέλος δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει τη Μαντλέν από την αυτοκτονία επειδή ο ίδιος πάσχει από υψοφοβία. Ύστερα από μερικούς μήνες και με καταρρακωμένο το ηθικό του πέφτει τυχαία πάνω σε μια δεύτερη γυναίκα που μοιάζει σαν δίδυμη με την πρώτη, τη νεκρή. Αυτό ήταν. Θα την πλησιάσει και θα πληρώσει για να τη μεταμορφώσει και τη Μαντλέν να νεκραναστήσει. Όμως τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται πως είναι!
«Δεσμώτης του ιλίγγου»
Μελόδραμα και θρίλερ Το αριστούργημα του Χίτσκοκ
ΒΑΘΜΟΙ = 100
(τουλάχιστον)
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 18 Ιουνίου 2009




Ο Καλός , ο Κακός κι ο ...Περίεργος



Από το σκηνοθέτη της «Γλυκόπικρης ζωής»,
ένα εκρηκτικό οριένταλ σπαγγέτι γουέστερν!
απο τις 11 Ιουνίου στους κινηματογράφους


Ο ΚΑΛΟΣ Ο ΚΑΚΟΣ ΚΙ Ο ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ
(The Good The Bad The Weird)





Σκηνοθεσία:Ji-woon Kim
Σενάριο:Ji-woon Kim , Min-suk Kim
Είδος: Δράσης, Γουέστερν, Κωμωδία
Παίζουν: Kang-ho Song(Περίεργος), Byung-hun Lee (Κακός), Woo-sung Jung (Καλός)
Διάρκεια: 120’
Χώρα: Νότιος Κορέα
Γλώσσα: Κορεάτικα
Επίσημη ιστοσελίδα:
http://www.3nom.co.kr


Ο κακός:
Ένας άντρας που παραήταν άπληστος για να είναι καλός.
Ο καλός:
Ένας άντρας που ήταν πολύ περήφανος για να είναι κακός.
Ο περίεργος:
Ένας άντρας που παραήταν τρελός για να είναι καλός ή κακός.

Η ιστορία τριών παρανόμων τη δεκαετία του 30 στη Μαντζουρία, και το ανθρωποκυνηγητό με τον ιαπωνικό στρατό, κινέζους και ρώσους ληστές.





Σαράντα χρόνια πριν, Ο καλός ο κακός κι ο άσχημος έθεσε νέα δεδομένα για τους παρανόμους, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του γουέστερν. Δεν είχαν λογαριάσει τότε τους Κορεάτες!

Σε μια έρημο της Μαντζουρίας, την ταραχώδη δεκαετία του ’30, τρεις κορεάτες συναντιούνται σε ένα τραίνο. Ο Ντο-Γον, ο Καλός, είναι ένας κυνηγός επικηρυγμένων με φονικό σημάδι. Ο Τσαν Γι, ο Κακός, είναι ένας ανελέητος αρχηγός συμμορίας με γιγαντιαίο εγωισμό Ο Τάε –Γκου, ο Περίεργος είναι ένας ταλαντούχος αλλά απρόβλεπτος ληστής που προτιμά τα σκουτεράκια από τα άλογα. Και οι τρεις θέλουν τον ίδιο χάρτη που θα τους οδηγήσει σε ένα αμύθητο θησαυρό. Μαζί με τον ιαπωνικό στρατό και ορδές παρανόμων, θα έρθουν αντιμέτωποι με κάθε πιθανό τρόπο.

Ο βραβευμένος Κιμ Τζι Γουν έχει πειραματιστεί με το φιλμ νουάρ, την κωμωδία, τις ταινίες τρόμου και τα υβρίδια τους στο παρελθόν. Τώρα δημιουργεί το Wild wild east, φορτωμένο με ατμομηχανές, ανεξέλεγκτους παρανόμους, αποθήκες οπίου και σκηνές καταδίωξης που κόβουν την ανάσα. Ακόμη όμως και με άλλη αυτή τη δράση, επικεντρώνεται στους χαρακτήρες με λεπτομερειακές και σπουδαίες ερμηνείες από τους Τζανγκ, Λι και Σονγκ.

Ο καλός, ο κακός κι ο περίεργος είναι η μεγαλύτερη κορεάτικη παραγωγή έως σήμερα κι έχει ήδη γίνει τεράστια εισπρακτική επιτυχία στην πατρίδα του.

Διακρίσεις:
Βραβείο σκηνοθεσίας Φεστιβάλ Σίτγκες
8 υποψηφιότητες στα Asian Film Awards