Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Ο Κυνηγός (the chaser)



Διάλεξε να περάσει στη σκοτεινή πλευρά.
Ακόμα και εκεί όμως, παρέμεινε …κυνηγός



Σκηνοθεσία: Hong-jin Na
Σενάριο: Won-Chan Hong Shinho Lee Hong-jin Na
Μουσική : Yongrock Choi
Φωτογραφία : Min-bok Lee

Παίζουν:
Yun-seok Kim,
Joong-ho Eom,
Jung-woo Ha,
Young-min Jee,
Yeong-hie Seo,
Mi-jin Kim

Είδος: Θρίλερ, αστυνομικό
Γλώσσα: Κορεάτικα
Ετος Παραγωγής : 2008
Χώρα Παραγωγής: Νότια Κορέα
Διάρκεια: 124'
Ακατάλληλο

Ιστοσελίδα :
http://www.thechaser.co.kr/

Σύνοψη:
Ο Τζουνγκ-Χο είναι ένας προαγωγός που έχει στο βιογραφικό του και θητεία στην κορεατική αστυνομία. Περνάει δύσκολους καιρούς, καθώς χρωστάει χρήματα στο μισό υπόκοσμο, ενώ κάποια από τα «κορίτσια» του έχουν χαθεί από προσώπου γης. Κάπως έτσι, αναγκάζει ένα από τα «κορίτσια» που του έχουν μείνει, την Μι-Τζιν, να κάνει μια επίσκεψη σε έναν τακτικό πελάτη, παρά το γεγονός πως είναι βαριά άρρωστη στο κρεβάτι. Την ώρα που η Μι-Τζιν ετοιμάζεται να συναντήσει τον πελάτη, ο Τζουνγκ-Χο βρίσκει το κινητό τηλέφωνο μιας από τις εξαφανισμένες. Ψάχνοντας τις τελευταίες κλήσεις της, ανακαλύπτει πως ο τελευταίος πελάτης της ήταν και ο τελευταίος πελάτης και των υπόλοιπων γυναικών και, τι ειρωνεία, και αυτός της Μι-Τζιν... Υποψιάζεται πως αυτός ο άντρας τις έχει πουλήσει κάπου. Στην πραγματικότητα όμως, αυτός ο άντρας είναι ένας μανιακός δολοφόνος και η Μι-Τζιν βρίσκεται στο έλεός του, σε ένα απομακρυσμένο σπίτι όπου δεν έχει καν σήμα στο κινητό της τηλέφωνο... Η μοίρα, όμως, φέρνει πάντα τα πράγματα αλλιώς: Ο Τζουνγκ-χο συναντά αυτόν τον άντρα σε ένα μικρό τροχαίο δυστύχημα και, συμπτωματικά, καταλαβαίνει την ταυτότητά του και τον πιάνει μετά από καταδίωξη, αλλά δεν έχει υπολογίσει την αστυνομία που είναι παρούσα και οδηγεί και τους δυο στο Τμήμα. Εκεί οι αστυνομικοί θα βρουν τις ενδείξεις για τον κατά συρροήν δολοφόνο που αναζητούσαν για καιρό. Ο Τζουνγκ-Χο, όμως, θα επιμείνει στο αρχικό του σενάριο. Και οι δυο μεριές θα ξεκινήσουν ξεχωριστές έρευνες για να βρουν αποδείξεις. Μόνο που αυτό αποδεικνύεται μια υπόθεση πολύ πιο δύσκολη και ψυχοφθόρα απ' ό,τι είχαν σκεφτεί αρχικά...
Το σενάριο είναι βασισμένο στην ιστορία του Yoo Young-Chul, ενός δολοφόνου που ευθύνεται για το θάνατο εικοσιενός ανθρώπων στο χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του 2003 ως τον Ιούλιο του 2004. Ο Υοο, που είναι καταδικασμένος σε θάνατο, δολοφονούσε ως επί το πλείστον μασέζ που έκαναν επισκέψεις κατ΄οίκον και τις κακοποιούσε στο δωμάτιο του μπάνιου. Οι έρευνες της Αστυνομίας οδήγησαν σε αυτόν μετά από τις καταγγελίες των προαγωγών που πρόσεξαν πως τα κορίτσια εξαφανίζονταν μετά από την απόκρισή τους σε κάποια κλήση συγκεκριμένου τηλεφώνου.
Η ταινία έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία στη χώρα της (έκανε συνολικό τζίρο 20 εκατομμυρίων δολαρίων την πρώτη εβδομάδα προβολής του), ενώ η Warner έχει ήδη αγοράσει τα δικαιώματα για τη Χολιγουντιανλη βερσιόν της. Την προσαρμογή του σεναρίου θα αναλάβει ο William Monahan, ο ίδιος άνθρωπος που έκανε την πρσαρμογή του σεναρίου του «Infernal Affairs» για το «The Departed» του Μάρτιν Σκορσέζε, ενώ το όνομα του Λεονάρντο Ντι Κάπριο ήδη συζητιέται για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η δήλωση του σκηνοθέτη:
«Δεν ήθελα να κάνω ένα φιλμ νουάρ απλώς και μόνο για να κάνω φιλμ νουάρ. Για μένα είναι η ιστορία που έρχεται πρώτη και το στυλ ακολουθεί... Οι φόνοι ιερόδουλων, σαν κι αυτόν που αναπαριστώ στην ταινία, είναι δυστυχώς πολύ συχνό φαινόμενο στην Κορέα. Οι άνθρωποι μιλούν συχνά για αυτές τις γυναίκες, αλλά ο ίδιος εκπλήσσομαι με τις κατηγορίες που τους προσάπτουν... 'Οσο για τα κίνητρα για αυτούς τους φόνους; Ακόμα και αν οι θεατές θέλουν να ξέρουν ποια είναι τα κίνητρα του δολοφόνου γαι το έγκλημα, κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί πως έχει το κλειδί. Για μένα ο ίδιος ο Γιουνγκ Μιν δεν ξέρει γιατί διαπράττει τα εγκλήματα. Έχω ηθελημένα αφήσει πολλά περιθώρια ερμηνείας ανοιχτά για το θεατή. Δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια... Με ρωτούν συχνά για το ποιες είναι οι κινηματογραφικές αναφορές μου, αλλά αποφάσισα να μην απαντώ σε αυτήν την ερωτηση. Πιστεύω πως ένας δημουργός μαθαίνει καινούρια πράγματα από όποια ταινία κι αν δει. Θα είναι δύσκολο να ονομάσω απλώς μερικές. Όταν ήμουν μικρότερος, διάβαζα πολλή αστυνομική λογοτεχνία. Σήμερα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό που με εμπνέει πλέον περισσότερο είναι αυτά που διαβάζω στις εφημερίδες, αντλώ ιδέες από την επικαιρότητα.»


Ο Τύπος έγραψε:
«Μόλις είδα το φιλμ, κατάλαβα γιατί έγινε τέτοια επιτυχία στη χώρα του. Το «Chaser» είναι απλώς μια σπουδαία ταινία. Ανατρέπει τις συμβάσεις του είδους αρκετά για να το αναζωογονήσει και κρατά τη στιγμή της αγωνίας από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή της ταινίας χάρη σε ένα έξυπνο καλογραμμένο σενάριο και μια καταπληκτική δουλειά στις ερμηνείες. Αν και διατηρεί ομοιότητες με άλλες ταινίες, καταφέρνει να διαχωρίσει τη θέση του από τα υπόλοιπα προβλέψιμα θρίλερ που βγήκαν τον τελευταίο καιρό.»
G.J. Prince, Passport Cinema

«Το “The Chaser” είναι απροσδόκητο από κάθε άποψη: δεν ακολουθεί τη πεπατημένη που έχουν χαράξει τα περισσότερα φιλμ με σίριαλ κίλερς, δεν είναι ένας ύμνος στη δουλειά της αστυνομίας, παρουσιάζει έναν κατά συρροήν δολοφόνο που είναι τρομακτικά φυσιολογικός και, το πιο απίστευτο όλων, είναι η πρώτη απόπειρα του Χονγκ-τζιν Να στη σκηνοθεσία. Κατά κάποιο τρόπο, όλα φαίνονται να λειτουργούν για να κάνουν μια ταινία που είναι μοναδική και σε απορροφά πλήρως. Μην περιμένετε για το ριμέικ, αναζητήστε την και ζήστε την εμπειρία όπως θα της έπρεπε, για να γίνετε μάρτυρες της αφετηρίας μιας καρίερας που θα μπορούσε να γίνει το ίδιο σημαντική με αυτήν του Τσαν-γουκ Παρκ ή του Τζουν-χου Μπονγκ.»
Kamui, The Screaming Demon

«Το “The Chaser” , σκηνοθετικό ντεμπούτο του Χονγκ-τζιν Να, είναι ένα συναρπαστικό και κομψά δοσμένο αστυνομικό δράμα που οδηγείται πέρα από τα υπόλοιπα στο να εκθέτει στο κοινό του την αστική απομόνωση μια σκοτεινή αίσθηση του καλού... Φέρνοντας στη μνήμη το Memories of a murder του Τζουν-χου Μπονγκ, σε ό,τι αφορά την αλλαγή στους τόνους του, την απόλυτα απαισιόδοξη οπτική του και το κεντρικό θέμα του, είναι διπλά εντυπωσιακό... Ανακυρήσσει τον σκηνοθέτη Χονγκ-τζιν Να ως ένα δημιουργό πρόθυμο να οδηγηθεί σε μέρη απ' όπου οι υποτιθέμενα ταινίες τρόμου... θα έτρεχαν να κρυφτούν!»
Jeremy Heilman, moviemartyr.com

O Να σκηνοθετεί με σθένος και νεύρο, και δεν ικανοποιεί μόνο τους λάτρεις του είδους, αλλά δίνει στη βία και μια άβολη οικειότητα. Τεχνικά είναι άριστη, από την ευκίνητη κάμερα, έως τα συχνά ανατριχιαστικά εσωτερικά σκηνικά της παραγωγής.
Justin Chang, Variety

..η σφιχτή σκηνοθεσία δίνει στο άριστο καστ την δυνατότητα να παίξει με ένταση, και κάνει ακόμη και τους ειδήμονες του είδους να κρατούν την αναπνοή τους..
Maggie Lee, The Hollywood Reporter

Ιδιαίτερα επιδέξια παρουσίαση από τον 34χρονο σκηνοθέτη, του οποίου ο χειρισμός των ηθοποιών και της κάμερας είναι μακράν ανώτερη από το ίδιο το σενάριο.
Dan Fainaru, Screendaily



Σχόλιο:

Πώς μπορεί μια ταινία από την Κορέα να γίνεται μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες των τελευταίων ετών στη χώρα της, χωρίς να εφαρμόζει εύκολους εντυπωσιασμούς και να κάνει παιχνίδια του ματιού; Πώς καταφέρνει ένα θρίλερ να παραμένει συναρπαστικό μέχρι το τελευταίο του λεπτό, ακόμα κι αν η ταυτότητα του δολοφόνου γίνεται γνωστή από τα πρώτο τέταρτο της ταινίας; Πώς έχει τη δύναμη ένας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης να ακροβατεί στη γραμμή που άλλοτε ενώνει και άλλοτε χωρίζει διάφορα κινηματογραφικά είδη χωρίς να χάνει λεπτό την ισορροπία του; Ο σκηνοθέτης διαλέγει να αφηγηθεί μια κλασική ιστορία εγκλήματος με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο: Θέτει στο επίκεντρο της ιστορίας του την ανθρώπινη ψυχή, τις εντάσεις της, τις βίαιες πτυχώσεις της, τους φόβους (και τον τρόμο!), τη θλίψη και την αγωνία που ξυπνούν, ακριβώς επειδή ξέρει πως αυτό είναι το πιο συναρπαστικό πεδίο, αυτό που μπορεί να κάνει το θεατή να στέκεται στην άκρη της θέσης του. Η φιγούρα που κυριαρχεί είναι αυτή ενός «διώκτη». Ένας άντρας που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αντι-ήρωα, γίνεται ο μοχλός ανάπτυξης της ιστορίας. Βλέπουμε έναν κόσμο διαβολικό και μαύρο, μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που έζησε στη «φωτεινή πλευρά» και έχει γνωρίσει την πτώση. Βλέπουμε αυτόν, και μαζί του κυνηγάμε την καλή πλευρά του εαυτού μας. Γιατί αυτό που κάνει ο σκηνοθέτης, είναι να αναρωτιέται -υπάρχει άραγε κόσμος δίχως τη σκοτεινή του πλευρά; Και το καλό, πού μπαίνει σε όλα αυτά;
Διεφθαρμένοι αστυνομικοί, υπάλληλοι του κράτους που πολλοί αποκαλούν μπάτσους, άνθρωποι της νύχτας, μοναχικές πόρνες που φτιάχνουν τις δικές τους, παράξενες οικογένειες, πολίτες που ζουν σε υπόγεια παλιών κτιρίων, πολιτικοί που ξεσηκώνουν φασαρίες και εκδηλώσεις μίσους, σχιζοφρενείς δολοφόνοι που κρύβουν καλά το πρόσωπό τους πίσω από μια μάσκα κανονικότητας. Όσοι από εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο, αναγνωρίζετε αυτές τις φιγούρες από τις λογής αφηγήσεις στην pulp λογοτεχνία, τα φιλμ νουάρ, τα ασπρόμαυρα κόμιξ που τυπώνονται σε φθηνό, λεπτό χαρτί, ίσως να τις θεωρείτε αρχετυπικές, μπορεί και στερεότυπες. Ίσως όμως να αγνοείτε την ανθρώπινή τους διάσταση. Όσοι τις αναγνωρίζετε ως ένα ζωντανό κομμάτι κάθε αστικού περιβάλλοντος, ως τμήμα της δικής μας καθημερινότητας, ίσως να ξεχνάτε τις μαγικές, σκοτεινές διαστάσεις αυτών των μορφών, που γεμίζουν τον κόσμο της φαντασίας με εκρήξεις. Αυτός ο κόσμος, που τόσο γοητεύει μέσα στη νοσηρότητά του, είναι αγαπημένο θέμα της έβδομης τέχνης. Άλλοι σκηνοθέτες βλέπουν αυτόν τον κόσμο πιο γραφικά, προτιμώντας το στιλιζάρισμα, άλλοι πάλι προτιμούν το ρεαλισμό. Λίγοι όμως μπορούν να δέσουν το στιλ με το περιεχόμενο, το πορτρέτο ενός ψυχισμού με το πανόραμα ενός ευρύτερου περιβάλλοντος, τη βία με τη δύναμη, το αίμα που κυλάει στις φλέβες και αυτό που καταλήγει να πέφτει στο πάτωμα. Αναζητήστε τα ίχνη της παράδοσης που έχει πρόσφατα δημιουργηθεί στον κινηματογράφο της Άπω Ανατολής, έτσι όπως τα «κυνηγά», τα καταδιώκει μια ταινία που ανατρέπει όλες τις συμβάσεις του είδους, και γίνετε μάρτυρες στα πρώτα βήματα του νέου, μεγάλου ταλέντου που έρχεται από Ανατολάς. Είναι κι αυτό μια άλλου είδους, συναρπαστική επι-δίωξη!


Βραβεία / φεστιβάλ / διακρίσεις:
Συμμετοχή στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών (μεταμεσονύκτια προβολή εκτός συναγωνισμού)
Βραβείο καλύτερου Μοντάζ στα Asian Film Awards 2009 στον Sun-min Kim
Πρώτη προβολή στην Ελλάδα , στις Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας το 2008



Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Η ...γοητεία του σκαντζόχοιρου


H ... γοητεία του σκαντζόχοιρου.
( LE HERISSON )


Σκηνοθεσία: Μονά Ασάς (Mona Achache)
Σενάριο: Μονά Ασάς, Μυριέλ Μπαρμπερί (Muriel Barbery) (βασισμένο στο μυθιστόρημα της «L’ elegance de herisson» )
Φωτογραφία: Πατρίκ Μπλοσιέ (Patrick Blossier)
Μουσική: Γκαμπριέλ Γιαρέντ (Gabriel Yared)
Παίζουν: Ζοσιάν Μπαλασκό, Γκαράνς ΛεΓκιγερμίκ, Τόγκο Ιγκαουά (Josiane Balasko, Garance Le Guillermic, Togo Igawa)
Έτος παραγωγής: 2009
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία
Γλώσσα: Γαλλικά
Έγχρωμο
Διάρκεια: 100’
Υπόθεση:
Η μικρή Παλομά (Γκαράνς Λε Γκιγερμίκ) προγραμματίζει να αυτοκτονήσει τη μέρα των γενεθλίων της, όταν θα γίνει 12 ετών, αποφασισμένη να μην καταλήξει δυστυχισμένη και «περιορισμένη σαν χρυσόψαρο», όπως λέει η ίδια, όταν μεγαλώσει. Το διάστημα αυτό, καταγράφει με την κάμερα της, στιγμές της καθημερινότητάς της, κρατώντας ένα είδος ημερολογίου των τελευταίων 165 ημερών που έχει αποφασίσει πως της απομένουν. Απίστευτα ευφυής και με απόλυτη επίγνωση των δυνατοτήτων της, νιώθει να περιορίζεται μέσα στην μεγαλοαστική ,αλλά κατά βάση κενή οικογένειά της.
Στην αριστοκρατική Αρτ Νουβό παριζιάνικη πολυκατοικία που μένει, δουλεύει σαν θυρωρός η Ρενέ Μισέλ(Ζοσιάν Μπαλασκό), μια κλειστή και απόμακρη γυναίκα που είναι αφοσιωμένη στη δουλειά της και αποφεύγει τις πολλές συναναστροφές με τους ενοίκους της πολυκατοικίας. Έχοντας επαναπαυτεί στην ρουτινιασμένη ξερή καθημερινότητά της, προτιμά να μην ανοίγεται στους άλλους , από φόβο να μην πληγωθεί.
Οι ζωές των δύο γυναικών, που δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από τις μοναξιές τους, θα διασταυρωθούν αναπάντεχα όταν θα μετακομίσει στο κτίριο –αλλά και στις ζωές τους– ένας νέος ένοικος, ο κύριος Όζου(Τόγκο Ιγκαουά). Ο ραφινάτος Ιάπωνας χήρος, γοητευτικός όσο και μυστηριώδης, θα ξεκλειδώσει (με τη βοήθεια της μικρής Παλομά) την καρδιά της μοναχικής θυρωρού και θα βοηθήσει τη μικρή πρωταγωνίστρια να αντικρύσει με μεγαλύτερη αισιοδοξία τη ζωή.

Σχόλιο:
Έχοντας σαν πρώτη ύλη το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα της Μυριέλ Μπαρμπερί και εμπνευσμένη ελεύθερα από αυτό, η Μονά Ασάς, στην πρώτη της μεγάλου μήκους προσπάθεια, μας παρουσιάζει μια τρυφερή και ανθρώπινη ταινία που διασκεδάζει και συγκινεί. Έχοντας στη διάθεσή της ένα αξιοζήλευτο πρωταγωνιστικό τρίο, ξεκινώντας από την έξοχη και απόλυτα ταιριαστή για τον ρόλο (ήταν άλλωστε και η πρώτη επιλογή της σκηνοθέτιδος) Ζοσιάν Μπαλασκό («Για όλα φταίει το γκαζόν»), και φτάνοντας στην εκπληκτική 12χρονη Γκαράνς Λε Γκιγερμίκ που με την εκφραστικότητα και την ερμηνευτική ωριμότητά της είναι αναμφίβολα η αποκάλυψη της ταινίας, δημιουργεί στέρεους και αξιαγάπητους χαρακτήρες που επιτρέπουν στην πλοκή να ξεδιπλωθεί αβίαστα.
Με το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας να διαδραματίζεται μέσα στο κτίριο της πολυκατοικίας, έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία στα εσωτερικά ντεκόρ, τα οποία έχουν μια άχρονη, σχεδόν παραμυθένια αισθητική, ενώ το γεμάτο από κινηματογραφικές αλλά και λογοτεχνικές αναφορές (ξεκινώντας από τον προφανή Όζου και φτάνοντας μέχρι τον Τολστόι) σενάριο κλείνει το μάτι στους λάτρεις της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου.
Το «Herisson» είναι ένα φιλμ που απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες, περνώντας ένα μήνυμα συντροφικότητας και αισιοδοξίας. Ο κομψός μα απροσπέλαστος ακάνθινος σκαντζόχοιρος του τίτλου, δεν είναι μόνο οι δυο μονήρεις και απρόσιτες πρωταγωνίστριες, μα είμαστε κι όλοι εμείς, που δεν τολμάμε να ανοιχτούμε και να εκτεθούμε, αφήνοντας τους γύρω μας να γνωρίσουν τον πραγματικό, «κομψό» εαυτό μας που κρύβεται πίσω από τα αγκάθια της εξωτερικής εικόνας.




Δήλωση του Σκηνοθέτη:
«Αυτό που με άγγιξε εξαρχής στην ιστορία του βιβλίου της Μυριέλ Μπαρμπερί, ήταν το παράδοξο των προκαταλήψεων και η μαγεία των απρόβλεπτων συναντήσεων… Αυτή η πολυκατοικία μου θύμισε, αυτή μέσα στην οποία μεγάλωσα κι εγώ, στο πιο αριστοκρατικό. Από παιδί πάντα με γοήτευε η συνύπαρξη ανθρώπων εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους, που οφείλεται απλά σ’ ένα παιχνίδι της τύχης. Αλλά αυτό που μου έδωσε την αφορμή να ασχοληθώ, ήταν πάνω απ’ όλα η Παλομά και η Ρενέ. Αυτή η ακοινώνητη και απότομη γυναίκα που μεταμορφώνεται όταν έρθει σε επαφή με τους άλλους... Κι αυτό το μικρό κορίτσι, το κλειστό, μελαγχολικό και απόλυτο πλάσμα, που συναντώντας τη Ρενέ και τον Κακούρο, συνειδητοποιεί πως η ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη και γεμάτη εκπλήξεις απ’ όσο νόμιζε. Ταυτίστηκα απολύτως με αυτό το μικρό κορίτσι κι αυτή τη θυρωρό».



Tips:
Βασισμένο στο μπεστ σέλερ της Μυριέλ Μπαρμπερί «Η Κομψότητα του Σκαντζόχοιρου», που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες»

Η παραγωγός της ταινίας Αν Ντομινίκ Τουσέντ έχει στο ενεργητικό της τη διεθνή επιτυχία «Caramel» (2007).

Στην ταινία ακούγονται μουσικές συνθέσεις του λιβανέζου Γκαμπριέλ Γιαρέντ, ο οποίος έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τη μουσική για τις ταινίες «Ο Άγγλος Ασθενής» (για την οποία βραβεύτηκε και με βραβείο Όσκαρ), «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ριπλέι», «Οι Ζωές των Άλλων».




Διεθνή ΜΜΕ:
«Είναι ευχάριστο, ευφυές, ειρωνικό, ευαίσθητο. Με μια Ζοσιάν Μπαλασκό γεμάτη χοντροκομμένη φινέτσα και θαυμάσια γενναιοδωρία».
-Marie-Noëlle Tranchant, Le Figaro

«Γλυκόπικρο, ευχάριστο και συγκινητικό, το Le Herisson είναι ένα καλοπαιγμένο εγχείρημα με παραμυθένιες πινελιές»
-Lisa Nesselson, ScreenDaily

«Ένα φιλμ γεμάτο από ευαίσθητες και διασκεδαστικές σκηνές (…) Το πρωταγωνιστικό τρίο είναι τέλειο».
-Caroline Vié, 20 Minutes,





απο τις 24 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Οικογένεια σε παράνοια ( City Island)






ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρέιμοντ ντε Φελίτα
ΣΕΝΑΡΙΟ: Ρέιμοντ ντε Φελίτα ΠΑΙΖΟΥΝ: Άντι Γκαρσία, Έμιλυ Μόρτιμερ, Τζουλιάνα Μαργκούλις, Άλαν Άρκιν, Στήβεν Στρέιτ, Ντόμινικ Γκαρσία-Λορίντο, Έζρα Μίλερ
ΜΟΥΣΙΚΗ: Γιαν Κατσμάρεκ (Jan A. P. Kaczmarek)
ΧΩΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: ΗΠΑ
ΓΛΩΣΣΑ: Αγγλικά
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100’
ΕΠΙΣΗΜΟ SITE: http://www.cityislandmovie.com/
Δραματική Κωμωδία



Ο δεσμοφύλακας Βινς Ρίτσο έχει πολλά μυστικά –τόσα πολλά, που δεν ξέρει ποιό απ’ όλα είναι το μεγαλύτερο. Καταρχάς, αυτός ο καθημερινός, απλοϊκός μεσήλικας από το Μπρονξ καλλιεργεί εδώ και καιρό ένα επονείδιστο όνειρο: θέλει να γίνει πετυχημένος ηθοποιός στο πανί, κάτι που φυσικά δεν μπορεί να ομολογήσει στη γυναίκα του και τα ανήλικα παιδιά του. Γι’ αυτό και δεν τους αποκαλύπτει ότι αυτό που αποκαλεί εβδομαδιαία «βραδιά πόκερ» με τους φίλους του, είναι στην πραγματικότητα μαθήματα υποκριτικής. Όμως αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στο πραγματικά μεγάλο του μυστικό: όταν ήταν 19 χρονών έγινε πατέρας, φυσικά εκτός γάμου. Και τώρα το παρελθόν του επιστρέφει και έρχεται κατά πάνω του με απειλητικές διαθέσεις.
Η ζωή του Βινς θα αλλάξει δραματικά όταν ο Τόνι Ναρντέλα μεταφέρεται στη φυλακή του. Ο νεαρός κλέφτης αυτοκινήτων έχει τη δυνατότητα να αποφυλακιστεί υπό όρους, μόνο εάν βρεθεί κάποιος συγγενής του έξω για να τον υποδεχτεί. Κι έτσι ο Βινς έχει την ευκαιρία να επανορθώσει, κάνοντας το σωτήριο βήμα για τον γιο του: μπορεί να τον πάρει στο σπίτι του και να τον σώσει από μια ζωή βουτηγμένη στην παρανομία. Πώς όμως θα τα εξηγήσει όλα αυτά στην οικογένειά του;
Όχι δηλαδή ότι τα παιδιά του, η Βίβιαν και ο Βινς Τζούνιορ, θα του δώσουν και πολλή σημασία. Η Βίβιαν έχει χάσει την υποτροφία της για το κολλέγιο εξαιτίας ενός μπλεξίματος με ναρκωτικά και τρέμει ότι η οικογένειά της θα πάρει χαμπάρι ότι τα βράδια κάνει στριπτίζ για να κερδίζει τα προς το ζην. Ο 17χρονος αδερφός της δεν νοιάζεται και πολύ για την άποψη που έχει η υπόλοιπη οικογένεια γι’ αυτόν, ωστόσο δεν είναι ακόμα έτοιμος να ομολογήσει το κρυφό του ερωτικό φετίχ –ένα φετίχ που περιλαμβάνει 24ωρη χρήση της webcam του και την υπέρβαρη γειτόνισσα Ντενίζ. Η γυναίκα του Βινς, η Τζόις, είναι από άλλο ανέκδοτο: ακόμα δραστήρια και ελκυστική, παρά τα 40 της χρόνια, δεν πιστεύει λέξη από το παραμύθι που της πουλάει ο άντρας της για τις «βραδιές πόκερ» και φυσικά δε θα ήταν σε θέση να κατανοήσει τη φιλία του Βινς με τη Μόλι, τη νέα του συμμαθήτριά στα μαθήματα υποκριτικής –όμως αυτό είναι ένα από τα πολλά μυστικά του συζύγου της που δεν έχουν ακόμα υποπέσει στην αντίληψή της. Εκτός όλων των άλλων, είναι και αρκετά καχύποπτη απέναντι στον Τόνι, αυτόν τον τυχάρπαστο ξένο που ο Βινς λέει πως φιλοξενεί στο σπίτι τους για να ανταποδώσει μια παλιά χάρη. Βέβαια, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς να έχει μοιραστεί το κρεβάτι της με το σύζυγό της, η εμφάνιση ενός γυμνασμένου νέου που κυκλοφορεί στον κήπο χωρίς μπλουζάκι, είναι μάλλον ευπρόσδεκτη για τη Τζόις..
Όλοι τους κρυφοί καπνιστές, τα μέλη της οικογένειας Ρίτσο μπορεί να μοιράζονται μια κοινή στέγη, όμως ζουν χωριστές ζωές -μέχρι που ο Τόνι μπαίνει στην καθημερινότητά τους. Όλα τους τα μυστικά βγαίνουν τότε στη φόρα –ενώ συγχρόνως ένα παθιασμένο φιλί ανάμεσα στον Τόνι και την Τζόις κρατιέται κρυφό στο παρά πέντε, ο Βινς αξιοποιεί τα κρυφά ταλέντα του νόθου γιου του για να πετύχει σε μια οντισιόν και ο Τόνι αλλάζει τα παράνομα σχέδιά του για να βοηθήσει σε μια «επιχείρηση διάσωσης» στο νυχτερινό κέντρο που δουλεύει η Βίβιαν.
Η οικογένεια Ρίτσο δεν είναι διαφορετική από όλες τις άλλες οικογένειες: πολύ συχνά είναι εκείνα που δεν λέγονται αυτά που κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά, παρά εκείνα που εκφράζονται προς τα έξω. Κι όταν αυτό τελικά γίνεται, είναι μάλλον πιο εύκολο για έναν ξένο να κατανοήσει τι πραγματικά συμβαίνει, παρά για τους ανθρώπους που μας περιτριγυρίζουν καθημερινά. Για την οικογένεια Ρίτσο, ο Τόνι είναι ο καταλύτης που με την εμφάνισή του θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα ξεσκεπάσουν μισοειπωμένες αλήθειες και υπεκφυγές.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των σκληροτράχηλων ηθοποιών που θαυμάζει κρυφά, ο Βινς θα πρέπει να καταλάβει ότι το να είσαι σκληρός δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως πρέπει να παραμένεις και σιωπηλός.

TIPS:
Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στην ομώνυμη περιοχή του Μπρονξ στην οποία διαδραματίζεται το έργο.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ρέιμοντ ντε Φελίτα έχει κερδίσει στο παρελθόν το βραβείο κοινού του Φεστιβάλ του Sundance για το φιλμ «Two Family House» (2000) (ελληνικός τίτλος «Το Ρίσκο»).

ΦΕΣΤΙΒΑΛ:
Βραβείο κοινού στο Tribeca Film Festival 2009,( Heineken Audience Award)


ΔΙΕΘΝΗ MEDIA:
“Ακόμα μια εξαιρετικά καλογραμμένη δημιουργία από τον ανεξάρτητο σκηνοθέτη Ρέιμοντ Ντε Φελίτα, που μας μεταφέρει με ευκολία από την καταπίεση των ξεροκέφαλων τοπικιστών του Μπρονξ στη λυτρωτική αυτογνωσία, το City Island είναι μια ταινία που μπορεί εύκολα να κατακτήσει και το ευρύ κοινό.”
(Ronnie Scheiss, Variety)

“Χαριτωμένη κωμωδία γύρω από μια δυσλειτουργική οικογένεια, με ανατροπές και εξαιρετικό σενάριο που δίνει σάρκα και οστά σε απρόβλεπτους και ασυνήθιστους χαρακτήρες (…) έφυγα από την αίθουσα με ένα χαμόγελο στα χείλη, και είμαι σίγουρη ότι κι εσείς θα κάνετε το ίδιο.”
(Pamela Skillings, About.com)
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΣ απο το διαδικτιακό
Η Ανταρσία του Garcia!
του zerVo
Ε, αυτός είναι ο διάδοχος του Pacino. Θυμάμαι ακριβώς τα λόγια που είχα πει βλέποντας στο πανί τον Andy Garcia, να κολλάει το περίστροφο στο μέτωπο του Σιν Connery, στο πολλοστό αριστούργημα του De Palma, The Untouchables. Και δεν ήμουν ο μόνος, Για πολύ καιρό μάλιστα αυτή η εντύπωση πλανιόταν στον αέρα, μέχρι να δοκιμαστεί εντέλει στον τρίτο Νονό, όπου αποδείχτηκε τελικά πως ο Μεγάλος Al, παραμένει ερμηνευτικά άκληρος. Όχι πως δεν το πάλεψε ο Κουβανός, το αντίθετο μάλιστα, εκμεταλλευόμενος την ιταλιάνικη κοψιά της φάτσας του, αλλά στην 25ετή διαδρομή του δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον πήχη του ικανότατου, πλην όμως αξιοπρεπή ρολίστα. Ίσως να φταίει και η εμμονή του στο χουντικό παρελθόν της πατρίδας του - ειδικά μέσω του απαράδεκτου The Lost City - που στα μάτια μου τον κατέστησε φασίστα πρώτης κατηγορίας. Το τελευταίο που θα περίμενα μετά το τεράστιο Χ, που τον είχε διαγράψει στην εκτίμηση μου, ήταν ο Αβανέζος να πραγματοποιήσει επιτυχημένο come back. Και μάλιστα δια μέσου μιας καυστικής κοινωνικής σάτιρας σαν το indie City Island...
Λέγεται Βινς Ρίζο, είναι γέννημα θρέμμα του Μπρονξ και αυτό αποτελεί τιμή του και καμάρι του. Ενώ όμως στην εργασία του, στο σωφρονιστικό ίδρυμα της Νέας Υόρκης, έχει κτίσει το προφίλ του αυστηρού και φανατικού της πειθαρχίας δεσμοφύλακα, δεν συμβαίνει το ίδιο και στο σπίτι, όπου γυναίκα, γιος και κόρη έχουν σηκώσει μπαϊράκι. Μοναδική του διέξοδος από την καθημερινότητα, τα μαθήματα υποκριτικής που παρακολουθεί κρυφά από όλους, ένα απωθημένο που είχε από μικρός, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα γίνει ηθοποιός... Από μόνο του το θεματάκι φαντάζει αρκετό, για να κτιστεί πάνω του μια συμπαθητική ίντριγκα. Όχι όμως και στην λογική του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Raymond De Felitta, που παίρνει το ρίσκο να το διανθίσει με αμέτρητες υποιστορίες, που αφορούν σε κάθε μέλος της οικογένειας Ρίζο ξεχωριστά. Και που άπασες έχουν να κάνουν με τα μυστικά που κρύβει κάθε ένας από τους έξι πρωταγωνιστές του στόρι. Κι αν τους τέσσερις τους έχεις μετρήσει ήδη, πρόσθεσε ακόμη δύο, που θα παίξουν τον ρόλο των καταλυτών της αποκάλυψης της αλήθειας. Από όλες τις κατευθύνσεις. Ο πρώτος είναι ένας νεαρός μικροκακοποιός, που βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα εξαιτίας της έφεσης του να ξαφρίζει ακριβά αυτοκίνητα και που - ω της μοίρας - τυγχάνει νόθος γιος του Βινς, σπέρμα ενός παλιού νεανικού του έρωτα. Η δεύτερη είναι μια συμμαθήτρια του wannabe Marlon Brando στα σεμινάρια, που με τις φιλελεύθερες απόψεις της, θα ξυπνήσει το δημιουργικό ένστικτο του.Βασικό στοιχείο της εξέλιξης η παράνοια και οι φρενήρεις ρυθμοί. Πίστεψε με το ιδιόρρυθμο τέμπο θα σε παρασύρει σε τέτοιο βαθμό, που μπορεί μέσα σου να αναρωτηθείς πολλές φορές για το τι διάολο σχιζοφρένεια είναι αυτή που παρακολουθείς, μα το ρολόι σου, ουδέποτε θα το κοιτάξεις από βαριεστημάρα. Οι δορυφόροι που κινούνται γύρω από τον πάτερ φαμίλια είναι δοσμένοι με μια σουρεάλ διάθεση, που δεν απέχει όμως και πολύ από την πραγματικότητα. Η κυρά απογοητευμένη που μικροπαντρεύτηκε, μοιάζει να ζητά την παραμικρή αφορμή συζυγικής απιστίας τους αντρός της, για να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Η κόρη, υποτίθεται άριστη φοιτήτρια με τις υποτροφίες της, για να βγάλει τα έξοδα της χορεύει στις μπάρες σαν στριπτιτζού. Ο μικρός γιος, ένα κυνικό πνεύμα αντιλογίας και εξυπνάδας, διακατέχεται από μια απίστευτη έλξη για τις υπέρβαρες κυρίες και ο μεγάλος - που δεν το ξέρει βέβαια - παρασύρεται κι αυτός από το γαϊτανάκι της παράνοιας. Μια πολαρόιντ δηλαδή των κατοίκων των μοντέρνων προαστίων της Μητρόπολης, όπως την θυμάσαι πιθανότατα από το American Beauty, μα δοσμένη με πιο ηθογραφικό τρόπο, πιο ανθρώπινο, πιο απτό...Για πες: Το παράξενο είναι πως ενώ στο φινάλε, δεν γίνεται ο κακός χαμός που σου υπόσχεται η έκθεση του reality, συνεπώς από μαλλιοτραβήγματα πάπαλα, εντούτοις δεν νιώθεις πως έχεις πέσει μέσα σε μια φιλμική τρύπα στο νερό. Αντίθετα νιώθεις πλήρης που είδες στο πανί, τα πιπεράτα εν οίκω, που περπάτησαν εν δήμω και είναι πιθανό σε κάποιο ποσοστό να αντικατοπτρίζουν σε κάποιο ποσοστούλι αλήθειες από τις ζωές όλων μας. Αναμφίβολα η μορφή του Garcia μαγνητίζει με την μολιερική θεατρικότητα που αποδίδει τον χαρακτήρα του καταπιεσμένου μεσήλικα. Ο Κουβανέζος σολάρει, υποδυόμενος έναν τύπο εκτός της γνώριμης μανιέρας του και κερδίζει το παλαμάκι έχοντας άξιους παραστάτες δίπλα του, την πραγματική του κόρη Dominik, που είναι πανέμορφη και δύσκολα θα αποτραβήξεις το βλέμμα σου από τα τεχνηέντως φουσκωμένα της μεμέ, την κλισαρισμένη ως χαρωπή βρετανίδα Emily Mortimer, τον αγριωπό και σωματώδη Steven Strait και την Julianna Margulies, που σαν 45άρα σκίζει, αποδίδοντας τον πλήρη ορισμό της έννοιας milfy! Μια υποκριτική ομάδα που ξεχειλίζει από ενέργεια, καλύπτοντας με την ευδιαθεσία της τις αμέτρητες απορίες της εξέλιξης της υπόθεσης, προσφέροντας εντέλει μια δροσερούλα πατενταρισμένη Νεοϋορκέζικη Allenική σάτιρα, που στις λεπτομέρειες πιότερο θα σου φτιάξει την ημέρα, παρά θα στην χαλάσει...

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Υπόθεση FAREWELL στις 26 Νοεμβρίου



L’ AFFAIRE «FAREWELL»
Υπόθεση : Farewell
Ο κατάσκοπος που γκρέμισε το Tείχος

Σκηνοθεσία: Κριστιάν Καριόν (Christian Carion)
Σενάριο: Κριστιάν Καριόν, Ερίκ Ρεϋνό (Christian Carion, Eric Raynaud)
Φωτογραφία: Βάλτερ φαν ντεν Έντε (Walter van den Ende)
Μουσική: Κλιντ Μανσέλ (Clint Mansell)
Παίζουν: Εμίρ Κουστούριτσα, Γκιγιόμ Κανέ, Γουίλεμ Νταφό, Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, Φιλίπ Μανιάν (Emir Kusturica, Guillaume Canet, Willem Dafoe, Alexanda Maria Lara, Philippe Magnan )

Έτος παραγωγής: 2009
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία
Γλώσσα: Γαλλικά
Έγχρωμο
Διάρκεια: 113’
Hxos: Stero Dolby
Κατάλληλo

Υπόθεση:
Βρισκόμαστε στα 1981, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, όταν ο αξιωματικός της KGB Γκριγκόριεφ, κατά κόσμον Βλαντμίρ Βετρόφ (Εμίρ Κουστούριτσα), απογοητευμένος από την κατάντια της Σοβιετικής Ιδέας υπό τον Μπρέζνιεφ, αποφασίζει πως θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Έρχεται σε επαφή με τον Γάλλο μηχανικό Πιερ Φρομέντ (Γκιγιόμ Κανέ) που εργάζεται στη Ρωσία και διακριτικά τον τροφοδοτεί με έγγραφα τα οποία περιέχουν πληροφορίες (που αφορούν κατά βάση τις ΗΠΑ) τέτοιας σημασίας, που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τη μεγαλύτερη υπόθεση κατασκοπείας στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Για δύο ολόκληρα χρόνια, ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν (Φιλίπ Μανιάν) ελέγχει προσωπικά τα έγγραφα που διοχετεύει στη γαλλική κυβέρνηση ο Βετρόφ –ο οποίος πήρε το κωδικό όνομα «Farewell» από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες–, ενώ ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, βάζει στην άκρη την καχυποψία του απέναντι στο σοσιαλιστή ομόλογό του και αποφασίζει να αξιοποιήσει αυτή την αναπάντεχη πηγή πληροφοριών που έρχεται από το ενδότερα της KGB.
O Farewell με τις ενέργειές του βοήθησε στην ουσιαστική εξάρθρωση ενός ολόκληρου δικτύου που επέτρεπε στην KGB να αποσπά πολύτιμες πληροφορίες για επιστημονικές, βιομηχανικές και στρατιωτικές εξελίξεις στη Δύση, κάνοντας το πρώτο βήμα σε μια μεγάλη διαδρομή που οδήγησε στην πτώση του Τείχους.
Σχόλιο:
«Η υπόθεση Farewell είναι μια από τις μεγαλύτερες ιστορίες κατασκοπείας του 20ου αιώνα»
Ρόναλντ Ρέιγκαν

Συνδυάζοντας την ιστορία με την Ιστορία, ο γάλλος σκηνοθέτης Κριστιάν Καριόν καταφέρνει να ρίξει φως στην ανθρώπινη πλευρά των ψυχρών γεγονότων. Στρέφοντας το φακό του σε μια υπόθεση που άλλαξε ολόκληρο τον κόσμο, χωρίς σχεδόν να το πάρει είδηση κανείς και η οποία δεν είναι σήμερα γνωστή στο ευρύ κοινό, ξετυλίγει το κουβάρι που κρύβεται πίσω από την «υπόθεση Farewell».
Ένα κατασκοπικό θρίλερ που χαρακτηρίζεται από την αξιοθαύμαστη ακρίβεια στην αποτύπωση των κύριων ιστορικών γεγονότων και στην αναπαράσταση της εποχής, ενώ στηρίζεται και στις δυνατές ερμηνείες ενός λαμπερού όσο και ποιοτικού καστ. Έκπληξη αποτελεί η εμφάνιση του Εμίρ Κουστουρίτσα μπροστά από την κάμερα, ο οποίος κρατά με εντυπωσιακή στιβαρότητα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ αξιοπρόσεκτος είναι και ο Φιλίπ Μανιάν στο ρόλο του προέδρου Μιτεράν.
Όταν οι ταινίες κατασκοπείας συναντούν το ιστορικό ντοκιμαντέρ, το αποτέλεσμα είναι ένας αντι-Τζέιμς Μποντ με μυαλό και περιεχόμενο, ένα μάθημα ιστορίας με δόσεις κινηματογραφικής περιπέτειας.
Δήλωση του Σκηνοθέτη:
«Λίγοι γνωρίζουν την υπόθεση Farewell, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Θέλησα να αποτυπώσω αυτή την ιστορία στη μεγάλη οθόνη, όχι μόνο γιατί της αξίζει μια θέση στη συλλογική μνήμη, αλλά και γιατί με τράβηξαν σε αυτή πολλά διαφορετικά στοιχεία.
Είναι πρώτα απ’ όλα μια ιστορία ανθρώπινη. Ένας άνθρωπος στη Μόσχα του 1981 αποφάσισε να κάνει κάτι για να αλλάξει τον κόσμο, και 8 χρόνια μετά τα πάντα άλλαξαν. Μου αρέσει όταν γεγονότα που μοιάζουν με ασήμαντες λεπτομέρειες της ιστορίας επηρεάζουν τη γενική εικόνα και έχουν σαν τελικό αποτέλεσμα αλλαγές κοσμοϊστορικές. Κατά μία έννοια, το «L’affaire Farewell» είναι μια προέκταση του προηγούμενου φιλμ μου, «Joyeux Noel». Ενώ εκεί μια ομάδα ανθρώπων έκαναν κάτι το αδιανόητο χωρίς όμως αυτό να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη ροή της ιστορίας, εδώ ένα μόνο άτομο παίζει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου πολιτικού σκηνικού.
Θεώρησα πως η τεχνική της μεταπήδησης από σκηνές της καθημερινής ζωής στη Μόσχα, στις σκηνές που διαδραματίζονται μέσα σε κέντρα εξουσίας όπως είναι το Προεδρικό Μέγαρο του Παρισιού και ο Λευκός Οίκος στην Ουάσινγκτον ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Η κοινή γνώμη είναι πολύ περισσότερο μεροληπτική απέναντι στον πολιτικό κόσμο απ’ όσο νομίζουμε. Ήθελα να δείξω πώς κάποια έγγραφα που αποσπώνται στη Μόσχα είναι ικανά να φέρουν κοντά δύο πολιτικούς που θεωρητικά δεν είχαν κανένα σημείο επαφής: τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και τον Φρανσουά Μιτεράν.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της υπόθεσης είναι ότι ποτέ δεν μπορέσαμε μάθαμε επακριβώς όλες τις πτυχές της, και πιθανότατα ούτε θα τις μάθουμε ποτέ. Είναι άλλωστε φυσικό για μια ιστορία κατασκοπείας να διατηρεί ένα πέπλο μυστηρίου.
Στη διάρκεια της έρευνάς μου για την ταινία διαπίστωσα ότι κάθε χώρα, κάθε μυστική υπηρεσία διαθέτει τη δική της οπτική για τα πράγματα. Και πάνω απ’ όλα, τολμώ να πω, ότι ο πραγματικός Farewell πρέπει να ήταν πράγματι μια εξαιρετικά σύνθετη και πολυεπίπεδη προσωπικότητα. Όταν πέρασα στη συγγραφή του σεναρίου, θεώρησα ότι δεν ήταν λογικό να παραμείνω αγκυλωμένος μόνο στα πραγματικά περιστατικά. Έτσι το αξίωμα μου ήταν εξαρχής ότι αυτή είναι μια ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και με αυτή τη διαπίστωση ξεδίπλωσα την ιστορία ποιητική αδεία.
Όλα τα ονόματα, εξαιρουμένων των πολιτικών προσώπων, είναι αλλαγμένα. Και εκτός από την περίπτωση των πολιτικών αρχηγών, δεν επεδίωξα την εξωτερική ομοιότητα των προσώπων. Εξάλλου, εκτός από τις πολλές παρεμβάσεις που έγιναν στην πραγματική ιστορία για λόγους δραματουργικής συνοχής, στο έργο δίνω και μια δική μου ερμηνεία ως προς το γιατί ο Farewell αποκαλύφθηκε τελικά στη Μόσχα. Στην εκδοχή αυτή οδηγήθηκα μέσω κάποιων αξιοπερίεργων στοιχείων, που μ’ έκαναν να φανταστώ μια διαφορετική εξήγηση από την «επίσημη».
Τέλος, ήθελα να κάνω το «Affaire Farewell» επειδή είναι το ακριβώς αντίθετο από μια ταινία Τζέιμς Μποντ! Εδώ δεν υπάρχουν υπερήρωες: αυτοί είναι καθημερινοί άνθρωποι, που είναι άλλοτε γοητευτικοί και άλλοτε αξιολύπητοι..
Δεν υπάρχουν εντυπωσιακά γκάτζετς: τα μέσα που χρησιμοποιούσε ο Farewell για να μεταφέρει τις πληροφορίες στη Δύση είναι τα απολύτως βασικά και γι’ αυτό δύσκολο να εντοπιστούν.
Δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί»: το κάθε πρόσωπο έχει τους δικούς του λόγους πίσω από κάθε του κίνηση, τη δική του λογική, που είναι κατανοητή και αποδεκτή από όλους. Και αυτό ακριβώς είναι το ανησυχητικό αλλά και το ενδιαφέρον της υπόθεσης..»
Κριστιάν Καριόν


Tips:
Η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο Bonjour Farewell του Σεργκέι Κοστίν (Sergei Kostine).

Είναι η τρίτη ταινία του Κριστιάν Καριόν μετά τα «Ένα χελιδόνι έφερε την Άνοιξη» (2001) και «Καλά Χριστούγεννα» (2005).


Βραβεία- Συμμετοχές :

Paris Cinema International Film Festival (Εκτός συναγωνισμού)
Φεστιβάλ Βερολίνου 2009

Διεθνή ΜΜΕ:
«Ένα βαθύτατα ανθρώπινο και εξαιρετικά καλοπαιγμένο κατασκοπικό δράμα, που υποστηρίζεται από μια πολυεπίπεδη ερμηνεία του Εμίρ Κουστούριτσα»
-Lisa Nesselson, Screen Daily

«Παίρνει άριστα για την ιστορική του ακρίβεια, τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες»
- Jean-Christophe Buisson, Le Figaro
«Θαυμάσιο. Εξαιρετικό. Υπέροχη Σκηνοθεσία»
Nicole Cornu-Langlois, Spectacle du Mond









Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

MOON του Ντανκαν Τζόουνς



Σκηνοθεσία: Ντάνκαν Τζόουνς (Duncan Jones)
Σενάριο: Ντάνκαν Τζόουνς, Νέιθαν Πάρκερ (Duncan Jones, Nathan Parker)
Φωτογραφία: Γκάρι Σω (Gary Shaw)
Μουσική: Κλιντ Μανσέλ (Clint Mansell)
Παίζουν: Σαμ Ρόκγουελ, Κέβιν Σπέισι (Sam Rockwell, Kevin Spacey, Dominique McElligot, Robin Chalk)
Έτος παραγωγής: 2009
Χώρα Παραγωγής: Ηνωμένο Βασίλειο (UK)
Γλώσσα: Αγγλικά
Έγχρωμο
Διάρκεια: 97’
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
http://www.moonthemovie.com/

Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας
που μιλάει για κάτι τόσο γήινο :
την ανθρώπινη μοναξιά!
Βρισκόμαστε στο εγγύς μέλλον. Ο αστροναύτης Σαμ Μπελ κατοικεί στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης και το τριετές συμβόλαιο του με την εταιρεία Lunar Α.Ε. φτάνει στο τέλος του. Αποστολή του είναι να εξορύξει Ήλιο-3, το στοιχείο που αποτελεί πλέον τη βασική πηγή ενέργειας της Γης. Είναι μια μοναχική δουλειά, που γίνεται ακόμα δυσκολότερη λόγω ενός ελαττωματικού δορυφόρου που δεν του επιτρέπει την επικοινωνία με την πατρίδα, παρά μόνο με μαγνητοσκοπημένα μηνύματα.
Ευτυχώς γι’ αυτόν, ο χρόνος του στο φεγγάρι τελειώνει και ο Σαμ είναι έτοιμος επιστρέψει σε τρεις μόλις βδομάδες στη γυναίκα του, Τες, και την τρίχρονη κόρη τους, Ιβ. Επιτέλους θα εγκαταλείψει την απομόνωση του «Σάρανγκ», της διαστημικής βάσης που ήταν το σπίτι του για τόσο καιρό, και θα μπορέσει να μιλήσει με κάποιον άλλον εκτός από το «Γκέρτι», το καλοκάγαθο αλλά απλοϊκό κομπιούτερ της βάσης.
Ξαφνικά όμως, η υγεία του Σαμ χειροτερεύει. Έντονοι πονοκέφαλοι, παραισθήσεις και έλλειψη συγκέντρωσης οδηγούν σε ένα παρ’ ολίγον θανατηφόρο ατύχημα, σε μια συνηθισμένη διαδρομή στην επιφάνεια της σελήνης με το διαστημικό του όχημα. Καθώς αναρρώνει πίσω στη βάση (χωρίς να θυμάται καν το πώς έφτασε εκεί), ο Σαμ συναντά μια νεότερη, πιο επιθετική μορφή του εαυτού του, που διατείνεται πως βρίσκεται εκεί για να εκπληρώσει το ίδιο τριετές συμβόλαιο που έφερε και τον ίδιο στη σελήνη μερικά χρόνια πριν.
Αντιμέτωπος με κάτι που μοιάζει με έναν κλώνο του νεότερου εαυτού του, και περιμένοντας μια ομάδα τεχνικών που καταφτάνει στο φεγγάρι για να διορθώσει τα τεχνικά προβλήματα της βάσης, ο Σαμ προσπαθεί, με το χρόνο να τρέχει εναντίον του, να ανακαλύψει τί πραγματικά συμβαίνει και ποιά είναι τα αληθινά σχέδια της εταιρίας που τον έστειλε εκεί.


Σχόλιο:
«Ground Control to Major Tom
Your circuit’s dead,
there’s something wrong.
Can you hear me Major Tom?»
-Space Oddity, David Bowie

Με έναν μόνο ηθοποιό επί της οθόνης (τον Σαμ Ρόκγουελ σε ένα πραγματικό ρεσιτάλ υποκριτικής) και αξιοποιώντας τη ψυχρή όσο και εκφραστική φωνή του Κέβιν Σπέισι (που δανείζει τη φωνή του στον μοναδικό «φίλο» του πρωταγωνιστή, το κομπιούτερ Γκέρτι), ο πρωτάρης Ντάνκαν Τζόουνς έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο φιλμ επιστημονικής φαντασίας, εντυπωσιάζοντας κοινό και κριτικούς όπου κι αν έχει προβληθεί. Αναπαράγοντας δημιουργικά τα πρότυπα των παλιών καλών ταινιών του είδους που άφησαν εποχή και συνδυάζοντάς τα με τη σύγχρονη αντίληψη περί επιστήμης και διαστήματος, δημιουργεί μια σκεπτόμενη όσο και βαθιά ρομαντική ταινία, που επιστρέφει στις ρίζες των φιλμ sci fi. Μεταφέροντας την πλοκή στο διάστημα, μακριά από τη φασαρία και τους αντιπερισπασμούς της γης, φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον εαυτό του, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Χτίζοντας την πλοκή με τρόπο αριστοτεχνικό οδηγεί σε μια ανατροπή που αλλάζει δραματικά τα δεδομένα, χωρίς όμως να χάνει ούτε κατ’ ελάχιστον από την ουσία του. Μελλοντολογικό όσο και επίκαιρο, μελαγχολικό όσο και αισιόδοξο, το φιλμ του Ντάνκαν Τζόουνς μας πηγαίνει σε ένα διαστημικό ταξίδι ενδοσκόπησης στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού ..και της ανθρώπινης φύσης.



Δήλωση του Σκηνοθέτη A!:
«Ήμουν πάντα φαν των ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Στο δικό μου μυαλό, η χρυσή εποχή της επιστημονικής φαντασίας ήταν η δεκαετία του ’70 και οι αρχές του ’80, όταν έργα όπως το «Silent Running», το «Alien», το «Blade Runner» και το «Outland» διηγούνταν ανθρώπινες ιστορίες σε φουτουριστικά περιβάλλοντα. Ήθελα πάντα να φτιάξω ένα έργο που θα μπορούσε να αποτελεί μέρος αυτής της λογικής.
Υπάρχουν αναμφίβολα πολύ λιγότερα φιλμ επιστημονικής φαντασίας αυτού του είδους σήμερα. Δε ξέρω γιατί. Έχω ωστόσο μια θεωρία: νομίζω ότι την τελευταία εικοσαετία οι δημιουργοί έχουν επιτρέψει στους εαυτούς τους να ντρέπονται κατά κάποιον τρόπο για τη φιλοσοφική πλευρά της επιστημονικής φαντασίας. Είναι ανεκτό να ενθουσιαζόμαστε με τα εντυπωσιακά τεχνικά εφέ και να κοιτάμε με ανοιχτό το στόμα τους πρωτόγνωρους ορίζοντες που ξανοίγονται, αλλά δεν πρέπει να το παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι η επιστημονική φαντασία πρέπει να είναι κάτι το επιπόλαιο, κάτι που αφορά μόνο ελαφρόμυαλους εφήβους. Μας έχουν πει ότι τα παλιά φιλμ, τα «Outland» και τα «Blade Runner» ήταν πολύ καταθλιπτικά, πολύ κλαψιάρικα.
Νομίζω πως αυτό είναι γελοίο. Οι άνθρωποι που εκτιμούν το είδος της επιστημονικής φαντασίας θέλουν το καλύτερο για τον κόσμο, αλλά αντιλαμβάνονται ότι μαθαίνεις πολλά εξερευνώντας και τις περισσότερο δυσοίωνες εκδοχές γι’ αυτόν. Γι’ αυτό ακριβώς το «Blade Runner» ήταν τόσο ιδιοφυές. Χρησιμοποίησε το μέλλον για να μας κάνει να κοιτάξουμε τις βασικές ανθρώπινες αξίες με μια φρέσκια ματιά. Κατανόηση. Ανθρωπιά. Πως ορίζει κανείς αυτά τα πράγματα; Ήθελα να καταπιαστώ μ’ αυτά τα ερωτήματα.
Πριν μερικά χρόνια διάβασα το βιβλίο «Entering Space» του φημισμένου μηχανικού διαστήματος Robert Zubrin. Ο Zubrin τεκμηρίωνε με απόλυτα επιστημονικό και πειστικό τρόπο το γιατί και με ποιόν τρόπο θα πρέπει η ανθρωπότητα να δημιουργήσει αποικίες στο ηλιακό μας σύστημα. Ήταν κάτι σαν οδηγός για αρχάριους εξερευνητές του διαστήματος, και λάμβανε υπόψη και τις δημοσιονομικές προεκτάσεις που θα έκαναν την εποίκηση του διαστήματος ελκυστικότερη για την καταναλωτική μας κοινωνία. Ένα από τα πρώτα βήματα που πρότεινε ήταν να εγκαταστήσουμε μια εξορυκτική εγκατάσταση για παραγωγή Ηλίου-3 στο φεγγάρι, ώστε να εξασφαλίσουμε καύσιμο για γεννήτριες που θα λειτουργούν με σύντηξη.
Το βιβλίο μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι ότι αυτό το πρώτο βήμα για την εποίκηση του διαστήματος, ένα βήμα που θα γινόταν περισσότερο για κέρδος παρά για καθαρά επιστημονικούς σκοπούς, ήταν μια συναρπαστική σύγκρουση συμφερόντων. Οι επιχειρήσεις από τη φύση τους θα επεδίωκαν να εξαγάγουν με κάθε τρόπο τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα πρώτων υλών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Έτσι γίνεται η σωστή δουλειά. Αλλά χωρίς ντόπιους ανθρώπους, χωρίς οργανισμούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή κάποιον ανώτερο για να επιβλέπει τα όσα γίνονται, τί θα προσπαθούσαν άραγε να κάνουν οι εταιρείες; Ακόμα και η πιο καλοήθης, η πιο «οικολογική» εταιρεία, τί θα ήταν διατεθειμένη να κάνει, χωρίς έλεγχο; Πως θα χρησιμοποιούσαν έναν μοναχικό εργάτη που δουλεύει σε μια βάση στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης;
Αυτές είναι κάποιες από τις βασικές ιδέες που διαμόρφωσαν το πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας στο οποίο διαδραματίζεται το «Moon», όμως αυτές ίσως συσκοτίζουν την ουσία της ταινίας: το ανθρώπινο στοιχείο της. Το «Moon» είναι ένα έργο για την αποξένωση. Για το πώς δίνουμε ανθρώπινη υπόσταση στην τεχνολογία, για το πώς η παράνοια χτυπά έναν άνθρωπο όταν ζει και βιώνει σχέσεις εξ αποστάσεως. Και για το πώς μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας. Είναι ίσως πολλά για να χωρέσουν σε μια μικρή ανεξάρτητη παραγωγή, αλλά αυτό ενδεχομένως ήταν και το καλύτερο πεδίο για να το δοκιμάσω. Άλλωστε δεν είναι και τίποτα παραπάνω από «επιστημονική φαντασία».

Δήλωση του Σκηνοθέτη B!:
Η ταινία είναι ταυτόχρονα ενας ύμνος στην ερωτική απώλεια:

“Και ποιος δεν έχει ζήσει κάτι τέτοιο; Ποιος δεν έχει πέσει στα πατώματα, δεν έχει πιει ατελείωτες ποσότητες αλκοόλ, δεν έχει ξεφτιλιστεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για ένα μεγάλο ή μικρό έρωτα; Εγώ έζησα την απόλυτη μοναξιά όταν ήμουν με μια κοπέλα, την οποία ακολούθησα από την Αγγλία στην Αμερική. Αρχικά ένιωθα αμήχανα που βρισκόμουν σε μια ξένη χώρα εξαιτίας της κι έτσι θέλησα να ασχοληθώ με κάτι άλλο παράλληλα, για να μη νιώθω εγώ – και να μη νιώθει κι εκείνη - πως εξαρτώμαι από την ύπαρξή της. Ξέρεις τώρα πώς είναι αυτά τα ανόητα παιχνίδια του έρωτα. Από αμηχανία, λοιπόν, έμεινα για τρία χρόνια δίπλα της. Το καλό είναι πως προσπαθώντας να απασχολήσω τον εαυτό μου πήρα bachelor στη Φιλοσοφία στο Κολέγιο του Wooster στο Ohio και Phd στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt στο Tennessee. Μόλις συνειδητοποίησα πως δίπλα της δεν είμαι καθόλου ο εαυτός μου, επέστρεψα στην Αγγλία και άρχισα μαθήματα Σκηνοθεσίας στο London Film School. Αν και η σχέση μας συνεχίστηκε εξ αποστάσεως για μερικούς ακόμη μήνες, με έκανε να συνειδητοποιήσω πως δεν άξιζα ούτε εγώ ούτε εκείνη τέτοιου είδους ταλαιπωρία. Μια σχέση – πάνω απ’ όλα – πρέπει να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, αισιόδοξο, δημιουργικό και όχι μίζερο και ανασφαλή.”




Tips:
· Ο σκηνοθέτης Ντάνκαν Τζόουνς (του οποίου το πραγματικό όνομα είναι το σαφώς πιο ευφάνταστο Zowie Bowie) είναι γιος του τραγουδιστή Ντέιβιντ Μπάουι από τον πρώτο του γάμο, με την Άντζελα Μπάουι.

· Πρόκειται για το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Ντάνκαν Τζόουνς.

· Τη μουσική επένδυση της ταινίας έχει αναλάβει ο Κλιντ Μανσέλ, γνωστός για την επί χρόνια συνεργασία του με τον Ντάρεν Αρονόφσκι (έχει γράψει, μεταξύ άλλων, μουσική για τις ταινίες «Π», «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο», «Η πηγή της ζωής»).

· Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν μόλις 33 ημέρες, ενώ οι σκηνές που διαδραματίζονται στην επιφάνεια της σελήνης, δε γυρίστηκαν χρησιμοποιώντας ψηφιακά εφέ, αλλά με μοντέλα-μινιατούρες των εξωτερικών χώρων.


Βραβεία- Συμμετοχές :
Βραβείο Michael Powell για Καλύτερη Νέα Μεγάλου Μήκους Βρετανική Ταινία, στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου 2009
Golden Space Needle Award στο Seattle International Film Festival
Βραβείο καλύτερης Ευρωπαικής ταινίας φαντασίας στο φεστιβαλ Espoo Cinι International Film Festival της Φιλανδίας.
Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Sundance 2009
Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Tribeca 2009
Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Φιλαδέλφεια
Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Κλίβελαντ
Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Σαν Φραντσίσκο
Συμμετοχή στο Φεστιβάλ SXSW (South By Southwest) 2009
Χρυσή Αθήνα (1ο βραβείο) στο Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Αθήνα 2009

Διεθνή ΜΜΕ:
«To Moon του Ντάνκαν Τζόουνς είναι η καλύτερη ταινία επιστημονικής φαντασίας που έχουμε δει εδώ και 20 χρόνια».
-Cole Smithey,
www.colesmithey.com

«Το Moon καταφέρνει κάτι το φανταστικό: μοιάζει γνώριμο και κοινότυπο, μα τελικά ξεπερνά τις προσδοκίες ενός τυπικού φιλμ επιστημονικής φαντασίας και σε ξαφνιάζει ξανά και ξανά. Μελαγχολικό, καθηλωτικό και με τις κατάλληλες δόσεις μυστηρίου και δράματος χαρακτήρων, σε κρατάει σε αγωνία μέχρι την τελευταία σκηνή».
-Christy Lemire, AP Movie

«Ο Ρόκγουελ δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία, που θυμίζει αυτή του Τζέρεμι Άιρονς στους «Διχασμένους» του Κρόνεμπεργκ».
-Patrick Z McGavin, Screen Daily

«Ένα από τα πιο συναρπαστικά φιλμ επιστημονικής φαντασίας της τελευταίας εικοσαετίας».
-Sott Weinberg, FEARnet

«Γιατί δε βλέπουμε συχνότερα ταινίες τόσο καθηλωτικές;»
-Elizabeth Weitzman, New York Daily News

«O Τζόουνς σας ταξιδεύει πραγματικά στο φεγγάρι»
-Owen Gleiberman, Entertainment Weekly

«Το Moon είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτού του απειλούμενου είδους: του φιλμ επιστημονικής φαντασίας»
-Roger Ebert, Chicago Sun Times

«Αυτός ο καθηλωτικός γρίφος σε χτυπά δυνατά από εκεί που δεν το περιμένεις»
-Peter Travers, Rolling Stone

«Στο Moon υπάρχουν αναφορές και επιρροές από διάφορα έργα και σκηνοθέτες: η ειλικρίνεια των έργων επιστημονικής φαντασίας του’70 όπως το Silent Running, η απόκοσμη μοναξιά και το όραμα του Solaris, ο παγωμένος φουτουρισμός του 2001, οι ωμές αλήθειες των θεατρικών του Ντέιβιντ Μάμετ, οι ιδέες και οι τεχνικές κάποιων από τον καλύτερων φιλμ του Κρόνεμπεργκ. Αλλά είναι συγχρόνως κι ένα απόλυτα πρωτότυπο φιλμ».
-James Rocchi, Cinematical

To Moon είναι το καλύτερο παράδειγμα ταινίας επιστημονικής φαντασίας που με επιδεξιότητα αποτυπώνει την επαφή του ανθρώπινου είδους με την νοημοσύνη των υπολογιστών
Roger Ebert

Η ταινία είναι εξαίσια. Είναι κινηματογράφος που σε κάνει να σκεφτείς όσο απολαμβάνεις. Είναι καλοφτιαγμένο και διαθέτει μια εξαιρετική διπλή ερμηνεία από τον Σαμ Ρόκγουελ.


Το Moon είναι μια αναπάντεχα ευχάριστη έκπληξη
James Rocchi Cinematical

Η μελαγχολία συναντά την ελπίδα στο Moon .

USA TODAY

Το "Moon" είναι η καλύτερη ταινία επιστημονικής φαντασίας που πάει μπροστά το είδος.
Cole Smithey Rooten Tomatoes

Το ‘Moon” είναι επιτέλους η πρώτη ουσιαστική ταινία επιστημονικής φαντασίας toy 21ου αιώνα,
Screen International

Ότι καλύτερο με θέμα το διάστημα που γυρίστηκε τα τελευταία 20 χρόνια
Village Voice

Μια μεγάλη διπλή ερμηνεία από τον Σαμ Ρόκγουελ
Brian Ornford


Το Moon είναι μια δυνατή πρόκληση που στηρίζεται στις ιδέες αντί στα εφέ από κομπιούτερ, κι αυτό είναι που το κάνει σημαντικό
Rolling Stone Magazine

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΓΙΑ 4η ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Η ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΔΙΧΑΣΕ ΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ
(…το χάος βασιλεύει)
23.500 θεατές σε 18 ημέρες προβολής

ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ(Πρώτο Θέμα) *****
ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΑΝΩΤΗΣ(www.cine.gr)*****
ΣΠΥΡΟΣ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ(
www.nooz.gr)*****
ΜΑΡΙΝΑ ΜΑΖΛΟΥΜΙΔΟΥ (www.cine.gr)*****

ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ (Ελευθεροτυπία)****1/2
ΑΛΕΞΗΣ ΔΕΡΜΕΝΤΖΟΓΛΟΥ (Μακεδονία) ****
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΥΡΑΣ(Η Καθημερινή)****
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ(Athens Voice) ****
ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΙΚΛΗΤΗΡΑ(FAQ) ****
ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΠΟΥΛΑΚΟΣ ( Απογευματινή) ****
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ ( Ημερησία) ****
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΑΟΥΖΑΙΟΣ (www.myfilm.gr)****
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΓΙΟΓΛΙΔΗΣ (www.cine.gr)****
ΕΛΙΖΑΜΠΕΤΑ ΗΛΙΑ(www.cine.gr)****
ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ(www.cime.gr)****

ΡΟΜΠΙ ΕΚΣΙΕΛ (Εθνος) ***1/2
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν.ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ( Το Ποντίκι)***
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ(Το Βήμα) ***
ΚΩΣΤΑΣ ΝΤΑΝΤΙΝΑΚΗΣ (Real News)***
ΧΑΡΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ( Exodos) ***
ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ ( H Αυγή ) ***
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΟΣ(www.myfilm.gr)***

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΙΜΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ(Down Town)**1/2
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (http://www.cinemanews.gr/) **1/2
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΝΤΣΕΡΕΤΖΙΔΗΣ(www.myfilm.gr)**1/2


ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ( lifo) **
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ(Σινεμά) **
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ(Σινεμά) **
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ(Σινεμά) **


ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ(Σινεμά) *

www.mftm.blogspot.com *
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΤΣΗΣ(αθηνόραμα) *

ΗΛΙΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ(mad tv- mftm.blog) X
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ (τα Nεα)X
ΙΑΣΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ (Aδεσμευτος)X
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ(Kαθημερινή) Χ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ(Σινεμά) Χ
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ(Σινεμά) Χ



Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Αντίχριστος Antichrist


«Το χάος Βασιλεύει»
http://www.antichristthemovie.com/?language=en

Σκηνοθεσία: Λαρς Φον Τρίερ
Σενάριο: Λαρς Φον Τρίερ
Φωτογραφία: Anthony Dod Mantle (οσκαρ για το Slumdog Millionaire )
Μουσική: Handel από την όπερα Ρίνάλντο
Παίζουν: Ουίλιαμ Νταφόε, Σαρλότ Γκενσμπούργκ
Έτος παραγωγής: 2009
Χώρα Παραγωγής: ΔΑΝΙΑ
Γλώσσα: Αγγλικά
Έγχρωμο
Διάρκεια: 104΄ (η λόγοκριμένη κόπια είναι 100΄)
Hxos: Dolby Stereo
Εικόνα: Flat
Καταλληλότητα: Ακατάλληλο από 17


Lascia ch’io pianga
mia cruda sorte,
e che sospiri la libertà.
Il duolo infranga queste ritorte
de’ mei martiri sol per pietà.

(Άσε με να θρηνήσω
Για την άσπλαχνη μοίρα μου
Και άσε με να στενάξω για λευτεριά.
Μακάρι η θλίψη να σπάσει
Τα δεσμά του μαρτυρίου μου,
Κι ας είναι μονάχα από οίκτο.)
(Rinaldo, Lascia ch’io pianga, HWV7, όπερα του Georg Friedrich Händel)

Υπόθεση:
Ένα ζευγάρι αποφασίζει να καταφύγει στη δική του Εδέμ, τη γη της επαγγελίας , που είναι μια καλύβα απομονωμένη στο κέντρο ενός δάσους . Εκεί προσπαθούν να ξαναχτίσουν την κατεστραμμένη τους σχέση και να επισκευάσουν τις ραγισμένες καρδιές τους

Όμως η Φύση αποφασίζει να τους δώσει τα δικά της μαθήματα κι έτσι τα πράγματα πάνε από το κακό …στο χειρότερο…
Ενα Σχόλιο :
Tι σημαίνει ο «Αντίχριστος» του Λαρς φον Τρίερ
Είδα την τελευταία ταινία του Λαρς φον Τρίερ «Αντίχριστος». Την είδαμε στο σπίτι του Σπύρου, ο Σπύρος, ο Γιώργος και εγώ. Κατεβασμένη από το ίντερνετ. Βλέποντας την πρώτη σκηνή, ασπρόμαυρη, σκεφτόμουν «αυτή είναι η καλύτερη μικρού μήκους ταινία όλων των εποχών!».Και μου ήρθε να πω: «Εγώ αν είχα κάνει αυτή τη σκηνή, δεν θα ήθελα να έκανα τίποτʼ άλλο». Αλλά δεν ήθελα να τους προκαταλάβω. Μετά είδαμε και την υπόλοιπη ταινία... Έπαθα σοκ. Ήταν μια ταινία τρομακτική, όχι τρόμου ή θρίλερ, απλώς (απολύτως δηλαδή) μια ταινία τρομακτική. Και δεν το λέω για τις σκηνές τραυματισμού των γεννητικών οργάνων του άντρα ή τον ακρωτηριασμό της κλειτορίδας της γυναίκας, δεν με πείραξαν αυτά. Όταν τελείωσε η προβολή της ταινίας συζητούσαμε τρεις ώρες γιʼ αυτήν. Είπα στα παιδιά ότι πρόκειται για μια ταινία που δεν θα τη σύστηνα να τη δει κανένας κανονικός άνθρωπος που ξέρω. (Ίσως, σκέφτηκα αργότερα, σε κάποιους που πάσχουν από κατάθλιψη, μπας και συνέλθουν).Θυμήθηκα που διάβασα στις εφημερίδες κάποιες ανταποκρίσεις μετά την προβολή της ταινίας στις Κάνες. Έλεγαν ότι στην επίσημη προβολή αποχώρησαν από την αίθουσα αρκετοί, μερικοί φωνάζοντας «αίσχος». Ο Τρίερ είπε ικανοποιημένος: «Χρόνια περίμενα να συμβεί αυτό». Μετά διάβασα ότι στη συνέντευξη Τύπου κάποιοι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν επιθετικά, τι νόημα είχαν όλα αυτά που έδειχνε στην ταινία του. Κι εκείνος απάντησε προκλητικά: «Είμαι ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης του κόσμου και νομίζω ότι δικαιούμαι να κάνω ό,τι θέλω...». Ή κάπως έτσι. «Συμφωνώ» είπα στα παιδιά, «δικαιούται να κάνει ό,τι θέλει... Κι όποιος αντέξει. Όπως δικαιούται ο καθένας, αν δεν του αρέσει, να φύγει από την αίθουσα προβολής, όπως επίσης να πει γιʼ αυτήν ό,τι θέλει». Είπαμε κι άλλα, δεν καταλάβαμε όμως πού κολλούσε ο τίτλος της ταινίας.Την άλλη μέρα με πήρε ο Σπύρος στο κινητό και μου είπε με έξαψη: «Αυτή η ταινία, ξέρεις ποιο θέμα είχε; Ήταν για τους πρωτόπλαστους... αλλά από την ανάποδη!». Δεν κατάλαβα και συνέχισε να μου εξηγεί. «Αυτοί οι δύο είναι ο Αδάμ και η Εύα, που επιστρέφουν στην Εδέμ, στον παράδεισο, αφού έχουν γνωρίσει το σεξ, αφού έχουν κάνει ένα παιδί, αφού έχουν βιώσει την απώλεια του παιδιού τους και αφού έχουν φορτωθεί την ενοχή γιʼ αυτό -ξαναγυρίζουν πίσω στη φύση. Και τα πράγματα πάνε ανάποδα, χάνουν σταδιακά την πολιτισμένη ταυτότητά τους, χάνουν τις αναστολές τους, χάνουν τον έλεγχο των ενστίκτων τους, βγαίνει η άγρια φύση τους, ώσπου ο Αδάμ σκοτώνει την Εύα, αυτήν που κάποτε γεννήθηκε από το πλευρό του. Αυτή η ανάποδη πορεία των πραγμάτων είναι ο ερχομός του Αντίχριστου...». Με κούφανε, ταίριαζαν όλα όσα έλεγε. Και τότε είπα: «Λες να είναι αυτό που εγώ διαισθάνομαι σαν παρακμή στην εποχή μας; Ότι φτάνουμε στο όριο του πολιτισμού μας, και επιστρέφουμε πίσω, στην πρωτόγονη φύση μας...». Και για να μην με παρεξηγήσει, εξηγήθηκα: «Οι καλλιτέχνες, οι αληθινοί καλλιτέχνες, όσοι απομείναν, έχουν ευαίσθητες κεραίες και πιάνουν αυτό που έρχεται, αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι πολλοί... Και λένε: φτάσαμε στο έσχατο όριο, δεν έχει παρά πέρα, επιστρέφουμε πίσω στην αρχή, στη βαθύτερη φύση μας, αυτήν που έχουμε επικαλύψει με ρόλους, με λόγους, με κοινωνικές θέσεις, με ανέσεις, με γνώσεις...». Ο Σπύρος συμπλήρωσε: «Λέγαμε κάποτε: "Εν αρχή ην ο λόγος"... Στην ταινία, όσο κι αν προσπαθούν να σώσουν την ψυχή τους με λογική συζήτηση, δεν τα καταφέρνουν, όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Έτσι, εν αρχή γίνεται η βία... χωρίς αιτία». «Ακριβώς» είπα εγώ. Και μετά δεν είχα τι άλλο να πω. Κλείσαμε το τηλέφωνο.Την ώρα που ένα ζευγάρι κάνει σεξ και το απολαμβάνει, συμβαίνει ο θάνατος ενός παιδιού. Είναι το τέλος (του νοήματος ίσως). Μετά το τέλος η ζωή διολισθαίνει προς τα πίσω, στην ματαιότητα του λόγου, της λογικής, επιστρέφει στην πρωταρχικήμας φύση και ο Άντρας και η Γυναίκα αλληλοσπαράσσονται... Έτσι είναι η φύση (που είναι, λέει, «η εκκλησία του σατανά»), έτσι είναι η απάνθρωπη φύση μας, όταν εκπέσουν όλα τα προσχήματα, όταν βρεθούμεμόνοι σε ένα τόπο χωρίς θεσμούς, περιορισμούς και κοινωνικές συμβάσεις, σε έναν τόπο που δεν σημαίνουν τίποτα πια το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος. Εκεί όπου μια ελαφίνα σέρνειπίσω της, μισοκρεμασμένο έξω απʼ τη μήτρα της, το νεκρό νεογέννητό της -«συνεχίζοντας τη ζωή της».Μα αυτή είναι μια θρησκευτική παραβολή, αναποδογυρισμένη τα μέσα έξω! Πρέπει να ξαναδώ την ταινία, στο σινεμά... Φοβερή ταινία! Προφητική και συνάμα αστεία! Και κάπου βαρετή. Ναι, όλα αυτά.Επιστρέφουμε ολοταχώς στο «σημείο μηδέν ». Το τέλος προηγείται της αρχής, η αρχή είναι αυτό που τελειώνει... Τι άλλο να πεις; Κι ό,τι κι αν πεις, ποιος θα σε ακούσει; Ποιος θα σε πάρει στα σοβαρά; Ο Αντρέι Ταρκόφσκι υπήρξε ο τελευταίος μεγάλος δημιουργός του κινηματογράφου που ήταν θρήσκος και τα έπαιρνε όλα στα σοβαρά. Ο Τρίερ είναι τώρα ο «Αντίχριστος» (το «αντίχριστο» αντίστοιχο) του Ταρκόφσκι. Α! Όλα κι όλα!Γράφει ο Σωτήρης Ζήκος περιοδικό CITY 15.9.09

Ο σκηνοθέτης για την ταινία :

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
Πριν από περίπου δύο χρόνια, υπέφερα από κατάθλιψη. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα. Τα πάντα, χωρίς καμία εξαίρεση, μου φαίνονταν άνευ σημασίας και αξίας. Δεν μπορούσα να δουλέψω.
Έξι μήνες αργότερα, σαν άσκηση απλώς, έγραψα ένα σενάριο. Ήταν ένα είδος θεραπείας, αλλά και συγχρόνως μια αναζήτηση, ένα πείραμα για να δω αν θα μπορούσα να γυρίσω ποτέ ξανά κάποια ταινία. Το σενάριο τέλειωσε και γυρίστηκε χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, όπως ήταν, κι αξιοποιώντας ούτε το μισό από τις σωματικές αλλά και τις πνευματικές μου δυνατότητες. Η δουλειά στο σενάριο δεν έγινε σύμφωνα με το συνήθη τρόπο δουλειάς μου. Σκηνές προσθέτονταν χωρίς λόγο. Εικόνες συνθέτονταν χωρίς να ακολουθείται κάποια λογική ή κάποιου είδους κινηματογραφική σκέψη. Συχνά προέρχονταν από όνειρα που έβλεπα εκείνη την εποχή, ή από όνειρα που είχα δει παλιότερα στη διάρκεια της ζωής μου. Για μια ακόμη φορά, το θέμα ήταν η «Φύση», αλλά με ένα τρόπο διαφορετικό, περισσότερο ευθύ απ’ ό, τι παλιά. Με έναν τρόπο πιο προσωπικό.
Το φιλμ δεν περιέχει κάποιο συγκεκριμένο κώδικα ηθικής, και στη θέση της πλοκής έχει μονάχα αυτά που κάποιοι θα αποκαλούσαν τα «απολύτως απαραίτητα».
Διάβαζα Στρίντμπεργκ όταν ήμουν νέος. Διάβαζα με ενθουσιασμό τα όσα έγραφε πριν πάει στο Παρίσι για να γίνει αλχημιστής και αυτά που έγραψε όσο διέμενε εκεί ..την περίοδο που αργότερα αποκλήθηκε «κρίση της κολάσεώς» του (inferno crisis) –ήταν άραγε ο «Αντίχριστος» η δική μου Κρίση της Κολάσεως; Η συγγένειά μου με τον Στρίντμπεργκ;
Σε κάθε περίπτωση δεν μπορώ να σας προσφέρω καμιά δικαιολογία για τον «Αντίχριστο». Τίποτε άλλο εκτός από την απόλυτη πίστη μου στο φιλμ –το σημαντικότερο φιλμ σε ολόκληρη την καριέρα μου!
Λαρς Φον Τρίερ, Κοπεγχάγη, 25/03/2009.

Tips:
Η ταινία είναι αφιερωμένη στον Αντρέι Ταρκόσφκι
Η ταινία προκάλεσε σοκ και απίστευτες αντιδράσεις στο Φεστιβαλ Καννών και θεωρήθηκε το σκάνδαλο της διοργάνωσης.
Ο γνωστός για την προβοκατόρικη διάθεση του δημιουργός πυροδότησε ακόμη περισσότερο το ήδη τεταμένο κλίμα με τις δηλώσεις στη συνέντευξη τύπου .
Θεωρείται από το σύνολό των σινεφίλ μλπόγκερς η πιο αναμενόμενη ταινία της χρονιάς.

Βραβεία- Συμμετοχές :
Βραβείο Γυναικείας ερμηνείας στην Σαρλότ Γκενσμπούργκ στο 62ο Φεστιβαλ Καννών.
Επίσημη συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του 62ου Φεστιβαλ Καννών

ΚΡΙΤΙΚΗ

Προκλητικό, αχρείο κι ενοχλητικό …και επίσης πέρα για πέρα ευφυές!
David Edwards, The Mirror

Η πιο σοκαριστική ταινία στην ιστορία του Φεστιβάλ Καννών
Anita Singh, The Sunday Telegraph

Τίποτα δεν μπορεί να σας προετοιμάσει για την εμπειρία του ‘’Αντίχρηστου’’, τίποτα!
Dave Calhoun, Sky Movies

Μια καλλιτεχνική ταινία σκηνοθετημένη από ένα δεξιοτέχνη κινηματογραφιστή, που για μια ακόμα φορά αποδεικνύει ότι είναι ένας αντάξιος διεκδικητής του μεγαλύτερου τίτλου παγκοσμίως. Μπράβο κύριε Trier. Αξίζετε αυτό τον Φοίνικα – ξανά.
Screen comment

Παρασύρθηκα από την ταινία. Ο ‘’Αντίχριστος’’ είναι για το σινεμά ό,τι ο Lou Reed για τη ροκ μουσική. Αναμφισβήτητα μπορώ να πω ότι αξίζει να τη δει κανείς αν θέλει να δει που βρισκόταν η ιστορία του κινηματογράφου, που είναι και που πηγαίνει…
Damon Wise, Empire

Ο Αντίχριστος είναι η πιο γνήσια και προκλητική δουλειά που έχει κάνει ο Von Trier από το ‘’Δαμάζοντας τα κύματα’’. Μπορεί αύριο να έχω αλλάξει γνώμη εντελώς – ακόμη όμως ένας λόγος που κάνει την ταινία αξιοθαύμαστη. Βαθμολογία 9/10.
Movieline

Η ταινία είναι αφιερωμένη στον Andrei Tarkovsky, κι αν αυτό δε σημαίνει τίποτα για σας, μείνετε μακριά!
Epmpire

Με τον ‘’Αντίχριστο’’ ο Lars Von Trier δικαιώνει απολύτως τη φήμη του ως ένας σκανδαλώδης και δεξιοτέχνης δημιουργός εικόνας…. η πιο σοκαριστική ταινία του φεστιβάλ… κανείς δε μπορεί να αρνηθεί την πρωταρχική δύναμη της ταινίας
Indiewire

… είναι μέχρι τώρα το πιο δυνατό έργο του διαγωνισμού.
The Guardian

Ο Lars Von Trier είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο. Πως το ξέρουμε; Μα φυσικά επειδή μας το είπε. ‘’Είμαι ο καλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο’’ δήλωσε στον διεθνή τύπο σήμερα.
Guardian



Μια συνέντευξη του Λαρς στον Κνουντ:

Μια νεκροφόρα που επιστρέφει στο σπίτι
Συνέντευξη από το περιοδικό FILM #66
Έκδοση του Δανέζικου Ινστιτούτου Κινηματογράφου, Μάιος 2009
(μετάφραση Μαριάννα Ράντου )
Ο Knud Romer, που εμφανίστηκε στην ταινία του Λαρς Φον Τρίερ «Ηλίθιοι» το 1998, συνομίλησε με τον Φον Τρίερ στις αρχές του Απριλίου, όταν ο σκηνοθέτης είχε μόλις βάλει τις τελικές πινελιές στο τελευταίο του φιλμ, «Αντίχριστος».

«Μοιάζεις με παπά» μου λέει ο Φον Τρίερ, καθώς σφίγγουμε τα χέρια έξω από την αίθουσα προβολής στους χώρους του Filmbyen, όπου θα δούμε την τελευταία του δουλειά, τον «Αντίχριστο». Το συγκεκριμένο φιλμ καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου και υπάρχουν γύρω μας τόσα προληπτικά μέτρα που νιώθω ότι βρίσκομαι σε κάποια προβολή στις αποθήκες χρυσού κάποιου θησαυροφυλακίου. «Άλλωστε, εδώ βρίσκομαι για να σώσω την αθάνατη ψυχή σου», τον πειράζω.
Ενενήντα λεπτά μετά, σηκώνομαι από το κάθισμά μου, βαθύτατα ταραγμένος. Γυρίζοντας στο σπίτι, ο φόβος και η παράνοια με κατακλύζουν ξανά, καθώς μια νεκροφόρα με προσπερνά στο δρόμο.
Η προοπτική του να πάρω συνέντευξη από τον Φον Τρίερ με πανικοβάλλει. Πρωταθλητής στην ειρωνεία και το σαρκασμό, μπορεί να γυρίσει κάθε συζήτηση εναντίον σου, χτυπώντας σε στα πιο αδύνατα σημεία σου. Τον περιμένω στο Filmbyen, και μου λένε ότι έχει καθυστερήσει. Πάνω από την πόρτα του γραφείου του, είναι γραμμένο με κόκκινα, σα ματωμένα, γράμματα: «το χάος βασιλεύει». Μια ώρα αργότερα, μου λένε ότι θέλει να κάνουμε τη συνέντευξη στο σπίτι του, 20 χιλιόμετρα βόρεια από εδώ. Είμαι τόσο αγχωμένος που νομίζω ότι το αυτοκίνητο θα μου φύγει από το δρόμο. Φτάνοντας στο στενό δρομάκι που οδηγεί στο σπίτι του που βλέπει σε ένα ρυάκι, γρατζουνάω το αμάξι σε ένα φράχτη και κάτι πέτρες στο πάρκινγκ και πηγαίνω σε λάθος σπίτι, μέχρι που επιτέλους ακούω μια φωνή από την ανοιχτή πόρτα, «Κνούντ! από δω!».
Ο Φον Τρίερ είναι η ευγένεια προσωποποιημένη. Η γυναίκα του, Μπέντε, έχει φτιάξει βάφλες και τσάι από βότανα –το δυο πιο παρηγορητικά πράγματα στον κόσμο. Τα έχω ανάγκη και τα δύο, ειδικά μόλις συνειδητοποιώ ότι θα κάνουμε τη συνέντευξη στον κάτω όροφο, στο υπόγειο, πάνω σε δύο τεράστιες μαξιλάρες, με τον Φον Τρίερ να φορά μόνο τις μαύρες κάλτσες του, φαρδύ μαύρο εσώρουχο και ένα μαύρο t-shirt. Ξαφνικά δε νιώθω και πολύ σίγουρος για το τι πρόκειται να συμβεί –περισσότερο επειδή σκοπεύω να συζητήσω μαζί του για ποιό λόγο, όπως άλλωστε και τόσοι άλλοι σκηνοθέτες, επιμένει να γυρίζει το ίδιο έργο ξανά και ξανά, σε διαφορετικές, όλο και πιο ριζοσπαστικές εκδοχές. Στη δική του περίπτωση, αυτό το έργο αφορά έναν παθητικό, παρανοϊκό άντρα, έναν μεγαλομανή, που είναι είτε κατάκοιτος (όπως στο «Δαμάζοντας τα Κύματα»), είτε θάβεται ζωντανός (όπως στον «Αντίχριστο»), ενώ ταυτόχρονα κακοποιεί σεξουαλικά μία σωματικά ή πνευματικά άρρωστη γυναίκα μέχρι θανάτου, με σκοπό να προκαλέσει εικόνες σαδομαζοχιστικής ηδονής και να ικανοποιήσει ηδονοβλεπτικά τη σεξουαλικότητά του. Η παράνοιά μου έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο –ειλικρινά, φοβάμαι ότι ο επόμενος θα είμαι εγώ!
Δεν ήμουν, φυσικά. Αυτός που συνάντησα στο υπόγειο δεν ήταν ο Αντίχριστος, αλλά ένας σκηνοθέτης σπλαχνικός και ανοιχτός –σε σημείο σχεδόν γύμνιας- που ζει στο μεταίχμιο, με απόλυτη συναίσθηση του θανάτου, κάτι που του δίνει τη δυνατότητα να δημιουργεί αυτήν την αποκαλυπτική οπτική πανδαισία που κάνει τον «Αντίχριστο» ένα αριστούργημα τέτοιου βεληνεκούς.
Μιάμιση ώρα μετά, μετανιώνω που δεν κατάφερα να πάρω μια καλύτερη συνέντευξη. Είναι η πρώτη μου φορά, και μιλάω περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Καθώς φεύγω, κάνω αυτό που δεν είχα κάνει τόσην ώρα: πολύ διστακτικά, αγκαλιάζω τον Φον Τρίερ για να του δείξω την ευγνωμοσύνη μου. Πίσω στο αυτοκίνητο, η αγωνία μου και ο φόβος μου και η παράνοιά μου σιγά σιγά εξατμίζονται και αυτή τη φορά –είναι αλήθεια, σας το ορκίζομαι– εγώ είμαι αυτός που προσπερνά τη νεκροφόρα στη διαδρομή προς το σπίτι.

Lars von Trier: Έχω αγωνία να ακούσω την πρώτη σου ερώτηση. Να θυμάσαι, πρέπει να είναι μεγάλη!
Knud Romer: Έκανες μια σειρά από έργα περισσότερο αφηρημένα, στα οποία έμοιαζες να αυτοπεριορίζεσαι. Και τώρα ο Φον Τρίερ, ο δημιουργός των εφιαλτικών αποκαλυπτικών εικόνων επέστρεψε. Γιατί στράφηκες στο πρώτο είδος και τι σε έκανε να επιστρέψεις τώρα;
LvT: Για μένα τα πάντα είναι εικόνες –ακόμα κι αν αυτά είναι γραμμές από κιμωλία στο πάτωμα. Αλλά …(διστάζει), ένιωθα πεσμένος, θλιμμένος –είχα πιάσει πάτο, κι είχα αμφιβολίες για το αν θα μπορούσα να γυρίσω ποτέ ξανά ταινία. Γύρισα όμως σε κάποια από τα εφόδια της νεανικής μου ηλικίας. Ήμουν ενθουσιασμένος με τον Στρίντμπεργκ τότε, ειδικά με τον Στρίντμπεργκ σαν άνθρωπο. Ήταν εκπληκτικός. Κι έτσι προσπάθησα να κάνω ένα έργο –δεν έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτό, είναι κάπως δύσκολο να βρω τις λέξεις να το περιγράψω–, προσπάθησα να κάνω ένα έργο στο οποίο η λογική δε θα είχε ακριβώς θέση.
KR: «Το χάος βασιλεύει»
LvT: Ναι (γελάει). Έφτιαξα διάφορες εικόνες, τις οποίες προσπάθησα να δέσω μεταξύ τους. Επίσης ήταν πολύ ενδιαφέρον για μένα να κάνω ένα έργο με μόνο δύο χαρακτήρες.
KR: Σκηνές από ένα γάμο…
LvT: Σκηνές από ένα Γάμο, ναι, αλλά με κάπως διαφορετική μορφή. Μου είχαν αρέσει οι «Σκηνές από ένα Γάμο» τότε που είχα δει το φιλμ. Μου είχε φανεί συγκλονιστικό.
KR: Αλλά ο γάμος εδώ είναι περισσότερο «Στριντμπεργκικός», παρά «Μπεργκμανικός».
LvT: Ναι, η αλήθεια είναι ότι πιο πολύ στον Στρίντμπεργκ σπρώχνουν ο ένας τον άλλον από τις σκάλες.
KR: Η αντίληψη ως προς τις γυναίκες που πηγάζει από το φιλμ σου μάλλον θυμίζει περισσότερο Στρίντμπεργκ παρά Μπέργκμαν;
LvT: Ναι, και κατά πάσα πιθανότητα θα ξαναρωτηθώ γι’ αυτό το θέμα, την οπτική δηλαδή μου απέναντι στις γυναίκες. Είχα πάντα μια ρομαντική αντίληψη ως προς τη μάχη των φύλων, για την οποία πάντα έγραφε ο Στρίντμπεργκ. Συνέχεια περιγράφουμε τη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα. Αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει μία και μόνη αλήθεια.

ΤΑΙΝΙΕΣ ΕΙΔΟΥΣ –ΕΝΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ
KR: Κάνεις «ταινίες είδους» –εντός πολλών εισαγωγικών. Επιμένεις να αφηγείσαι την ίδια ιστορία, την ιστορία σου, σε διάφορες παραλλαγές, από διαφορετικές γωνίες, όπως κάνουν και τόσοι άλλοι συγγραφείς και δημιουργοί. Ποια είναι η σχέση σου με τα κινηματογραφικά είδη; Το «Δαμάζοντας τα κύματα» είναι μελόδραμα και το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» μιούζικαλ. Ο «Αντίχριστος» είναι ένα θρίλερ αγωνίας ή μια ταινία τρόμου. Θα έλεγες ότι η σχέση σου με τα κινηματογραφικά είδη είναι ρομαντική ή παιχνιδιάρικη;
LvT: Τα κινηματογραφικά είδη αποτελούν ένα είδος έμπνευσης. Η ιστορία μου είναι κατά βάση η ίδια κάθε φορά. Το έχω συνειδητοποιήσει αυτό πλέον. Αλλά ως προς το θέμα των «κινηματογραφικών ειδών» -δεν νομίζω ότι ποτέ θα μπορέσω να ακουμπήσω απόλυτα σε κάποιο συγκεκριμένο είδος, γιατί πιστεύω ότι θα πρέπει να προσθέτεις κι εσύ ο ίδιος κάτι σ’ αυτό. Αν ήμουν μάγειρας, αυτή θα ήταν η δική μου εκδοχή για ένα κλασικό ψητό χοιρινό.
KR: Μοιάζει σαν να αξιοποιείς υλικό από μια δεξαμενή συμβατικών κινηματογραφικών εκφράσεων, και να τις βάζεις σε δράση αναποδογυρίζοντάς τες εντελώς.
LvT: Έκανα, έτσι κι αλλιώς, κινηματογραφικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο και εκτιμούσα ιδιαίτερα τα φιλμ είδους. Η «Ζούγκλα της Ασφάλτου»! Νουάρ –ξέρεις, όλα αυτά ήταν υπέροχα.
KR: Κάποιος τεμπέλης, ο οποίος βλέπει μόνο τα δικά σου έργα, θα έχει δει κάθε υπαρκτό κινηματογραφικό είδος.
LvT: Ναι, κι όλα στο ίδιο έργο (γελάει). Όμως δεν είμαι ιδιαίτερα πιστός στα διαφορετικά είδη. Δεν θα το έλεγα. Μ’ αρέσει όταν τα πράγματα έρχονται λίγο σε τριβή το ένα με το άλλο.
KR: Κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι εσύ –με όλο και μεγαλύτερη παραβατική διάθεση– έχεις πλησιάσει προς το είδος που αγγίζει επικίνδυνα τα όρια του ταμπού, την πορνογραφία.
LvT: Η αλήθεια είναι ότι φλέρταρα λίγο μ’ αυτό, ειδικά στους «Ηλίθιους». Κατά κάποιο τρόπο η σεξουαλικότητα και οι ταινίες τρόμου είναι συγγενικά μεταξύ τους. Αλλά πορνογραφία; Δεν ξέρω. Είναι αυτό πορνογραφία; Ίσως. Αλλά η πορνογραφία πάντα με ενοχλούσε. Τα έργα πορνό φτιάχνονται για να χρησιμοποιηθούν. Είναι συνήθως κάπως χοντροκομμένα.

ΑΚΡΑΙΑ ΔΙΕΓΕΡΣΗ
KR: Τόσο τα φιλμ τρόμου όσο και οι ταινίες πορνό φέρνουν τον θεατή σε μια κατάσταση διέγερσης. Στα φιλμ τρόμου, είναι ο φόβος. Στο πορνό, είναι ο πόθος. Τα δύο αυτά συναντιούνται στην ακραία διέγερση, όπου κάποιες φορές είναι δύσκολο να διαχωρίσεις τί είναι παθητικός πόνος και τί ενεργητικός πόθος.
LvT: Το έθεσες εξαιρετικά. Δε θα μπορούσα ποτέ να το εκφράσω τόσο καλά.
KR: Το ένα βιώνεται θετικά, σαν πόθος, και το άλλο αρνητικά, σαν φόβος. Τα έργα σου έχουν παρόμοια επίδραση στο θεατή. Είναι κάτι που το επιδιώκεις συνειδητά ή αυτός είναι ένας προσωπικός τρόπος συναισθηματικής έκφρασης;
LvT: Οι ερωτήσεις σου είναι δύσκολες. Αλλά ναι, αυτή είναι μια αρκετά ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Προσπαθώ πράγματι να κάνω τα έργα μου να έχουν επίδραση στα συναισθήματα των θεατών. Αλλά το κάνω αυτό δημιουργώντας εικόνες όσο το δυνατόν πιο εκφραστικές για μένα. Έτσι θα έλεγα –ακόμα κι αν είναι ψέμα σε ένα βαθμό– ότι δεν έχω στο μυαλό μου το κοινό όταν φτιάχνω τα έργα μου. Κυρίως ικανοποιώ τον εαυτό μου με τις εικόνες που φτιάχνω. Την ίδια όμως στιγμή, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι φτιάχνονται με πρόθεση να έχουν κάποια επενέργεια.
KR: Αυτό το φιλμ μου προκάλεσε φόβο σε ακραίο βαθμό. Είναι δύσκολο για μένα να ταράζομαι τόσο. Με στοιχειώνει. Αν έπρεπε εγώ να δημιουργήσω αυτές τις εικόνες πρώτα στο μυαλό μου και μετά να αντικρύσω τις ακραίες συναισθηματικές τους εκφάνσεις, θα πάθαινα νευρικό κλονισμό.
LvT: Ο κινηματογράφος είναι ένα θολό είδωλο της πραγματικότητας. Αν κάθεσαι σε μια αίθουσα κλαίγοντας, αυτό είναι μια θολή μίμηση ενός παρόμοιου συναισθήματος που είχες ζήσει στην πραγματική σου ζωή. Το κινηματογραφικό έργο θα έρχεται πάντα δεύτερο κατ’ αυτή την έννοια, γιατί πάντα θα υπάρχει δανειζόμενο συναισθήματα από την πραγματική ζωή. Αν ένας άνθρωπος φοβάται, αυτό μάλλον συμβαίνει επειδή έχει κάποιο φόβο να εξωτερικεύσει και τον χρησιμοποιεί στη διαδικασία της θέασης μιας ταινίας. Αλλά το κινηματογραφικό έργο έχει κι άλλες ιδιότητες εκτός από το να προκαλεί συναισθήματα. Πάρε την «Κραυγή» του Μουνχ για παράδειγμα, που ο μικρός γιος μου μόλις αντέγραψε σε μια ζωγραφιά. Η «Κραυγή» είναι μια μεγαλοφυής έκφραση ενός συναισθήματος, αλλά οι άνθρωποι δεν βγαίνουν τρέχοντας και κραυγάζοντας από το μουσείο.
KR: Τα έργα σας είναι «κραυγές»;
LvT: Χμμ. Ο «Αντίχριστος» είναι αυτός που πλησιάζει περισσότερο σε κραυγή. Ήρθε σε μια περίοδο της ζωής μου που ένιωθα πραγματικά χάλια. Η έμπνευση ανευρίσκεται στο δικό σου φόβο, στα δικά σου συναισθήματα. Από εκεί πηγάζουν όλα, μα μετά μετατρέπονται σε κάτι άλλο. Δεν υπάρχει κάτι σαν τηλεπάθεια από το σκηνοθέτη προς το κοινό, σαν να λέμε: ορίστε, αυτό είναι το κλειδί για να μπείτε στην κατάσταση στην οποία βρισκόμουν εγώ. Δεν λειτουργεί έτσι. Ο λόγος για τον οποίο τα φιλμ τρόμου –και δεν είμαι καν σίγουρος ότι περί αυτού πρόκειται εδώ– είναι ενδιαφέροντα για μένα, είναι γιατί μου δίνεται η δυνατότητα να κάνω τόσα διαφορετικά πράγματα.

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ
KR: Για μένα, είναι μια ανακούφιση να βλέπω πως επιστρέφεις σε ένα 100% ρομαντικό, συμβολικό σύμπαν με κάποια στοιχεία Καθολικισμού, στο σύνολό του είναι σχεδόν σαν ένας προ-ρομαντικός, γοτθικός σε πολλά σημεία, Κόμης Δράκουλας.
LvT: Ναι, είναι πράγματι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά οπτικά είμαστε αναμφίβολα στο είδος του ρομαντισμού.
KR: Είπες ότι το κινηματογραφικό έργο δεν είναι ακριβής αντανάκλαση κάποιου στοιχείου της ζωής. Η πραγματικότητα ενός φιλμ τρόμου –μια παθητική, παρανοϊκή αίσθηση της πραγματικότητας, μιας μεγαλομανίας που τα πάντα περιστρέφονται γύρω από σένα – υποδηλώνουν έναν παθητικό θεατή. Είναι όπως ο φόβος του σκοταδιού: μια παθητική, παρανοϊκή κατάσταση την οποία βλέπουμε ξανά και ξανά στα έργα σου, με τον πρωταγωνιστή να βρίσκεται ολοκληρωτικά παράλυτος, κλινήρης, θαμμένος ζωντανός!
LvT (γελάει): Ναι. Μην ξεχνάς, διάβαζα Έντγκαρ Άλαν. Ήταν και ο ίδιος μια φιγούρα του ρομαντισμού.
KR: Είναι όμορφο το γεγονός ότι τα έργα σου εκφράζουν τον φόβο για το σκοτάδι, δεδομένου ότι φτιάχνονται για να τα δούμε μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα, όπου ο θεατής είναι απολύτως ευάλωτος.
LvT: Κάποτε μου είχε περάσει από το μυαλό να κάνω θέατρο, γιατί σκέφτηκα ότι θα μπορούσε κανείς να φοβηθεί πολύ περισσότερο στο θέατρο απ’ ό, τι στον κινηματογράφο. Σχεδίαζα να κάνω μια θεατρική εκδοχή του Εξορκιστή. Νιώθω αμήχανα στην κινηματογραφική αίθουσα, αλλά νιώθω ακόμα πιο άβολα στο θέατρο, γιατί είναι ζωντανό. Το να πηγαίνω να δω ένα θεατρικό έργο είναι ένα τρομακτικό σενάριο για μένα.
Τώρα που συζητάμε για το κοινό, μου φαίνεται ότι ένα απειροελάχιστα μικρό κομμάτι περνάει προς αυτούς. Αλλά είμαι πράγματι πολύ ευτυχής για αυτό το έργο και τις εικόνες που περιέχει. Πηγάζουν από μια έμπνευση που είναι πολύ αληθινή για μένα. Έχω δείξει ειλικρίνεια σε αυτό το έργο. Νομίζω ότι έκανα το ίδιο και στους «Ηλίθιους» και στα άλλα έργα μου. Αλλά αυτό είναι το απομεινάρι από συγκεκριμένες εικόνες του μακρινού παρελθόντος μου.
KR: Φαίνεται πως με την πρώτη (και πρωταρχική) σκηνή χειρίζεσαι την πρώτη συνάντηση του παιδιού με την σεξουαλικότητα των γονιών του και την αδυναμία του να την κατανοήσει, αφού είναι κάτι το μυστηριώδες για εκείνο. Το παιδί δε συνειδητοποιεί τί γίνεται, όμως είναι φανερό ότι μεταφερόμαστε σε μια πολύ έντονη κατάσταση τόσο φόβου όσο και πάθους. Για να το παίξω και λίγο Φρόιντ, αυτή είναι η μητέρα όλων των πρωταρχικών σκηνών, ο φόβος όλων των φόβων.
LvT: Σε ακούω…
KR: Έχεις δίκιο, κακή ερώτηση… Το έργο είναι θεραπευτικό μέχρι ενός βαθμού. Αλλά ο θεραπευτής στην ταινία δε μοιάζει και πολύ με θεραπευτή. Είναι κατά βάση σαδιστής, έτσι δεν είναι;
LvT: Είχα κι εγώ κάποια εμπειρία με τη γνωστική ψυχοθεραπεία, η οποία συνίσταται βασικά στην ιδέα ότι, αν φοβάσαι ότι θα πέσεις από έναν γκρεμό, σε σπρώχνουν –και αυτό θα αποτελέσει το τέλος του φόβου. Απ’ ό, τι φαίνεται, είναι μια πολύ επιτυχής μορφή θεραπείας. Φυσικά εξαρτάται κι από το υψόμετρο του γκρεμού. Είναι πολύ αποτελεσματικοί με χαμηλά λοφάκια.
Αχ, πολύ μ’ αρέσει να πειράζω και να κοροϊδεύω τέτοιου είδους πράγματα. Και οι άντρες πρωταγωνιστές μου είναι κατά βάση ηλίθιοι, που δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται. Και στον «Αντίχριστο» το ίδιο. Επομένως, είναι φυσικό τα πράγματα να πηγαίνουν σκατά.
Όσο για τον φόβο του να είσαι εσύ κάτι και η πραγματικότητα να είναι κάτι άλλο, αυτό σηκώνει συζήτηση. Μπορεί ο φόβος να αλλάξει τον κόσμο; Νομίζω ότι μπορεί –κι ότι το κάνει.

ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ
KR: Οι χαρακτήρες σ’ αυτό το φιλμ είναι εντελώς ακινητοποιημένοι. Παγιδευμένοι σε μια καλύβα, οι δυνατότητές τους να παρέμβουν και να αλλάξουν την πραγματικότητα είναι περιορισμένες. Το μόνο που έχουν είναι ένα γαλλικό κλειδί και μερικά ξόρκια για να αναμετρηθούν με μια εξαιρετικά τρομακτική πραγματικότητα. Μα πώς χώρεσε ο Καθολικισμός σε μια τέτοια ταινία τελοσπάντων; Παλιές ταινίες τρόμου είχαν σταυρούς και σκόρδα –όπως άλλωστε και ο Καθολικισμός. Φαίνονται να είναι βαριά τα φορτία του Καθολικισμού σε αυτό το έργο.
LvT: Πράγματι.. Όμως δεν μπορώ να δώσω μια απάντηση σ’ αυτό γιατί είμαι ένας πολύ κακός Καθολικός. Στην πραγματικότητα, δεν είμαι θρησκευόμενος με κανένα τρόπο. Γίνομαι όλο και περισσότερο άθεος.
KR: Κι όμως, ο Καθολικισμός είναι η αγαπημένη θρησκεία των μη θρησκευόμενων, γιατί έχει τόσες πολλές εκφάνσεις: τελετές, διάκοσμοι κι όλα αυτά. Αυτό μας πηγαίνει κάπως πίσω, στις δεξαμενές εκφράσεων που αναφέραμε παραπάνω για τα κινηματογραφικά είδη. Και για τον Καθολικισμό ισχύει το ίδιο, υπάρχουν τόσες πολλές φυλαγμένες εκφράσεις.
LvT: Ναι, έχουν την ικανότητα να μας γοητεύουν και να μας προκαλούν –τουλάχιστον σε μένα, την είχαν. Διακρίνω πολλή ελευθερία σε αυτή τη δεξαμενή των εκφράσεων. Για μένα, ο Προτεσταντισμός ήταν πάντα το μεγάλο τέρας. Αλλά η θρησκεία εν γένει είναι σκατά. Ως εκεί φτάνουν οι γνώσεις μου.
KR: Ναι, αλλά όλο αυτό το σύστημα των εκφράσεων ξεδιπλώνεται τόσο στο «Δαμάζοντας τα Κύματα», όσο και στον «Αντίχριστο».
LvT: Είχα τον «Αντίχριστο» του Νίτσε στο κομοδίνο δίπλα στο προσκέφαλό μου από τότε που ήμουν 12 χρονών. Αποτελεί τη μεγάλη του σύγκρουση με τον Χριστιανισμό.
KR: Είναι ενδιαφέρον που ανέφερες την ιδέα σου να μεταφέρεις τον «Εξορκιστή» στο θέατρο, γιατί ο εξορκισμός είναι κάτι το χαρακτηριστικά Καθολικό. Ξορκίζεις τους δικούς σου δαίμονες ή τους δαίμονες της πραγματικής ζωής; Είναι και η ψυχανάλυση μια μορφή εξορκισμού;
LvT: Αυτοί όμως οι δαίμονες είναι φίλοι μου. Ίσως αυτό είναι το πλεονέκτημα του να φτιάχνεις ταινίες: οι δαίμονες, που είναι τόσο επίπονοι όταν τους συναντάς, αποκτούν ένα διαφορετικό ρόλο. Γίνονται φίλοι σου όταν τους ενσωματώνεις σε ένα έργο. Γίνονται συμπαίκτες σου, συνεργοί σου. Ίσως ο Μουνχ να ένιωθε πολύ καλά με την «Κραυγή» του.
Ο Μουνχ ήρθε κάποια στιγμή στη Δανία για να θεραπευτεί από κάποιον δρ. Γιάκομπσεν, οποίος κούραρε δύο εκπληκτικούς καλλιτέχνες, τον Στρίντμπεργκ και τον Μουνχ. Και οι δύο κατέληξαν εντελώς αλλαγμένοι. Ο Μουνχ σίγουρα προς το χειρότερο. Ο Μουνχ ήταν πολύ πιο ενδιαφέρων πριν έρθει στη Δανία και υποφέρει όλη αυτή τη διαδικασία.
Μπορεί να πάει πολύ μακριά αυτό το θέμα, αλλά τουλάχιστον έχει ένα ενδιαφέρον, αν αυτό που λένε είναι αλήθεια: όταν η τρέλα υποχωρεί, πέφτει μαζί της και η ποιότητα των έργων. Θα μπορούσε, πράγματι..
KR: Το αξίζει το τίμημα;
LvT: Το τίμημα δεν είναι ποτέ αρκετό! Δε μ’ αρέσει να επαναλαμβάνομαι, αλλά ήταν μια περίοδος που δεν ένιωθα καθόλου καλά!
KR: Ας επιστρέψουμε στην παράνοια. Το αντίθετο του να νιώθει κανείς κυνηγημένος και φοβισμένος, είναι το να κυριαρχεί στα πράγματα και να έχει τον έλεγχο. Αντί λοιπόν να καταδιώκεσαι από ανθρώπους που σε φοβίζουν, βάζεις εσύ τον εαυτό σου σε δεσπόζουσα θέση, και τους ελέγχεις; Γι’ αυτό είσαι τόσο ήρεμος και χαρούμενος όταν γυρίζεις μια ταινία;
LvT: Συνήθως είμαι, αλλά όχι αυτή τη φορά. Δε φοβάμαι να φτιάχνω ταινίες, δε φοβάμαι να πω κάτι κι ύστερα να κριθώ γι’ αυτό. Αυτή τη φορά φοβόμουν απλώς και μόνο να είμαι εκεί. Υπάρχει ένα είδος κλειστοφοβίας στο να συμμετέχεις στο ανέβασμα ενός σχεδίου τόσο μεγάλου και να βρίσκεσαι στο επίκεντρο –και ήμουν αναμφίβολα πολύ πιο αδύναμο επίκεντρο σ’ αυτό το έργο απ’ ό, τι σε άλλα έργα μου. Ένιωθα πραγματικά έλλειψη χαράς. Αυτή τη στιγμή, που έχουμε τελειώσει την ταινία, νιώθω πολλή χαρά. Ήταν πολύ καλά. Αλλά κατά τα άλλα έλειπε η έκσταση. Κάποια από τα άλλα έργα μου, έμοιαζαν κάπως με παιχνίδι στο οποίο ο σκηνοθέτης είναι αυτός που αποφασίζει τί θα παίξει.
KR: Θα μπορούσε αυτό να συμβαίνει επειδή αυτή τη φορά διακυβεύονταν τόσα πράγματα, κι εσύ να απάντησες σ’ όλα αυτά με ένα αριστούργημα; Η δύναμη και η βλασφημία των εικόνων αυτής της ταινίας μοιάζουν εκρηκτικές.
LvT: Ουφ! Η διαφορά εδώ είναι ότι γύρισα σε κάποια υλικά της νεανικής μου ηλικίας και υπάρχει πολλή ουσία εκεί, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων πραγμάτων που κάποτε θέλησα να εξαφανίσω τελείως, γιατί ήταν πολύ ντροπιαστικά. Είναι απλά το γεγονός ότι τώρα περνάω μία φάση, κατά την οποία δεν είμαι πολύ χαρούμενος.
KR: Έχει κάποια σχέση το γεγονός ότι μεγαλώνεις;
LvT: Μα φυσικά και το πιστεύω.
KR: Πόσων ετών είσαι;
LvT: Θα γίνω 53, γαμώτο.

ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΘΕΑΤΕΣ
KR: Θα ήθελα να μιλήσουμε για τους ηθοποιούς σου. Πώς ήταν να δουλεύουν για σένα; Έχεις εξωφρενικές απαιτήσεις από αυτούς, άλλωστε.
LvT: Έχω ξαναδουλέψει με τον Γουίλεμ στο παρελθόν, στο «Manderlay». Είναι πολύ καλός άνθρωπος. Με ρώτησε αν είχα δουλειά γι’ αυτόν. Κι έτσι του έγραψα ότι είχα αυτή την ιδέα, αλλά η γυναίκα μου πίστευε ότι δε θα του πολυάρεσε. Νομίζω ότι αυτό τον προκάλεσε. Αλλά είναι προφανές ότι δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να δείξει το σώμα του, και δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε.
Ήμασταν σε επαφή με διάφορες ηθοποιούς, οι οποίες όμως δεν είχαν στην πραγματικότητα το σθένος να συμμετάσχουν. Η Σαρλότ ήταν μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη, κι είχε διαβάσει κιόλας το σενάριο. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία στο μυαλό της. Αυτό είναι το καλύτερο: δύο ηθοποιοί που ενδιαφέρονται πραγματικά να κάνουν το έργο. Και υπήρχαν τόσες απαιτήσεις από αυτούς, που έπρεπε να είναι έτσι. Έκαναν εκπληκτική δουλειά! Δεν έχω δει ποτέ κάποιον να δουλεύει τόσο εντατικά όσο η Σαρλότ. Το σενάριό της
είναι καταμουτζουρωμένο με σημειώσεις που, ευτυχώς, δεν ήθελε να δείξει σε κανέναν. Απίστευτα, απίστευτα δουλευταρού.
KR: Πως νιώθεις για την αντίδραση που μπορεί να υπάρξει στις Κάννες;
LvT: Το κοινό στις Κάννες είναι συνήθως ανοιχτόμυαλο. Τι δεν έχει ξαναγίνει; Γαμήσι;
KR: Υπάρχει μια συστολή ως προς τα γεννητικά όργανα.
LvT: Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα έχω ένα κοινό που εκτιμάει τα πράγματα να δείχνονται όπως είναι
KR: Πιστεύεις ότι η σκληρότητα αυτού του έργου, η ακραία του έκφραση, θα έχει κάποια επίπτωση στο ποιοι θα πάνε να το δουν –αν δηλαδή θα εμποδίσει τη διαδρομή του προς τα έξω;
LvT: Δεν το φαντάζομαι. Θέλω ο κόσμος να δει το φιλμ, φυσικά. Μια καριέρα είναι σαν μια σειρά από ερωτήσεις προς ένα συγκεκριμένο γκρουπ ανθρώπων. Αν ακολουθήσουν σε ολόκληρη τη διαδρομή, τότε είναι οι «δικοί μου» άνθρωποι. Αλλά πάνω απ’ όλα, θέλω το έργο να βρει το δικό του κοινό.
KR: Αυτό είναι φετιχισμός, έτσι δεν είναι; Το να έχεις πιστούς ακολούθους; Εσύ τυχαίνει να είσαι και φετιχιστής της εικόνας…
LvT: Αχά!
KR: Για παράδειγμα, χρησιμοποιείς συγκεκριμένη κάμερα με την οποία μπορείς να γυρίζεις σε εξαιρετικά αργό slow motion. Αντί για το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», εσύ πας στην αντίθετη κατεύθυνση: στατική οδύνη, στατικός φόβος, στατική παράνοια –ντύνοντάς τα με εικόνες σε τόσο αργή κίνηση, που είναι σχεδόν σαν ακίνητα καρέ.
LvT: Πριν από πολύ καιρό μου ήρθε η ιδέα να κάνω μια μακρά σκηνή μόνο με μουσική όπερας. Και, βουτώντας μέσα στην ατελείωτη δεξαμενή, βρήκα το slow motion. Έχει γίνει σχετικά εύκολο στην πράξη και έχει τη δικιά του αλλόκοτη ομορφιά. Βαθιά μέσα μου, δεν είμαι και τόσο περήφανος που ανατρέχω σε παλιές τεχνικές. Αλλά εδώ το παραβλέπω, γιατί αυτό είναι κάτι σαν «ταινία ανάγκης», μια γραμμή ζωής και θανάτου. Έπρεπε απλά να κάνω κάτι, διαφορετικά θα βυθιζόμουνα ξανά στο κρεβάτι και θα κοίταζα τον τοίχο.
Πολλές από τις εικόνες σε αυτή την ταινία προέρχονται από φανταστικά ταξίδια που έκανα στη ζωή μου. Έμαθα κάποιες τεχνικές σχετικές με τον σαμανισμό και βρήκα πολλές από τις εικόνες σε αυτά τα ταξίδια. Υπάρχει ένας τέτοιος ήχος ταμπούρλου, που σε υπνωτίζει, σε ταξιδεύει σε παράλληλους κόσμους. Είναι απίστευτα ενδιαφέρον και τρελά διασκεδαστικό. Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ LSD, αλλά αυτό πρέπει
να είναι κάτι σαν τριπάκι, απλά χωρίς το παραισθησιογόνο.
KR: Είναι αστείο το πώς επιμένουμε να λέμε τα ίδια πράγματα με διαφορετικούς όμως τρόπους. Είναι πάντα κάτι σχετικό με μια παθητική κατάσταση γεμάτη από πανέμορφες, στατικές εικόνες, εικόνες έκστασης, παθητική παράνοια, φόβο και ηδονοβλεψία –όλα σε μια προσπάθεια να ικανοποιηθεί μια σαδομαζοχιστική επιθυμία.
LvT: (Χασκογελάει) Φυσικά, οι ταμπέλες βοηθούν!
KR: Μην το αφήσεις! Μια καλή δόση από αποκλίνουσες τάσεις είναι κομμάτι κάθε φυσιολογικής και υγιούς ζωής.
LvT: Ναι να επιμείνουμε σ’ αυτό, εσύ κι εγώ, διαφορετικά δε θα μας βγει σε καλό! Οι ανωμαλίες μου, που αντανακλώνται σε αυτή την ταινία, δεν είναι καινούργιες. Μόνο ο τρόπος είναι διαφορετικός. Και επειδή μέρος του υλικού προέρχεται από τη νεανική μου ηλικία, μπορεί να είναι παράλογο, εκστατικό. Τα συναισθήματα και οι φόβοι έπρεπε τότε να καταδιωχθούν, μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μας. Αυτό είναι περισσότερο παιδικό έργο, θα έλεγα.
KR: Κάποιοι θα το αποκαλούσαν παιδική σεξουαλική αναζήτηση.
LvT: Ναι; Ναι, αυτό είναι! Αναμφίβολα. Αυτό ακριβώς!
KR: Και μάλιστα, αυτό μας πηγαίνει πίσω από εκεί που αρχίσαμε, στην ρομαντική σου αντίληψη για τον Στρίντμπεργκ.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
KR: Η Νικόλ Κίντμαν σε ρώτησε κάποια στιγμή: «Γιατί είσαι τόσο κακός απέναντι στις γυναίκες;». Αν ήταν γνωστός για κάτι ο Στρίντμπεργκ, αυτό ήταν ο μισογυνισμός του. Το ξέρω ότι δε μισείς τις γυναίκες. Αλλά δε φοβάσαι ότι θα κατηγορηθείς ότι φτάνεις το μισογυνισμό στα άκρα; Η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι σατανική. Όπως το φίδι του Παραδείσου, που αξίζει να τιμωρηθεί. Είναι όλο ένα παιχνίδι ρομαντισμού;
LvT: Πριν λίγο παρακολούθησα ένα ντοκιμαντέρ πάνω το κυνήγι μαγισσών. Λέγε ό, τι θες, αλλά αυτή είναι μια φανταστική ιστορία. Αποτελεί φοβερό υλικό. Δεν πιστεύω στις μάγισσες. Δεν πιστεύω ότι οι γυναίκες ή η σεξουαλικότητά τους είναι σατανική, είναι όμως τρομακτική. Είναι σημαντικό να απελευθερώνεσαι όταν φτιάχνεις μια ταινία. Ποιος άλλωστε ενδιαφέρεται για το τι πιστεύω εγώ; Κάποιες εικόνες και κάποιες έννοιες έχει ενδιαφέρον να τις συνδυάζεις με διαφορετικούς τρόπους. Δείχνουν κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής και των ανθρώπινων πράξεων. Αυτό είναι ενδιαφέρον.
Προκαλώ και τον ίδιο μου τον εαυτό, ξέρεις. Η μητέρα μου ήταν μια σκληροπυρηνική φεμινίστρια. Κι εγώ είμαι αρκετά ανοιχτός ως προς την ισότητα των φύλων. Απλώς δεν πιστεύω ότι θα γίνει ποτέ πραγματικότητα. Τα δύο φύλα είναι εκ διαμέτρου αντίθετα, διαφορετικά δε θα είχε πλάκα. Δεν πιστεύω ότι οι γυναίκες θα πρέπει να είναι υποδουλωμένες, και σίγουρα όχι δια της βίας. Φυσικά και είμαι αντίθετος σε αυτά.
Τα κυνήγια μαγισσών ήταν προφανώς φρικτά. Αλλά η εικόνα των μαγισσών έχει τόσα πολλά συναρπαστικά σημεία που –ακριβώς επειδή άφησα αυτό το έργο να κυλήσει μέσα μου αντί να κάτσω να το καλοσκεφτώ– τα καλύτερα σημεία που καταλήγουν στην οθόνη μοιάζουν σχεδόν καρτουνίστικα. Είναι σαν να βάζεις μια μυγοπαγίδα με κόλλα στον τοίχο: σκέψεις που τρέχουν και εικόνες παγιδεύονται και κολλάνε στο φιλμ. Αλλά το να με αποκαλείς μισογύνη είναι λάθος.

(Ο Κνουντ Ρόμερ, γεν. 1960, εμφανίστηκε στο έργο του Λαρς Φον Τρίερ «Οι Ηλίθιοι» και συνεργάστηκε στο σενάριο του φιλμ του Christoffer Boe «Offscreen». Ο Ρόμερ σπούδασε Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και πέρασε πολλά χρόνια στη διαφήμιση. Το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Den som blinker er bange for døden» («Αυτός που Ανοιγοκλείνει τα Μάτια Φοβάται το Θάνατο»), 2006, είναι μπεστσέλερ στη Δανία και έχει πουληθεί σε 12 χώρες. Κέρδισε το γαλλικό βραβείο «Le Prix Initiales d’automne» και το ισπανικό βραβείο λογοτεχνίας «Premio Calamo prize». Αγγλική έκδοση πρόκειται να κυκλοφορήσει του χρόνου από τον εκδοτικό οίκο Serpent’s Tail.)
(επιμέλεια Τ.Φ.)