Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Η Σιωπή της Λόρνα των αφων Νταρντέν




(Le silence de Lorna / The silence of Lorna )

Σκηνοθεσία:
Jean-Pierre & Luc Dardenne
Σενάριο: Jean-Pierre & Luc Dardenne
Παίζουν: Αrta Dobroshi, (Lorna)
Jérémie Renier, Fabrizio Rongione, Alban Ukaj, Morgan Marinne, Olivier Gourmet
Διάρκεια: 105΄
Γλώσσα: Γαλλικά, Αλβανικά, Ρώσικα
Παραγωγή: Archipel 35, Les Films du Fleuve, Arte France Cinéma, Lucky Red (IT), RTBF
Διεθνής εκμετάλλευση: Celluloid Dreams
Βραβεία / διακρίσεις:
Βραβείο Lux του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου 2008
Βραβείο καλύτερου σεναρίου στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών
Συμμετοχή του Βελγίου στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών

Σύνοψη:
Η Λόρνα είναι μια μετανάστρια από την Αλβανία που ζει στη Λιέγη. Ονειρεύεται να ανοίξει κάποια μέρα ένα μαγαζί με τον άντρα που αγαπάει. Ο μόνος τρόπος για να μαζέψει τα απαραίτητα χαρτιά είναι ένας λευκός γάμος. Κάπως έτσι, χτυπά την πόρτα ενός μαφιόζου της περιοχής που στήνει ένα σχέδιο: Η Λόρνα παντρεύεται τον Κλωντύ, ένα νεαρό ναρκομανή που δέχτηκε το γάμο για να κερδίσει κάποια χρήματα, δεν ξέρει όμως πως αυτός αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Η Λόρνα έχει συμφωνήσει στο να κρατήσει το στόμα της κλειστό όταν η Μαφία της περιοχής θα σκηνοθετήσει το θάνατο του Κλωντύ και στο να παντρευτεί ξανά ένα Ρώσο αρχιμαφιόζο που θέλει κι αυτός με τη σειρά του να αποκτήσει τη βελγική υπηκοότητα. Τα πράγματα όμως δεν πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Κλωντύ σιγά σιγά εκδηλώνει την επιθυμία του να αποτοξινωθεί και η Λόρνα, που ήδη βασανίζεται από ενοχές, προθυμοποιείται να τον βοηθήσει και σιγά σιγά μεταστρέφεται, ακόμα και όταν η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχό της.

Βιογραφικό των σκηνοθετών
Οι αδερφοί Jean-Pierre και Luc Dardenne γεννήθηκαν στην επαρχία της Λιέγης του Βελγίου. Πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στο Seraing, μια κωμόπολη κοντά στην πόλη της Λιέγης. Ο Jean-Pierre, που γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1951 σπούδασε θέατρο, ενώ ο Luc, γεννημένος στις 20 Μαρτίου του 1954 σπούδασε φιλοσοφία. Τη δεκαετία του '70 ξεκίνησαν την παραγωγή ντοκιμαντέρ, που διαπραγματεύονταν θέματα κοινωνικού - ιστορικού ενδιαφέροντος: η επανάσταση των Πολωνών, η Αντίσταση των Βέλγων κατά τη διάρκεια του Β'.Π.Π., η γενική απεργία του 1960... Το 1975 ίδρυσαν τη δική τους εταιρεία παραγωγής Derives, που στήριξε την παραγωγή εξήντα συνολικά ταινιών τεκμηρίωσης.( Ντοκιμαντέρ) Το 1987 στρέφονται στη μυθοπλασία. Η πρώτη τους ταινία είναι το Falsch, ενώ πέντε χρόνια αργότερα ακολουθεί το «Je pense a vous». Η αναγνώριση όμως έρχεται το 1996, με την ταινία «La promesse» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Η υπόσχεση»). Εν τω μεταξύ, ιδρύουν μια νέα εταιρία παραγωγής με το όνομα «Les films du Fleuve» Το 1998, η «Ροζέττα» τους κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και χρίζεται η πρώτη βελγική ταινία που το καταφέρνει αυτό (μάλιστα η πρωταγωνίστριά τους, Emilie Dequenne, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση σε ταινία, κέρδισε το βραβείο A! Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της). Το 2002 γυρίζουν το «Le fils» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος»), άλλο ένα δράμα για τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην επαρχία του Βελγίου, που διακρίθηκε και πάλι στις Κάννες με το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού για τον Olivier Gourmet. Το 2005, η ταινία τους «L' enfant» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος») κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών,

Η δήλωση των σκηνοθετών:
«Είναι μια ταινία για μια νέα γυναίκα που έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη, κι όμως συνεχίζει να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά. Διατηρεί μια θρησκευτική πίστη απέναντι σε όλα τα πράγματα, ακόμα και αν ο Θεός είναι νεκρός. Πώς μπορεί μια γυναίκα που δεν πιστεύει στο Θεό να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά; Από πού πηγάζει αυτή η τρελή ελπίδα; Είναι παράξενη, είναι πέρα από το συνηθισμένο. Ένας χαρακτήρας μυθοπλασίας πάντα κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα.

[...] Τη Λόρνα την παίζει η Άρτα Ντομπρόσι. Ένας από τους βοηθούς μας ανέλαβε να ξεκινήσει μια οντισιόν για εκατό ηθοποιούς, επαγγελματίες και μη, στην Πρίστινα, τα Σκόπια και τα Τίρανα. Την είχαμε δει σε μια Αλβανική ταινία δύο εβδομάδες νωρίτερα. Πήγαμε να τη βρούμε στο Σεράγεβο, όπου ζούσε, και την τραβήξαμε με μίνι DV για μια ολόκληρη μέρα. Την τραβούσαμε ενώ περπατούσε, ενώ έτρεχε, ενώ τραγουδούσε, και τη βάλαμε να παίξει και σκηνές παρεμφερείς με αυτές της ταινίας. Στη συνέχεια, ήρθε στη Λιέγη και την κινηματογραφήσαμε να παίζει με τους Ζερεμί Ρενιέ και Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε. 'Ήταν απίστευτα όμορφη και φυσική. Το απόγευμα, λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για το Σεράγεβο, της είπαμε πως την έχουμε επιλέξει για το ρόλο της Λόρνα, και πως θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στο Βέλγιο λίγους μήνες πριν από τα γυρίσματα για τις πρόβες και για να μάθει γαλλικά. [...] Πέρα από τη δραματική πτυχή της ιστορίας, η ταινία έχει και μια αισθαντικότητα που τη χρωστάμε στην Άρτα. Το πρόσωπό της, η φωνή της, ο τρόπος που κινείται, η προφορά με την οποία μιλά γαλλικά... Θα φταίει βέβαια και η δική μας κάμερα που βλέπει έτσι τα πράγματα, γιατί η ταινία μιλά επίσης και για μια ερωτική ιστορία.

Διεθνή media:
«Η ερμηνεία της Ντομπρόσι ανταποκρίνεται πλήρως στην πρόκληση του ρόλου. Είναι αβίαστη, αλλά αφοσιωμένη, και σε κάνει να αισθάνεσαι συμπάθεια για μια γυναίκα που έχει συνηγορήσει με προθυμία για μια αλληλουχία φρικτών καθηκόντων. [...] Η σιωπή της Λόρνα σε χτυπά στο πρόσωπο σαν ένα χαστούκι που σου χρειάζεται για να σε επαναφέρει ξανά στην πραγματικότητα... Μια δυνατή ταινία από δυνατούς σκηνοθέτες...».
(James Rocchi, Cinematical)

«Το πώς η σιωπή της Λόρνα την εμπλέκει στο τι θα ακολουθήσει, παρά τις καλές της προθέσεις, επιβεβαιώνει την απροκάλυπτη μαεστρία των αδερφών Νταρντέν να ενορχηστρώνουν μεγάλα δράματα, την αναγνώριση των ξαφνικών, βίαιων τρόπων με τους οποίους η ζωή και οι προσδοκίες ενός ανθρώπου μπορούν να έρθουν τα πάνω κάτω [...]. Μπορεί η ταινία να μην έχει τις δραματικές εντάσεις του προηγούμενου έργου τους, αλλά οι χαμηλοί τόνοι, η άψογα οργανωμένη δομή και η υποδειγματική ερμηνεία της σχετικά νεοφερμένης στο χώρο Άρτα Ντομπρόσι, θα ξεσηκώσει το ενδιαφέρον των arthouse κινηματογράφων και θα κερδίσει την αποδοχή των διεθνών φεστιβάλ».
(
Justin Chang, Variety)

«Οι αδερφοί Νταρντέν συνεχίζουν την αξιοθαύμαστη σειρά ταινιών τους, μετά το βραβευμένο με το Χρυσό Φοίνικα “Το παιδί”, το 2005».
(Matt Noler, The house next door)

Ένα Σχόλιο με αφορμή την ταινία :

Αναζητώντας έναν Ντοστογιέφσκι για τον κινηματογράφο του εικοστού πρώτου αιώνα:
Κάπως έτσι φτάνει κανείς και στους αδερφούς Νταρντέν και το έργο τους. Η κάμερά τους, σαν όπλο που σημαδεύει, στρέφεται σε άλλο ένα έγκλημα και την τιμωρία του. Ένα έγκλημα της διπλανής πόρτας, που το ακολουθεί μια τιμωρία που δεν επιβάλλεται από έναν εξωτερικό παράγοντα, αλλά έρχεται από μέσα, από τα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης. Το έγκλημα, η σύγκρουση, η ηθική κρίση, η συγχώρεση, ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τις αποφάσεις που πήρε και με τις αποφάσεις που του επιβλήθηκαν, η ανάγκη για απόδραση σε έναν άλλο κόσμο, αυτά είναι τα στοιχεία στα οποία έχουν αδυναμία οι Βέλγοι κινηματογραφιστές και για τα οποία, αντίθετα από ό,τι κάνει η ηρωίδα της τελευταίας τους ταινίας, δεν μπορούν να σιωπήσουν
Στο στόχαστρο μπαίνει η Λόρνα, μια γυναίκα σαν αγριόχορτο, που θα μπορούσε να φυτρώσει οπουδήποτε. Όπως συμβαίνει και με όλες τις ηρωίδες των Νταρντέν, έτσι και η Λόρνα είναι κατά κάποιο τρόπο μια πολεμίστρια. Έχει κουρεμένα τα μαλλιά της κοντά, σαν να θέλει να καταργήσει τη θηλυκότητά της. Δουλεύει σκληρά και συντηρεί όχι μόνο τον ίδιο τον εαυτό της, αλλά και τον ανήμπορο σύζυγό της. Περνάει τις μέρες της φορώντας στολή εργασίας, έχοντας στο μυαλό της ως έξοδο κινδύνου την προοπτική του να κάνει μια μέρα τη δική της επιχείρηση. Είναι μετανάστρια, αλλά μιλάει απταίστως τη γλώσσα της χώρας που τη φιλοξενεί (όσο κι αν μιλάει στη μητρική της γλώσσα στον άνθρωπο που αγαπάει). Έτσι απασχολεί το σώμα και το πνεύμα της. Το σώμα της, όμως, μπορεί να γίνει ένα προϊόν. Στον καπιταλιστικό, «ανεπτυγμένο» κόσμο, το σώμα ενός ανθρώπου γίνεται κιβώτιο: ό,τι και να περιέχει, πωλείται και εξαγοράζεται με τρόπο υπόγειο. Η Λόρνα γίνεται αναλώσιμη, αλλά θέλει να γίνει αιώνια.
Και γίνεται αιώνια, μέσα στο σύμπαν που χτίζουν οι δύο αδερφοί από το Βέλγιο. Η Λόρνα γίνεται πια ένα σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Ο κινηματογράφος των αδερφών Νταρντέν, καθαρά ανθρωποκεντρικός, δεν είναι απλώς ένας κινηματογράφος των ηθικών διλημμάτων. Οι σκηνοθέτες δεν μιλούν απλώς για μια κοινωνία που σπάει τους κώδικες της ηθικής της. Συλλαμβάνουν εικόνες ενός κόσμου που έχει προ πολλού ξεχάσει το τι είναι σωστό και τι λάθος. Ένας κόσμος α-ήθης, κι όχι ανήθικος. Οι άνθρωποι είναι ικανοί και για το καλύτερο και για το χειρότερο. Και ενώ ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να κατακτήσουν το πρώτο, επιλέγουν στο τέλος το δεύτερο. Κανείς δεν είναι γνήσια κακός ή γνήσια καλός -αλλά σημασία έχει το να διαλέξεις πλευρά. Η Λόρνα, παγιδευμένη ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά, δε διαλέγει. Αισθάνεται πιόνι στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου παιχνιδιού. Γι΄αυτό και όταν αποφασίζει να ξεφύγει από αυτό, παίρνει ένα δρόμο διπλής κατεύθυνσης. Στρέφεται μέσα της, στην κοιλιά της, και μαζί στρέφεται σε μια άγνωστη δύναμη μακριά από αυτήν, στον ουρανό, σαν να περιμένει έναν από μηχανής θεό που έτσι κι αλλιώς εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να δούμε.
Αυτό το κομμάτι που δεν μπορούμε να δούμε, αυτό μεταφράζουν οι σκηνοθέτες στη γλώσσα του κινηματογράφου. Αν ο κινηματογράφος μπορεί να γίνει ένας καθρέφτης που αντανακλά την κοινωνία, οι αδερφοί από το Βέλγιο έχουν βρει τον τρόπο να το κάνουν αυτό, καθρεφτίζοντας μαζί και τις περιπέτειες της ανθρώπινης ψυχής. Οι ήρωές τους, σκληροί εξαιτίας του κοινωνικού τους περιγύρου, γίνονται λείες επιφάνειες, καθρέφτες όπου μπορούμε και εμείς να δούμε το παραμορφωμένο μας πρόσωπο. Και ας μην μπορούμε να αρθρώσουμε κουβέντα. Καμιά φορά είναι ο ήχος της σιωπής που ακούγεται δυνατότερα.

19 σχόλια:

Seven Films είπε...

Η Λόρνα είναι μια μετανάστρια από την Αλβανία που ζει στη Λιέγη. Ονειρεύεται να ανοίξει κάποια μέρα ένα μαγαζί με τον άντρα που αγαπάει. Ο μόνος τρόπος για να μαζέψει τα απαραίτητα χαρτιά είναι ένας λευκός γάμος.
Κάπως έτσι χτυπά την πόρτα ενός μαφιόζου της περιοχής, που στήνει ένα σχέδιο: Η Λόρνα παντρεύεται τον Κλοντί, ένα νεαρό ναρκομανή που δέχτηκε το γάμο για να κερδίσει κάποια χρήματα, δεν ξέρει όμως πως αυτός αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Η Λόρνα έχει συμφωνήσει να κρατήσει το στόμα της κλειστό, όταν η Μαφία της περιοχής θα σκηνοθετήσει το θάνατο του Κλοντί, και να παντρευτεί ξανά ένα Ρώσο αρχιμαφιόζο που θέλει κι αυτός με τη σειρά του να αποκτήσει τη βελγική υπηκοότητα. Τα πράγματα όμως δεν πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Κλοντί εκδηλώνει την επιθυμία του να αποτοξινωθεί και η Λόρνα, που ήδη βασανίζεται από ενοχές, προθυμοποιείται να τον βοηθήσει και σταδιακά μεταστρέφεται, ακόμα και όταν η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχό της.

Μετά το απόλυτο αριστούργημά τους Το Παιδί, οι Βέλγοι Νταρντέν αδυνατούν να απογειώσουν μια ταινία που διαθέτει το σύνολο των θεματικών χαρακτηριστικών του έργου τους, αλλά όχι και τις ωμές κορυφώσεις ενός δράματος που χτίζεται με εξαιρετικά φροντισμένη ευαισθησία (ναι, είναι μια τσαλαπατημένη λέξη, αλλά κάποιοι τη φέρουν με απλότητα και αξιοπρέπεια). Συναισθανόμενοι πως κάτι λείπει, έχουν προσθέσει περισσότερη ίντριγκα στη διαδρομή προς την ηθική μεταμέλεια μιας νεαρής απόκληρης του κοινωνικού συστήματος - της Λόρνα εν προκειμένω. Η επανάληψη δεν υπήρξε ποτέ ανασταλτική στη φιλμογραφία των Νταρντέν και ο ρεαλισμός τους εξακολουθεί να μην είναι τόσο μανιχαϊστικός όσο φαίνεται. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε στη Σιωπή της Λόρνα που να μην έχουν κάνει καλύτερα στο παρελθόν.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ LIFO

Seven Films είπε...

Θα μπορούσε να είναι το πρώτο «θρίλερ» στην καριέρα των Βέλγων αδελφών, αν η αίσθηση του σασπένς –έστω και σε καμιά περίπτωση συγκρίσιμη με την αμερικάνικη «μετάφραση» του όρου– δεν αποτελούσε πάντα ένα από τα στοιχεία του κοινωνικά ευαισθητοποιημένου κινηματογράφου τους. Η «αγωνία» στις ταινίες τους μέχρι σήμερα όμως ήταν, αναμφίβολα, εσωτερική, ψυχολογική, ψιθυριστή, ενώ εδώ αναδύεται στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης, αποτελεί στοιχείο της ίδιας της ιστορίας, μόνιμο σύντροφο της ηρωίδας του φιλμ στην προσπάθειά της να αγγίξει το όνειρο της Δύσης ή έστω μια αξιοπρεπή ζωή στο κάθε άλλο παρά «ονειρικό» Βέλγιο. Η Λόρνα κατάγεται από την Αλβανία και μαζεύει χρήματα για να ανοίξει με το φίλο της, που γυρίζει την Ευρώπη δουλεύοντας, ένα καφέ. Προς το παρόν όμως πρέπει να πάρει την υπηκοότητα και για να το καταφέρει σκοπεύει να παντρευτεί τον Κλοντί, ένα νεαρό ναρκομανή που χρειάζεται κι αυτός τα λεφτά του γάμου για τη δόση του. Μεσάζοντας στην «επιχείρηση» είναι ο Φάμπιο, ένας μαφιόζος ο οποίος έχει ήδη στην αναμονή έναν Ρώσο που θέλει να παντρευτεί τη Λόρνα μετά το διαζύγιό της με τον Κλοντί, προκειμένου να αποκτήσει κι αυτός την υπηκοότητα. Όταν όμως οι διαδικασίες του χωρισμού καθυστερούν, ο Φάμπιο αποφασίζει πως η καλύτερη λύση για όλους θα είναι ο Κλοντί να πεθάνει από «υπερβολική δόση». Παρά το γεγονός ότι η δική της επιβίωση βρίσκεται κορυφαία στη λίστα των προτεραιοτήτων της, η Λόρνα δυσκολεύεται να συναινέσει σε αυτό που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα λιγότερο από το φόνο ενός αθώου. Πόσο μάλλον όταν ο Κλοντί, αποφασισμένος να αλλάξει ζωή, της ζητά να τον βοηθήσει να κόψει τα ναρκωτικά. Η εξέλιξη της ιστορίας που οι Νταρντέν κινηματογραφούν με τη συνηθισμένη τους νηφαλιότητα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ελπίδα. Η ζωή της Λόρνα δεν υπήρξε ποτέ παραμύθι, έστω κι αν το φινάλε της ταινίας αποκτά μια σχεδόν παραμυθένια υφή, που όμως κάθε άλλο παρά προϊδεάζει για κάποιου είδους ευτυχές τέλος. Στην πραγματικότητα το κλείσιμο (έστω και με τρόπο «ανοιχτό») της ιστορίας μοιάζει να αποτελεί ένα από τα πιο αδύναμα σημεία, αφαιρώντας από την κατά τα άλλα συγκλονιστική ιστορία την κορύφωση που θα χρειαζόταν – αν και η εξαιρετική ερμηνεία της Άρτα Ντομπρόσι αποτελεί την απαραίτητη σταθερά τόσο για το θεατή όσο και (κυρίως) για την ίδια την ταινία. Παρά το αμφιλεγόμενο τέλος, όμως, η «Σιωπή της Λόρνα» κρατά όλη την αλήθεια και την ένταση της αναμενόμενα αιχμηρής ματιάς των Νταρντέν, που, δίχως να δραματοποιεί ή να υπερβάλλει, κατορθώνει να κοιτάζει με ειλικρίνεια, συμπάθεια, κατανόηση και αυθεντικότητα πλευρές της κοινωνίας και των ανθρώπων γύρω μας, που οι περισσότεροι από εμάς, όπως και οι περισσότεροι από τους συναδέλφους τους, βλέπουν απλά ως μια σειρά από κουρασμένα κλισέ μέσα από τετριμμένες και προκατασκευασμένες απόψεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ATHENS VOICE

Seven Films είπε...

«ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ» ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. ΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΣΤΙΛ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ, ΟΙ ΝΤΑΡΝΤΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ ΕΝΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ «ΣΙΩΠΗΛΗ» ΔΥΤΙΚΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ. ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΤΣΗΣ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ

Seven Films είπε...

Το όνειρο του δυτικού κόσμου συχνά αποδεικνύεται απατηλό για χιλιάδες ανθρώπους από χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Η Λόρνα ανήκει σε αυτήν την κατηγορία των παραπλανημένων. Γεννήθηκε στην Αλβανία, είναι νέα και όμορφη, γεμάτη κέφι για ζωή. Μόνο που για να καταφέρει να ενσωματωθεί στο δυτικό κόσμο έχει ανάγκη από χαρτιά, άδεια παραμονής. Και για να τα αποκτήσει μπαίνει σε περίεργες δαιδαλώδεις διαδρομές με την ελπίδα πως κρατάει την άκρη του μίτου που θα την οδηγήσει στην έξοδο. Την κρατάει όμως;

Μια γυναίκα κόντρα στο ρεύμα

Ας επανέλθουμε στη Λόρνα, και στην ταινία «Η σιωπή ης Λόρνα» των Ζαν Πιέρ και Λικ Νταρντέν. Ζει στη Λιέγη, ονειρεύεται να ανοίξει ένα εστιατόριο με τον αγαπημένο της, παντρεύεται ένα πρεζόνι, τον Κλοντί, για να αποκτήσει τα πολυπόθητα χαρτιά, ο οποίος δέχτηκε για να αποκτήσει χρήματα. Μόνο που πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ένας μαφιόζος ο οποίος ζητά από τη Λόρνα να χωρίσει, για να παντρευτεί ξανά με έναν Ρώσο, ο οποίος θέλει με τη σειρά του να αποκτήσει τη βελγική υπηκοότητα. Με το αζημίωτο, φυσικά! Όταν ο Κλοντί αποφασίζει να αποτοξινωθεί η Λόρνα τον βοηθά με κάθε τρόπο, κι όταν η μαφία τον «εξαφανίζει» η Λόρνα αποφασίζει να κρατήσει το παιδί του. Υπάρχει όμως παιδί ή είναι απλά μια μύχια επιθυμία της κοπέλας, μια φαντασίωση επειδή αισθάνεται τύψεις για τον τρόπο που φέρθηκε στον Κλοντί; Για τη μαφία είναι πλέον άχρηστη και αποφασίζουν να τη στείλουν πίσω στην Αλβανία. Αλλά η Λόρνα έχει τσαγανό και μεγάλες επιθυμίες, Αφήστε δε, που έχει και ένα παιδί μέσα της και θέλει να το φροντίσει.

Οι αδελφοί Νταρνέν κινηματογραφούν με αφοπλιστική απλότητα. Δε χρειάζονται τίποτε περισσότερο επειδή έχουν εκ των προτέρων καθορίσει το στόχο τους. Αφηγούνται όλα αυτά τα καθημερινά εγκλήματα που συμβαίνουν γύρω μας και μας διαφεύγουν, ή κάνουμε πως μας διαφεύγουν. Η Λόρνα είναι η προσωποποίηση της δύναμης. Εκείνης της δύναμης που έρχεται από έξω και μάταια ο δυτικός κόσμος αρνείται να αποδεχτεί. Κι ακόμη η Λόρνα είναι η συνείδησή μας. Νοιώθει τύψεις, θέλει να επανορθώσει, η ηθική της βρίσκεται πάνω από εκείνη που μετρά χαρτονομίσματα. Και το σκάει, φεύγει από τα καθάρματα και μιλά στο ενός μηνός έμβρυο (;) που κουβαλά μέσα της. Στην κοιλιά της βρίσκεται καλά φυλαγμένο το αύριο της Ευρώπης.Kι όσοι δε θέλουν να το παραδεχτούν σύντομα το παιδί θα γεννηθεί, θα μεγαλώσει και θα κάνει τη Γηραιά Ήπειρο ομορφότερη.

«Η σιωπή της Λόρνα» βασίζεται σε ένα σύγχρονο θέμα που οι αδελφοί Νταρντέν δε διστάζουν να αναδείξουν. Και το σημαντικό δεν είναι η ανάδειξη μιας πραγματικότητας αλλά η τόλμη με την οποία κοιτάζουν πίσω από το προφανές, στην ανάδειξη των χαρακτήρων, στην εσωτερική τους πάλη. Η Λόρνα είναι μια γυναίκα που δεν κωλώνει, μια αγωνίστρια που ενώ αρχικά μοιάζει προσηλωμένη στο στόχο της, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τα προσωπικά της ηθικά διλήμματα, τους προσωπικούς της εφιάλτες, αποφασίζει να αναμετρηθεί μαζί τους. Σκληρό το τίμημα αλλά δεν έχει πει την τελευταία της λέξη.

Η Λόρνα, όπως λένε οι σκηνοθέτες, «είναι μια νέα γυναίκα που έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη, κι όμως συνεχίζει να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά. Διατηρεί μια θρησκευτική πίστη απέναντι σε όλα τα πράγματα, ακόμα και αν ο Θεός είναι νεκρός. (…) Είναι παράξενη, είναι πέρα από το συνηθισμένο. Ένας χαρακτήρας μυθοπλασίας πάντα κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα».

Προβάλλεται από τις 11 Δεκεμβρίου, δείτε την και δε θα μετανιώσετε.

ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΕΡΣΑΝΙΔΗΣ Η ΕΠΟΧΗ 7

Seven Films είπε...

Το Βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον κινηματογράφο καθώς και ο Χρυσός Φοίνικας Σεναρίου στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών, είναι από τα πρώτα πράγματα που θα μάθετε για τη νέα ταινία των αδερφών Νταρντέν.

Η "Σιωπή της Λόρνα" απέχει λίγες μόνο ημέρες από τις κινηματογραφικές μας αίθουσες (11 Δεκεμβρίου) και δεδομένου ότι δεν σας έχουμε μιλήσει ποτέ γι' αυτήν, θα επιχειρήσουμε σήμερα, μια σύντομη παρουσίασή της,

Η Λόρνα είναι μια μετανάστρια από την Αλβανία που ζει στη Λιέγη. Ονειρεύεται να ανοίξει κάποια μέρα ένα μαγαζί με τον άντρα που αγαπάει. Ο μόνος τρόπος για να μαζέψει τα απαραίτητα χαρτιά είναι ένας λευκός γάμος.

Κάπως έτσι θα χτυπήσει την πόρτα ενός μαφιόζου της περιοχής και θα ακολουθήσει το σχέδιό του. Ένας εικονικός γάμος με έναν νεαρό ναρκομανή είναι μόνο η αρχή. Το σχέδιο όμως, εμπεριέχει έναν δεύτερο εικονικό γάμο με έναν μαφιόζο, ο οποίος θέτει ως προϋπόθεση τη δολοφονία του προηγούμενου γαμπρού. Το ηθικό δίλημμα είναι μεγάλο, οι ενοχές διογκώνονται και η προβληματική αυτή κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο.

Το σκηνοθετικό δίδυμο που χρόνια τώρα, υπηρετεί το ουμανιστικό σινεμά, θέτει και πάλι ηθικά διλήμματα στον θεατή και τον καλεί να προβληματιστεί. Η ιστορία μιας μετανάστριας που αναζητά μια καλύτερη ζωή αφορά σίγουρα όλη την Ευρώπη. Όπως υποστηρίζει άλλωστε και ο Λυκ Νταρντέν: "Θα μπορούσε να είναι ακριβώς η ίδια στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλλία ή στη Γερμανία. Είναι η ιστορία του μετανάστη που θέλει να αρχίσει μία καινούρια ζωή, μία καλύτερη ζωή".

Το ευρύτερο δίλημμα όμως, που αφορά στην απόφαση να καταπατήσουμε την ελευθερία του άλλου για να κερδίσουμε τη δική μας, είναι ζήτημα που αφορά όλη την ανθρωπότητα. Για να εξηγήσουμε την παραπάνω φράση θα δανειστούμε και πάλι μέρος των δηλώσεων του σκηνοθέτη στην Deutsche Welle.

"Ας υποθέσουμε ότι είμαστε τρεις άνθρωποι φυλακισμένοι μέσα σε ένα σπίτι και διαθέτουμε μόνο ένα μπουκάλι νερό για τρεις εβδομάδες. Εγώ έχω πάρει το μπουκάλι. Μπορεί να δώσω σε όλους λίγο νερό για να ζήσουμε μαζί αυτό το χρονικό διάστημα. Μπορεί όμως και να σε σκοτώσω μαζί με τον άλλο συγκάτοικο. Μπορεί να τρέξω να κρυφτώ μαζί με το μπουκάλι. Τί θα κάνουμε λοιπόν; Κατά κάποιον τρόπο είναι ένα ερώτημα οικονομικής διαχείρισης. Αλλά είναι και ένα ηθικό ερώτημα".

Να θυμίσουμε ότι το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τίμησε τους Ευρωπαίους δημιουργούς με το Χρυσό Αλέξανδρο, ενώ εκείνοι με τη σειρά τους αφιέρωσαν το βραβείο στους συνεργάτες και τους ηθοποιούς των ταινιών τους.

Ζωη Κοροβέση www.mixtape.gr

Seven Films είπε...

Μετά το βραβείο σεναρίου στις Κάννες, η ταινία των αδερφών Νταρντέν από το Βέλγιο τιμάται και με το βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον κινηματογράφο

Η «Σιωπή της Λόρνα» είναι εκκωφαντική και συγκινεί το κοινό, τους κριτικούς, αλλά και τους ευρωβουλευτές. Μετά το βραβείο σεναρίου στις Κάννες, η ταινία των αδερφών Νταρντέν από το Βέλγιο τιμάται και με το βραβείο Lux (Λουξ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον κινηματογράφο. Μετά την απονομή και λίγες εβδομάδες πριν επισκεφθεί την Ελλάδα για το φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, ο σκηνοθέτης Λυκ Νταρντέν μίλησε στην Deutsche Welle για τη «Σιωπή της Λόρνα».



«Νομίζω ότι είναι μία χαρακτηριστική ευρωπαϊκή ιστορία. Θα μπορούσε να είναι ακριβώς η ίδια στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλλία ή στη Γερμανία. Είναι η ιστορία του μετανάστη που θέλει να αρχίσει μία καινούρια ζωή, μία καλύτερη ζωή. Για να την αποκτήσει πρέπει να δεχθεί τον θάνατο ενός κοντινού προσώπου, να του αποκρύψει ότι θα τον δολοφονήσουν. Και το ερώτημα είναι αν θα αποδεχθεί τον θάνατο του άλλου για να πραγματοποιήσει το όνειρό του».



Το σενάριο




Bildunterschrift: Großansicht des Bildes mit der Bildunterschrift: Οι αδερφοί Νταρντέν με τον Χρυσό Φοίνικα των ΚαννώνΗ υπόθεση είναι απλή: η Λόρνα, μία νεαρή μετανάστης από την Αλβανία, προσπαθεί να ανοίξει ένα σνακ μπαρ για να στεριώσει στη νέα πατρίδα της, το Βέλγιο. Για να αποκτήσει τη βελγική υπηκοότητα καταφεύγει σε έναν εικονικό γάμο με έναν νεαρό ναρκομανή. Για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα κεφάλαια της προτείνουν έναν δεύτερο εικονικό γάμο με έναν μαφιόζο, ο οποίος όμως θέτει ως προϋπόθεση τη δολοφονία του προηγούμενου γαμπρού. Το ηθικό δίλημμα φαίνεται ακραίο. Αλλά μήπως συμβολίζει ένα ευρύτερο καθημερινό μας δίλημμα, δηλαδή τον ολέθριο πειρασμό να κερδίσουμε την ελευθερία μας, πατώντας στην ελευθερία του άλλου;



«Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Αλλά είναι και ένα πολύ απλό ερώτημα» λέει ο σκηνοθέτης. «Ας υποθέσουμε ότι είμαστε τρεις άνθρωποι φυλακισμένοι μέσα σε ένα σπίτι και διαθέτουμε μόνο ένα μπουκάλι νερό για τρεις εβδομάδες. Εγώ έχω πάρει το μπουκάλι. Μπορεί να δώσω σε όλους λίγο νερό για να ζήσουμε μαζί αυτό το χρονικό διάστημα. Μπορεί όμως και να σε σκοτώσω μαζί με τον άλλο συγκάτοικο. Μπορεί να τρέξω να κρυφτώ μαζί με το μπουκάλι. Τί θα κάνουμε λοιπόν; Κατά κάποιον τρόπο είναι ένα ερώτημα οικονομικής διαχείρισης. Αλλά είναι και ένα ηθικό ερώτημα»



Πολλές διακρίσεις για τους αδερφούς Νταρντέν



Οι αδερφοί Νταρντέν είναι από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που έχουν καταφέρει να κερδίσουν δύο φορές τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. ΄Εχουν πίσω τους μία καλλιτεχνική διαδρομή τριάντα ετών και ένα σταθερό σημείο αναφοράς: οι ταινίες τους διαδραματίζονται συνήθως στη Λιέγη, στην καρδιά της πάλαι ποτέ ευημερούσας βιομηχανικής Βαλλονίας.




Bildunterschrift: Großansicht des Bildes mit der Bildunterschrift: Σκηνή από την ταινία "Η σιωπή της Λόρνα"«Όταν είμαστε γύρω στα εικοσιπέντε εγώ κι ο αδερφός μου, ζήσαμε από κοντά την κατάρρευση μίας μεγάλης βιομηχανικής πόλης» λέει ο Λυκ Νταρντέν. «Παλαιότερα η Λιέγη είχε εργοστάσια, εργάτες, φοιτητές. Κάποια στιγμή γύρω στο 1970-75 τα σπίτια άδειασαν και οι δρόμοι ερήμωσαν. Αυτή ήταν η αρχή της δικής μας κινηματογραφικής δημιουργίας. Στην έρημη Λιέγη αναδεικνύεται ο χαρακτήρας της Λόρνα και τίθεται πιο άμεσα το ερώτημα: πώς μπορείς να κερδίσεις την ανθρωπιά σου όταν αισθάνεσαι μόνος στον κόσμο, χωρίς τους γονείς σου, την οικογένειά σου, την πνευματική κληρονομιά σου; »



Το μυστικό της επιτυχίας



Πολλοί συγκρίνουν τις ταινίες των αδερφών Νταρντέν με τα αριστουργήματα του Ρομπέρ Μπρεσόν ή ακόμα και του Λουκίνο Βισκόντι. Στην ερώτηση «τί χρειάζεται για να κάνεις μία πολύ καλή ταινία» ο Λυκ Νταρντέν απαντάει αρχικά ότι δεν ξέρει, αλλά τελικά φαίνεται ότι μάλλον ξέρει...



«Δεν ξέρω, δεν ξέρω...Αλλά νομίζω ότι όταν θέλεις να κάνεις μία καλή ταινία, το πιο σημαντικό είναι να βρεις χρόνο... Χρειάζεται πολύς χρόνος και ναι, ξέρω ότι ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι χρειάζεσαι χρόνο για ένα καλό γύρισμα, χρειάζεσαι χρόνο για να επιλέξεις τους χώρους δράσης και τους κατάλληλους ηθοποιούς, χρειάζεσαι χρόνο για ένα καλό μοντάζ. Ο χρόνος είναι το πιο σημαντικό».

Γιάννης Παπαδημητρίου, Στρασβούργο για την DEUTCHE WELLE

Seven Films είπε...

Όταν πηγαίνεις σινεμά για να δεις Dardenne ξέρεις ακριβώς τι σε περιμένει. Ένα ουμανιστικό σινεμά, απόλυτου ρεαλισμού, το οποίο περιγράφει πορτρέτα ανθρώπων που ζουν σε καταστάσεις ένδειας αγαθών. Και όπως λένε χαρακτηριστικά οι δύο σκηνοθέτες, με τις ταινίες τους αφήνουν το θεατή να αναρωτηθεί τα γεγονότα, να αισθανθεί ότι ακριβώς και οι ήρωές τους.

Στη Σιωπή της Λόρνα, η σκηνοθεσία των Νταρντεν παραμένει αψεγάδιαστη, ακριβώς όπως τη γνωρίσαμε στο σύνολο της φιλμογραφίας τους. Εκείνο όμως που εξελίσσεται είναι η σεναριακή δομή πάνω στην οποία στηρίζονται. Εδώ η ιστορία εξελίσσεται κάθε λεπτό και ταυτόχρονα περιπλέκεται συνεχώς, το μυστήριο κάνει την εμφάνισή του από νωρίς και το στοιχείο της αγωνίας γίνεται εντονότερο από κάθε άλλη φορά. Επιπλέον το κοινωνικό τους προφίλ παραμένει ζωντανό και τα ηθικά μηνύματα που περνάνε είναι διαυγή και ξεκάθαρα για ακόμα μια φορά. Καταφέρνουν να θέσουν το θεατή δίπλα στην ηρωίδα τους και όχι «πάνω» από αυτή, πετυχαίνοντας έτσι την ταύτιση ρυθμού και συναισθηματικής κλιμάκωσης μεταξύ αυτής και θεατών.

Μετανάστευση, ανάγκη για μητρότητα και ελπίδα για την εκπλήρωση ενός ονείρου που πολλές φορές μοιάζει ουτοπικό απασχολούν και πάλι του σκηνοθέτες. Η Lorna γίνεται μέλος ενός κυκλώματος που εξαπατά ανθρώπους και πολιτεία προκειμένου να πλουτίσει μέσα από την νομιμοποίηση παράνομων αλλοδαπών. Κινητήριος δύναμη όμως της συμμετοχής της σε αυτό είναι η ανάγκη να ζήσει αξιοπρεπώς και στον όνομα μιας καλύτερης ζωής είναι έτοιμη να θυσιάσει το είναι της. Η Αλβανίδα ηθοποιός Arta Dobroshi είναι υπέροχη στον πρώτο ρόλο, όμως η ερμηνευτική αποκάλυψη ακούει στο όνομα Jeremie Renier, ο οποίος παρά την ολιγόλεπτη παρουσία του, καταφέρνει να εντυπωσιάσει ως εξαρτημένος από τα ναρκωτικά σύζυγος, πράγμα σπάνιο για τους ερμηνευτές των Νταρντεν, που λειτουργούν θεατρικά και δύσκολα ξεχωρίσουν από των πρωταγωνιστικό σύνολο
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΓΙΟΓΛΙΔΗΣ www.cine.gr

Seven Films είπε...

Πρωτοπορία και από το Βέλγιο των αδελφών Ζαν Πιερ και Λικ Νταρντέν. Σπουδαίοι κινηματογραφιστές και καθαρά μυαλά. Οι σκηνοθέτες της «Ροζέτας», του «Παιδιού» και τώρα της «Σιωπής της Λόρνας» (Le silence de Lorna).

Δεύτερη, εξαιρετική επιλογή του επταημέρου. Λάθος των διανομέων. Η κρίση των ταμείων δεν αντέχει τέτοιες κόντρες. Θα φάνε τα... μουστάκια τους. Δικαίωμά τους. Εντάξει. Αλλά δεν δικαιούνται να γκρινιάζουν. Τέλος πάντων. Η απόσταση που χωρίζει τον Τζεϊλάν από το Σινεμά των Νταρντέν είναι μόνο η Αισθητική. Ο Τούρκος με τις σιωπές και την ποίηση. Οι Βέλγοι με τον ωμό ρεαλισμό. Καθένας με το ύφος, το στυλ και την οπτική του. Οι Νταρντέν διαχειρίζονται το υλικό τους με τη διαλεκτική του Μπρεχτ. Δηλαδή οι πράξεις δρομολογούν τα αισθήματα και καθορίζουν τους χαρακτήρες. Μόνο αυτές. Και σας βεβαιώ. Τα 105 λεπτά τη αφήγησης συντίθενται από μια ατελείωτη αλυσίδα πράξεων. Καθημερινών, συνηθισμένων, αλλά στο βάθος ξεχωριστών και ασυνήθιστων. Αυτή και η ανατροπή, αυτή η τολμηρή τομή.

Και εδώ, όπως στους «Τρεις πιθήκους» το επιμύθιο είναι απογοητευτικό. Αληθινό, ανομολόγητο, ανατριχιαστικό. Ουδείς αθώος. Άπαντες μολυσμένοι, κακοφορμισμένοι. Η σηψαιμία γενική. Ούτε οι λαθρομετανάστες αθώοι και καθαροί. Έτσι μια Αλβανίδα που ονειρεύεται καλύτερη ζωή συνάπτει επαγγελματική, παράνομη σχέση με έναν μικρομαφιόζο, έναντι αμοιβής. Το σχέδιο απλό. Πρώτα θα παντρευτεί ένα πρεζόνι κι έτσι θα εξασφαλίσει υπηκοότητα βελγική. Ύστερα και αφού χωρίσει το πρεζόνι, επικαλούμενη την «κατάσταση» και τον βίαιο χαρακτήρα του, ελεύθερη πια θα παντρευτεί έναν Ρώσο μαφιόζο που κι αυτός με τη σειρά του θέλει να αποκτήσει υπηκοότητα βελγική. Η Αλβανίδα Βελγίδα, η Βελγίδα με Ρώσο και ο Ρώσος Βέλγος και αυτός. Η υπηκοότητα είναι χρήμα. Με εφαλτήριο τον γάμο. Έτσι, ο γάμος βγαίνει στο σφυρί. Έτσι, ο έρωτας γίνεται είδος εμπορικό για συναλλαγή. Δύο ακραίες καταστάσεις όμως θα ανατρέψουν την ανταλλαγή. Ο θάνατος και η μητρότητα. Στάχτες και αποκαΐδια το όνειρο της Λόρνας για μια καλύτερη ζωή! Φιλέτο το σενάριο των αδελφών Νταρντέν. Σεμινάριο για σπουδαστές κινηματογραφικής σχολής. Ψιλοβελονιά διαλεκτικής. Η δράση φέρνει αντίδραση. Το σχέδιο οργανώνεται, μπαίνει σε εφαρμογή, δύο παράγοντες όμως φέρνουν την ανατροπή. Η σκηνοθεσία ακολουθεί βήμα βήμα την πλοκή. Η πλοκή συγκροτείται από την αλληλοδιαδοχή διαπροσωπικών συγκρούσεων. Στο κέντρο η Λόρνα. Από τη μια πρέπει να υποτάξει την ευαισθησία της στο σχέδιο της μαφίας. Ενα σχέδιο που θα εκπληρώσει το όνειρό της. Για να συμβεί αυτό πρέπει να συμφιλιώσει τα αισθήματά με την αναλγησία. Γίνεται αυτό; Δεν γίνεται, Επομένως η Λόρνα πρέπει να αποφασίσει. Κανείς δεν μπορεί να τα ΄χει όλα. Ούτε η Λόρνα.

Τρία τα επιτεύγματα των Νταρντέν. Πρώτα απ΄ όλα όχι μόνο εκμετάλλευση αλλά και ενσωμάτωση των λαθρομεταναστών στην κοινωνία τη δυτική. Συνένοχοι κι αυτοί στο ξεπούλημα το εσωτερικό. Δεύτερον, η ανατροπή μέσα από αλλεπάλληλα διλήμματα που μπαίνουν από την ίδια τη ζωή. Για να αλλάξεις πρέπει να φτάσεις στο χείλος του γκρεμού. Σοφό. Και τρίτον, η λιτή, δωρική σκηνοθετική περιγραφή. Εδώ η μυθοπλασία των Νταρντέν συναντάει το αληθινό γεγονός. Μάστορες σ΄ αυτό. Οι μοναδικοί κινηματογραφιστές που με τόση δεξιοτεχνία μετατρέπουν το ρεπορτάζ σε τέχνη εξαιρετική!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ ΤΑ ΝΕΑ

Seven Films είπε...

Η σιωπή της Λόρνα, αλλά και χιλιάδων ανθρώπων που βρίσκονται στη θέση της, ανθρώπων που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης εξαιτίας της αδύναμης θέσης τους, είναι το θέμα της νέας ταινίας των αδελφών Νταρντέν. Με αυτήν την ταινία, το σκηνοθετικό δίδυμο από το Βέλγιο αφήνει πίσω του τη «στεγνή» κινηματογράφηση που χαρακτήριζε έως τώρα τη δουλειά του και αφήνει χώρο για περισσότερο συναίσθημα.

Η Λόρνα είναι μια νεαρή Αλβανίδα που εργάζεται στο Βέλγιο και φιλοδοξεί να ανοίξει το δικό της καφέ μαζί με τον φίλο της. Προκειμένου να πάρει τη βελγική υπηκοότητα, έχει δεχθεί να παντρευτεί με λευκό γάμο έναν τοξικομανή, όμως σύντομα, οι άνθρωποι του οργανωμένου εγκλήματος, με τους οποίους έχει σχέση, θα της ζητήσουν να κάνει κάτι αντίστοιχο. Να παντρευτεί δηλαδή έναν Ρώσο που θέλει να αλλάξει χώρα. Για να γίνει όμως αυτό, ο τοξικομανής πρέπει να φύγει από τη μέση, κάτι στο οποίο η Λόρνα αντιδρά.

Οι περισσότεροι χαρακτήρες βρίσκονται στα όρια της απελπισίας, κάτι που καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται. Ανάμεσα στην επιθυμία για ζωή στην «πολιτισμένη» Δύση και στα ζωώδη αισθήματα που εκφράζονται για να το πετύχει αυτό, η Λόρνα θα αρχίσει να χάνει την ψυχική της υγεία. Και η αντίδρασή της είναι μία μόνο από εκείνες που μπορεί να έχουν άνθρωποι που ζουν υπό πίεση και σε μεγάλη ανάγκη.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Seven Films είπε...

Δείτε αυτή την ταινία των αδελφών Νταρντέν και μετά πείτε μου αν αυτή ή μια ανάλογη δεν θα έπρεπε να την είχε κάνει κάποιος δικός μας. Ωστόσο, τέτοιο κέντημα στο σενάριο δεν απαντάται στον ελληνικό κινηματογράφο και περιορίζονται στο να δηλώνουν το θέμα.
Αντίθετα, οι αδελφοί Νταρντέν το επεξεργάζονται. Μια Αλβανή μετανάστρια στο Βέλγιο, που είναι μπλεγμένη με τον υπόκοσμο και ερωτευμένη με κάποιον ανάλογο, ετοιμάζεται για λευκό γάμο με ένα junkie ώστε να μπορέσει να πάρει την υπηκοότητα και μετά να τον χωρίσει για να παντρευτεί τον δικό της. Στήνεται ολόκληρη επιχείρηση πάνω σε αυτό το θέμα, μόνο που η μαφιόζικη οργάνωση των Ρώσων που κινεί τα νήματα έχει ως σκοπό να παντρέψει τη Λόρνα, όταν θα έχει πάρει την υπηκοότητα, με έναν της ρώσικης μαφίας που θέλει κι αυτός να γίνει Βέλγος υπήκοος ώστε να κάνει τις δουλειές του κι όχι να την αφήσει να ζήσει όπως θέλει ως άνθρωπος.
Μα, ύστερα από τόσα πράγματα που έχει ζήσει μια τέτοια κοπέλα, πώς μπορεί μετά να ζήσει σαν άνθρωπος;

Σου βάζει ερωτήματα το σενάριο και επειδή οι αδελφοί Νταρντέν το έχουν σκηνοθετήσει με ρυθμό, το κάνουν ακόμα πιο εύληπτο, οπότε τα ερωτήματα γίνονται πιο έντονα.

Μου άρεσαν κι οι φωτισμοί, μου άρεσε κι η ηθοποιός, μου άρεσε κι ως παραγωγή. Δεν είχε τίποτε από τη μιζέρια άλλων ταινιών τους.

Ωστόσο, εκτός ταινίας, έχω προβληματιστεί για ποιο λόγο οι Κάννες δεν της έδωσαν κάτι περισσότερο (μήπως επειδή βιάστηκαν στο παρελθόν να δώσουν δύο φορές τον «Χρυσό Φοίνικα» σε ταινίες των αδελφών Νταρντέν που δεν άξιζαν, οπότε το τρίτο θα ήταν πολύ;), γιατί η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου δεν του έδωσε μεγάλη ώθηση αλλά και γιατί το Βέλγιο, σε μια ταινία που τιμάται για το σενάριό της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κ.λπ., στρέφει το πρόσωπο και δεν υποβάλλει αυτήν για το ξενόγλωσσο Οσκαρ αλλά ένα άλλο φιλμ, το «Ελντοράντο».

ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Mέλος της EFA (Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κιν/γράφου)

Ελεύθερος Τύπος

Seven Films είπε...

Οι αδελφοί Νταρντέν είναι μια πολύ σοβαρή περίπτωση Ευρωπαίων δημιουργών. Η θητεία τους στο ντοκιμαντέρ τους έφερε πολύ κοντά στην αλήθεια. Τα θέματά τους «Η γενική απεργία», «Η επανάσταση των Πολωνών», «Η Αντίσταση των Βέλγων στον β' Παγκόσμιο Πόλεμο», κ.ά., πάνω από εξήντα ντοκιμαντέρ συνολικά, τους βοήθησαν να σχηματίσουν μια πολύ σοβαρή αντίληψη για τον κόσμο. Οταν πέρασαν στις ταινίες επινόησης (φιξιόν) είχαν ήδη μπολιαστεί με τα κοινωνικά ζητήματα.

Οι ταινίες τους, λοιπόν, είναι ρεαλιστικά κομμάτια της ίδιας της ζωής. Μοιάζουν με δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ. Ακόμα και στη γραφή τους, η οποία δεν καταναλώνεται σε δήθεν αισθητικές αναζητήσεις ή άλλους «καλλιτεχνικούς» αποπροσανατολισμούς. Πιάνουν από το σβέρκο το κοινωνικό θέμα, το θέμα που δεν είναι εγκεφαλικό δημιούργημα, αλλά θέμα που διαδραματίζεται ωμό και αληθινό μπροστά στα μάτια μας, και με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο, χωρίς μελό και υποχωρήσεις, το ξεψαχνίζουν μέχρι να φτάσουν στο κόκαλο!

Οι αδελφοί Νταρντέν, ο Ζαν-Πιερ (1951) σπούδασε θέατρο και ο Λουκ (1954) σπούδασε φιλοσοφία, έχουν γνωρίσει τυπική και ουσιαστική αναγνώριση. Η πολύ καλή ταινία τους «Η υπόσχεση» (1996) τους έκανε παγκόσμια γνωστούς. Δυο χρόνια αργότερα (1998) κερδίζουν το Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες με την εξαιρετική«Ροζέτα» τους. Η ίδια ταινία απέσπασε και το βραβείο Α' γυναικείου ρόλου (Εμιλί Ντικιονέ). Το φιλμ, πάντως, που τους επέβαλε διεθνώς, είναι, το δίχως άλλο, «Το παιδί», το οποίο κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών (2005).

Η τελευταία τους ταινία, «Η σιωπή της Λόρνα», η οποία πήρε το βραβείο σεναρίου στο τελευταίο (2008) Φεστιβάλ των Κανών (παίχτηκε και στο πρόσφατο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης), με άψογο ρεαλιστικό τρόπο - βοηθάει σ' αυτό και η πολύ καλή ερμηνεία της πρωταγωνίστριας - παρακολουθεί μια Αλβανίδα οικονομική μετανάστρια, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει στη βελγική πόλη Λιέγη. Η Λόρνα, που τα τεράστια κύματα της οικονομικής μετανάστευσης των τελευταίων χρόνων την πέταξαν σαν καρυδότσουφλο στο Βέλγιο, πιστεύει, αρχικά, πως πρέπει - δεν έχει άλλες επιλογές - να κινηθεί και αυτή με τους νόμους της αγοράς, με τους άγριους καπιταλιστικούς νόμους. Ούσα παράνομη στη χώρα, «μοιραίο» είναι να γνωρίσει και να γνωριστεί με σχετικούς ανθρώπους. Χωρίς να το επιδιώκει, εκείνη θέλει να ζήσει ήρεμα και ευτυχισμένα, βρίσκεται μέλος μια μικρής «συμμορίας» που κάνει μικροκομπίνες (παράνομους γάμους, ναρκωτικά κλπ).

Η Λόρνα και η μικρή αυτή συμμορία, στην οποία συμμετέχει και ο φίλος της, έχουν την ίδια επιδίωξη. Θέλουν τη Λόρνα, οπωσδήποτε, Βελγίδα! Η μεν συμμορία για να την ξαναπαντρέψει με κάποιον Ρώσο παράνομο που πληρώνει καλά, η δε Λόρνα για να αποχτήσει το δικαίωμα (Βελγίδας) για να ανοίξει με τον φίλο της και τις δικές της οικονομίες (εργάζεται σε καθαριστήριο) δική τους δουλειά (καφέ-μπαρ). Η συμμορία βρίσκει ένα Βέλγο εξαρτημένο ναρκομανή, ο οποίος αναζητεί χρήματα για τη δόση του, του δίνει ένα μικροποσό και εκείνος νομιμοποιεί (με γάμο) την Λόρνα.

Από το σημείο αυτό και μετά η Λόρνα αρχίζει να παίρνει ανάποδες στροφές! Σιγά σιγά συμπονάει το ναρκομανή, γιατί στο πρόσωπό του βλέπει μια πιο ακραία από τη δική της περίπτωση καταπίεσης, και χωρίς μελό και άλλες συναισθηματικές ακρότητες προσπαθεί να τον βοηθήσει. Και όταν η συμμορία αποφασίζει να τον βγάλει βίαια από τη μέση (για να μείνει χήρα η Λόρνα και να μπορεί, στη συνέχεια, να «νομιμοποιήσει» τον Ρώσο) εκείνη αντιδρά. Τα όριά της έφτασαν στα δικά της άκρα. Υπάρχουν πράγματα που, για κανέναν λόγο, δε θέλει να κάνει. Ακόμα και τα «κατακάθια» της κοινωνίας έχουν τη δική τους αξιοπρέπεια, τις δικές τους ηθικές αξίες.

Η ταινία των αδελφών Νταρντέν, χωρίς να το «επιδιώκει», είναι, από τα ίδια τα πράγματα, διδακτική! Κατ' αρχάς αποφαίνεται και καταγγέλλει το σύστημα, τη βέλγικη κυβέρνηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον καπιταλισμό γενικότερα όμως, σαν ηθικό αυτουργό, ο οποίος, με τις απάνθρωπες πολιτικές του, σπρώχνει στην παρανομία όλα αυτά τα δυστυχισμένα καραβάνια των οικονομικών μεταναστών. Ολα ετούτα τα δυστυχισμένα πλάσματα, κυνηγημένα από τις επίσημες κυβερνήσεις, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να περάσουν στην πλήρη υποταγή ή στην παρανομία. Και στη συνέχεια, βέβαια, στις φυλακές! (Οι ελληνικές φυλακές, για να μην ξεχνιόμαστε και για να κάνουμε την... αυτοκριτική μας, είναι φουλαρισμένες από μετανάστες).

Οι αδελφοί Νταρντέν, ωστόσο, αισιόδοξοι και ρεαλιστές, δε συμμερίζονται και δε συμφωνούν με την άποψη της... νομοτέλειας, της οπωσδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας των οικονομικών μεταναστών. Μέσω της ηρωίδας τους καλούν τους μετανάστες, γενικά τους κατατρεγμένους και προδιαγεγραμμένους, τον καθένα μας με άλλα λόγια, να θέσουμε τα δικά μας όρια. Να αποφασίσουμε μέχρι σε πιο σημείο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να κατρακυλήσει. Και μας ζητούν, όταν φτάσουμε στα δικά μας όρια, στα όρια που εμείς βάζουμε στον εαυτό μας, να αρχίσουμε την αντεπίθεση, όπως έκανε η Λόρνα τους! Η οποία ζώντας μέσα στη βρώμα κατάφερε, τελικά, να φυλάξει μεγάλα κομμάτια ηθικών αξιών, μεγάλα κομμάτια αξιοπρέπειας που την όπλισαν με οργή και θέληση.

Η αξία της «Σιωπής της Λόρνα» έγκειται στο γεγονός ότι ενώ μοιάζει με μια ταινία που αναφέρεται σε μια μικρή κοινωνική ιστορία, σε μια περιπέτεια με ηρωίδα μια νεαρή μετανάστρια, στην ουσία είναι μια ταινία σκληρή που παραδειγματίζει και καταγγέλλει! Στη χώρα μας, στο σπίτι μας, σχεδόν όλοι οι Ελληνες έχουμε τη δική μας Λόρνα! Η ταινία των αδελφών Νταρντέν μας βοηθάει να δούμε καθαρότερα!

ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Seven Films είπε...

Μια Αλβανή μετανάστρια μπλέκει στα δίχτυα εγκληματιών μαφιόζων σε μια συγκλονιστική, βουτηγμένη σε μαύρη ατμόσφαιρα, ταινία γύρω από την εξιλέωση αλλά και τα προβλήματα των μεταναστών.

Στα προβλήματα των μεταναστών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και στο θέμα της εξιλέωσης, στρέφονται στη νέα τους, βουτηγμένη σε μια μαύρη ατμόσφαιρα, παραπλήσια μ' εκείνη του φιλμ νουάρ, ταινία, «Η σιωπή της Λόρνα», οι βραβευμένοι στο παρελθόν δύο φορές με τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών («Ροζέτα», «Ο γιος»), Βέλγοι σκηνοθέτες Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν.

Η Λόρνα της ταινίας (βραβείο σεναρίου στις φετινές Κάνες) είναι μια Αλβανή μετανάστρια στη Λιέγη, που για να μπορέσει ν' αποκτήσει ένα σνακ-μπαρ μαζί με τον αγαπημένο της δέχεται την επικίνδυνη πρόταση του μαφιόζου Φάμπιο να κάνει «λευκό γάμο» με τον Κλοντί, ένα ναρκομανή Βέλγο, για να αποκτήσει τη βέλγικη υπηκοότητα και στη συνέχεια να τον χωρίσει (ο Φάμπιο σχεδιάζει να τον δολοφονήσει δίνοντάς του υπερβολική δόση ναρκωτικών) για να παντρευτεί (πάλι με λευκό γάμο) ένα Ρώσο μαφιόζο, έτοιμο να τους πληρώσει ένα μεγάλο ποσό.

Με το γνωστό ρεαλιστικό τους στιλ, απαλλαγμένο όμως από κάθε τι το περιττό, παραπλήσιο μ' εκείνο του Μπρεσόν, οι Νταρντέν καταγράφουν την οδυνηρή, συχνά, πορεία της ηρωίδας τους, από τις προσπάθειές της να βοηθήσει τον Κλοντί να κόψει τα ναρκωτικά και το μπλέξιμό της σ' ένα δίχτυ εγκληματικότητας, που οδηγεί στη δολοφονία του Κλοντί, μέχρι την αποφασιστικότητά της, μέσα από μια φανταστική εγκυμοσύνη, να εξιλεωθεί. Μέσα από μικρές, φαινομενικά απλές, σκηνές, με μια κάμερα στο χέρι, να ερευνά με την επιμονή ενός εντομολόγου τα διάφορα πρόσωπα, ιδιαίτερα εκείνο της Λόρνα (με την ηθοποιό Αρτα Ντομπρόσι από το Κόσοβο να δίνει με δύναμη, πάθος και ευαισθησία το ρόλο), σταματώντας στις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που σκιαγραφούν και σχολιάζουν τους χαρακτήρες αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον που συχνά καθορίζει τη ζωή τους, οι Νταρντέν φτιάχνουν την καλύτερη και πιο άμεση, κοινωνικά τοποθετημένη, ταινία τους.

ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ ΅ΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Seven Films είπε...

Το σινεμά των αδελφών Νταρντέν υπήρξε ήδη από την εμφάνιση του επιτακτικό, απαραίτητο, αναγκαίο. Ενα σινεμά που δικαιωματικά μπορεί να συγκριθεί με αυτό του Ρομπέρ Μπρεσόν, την ίδια στιγμή που απλώνεται ταινία με την ταινία στον κινηματογραφικό χάρτη μιας Ευρώπης που φλέγεται μέσα στις πληθυσμιακές, ταξικές και βαθιά κοινωνικές της ανισότητες. Το σινεμά τους, όμως, περισσότερο από πολιτικό υπήρξε πάντοτε και σε πείσμα των καιρών εμμονοληπτικά ανθρωποκεντρικό.

Οι ήρωες τους, θύματα και θύτες της ίδιας της μοίρας που τους πέταξε σε έναν άδικο κόσμο για να τους χρίσει «ήρωες της καθημερινότητας», αγωνίζονται για έννοιες όπως αυτές της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης αναγκασμένοι όμως να τραυματίζονται και να φλερτάρουν μέχρι και με το κακό προκειμένου να αρθρώσουν λόγο, να επιβάλουν την παρουσία τους, να επιβιώσουν.

Η Λόρνα, συγκλονιστική πρωταγωνίστρια της τελευταίας τους ταινίας, δεν διαφέρει από τον Ιγκόρ της «Υπόσχεσης», τη «Ροζέτα» ή τον Μπρούνο και τη Σόνια του «Παιδιού».

Αλβανή μετανάστρια στο Βέλγιο, άρα εξ ορισμού απόκληρη, θα δεχτεί από ανάγκη την πρόταση ενός μαφιόζου να παντρευτεί έναν ναρκομανή με σκοπό να κερδίσει την πολυπόθητη υπηκοότητα και αυτό θα είναι αρκετό για να τη θέσει σε μια τροχιά επιλογών που δυστυχώς για την ίδια δεν εξαντλούνται ανάμεσα στην καθοριστική επιλογή τής προσωπικής ευτυχίας κόντρα στον απόλυτο εξευτελισμό.

Η ιστορία της είναι η σιωπή της. Η επιλογή της να υπομείνει σχεδόν ασκητικά όσα θα αυξήσουν τις πιθανότητες της να ζήσει κάποια στιγμή σαν ίση προς ίσους, ακόμη και αν η διαδρομή που πρέπει να διανύσει είναι στρωμένη με ό,τι πιο απάνθρωπο έτυχε ποτέ σε ένα ανθρώπινο ον που πληρώνει ακριβά το γεγονός ότι χωρίς προσωπική ευθύνη βρέθηκε κάποτε χωρίς πατρίδα, ελπίδα, δικαιώματα. Αν μιλήσει, θα γίνει ηρωίδα. Για ποιον, όμως, και για ποιο κόστος, είναι κάτι που κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να της απαντήσει.

Στην ίσως πιο συμβατική -για τα μέτρα τους- στιγμή τους, οι Νταρντέν υποκύπτουν για πρώτη φορά σε μια αγωνιώδη αφήγηση που βρίθει από ανατροπές, προσπαθώντας να κάνουν τον κινηματογραφικό χρόνο να ευθυγραμμιστεί με την ταχύτητα που η ηρωίδα τους διασχίζει την απόσταση ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά. Και ποτίζοντας για πρώτη φορά το σινεμά τους με έναν λανθάνοντα μελοδραματισμό παραδίδουν ένα από τα πιο λυτρωτικά φινάλε της χρονιάς. Αν για οποιονδήποτε αυτό μοιάζει με συμβιβασμό προς τέρψιν του θεατή, για τους ίδιους παραμένει -σε έναν κόσμο που έχει χάσει προ πολλού το κέντρο του- μια περισσότερο από ποτέ επιτακτική ανάγκη.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ

Seven Films είπε...

Στη σημερινή Λιέγη, η Λόρνα, Αλβανή μετανάστρια, δέχεται την πρόταση ενός τοπικού μαφιόζου να κάνει λευκό γάμο μ έναν Βέλγο ναρκομανή για να μπορέσει να αποκτήσει υπηκοότητα.
Ωστόσο, απώτερος σκοπός του προστάτη είναι να σκηνοθετήσει τον θάνατο ενός εικονικού συζύγου από υπερβολική δόση, ώστε η Λόρνα να μπορέσει να παντρευτεί στη συνέχεια έναν Ρώσο κακοποιό διατεθειμένο να χρυσοπληρώνει την άδεια παραμονής.

Η Λόρνα δέχεται να φέρει εις πέρας το σχέδιο, μια και χρειάζεται τα λεφτά για να ανοίξει το μαγαζάκι που ονειρεύεται, μαζί με τον Αλβανό φίλο της... Δώδεκα χρόνια μετά την καθηλωτική «Υπόσχεση», την ταινία που μας τους σύστησε, οι αδελφοί Νταρντέν επανέρχονται στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης για να καταδείξουν τον όγκο που έχει πλέον πάρει η εκμετάλλευσή της - μια μπίζνα δισεκατομμυρίων ευρώ που καταδυναστεύει την ευρωπαϊκή παραοικονομία (άρα και οικονομία).

Οπως πάντα στο σινεμά τους, πρόσχημα για τον προβληματισμό τους είναι τα προσωπικά δράματα ατόμων περιθωριοποιημένων σε έναν απεγνωσμένο αγώνα ένταξης στην κοινωνία. Κι όπως με όλους τους αντιήρωες των Νταρντέν, έτσι και η Λόρνα θα φθάσει στα άκρα πάνω στην εν λόγω απόγνωση.

Θα πειστούμε γι αυτά στα άκρα, έστω κι αν το φιλόδοξο σενάριο υπερβάλλει συχνά στους ελιγμούς του, τους αστυνομικούς αλλά και τους ψυχογραφικούς, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του φιλμ όπου η Λόρνα, από εκεί που εύστοχα ταλαντευόταν μεταξύ των ρόλων του θύματος και του θύτη, καταλήγει σχεδόν μια παθολογική περίπτωση.

Θα πειστούμε, απορροφημένοι από τον ασυμβίβαστο ρεαλισμό των εικόνων τους, τον πάντα επίκαιρο στοχασμό τους, το σασπένς στο οποίο ανεπαίσθητα μας υποβάλλουν και τη βροντερά... σιωπηλή ερμηνεία της (ερασιτέχνη ηθοποιού) Αρτα Ντομπρόσι.

ΡΟΜΠΙ ΕΚΣΙΕΛ ΕΘΝΟΣ

Seven Films είπε...

Το σινεμά έχει εξαντλήσει σίγουρα αυτή τη βία στον αιώνα και κάτι της ιστορίας του, σε κάθε πιθανή μορφή της, αλλά εκείνη δε σταματά ποτέ να μας σοκάρει όποτε πάρει σάρκα και οστά δίπλα μας. Μάλλον επειδή αυτά γίνονται μόνο στον κινηματογράφο. Οι τελευταίες ταινίες των αδερφών Νταρντέν και του Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν είναι γεμάτες από βία που δε συμβαίνει μόνο στη μεγάλη οθόνη. Είναι η βία που προηγείται εκείνης που παρακολουθούμε σήμερα κι εξηγεί πολλές απ' τις κοινωνικές παραμέτρους της, αλλά όχι και τις πολιτικές, που δεν έχουν σχέση με αγανάκτηση κι αντανακλαστικά, αλλά με οργάνωση, μεθόδευση κι εκμετάλλευση. Η «Σιωπή της Λόρνα» και οι «Τρεις Μαϊμούδες» είναι δυο βίαιες ταινίες, είτε προφανώς είτε υπογείως.

Η Λόρνα (Άρτα Ντομπρόσι) είναι μια αλβανή λαθρομετανάστρια στο Βέλγιο (στη Λιέγη) που επιζητεί την απόκτηση πράσινης κάρτας ώστε να βρεθεί κοντά στον αγαπημένο της Σοκόλ και ν' ανοίξουν μαζί ένα καφέ-μπαρ στη νέα τους πόλη. Η παραμονή της όμως περνά μέσα από μια σειρά χάρες και δοσοληψίες με τον μικρονονό Φάμπιο, η πρώτη απ' τις οποίες είναι να παντρευτεί το ναρκομανή Κλοντί (Ζερεμί Ρενιέ). Μόλις όλα τακτοποιηθούν, ο Κλοντί θα πεθάνει από στημένη υπερβολική δόση κι η Λόρνα θα παντρευτεί κάποιον «Ρώσο», ο οποίος θα κερδίσει με τη σειρά του τη βελγική υπηκοότητα. Με τα λεφτά του ρώσου το ζεγάρι απ' την Αλβανία θα κάνει πράξη τ' όνειρό του. Όμως τα πράγματα δεν πάνε πάντα όπως σχεδιάζονται στο χαρτί και το ανθρώπινο στοιχείο είναι κάτι που δεν μπορείς να παραβλέπεις για πάντα, είτε απ' τη μια είτε απ' την άλλη πλευρά. Η Λόρνα μοιάζει συγκροτημένη και αποφασισμένη μα στα χέρια της έχει περισσότερα απ' όσα μπορεί να διαχειριστεί...
Η ταινία των Νταρντέν είναι γεμάτη από τα θέματα που συνήθως διερευνούν και το ρεαλισμό με τον οποίο το κάνουν. Αν και λίγο πιο στυλιζαρισμένη απ' το μέχρι τώρα ύφος τους, παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος της πιστή σε όσα τους έκαναν θαυμαστούς στον κόσμο του σινεμά. Η βία που διακατέχει την εκμετάλλευση των αδυναμιών και αναγκών των άλλων δεν είναι πάντα ορατή και εξώφθαλμη κι έχει τις περισσότερες φορές τη συγκατάβαση αυτού που υπόκειται σ' αυτήν. Και το ξέσπασμα δεν είναι πάντα εξωστρεφές αλλά κι εσωστρεφές, η συσσωρευμένη πίεση δεν εκρύγνειται αλλά κατατρώει τον καταπιεσμένο. Η Λόρνα, μέσα απ' τη συγκινητική ερμηνεία της Άρτα Ντομπρόσι, υποφέρει για ένα συγκεκριμένο —ιερό για το μικρόκοσμό της— σκοπό και δεν περιμένει ποτέ ότι αυτός θα της φανεί μηδαμινός, μπροστά σε μια ευθύνη που δεν είχε υπολογίσει πριν κάνει τις επιλογές της. Μια ευθύνη τόσο αυτονόητη που γίνεται αόρατη.

Λουκάς Τσουκνίδας www.inlife.gr

Seven Films είπε...

Οι αδελφοί Dardenne μου φαίνεται ότι είναι από τους ελάχιστους αυθεντικούς τραγωδοποιούς που έχουν εναπομείνει. Η "σιωπή της Lorna" είναι ένα πάρα πάρα πολύ στιβαρό έργο, -κατά την γνώμη μου σαν ιστορία αγγίζει το επίπεδο των πλέον κλασικών έργων του σινεμά και της λογοτεχνίας! Και είναι τόσο σημαντικό ότι καταφέρνει να βγάλει μια γνήσια τραγωδία από τις ζωές απλών ανθρώπων του περιθωρίου και του υποκόσμου χωρίς τίποτα το εξόφθαλμα ηρωϊκό. Και ο τρόπος κινηματογράφησης είναι ο πολύ μινιμαλιστικός και κάπως "νευρικός" στον οποίο μας έχουν συνηθίσει οι δύο αδελφοί απ' το Βέλγιο.
Είναι καταπληκτικό πώς πλάθεται η Lorna ως ένας συγκινητικά και αρχετυπικά γυναικείος χαρακτήρας! Και είναι συγκλονιστικός ο προβληματισμός αν μέσα από την εγκυμοσύνη και την γέννηση ενός παιδιού μπορεί να επιβιώσει ένας άνθρωπος που αγαπήσαμε και που πέθανε, και φέρουμε κι ευθύνες για τον θάνατό του. Η Lorna είναι μια ηρωίδα που αξίζει να μείνει στο πάνθεον των γυναικών ηρωίδων γι' αυτήν την κατάφασή της στην ζωή, μια περίεργη αγάπη κι ευαισθησία, που διαρρηγνύει κάθε ιδιοτέλεια, και τελικά φτάνει σε ένα είδος παραλογισμού, που είναι όμως πολύ αληθινότερο από κάθε συμφέρον.
Το τέλος, έτσι ανοιχτό όπως είναι, είναι πάρα πολύ βαθύ και ώριμο.
Κατά την γνώμη μου, η ταινία αποτελεί μάθημα για το πώς πρέπει να στήνεται μια τραγωδία σήμερα, στην εποχή της όψιμης μετανεωτερικότητας! (Αλλά βέβαια αυτά βγαίνουν αυθόρμητα, δεν μπορεί να τα "μάθει" κανείς...).

http://www.lefantomedelaliberte.blogspot.com/

Seven Films είπε...

Ένα καλοστημένο, εξαιρετικά προσοδοφόρο παιχνίδι, που χρησιμοποιεί ως πιόνια ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη: Η Lorna εκμεταλλεύεται τον άβουλο ναρκομανή Claudy. Ο Andrei εκμεταλλεύεται τη φτωχή μετανάστρια Lorna. Και αυτόν με την σειρά του, όπως και τη Lorna, τους εκμεταλλεύεται ο αδίστακτος τοπικός μαφιόζος Fabio. Μια σειρά σκηνοθετημένων λευκών γάμων επί πληρωμή, με αντάλλαγμα την πολυπόθητη Βελγική υπηκοότητα, σε ένα σκληρό γαϊτανάκι όπου κυριαρχεί η ανάγκη, ο εξαναγκασμός και η καταπίεση. Όλα κυλούν χωρίς επιπλοκές, μέχρι που ο ξεγραμμένος Claudy θα αποφασίσει να έχει λόγο στην ζωή που του έφτιαξαν. Η απόφασή του όμως αυτή θα επηρεάσει τις ζωές όλων όσοι συμμετέχουν στο παιχνίδι, με τραγικά αποτελέσματα. Ο εικονικός του γάμος με την Lorna δε θα λυθεί, όπως είχε σχεδιαστεί, με το θάνατό του, μα με ένα πιο περίπλοκο διαζύγιο. Ο επόμενος εικονικός γάμος με τον Andrei θα καθυστερήσει. Ο Fabio θα αποσύρει την εμπιστοσύνη του. Και τα σχέδια της Lorna θα καταρρεύσουν, αφήνοντάς τη μόνη, απελπισμένη και πιο ξένη από ποτέ σε μια χώρα που δεν την υποδέχτηκε ποτέ πραγματικά.

Ανθρωποι στο περιθώριο της κοινωνίας που ζητούν λίγο χώρο για τα όνειρά τους. Ανθρωποι χωρίς πρόσωπο, που προσδιορίζονται μόνο από την ιδιότητά τους: ο junkie, η μετανάστρια, ο μικροκακοποιός, ο μαφιόζος. Πίσω όμως από το καλοκουρδισμένο σχέδιο και τα ανώνυμα άτομα που μπαίνουν στα γρανάζια του, κρύβεται ο ανθρώπινος παράγοντας. Το συναίσθημα και η ελπίδα, που μπορεί να αποδειχθούν ισχυρότερα από την ανάγκη. Η Lorna υπομένει τα πάντα για ένα όνειρο: να ανοίξει μια μέρα ένα μικρό σνακ μπαρ με το φίλο της, ο οποίος βέβαια δεν έχει Βελγική υπηκοότητα. Ο Claudy θα προσπαθήσει να απεξαρτηθεί γιατί συνειδητοποιεί ότι υπάρχει κάποια για την οποία αξίζει να προσπαθεί. Θύτες και θύματα σε εναλλασσόμενους ρόλους, άνθρωποι δέσμιοι των συνθηκών, που όμως στα ασφυκτικά όρια που τους επιτρέπεται να κινηθούν, προσπαθούν απεγνωσμένα να καθορίσουν οι ίδιοι το μέλλον τους. Μα που τελικά οι σπασμωδικές τους κινήσεις θα τους οδηγήσουν σε δραματικά αδιέξοδα.

Οι βέλγοι αδερφοί Dardenne (βραβευμένοι στις Κάννες με το βραβείο σεναρίου για τη συγκεκριμένη ταινία), καταγράφουν με τον γνώριμο ρεαλισμό τους ιστορίες των πόλεών μας που αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα, χωρίς να διεκτραγωδούν, χωρίς επιτηδευμένους μελοδραματισμούς, σχεδόν χωρίς καν να δραματοποιούν. Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει πλήρως, συγκινώντας αλλά και προβληματίζοντας και τον πιο αμέτοχο θεατή.
Μαριάννα Ράντου www.cinemanews.gr

Seven Films είπε...

Επιτρέψτε μου να μη μιλήσω καθόλου για την κινηματογραφική γλώσσα της ταινίας. Άλλωστε οι ικανότητες των αδερφών Dardenne πίσω από την κάμερα είναι αδιαμφισβήτητες. Επιτρέψτε μου επίσης να μη μιλήσω για την πρωταγωνιστική οπτασία της Arta Dobroshi και να αφοσιωθώ σε όσα μου εντρύφησε αυτό το κομψοτέχνημα!


Η Λόρνα, μια Αλβανίδα μετανάστρια, επιθυμεί να ανοίξει ένα μπαρ στο Βέλγιο με τον καλό της, για την εξοικονόμηση των βιοποριστικών. Κάθε σκοπός εντός του κόσμου απαιτεί έναν συμβιβασμό. Και έτσι η Λόρνα θα αποταθεί σε έναν μαφιόζο, ο οποίος θα της εξασφαλίσει την Βελγική ταυτότητα, παντρεύοντας την με έναν τοξικομανή. Και θα της εξασφαλίσει το αναγκαίο αρχικό κεφάλαιο, αρκεί αυτή συμμετέχει στην πρώτη του δουλειά. Η μαφία και εδώ είναι (προ)σχηματική. Η μαφία είναι η άγρυπνη σκιά μας. Η δικιά σου και η δικιά μου σκιά. Αυθύπαρκτη στις πατημασιές μας, η υπονομευμένη ροή των πράξεων μας, στο φέγγισμα ενός ετεροκατασκευασμένου και προϋπάρχον κόσμου. Η Λόρνα θα δεθεί σταδιακά με τον Κλώντι. Τον γραφειοκρατικό σύζυγο της. Ο οποίος είναι μια ολοκληρωμένη περσόνα, πέρα για πέρα ανθρώπινη, δίνοντας μια βαθύτερη παρατήρηση στην παρουσία των ναρκωτικών στο σύγχρονο άνθρωπο. Το δέσιμο δεν έχει να κάνει με τα πρόσωπα. Είναι το σμίξιμο δυο ανθρώπων. Η ελεύθερη επικοινωνία. Για αυτήν γίνεται ο Κλώντυ. Για αυτούς δεν είναι παρά ένα πρεζόνι(όπως χαρακτηριστικά προσφωνείται). Είναι πάντα πιο βολικό στο σύγχρονο σύστημα να αντιμετωπίζεις τις υπάρξεις ως "ιδιότητες" παρά ως ανθρώπινες οντότητες. Πιο εύκολα μπορείς να σκοτώσεις μια επιγραφή. Έναν άνθρωπο όμως πως να τον σκοτώσεις; Όλα γίνονται στο βωμό αυτού του δοξασμένου εγκόσμιου Θεού. Στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα είναι σχεδόν κοινός, Ευρώ λέγεται. Με αυτόν αγοράζεις την ευτυχία σου, και πουλάς ακόμα και την όποια ανασφάλεια σου. Μπορείς να θάψεις ένα φέρετρο. Τις τύψεις σου όμως πως να τις θάψεις; Εκεί ξεκινάει και η εναντίωση της Λόρνα, του ανθρώπου. Η εναντίωση στο σύστημα δια της αποχής. Οι τύψεις και οι ενοχές τα ενδόμυχα ίχνη πάνω στο κουρσευμένο ανθρώπινο κορμί μας. Και η Λόρνα, σε μια φαντασιακή σύλληψη, κυοφορεί μαζί με τις τύψεις και την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Την ελπίδα της ίδιας της ζωής! Και εσύ θεατή, αν εκλαμβάνεις τη σιωπή του τίτλου ως αδυναμία, τότε απλά καθρεφτίζεις το είδωλο σου στον ματωμένο καθρέφτη των καιρών μας. Η σιωπή της Λόρνα είναι ένας εκκωφαντικός βόμβος, μια εκκωφαντική πρόσκληση για ζωή, για αγάπη. Και η βαθύτερη συνείδηση. Η μόνη που μπορεί να στοχεύσει στην ανθρώπευση του σήμερον...
Βαθμολογία 8,5/10

http://cine-theasi.blogspot.com/

Seven Films είπε...

Υπόθεση
Η Λόρνα, Αλβανίδα μετανάστης στο Βέλγιο, έχει συνάψει ένα λευκό γάμο με ένα ναρκομανή ντόπιο για να πάρει τη Βελγική υπηκοότητα. Ο τελευταίος έχει πληρωθεί από αυτήν και ένα μαφιόζικο κύκλωμα που βρίσκεται πίσω της και ασχολείται με εμπόριο ναρκωτικών με 5000€ για να κάνει αυτό το γάμο και η συμφωνία προβλέπει άλλα 5000€ για το διαζύγιο. Όταν το κύκλωμα αυτό αποφασίζει να τον βγάλει από τη μέση χορηγώντας του υπερβολική δόση ναρκωτικών η Λόρνα αποφασίζει να τον σώσει από αυτούς και τα ναρκωτικά.

Αξιολόγηση
Ο δύσκολος ευρωπαϊκός κινηματογράφος των αδερφών Dardenne επιστρέφει με μια ιστορία από αυτές που μετά βίας αντέχεις να παρακολουθείς, αυτές που ενοχλητικά μα πειστικά σου θυμίζουν πόσο απαίσιος είναι αυτός ο κόσμος που ζούμε και πόσα λίγα μπορείς να κάνεις για να τον αλλάξεις, από αυτές που σου σφίγγουν το στομάχι ακριβώς όπως το ζωνάρι σφίγγεται αλύπητα γύρω από το λαιμό των πρωταγωνιστών της! Η μετανάστευση στην Ευρώπη, η απόκτηση με κάθε κόστος μιας υπηκοότητας μιας χώρας του αναπτυγμένου κόσμου, ο θρίαμβος της ατομικότητας έναντι της συλλογικότητας (της τάσης να σώσουμε το τομάρι μας κι ας πάνε οι άλλοι στο γκρεμό), αυτά είναι τα θέματα που σχολιάζονται στην ταινία!

Η Λόρνα, η ηρωίδα-μετανάστρια της ταινίας, είναι σύμβολο της εποχής μας, είναι το θύμα που γίνεται θύτης χωρίς να καταφέρνει να πάψει ποτέ να είναι θύμα, είναι ο καθένας από εμάς που σιωπά στην αδικία και στη φαυλότητα αλλά συμμετέχει ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της κιμαδομηχανής του συστήματος. Η Λόρνα προσπαθεί να κρατήσει αντιστάσεις στα παράλογα που της συμβαίνουν, αλλά αδυνατεί τελικά να επιδείξει σθένος και η σιωπή της σε αυτά που βλέπει είναι τελικά μια αυθεντική έκφραση του ενστίκτου αυτοσυντήρησής της ... και ποιος λογικός μπορεί τελικά να πάει κόντρα σε αυτό το ένστικτο;!

Αν και η ταινία έχει προβλήματα στην αφήγηση της, κάπου μετά τη μέση κάνει κοιλιά, μοιάζει να χάνει το δρόμο της, και το τέλος της είναι ιδιαίτερα αμήχανο, παραμένει, παρά ταύτα, μια στιβαρή κοινωνική ταινία, που μιλά δυνατά και πάνω από όλα πολιτικά για τα αδιέξοδα και τις λανθασμένες επιλογές της ευρωπαϊκής (κι όχι μόνο) μεταναστευτικής πολιτικής!
ΠΑΝΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ www.cineparmenos.blogspot.com