Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Ασε το Κακό να μπεί ( Låt den rätte komma in )

Låt den rätte komma in
(Let the Right One In)





Σκηνοθεσία: Tomas Alfredson
Σενάριο: John Ajvide Lindqvist
Παίζουν: Kåre Hedebrant, Lina Leandersson, Per Ragnar, Henrik Dahl, Karin Bergquist, Peter Carlberg, Ika Nord, Mikael Rahm, Karl-Robert Lindgren
Διάρκεια: 114'
Γλώσσα: Σουηδικά
Είδος: Φανταστικό / Τρόμου / Love story
Τεχνικά χαρακτηριστικά: 35mm, 1:2.35, Dolby SRD
Παραγωγή: EFTI, Filmpool Nord, Sandrew Metronome, Distribution Sveirge, SVT, Chimney Pot, Fido Film, Ljudligan, WAG
Διεθνής εκμετάλλευση: Bavaria Films International

Βραβεία - Διακρίσεις :

Βραβείο κοινού στο Toronto After Dark Film Festival
Καλύτερη ταινία μυθοπλασίας στο Tribeca Film Festival
Βραβείο κοινού στο Woodstock Film Festival



Bραβείo Διασκευασμένου Σεναρίου από την Online Film Critics Society
Βραβείο Ξενόγλωσσης ταινίας απο την Online Film Critics Society
Βραβείο Σκηνοθεσίας από την Online Film Critics Society
Βραβείο Α Γυναικείου Ρόλου απο την Online Film Critics Society
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Ουάσιγκτον
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Southeastern
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Σικάγο
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Οκλαχόμα
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Οστιν
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Φοίνιξ
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Φλόριντα
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Νέας Υόρκης
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Σαν Φραντζίσκο
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Τορόντο
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Βοστώνης
Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία από την Ένωση κριτικών Σαν Ντιέγκο
Βραβείο υποσχόμενου σκηνοθέτη από την Ένωση κριτικών του Σικάγο
Βραβεία Καλύτερης ταινίας και φωτογραφίας στο Göteborg Film Festival
Βραβείο Κριτικών στο Edinburgh International Film Festival
Και άλλα 6 βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ του φανταστικού κινηματογράφου




Σύνοψη:

Ο Όσκαρ είναι δώδεκα χρονών και μεγαλώνει στη Σουηδία το 1982. Είναι παιδί χωρισμένων γονιών, μεγαλώνει μαζί με τη μητέρα του, βλέπει σπάνια τον πατέρα του, που μοιάζει να μην ενδιαφέρεται και τόσο για την ανατροφή του, στο σχολείο είναι δακτυλοδεικτούμενος και γίνεται εύκολος στόχος για τους συμμαθητές του που εκτονώνονται βίαια πάνω του. Ο Όσκαρ κλείνεται στον εαυτό του και μαζεύει την οργή του. Τα πράγματα όμως αλλάζουν, όταν γνωρίζει το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Η Έλι, συνομήλική του είναι απόμακρη, μοναχική κι ενδιαφέρουσα, τον ακούει και περνά ώρες μαζί του. Μοιράζονται πια κάτι σημαντικό. Και μια λεπτομέρεια: Ο Όσκαρ καταλαβαίνει γρήγορα πως η Έλι είναι... βαμπίρ, που ευθύνεται για μια σειρά μυστήριων φόνων στην περιοχή.




Για την Ιστορία:
Η ταινία είναι μια μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του John Ajvide Lindqvist, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Σουηδία το 2004. Ο ασυνήθιστος συνδυασμός στοιχείων ρομάντζου, τρόμου, και αστικού δράματος του εξασφάλισε μια θέση στις λίστες των μπεστ-σέλερς. Ο συγγραφέας είναι πρώην stand-up κωμικός, μάγος και σεναριογράφος της τηλεόρασης. Μέχρι στιγμής, το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε 9 γλώσσες κι έχει βρει διανομή σε 12 χώρες.
Η αμερικανική εταιρεία παραγωγής Bad Robot του J.J. Abrams (που βρίσκεται και πίσω από την τηλεοπτική σειρά «Lost») αγόρασε τα δικαιώματα της ταινίας για το αμερικανικό ριμέικ, πριν προβληθεί καλά καλά η ταινία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η δήλωση του σκηνοθέτη:
«1982. Μια χώρα που συνεχίζει να πορεύεται παρά τις δυσκολίες. Παρά το κρύο του Φεβρουαρίου που έχει ακινητοποιήσει το τοπίο, που έχει παγώσει το νερό και έχει κάνει τα κλαδιά των δέντρων πιο σκληρά κι από τις χορδές ενός βιολιού. Τα πουλιά έχουν αποδημήσει για πιο φιλόξενα μέρη και οι αρκούδες έχουν βυθιστεί σε βαθύ ύπνο. Παρ' όλα αυτά, οι πόλεις διατηρούν τους ρυθμούς τους. Τα πράσινα φώτα των φαναριών τρεμοπαίζουν, κρατώντας το σκοτάδι που απλώνεται στον κόλπο πέρα από τους αλμυρούς, σκουριασμένους δρόμους. Το λάδι από μια μακρινή χώρα παίρνει φωτιά μέσα στους καυστήρες των πολυκατοικιών.
Οι άνθρωποι, που ζουν εκεί, διατηρούν την ελπίδα πως μια εντελώς αντίθετη κατάσταση θα έρθει. Φτάνουν στο σπίτι, βγάζουν τις μουσκεμένες χειμωνιάτικες γαλότσες τους, οι ζακέτες τους, φτιαγμένες από ακρυλικό, τρίζουν καθώς τις αφαιρούν από πάνω τους, στενά νάιλον καλσόν, μοκέτες να καλύπτουν τους τοίχους, οι ηλεκτρικές συσκευές να βγάζουν χαμηλότονους ήχους.
Οι μητέρες δουλεύουν σκληρά στα προάστια, οι αφοσιωμένοι πατεράδες ξύνουν την παγωνιά απ' το SAAB τους, τα παιδιά, παρά το πυκνό σκοτάδι σηκώνονται στις επτά και φεύγουν για το σχολείο, όπου όλα τους τελειώνουν πειθήνια το πιάτο τους με το συκώτι.
Όλοι διαβάζουν κάποια εφημερίδα το πρωί, κάποια άλλη το βράδυ, παρακολουθούν κάποια εκπομπή στην τηλεόραση, όπου κάποιοι πολιτικοί θα γκρινιάζουν για κάποιο υποβρύχιο που ξέφυγε από την πορεία του. Δύο τρόποι σκέψης: Κόκκινο και μπλε. Πώς το ανέχονται, να ζουν έτσι; Οι άνθρωποι που δεν στρέφονται ο ένας στον άλλο για ζεστασιά, που συγκρατούν τις γλώσσες τους και γυρνούν την πλάτη τους, από το φόβο μήπως σπάσουν, μήπως σκοτώσουν ο ένας τον άλλο;
Όταν διάβασα το μυθιστόρημα του John Ajvide Lindqvist πέρσι το καλοκαίρι, ήξερα πως έπρεπε οπωσδήποτε να μοιραστώ αυτό που συνάντησα. Είναι κάτι που σου συμβαίνει μόνο με ένα βιβλίο στα εκατό. Τις περισσότερες φορές, είναι μερικά μόνο σημεία που μου τραβούν την προσοχή, ένα συναίσθημα που βγαίνει εκεί, μια λεπτομέρεια εκεί, και κατ' ευθείαν πιάνω το στυλό με τα άπληστά μου χέρια για να ξεκινήσω τη μεταφορά. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Πρόκειται για ένα σπουδαίο λογοτεχνικό προϊόν, αλλά και για ένα φανταστικό δράμα. Παρά το καταθλιπτικό, βαρετό, γκρίζο περιβάλλον του Σουηδικού τοπίου, τις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, τη βία, εγώ βλέπω το στόρι σαν μια ρομαντική ιστορία αγάπης με ένα αισιόδοξο, καλό τέλος. Βλέπω τη ίδια δυναμική ανάμεσα στο σκοτεινό υπόβαθρο και το φωτεινό προσκήνιο, με αυτή που κυριαρχεί στα βιβλία του Ντίκενς και στα έργα των κλασικών συγγραφέων έργων τρόμου.
Είναι μια ψυχαγωγική ταινία πλούσια πάθος για τα κοινά, που προσφέρει μια βαθιά γνώση για το ανθρώπινο είδος, ικανή να προσελκύσει ένα ευρύ κοινό, χωρίς να παραμένει επίπεδο ή υπολογιστικό. Επίσης πιστεύω πως η αδιαμφισβήτη «Σουηδικότητά» της, τής ανοίγει σημαντικές προοπτικές για διεθνή επιτυχία».


Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων:


«Let the right one in
Let the old dreams die
Let the wrong ones go
They cannot do what you want them to do
And when at last it does
I'd say you were within your rights to bite
The right one and say, what kept you so long ?»
(«Let the right one slip in», Morissey)
Το ότι ο έρωτας κι ο θάνατος είναι έννοιες αλληλένδετες και συμπληρωματικές, το ότι είναι δυο όμοιες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης που συναντιούνται στα άκρα, δεν είναι κάτι καινούριο. Μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις, ποίηση, μουσική, τραγούδια, αφηγήσεις χιλιάδων ετών κρύβουν αυτή τη σχέση στο θερμό πυρήνα τους. Οι περισσότερες από αυτές, όμως, μιλούν για το πόσο κοντά είναι η εμπειρία του έρωτα με αυτήν του θανάτου -όπως μοιάζει τουλάχιστον για το άνθρωπο που υποφέρει από τη νόσο του έρωτα. Πόσες όμως μιλούν για το ανάποδο; Για το κατά πόσο το πέρασμα στην «άλλη πλευρά» μπορεί να οδηγήσει σε μια γνήσια ερωτική εμπειρία;
Μια περίτεχνη ιστορία από τη Σουηδία το καταφέρνει, παίζοντας με τα κινηματογραφικά είδη (το γοτθικό τρόμο, το gore, τη φαντασία, το ρομαντικό love story, ακόμα και τη μαύρη κωμωδία), συνθέτοντας εικόνες απόκοσμης ομορφιάς, ανακατεύοντας την ίδια στιγμή την παράδοση και τη φαντασία, το παρόν και το μέλλον, πατώντας πάνω στα δίπολα στα οποία είναι στηριγμένο ένα ολόκληρο συλλογικό φαντασιακό: Το καλό και το κακό, ο έρωτας κι ο θάνατος, το πριν και το μετά, το κρύο κι η ζέστη. Και φαίνεται σαν να πατάει πάνω σε φρέσκο χιόνι, σε ένα έδαφος που δεν έχει φτάσει κανείς
Ο έρωτας και ο θάνατος συναντιούνται στο χιονισμένο σύμπαν μιας ταινίας από τη Σουηδία, στα λευκά πρόσωπα δύο μικρών «παιδιών». Ένα αγόρι είναι ζωντανό, κι όμως αισθάνεται νεκρό μέσα του. Ένα κορίτσι είναι νεκρό, αλλά θέλει να ζήσει. Το αγόρι, που περιτριγυρίζεται από ανθρώπους που του φέρονται κάθε άλλο παρά ανθρώπινα, συναντά το κορίτσι που δεν είναι ανθρώπινο ον, κι όμως του ξυπνά πρωτόγνωρα αισθήματα. Το αγόρι είναι ξανθό, εύθραυστο, με αβρά χαρακτηριστικά -στα όρια του ερμαφρόδιτου. Το δέρμα του είναι τόσο λευκό, που θα μπορούσε και να μην κυλάει αίμα στις φλέβες του. Το κορίτσι έχει τόσο λευκό δέρμα γιατί, πράγματι, στις φλέβες του δεν κυλάει αίμα. Το αγόρι αγαπάει τη θέα του αίματος, τον ελκύουν τα μικρά νοσηρά παιχνίδια. Για το κορίτσι, αυτή είναι η μόνη επιλογή. Ο ένας συναντά στον άλλο αυτό που του λείπει. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ερωτικές ιστορίες. Μόνο που εδώ, ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την ηλικία, τις συνθήκες, τη σωματική του εκδήλωση, ούτε καν με το φύλο («θα μ' αγαπούσες ακόμα κι αν δεν ήμουν κορίτσι;», ρωτάει με αγωνία το «κορίτσι»). Ένας έρωτας ξεπηδά από το μίνιμουμ της ανθρώπινης ύπαρξης, τη βαθιά ρίζα της. Εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται όλα τα ανθρώπινα όντα τη στιγμή του θανάτου.
Δεν είναι τυχαίο που η υπόμνηση του έρωτα και του θανάτου γίνονται κι οι δύο με χρώμα κόκκινο (του αίματος). Σαν ίχνη από το αίμα στο χιόνι, η ιστορία δύο όντων που προασπίζονται την ανάγκη τους να μείνουν ζωντανοί, σε έναν κόσμο όπου όλοι φαίνεται να έχουν βάλει την ψυχή τους στον πάγο. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό από όλες τις ιστορίες τρόμου σε αυτόν τον κόσμο.


Ο Ξένος Τύπος έγραψε

Ακολουθώντας το στυλ της Αν Ράις( Anne Rice) και του Στήβεν Κίνγκ (Stephen King), η ατμοσφαιρική κινηματογραφική διασκευή του μπεστ σέλερ του Σουηδού συγγραφέα, είναι εξαιρετικά σκηνοθετημένη, από τον συμπατριώτη του Tomas Alfredson ("Four Shades of Brown") και προβλέπω να έχει μεγάλη ανταπόκριση στους φαν των θρίλερ.
Variety

Μία εξαιρετικά ισορροπημένη και πέρα για πέρα συναρπαστική εξερεύνηση της αποξένωσης και της αγάπης.
VillageVoice

Επιμείνετε σε αυτή την Σουηδική ταινία τρόμου. Είναι εξαιρετική, γεμάτη ευθυμία αλλά και μοχθηρία, συν βέβαια ένα νεανικό ρομάντζο, παρόμοιο του οποίου δεν πρόκειται να δείτε ποτέ στο Disney Channel.
Rolling Stone

Τόσο καλό φιλμ με βαμπίρ σαν το "Let the Right One In" είχε να βγει πολλά χρόνια- να σημειωθεί πως σε αυτό διακρίνουμε άψογους χαρακτήρες, θεαματικά οπτικά εφέ και ένα είδος φαντασίας που διαφοροποιείται από τα συνηθισμένα φιλμ με βρικόλακες και το καθιστά πρωτοφανές στο είδος.
eFilmCritic.com (Jay Seaver)

Τα καλύτερα παραμύθια πάντα κρύβουν μέσα τους τόση σκοτεινότητα. Γι αυτό άλλωστε και εισχωρούν τόσο βαθιά μέσα μας. Πρόκειται για μία καταπληκτική ταινία.
Film Threat (Jeremy Knox)

Το φιλμ , είναι ένα ασυνήθιστα ευκρινές και απρόσμενα συγκινητικό παραμύθι αγωνίας. Περίπλοκοι χαρακτήρες, δυσοίωνες καταστάσεις γεμάτες με στοιχεία θανάτου και τις απροσεξίες μίας νέας φλογερής κοπέλας, δημιουργούν ένταση και μία έξυπνα σκοτεινή αφήγηση.
Hollywood Reporter (Justin Lowe)

Η ταινία ξεδιπλώνεται με μία διακριτική, αριστουργηματική σιγουριά.
Newsweek (David Ansen)
Ο Alfredson εκμεταλεύεται στο έπακρο και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και την παραμικρή λεπτομέρεια, δημιουργώντας έτσι μία ατμόσφαιρα στοιχειωτικής αποξένωσης. Αυτές οι δύο χαμένες ψυχές ίσως σμίγουν κάτω από ασυνήθιστες καταστάσεις, η σχέση τους όμως δίνει την αίσθηση πως είναι καθ'όλα ανθρώπινη.
New York Daily (Elizabeth Weitzman)

Σε αυτό το συναρπαστικό φιλμ, ο σκηνοθέτης Tomas Alfredson, προσπαθεί να μας δείξει πως το να είσαι άνθρωπος και το να ενεργείς ανθρώπινα, δεν συμβαδίζουν πάντα.
Angeles Times (Carina Chocano)

To link των NEW YORK TIMES με την κριτική και τα σχόλια των επισκεπτών που της δίνουν 4,5/5 :
http://movies.nytimes.com/2008/10/24/movies/24righ.html?ref=movies


Η πρώτη παρουσίαση της ταινίας στην Ελλάδα έγινε στα πλαίσια των Ημερών Ανεξαρτησίας, του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αφήνοντας άριστες εντυπώσεις στο κοινό που είχε κατακλύσει την αίθουσα και στις δύο προβολές.




Tον Μάρτιο στις αίθουσες...








23 σχόλια:

Seven Films είπε...

Στο παγωμένο τοπίο της Σουηδίας του 1982, σε καιρό Ψυχρού Πολέμου, οι άνθρωποι δεν ψάχνουν για ζεστασιά στις ψυχές τους και η μοναξιά τραυματίζει ακόμη και τα παιδιά.
Μέσα σε αυτή την αποξένωση, ο χλωμός από το κρύο και την αδιαφορία των γονιών του Όσκαρ, και η βρυκόλακας Έλι, κινούνται στα πιο εξωπραγματικά μονοπάτια και δίνουν νόημα στην έννοια της συντροφικότητας.

Για το βιβλίο του John Lindqvist, αλλά και την ταινία του Tomas Alfredson, τα παιδιά ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο στις ανάγκες του μηνύματος και της τρομακτικής ατμόσφαιρας.
Από τη μία, μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να δεχτεί άκριτα την διαφορετικότητα σε έναν τόσο μεγάλο βαθμό και να αναπτύξει συναισθήματα αλληλεγγύης, φιλίας, ακόμη και έρωτα με ένα βαμπίρ. Από την άλλη, η παρουσία των παιδιών στα θρίλερ εντείνει το κλίμα αγωνίας και φόβου, ξεκινώντας από το «The Sixth Sense» και το «The Ring», μέχρι το πιο πρόσφατο «El Orfanato».

Σίγουρα δε μιλάμε για ένα θρίλερ του μεγέθους του «Ring» (γιαπωνέζικου ή remake) ή της ευφυΐας του «Saw» (κυρίως το Ι), όμως εδώ πρόκειται για μία άλλη κατηγορία ταινιών τρόμου, με βρυκόλακες, που ειδικά μετά και το «Twilight» θεωρούνται το νέο trend. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα ιδιαίτερα επιμελημένο έργο, από το ατμοσφαιρικό soundtrack μέχρι τη καθηλωτική φωτογραφία.
Η χιονισμένη Σουηδία μοιάζει το ιδανικό μέρος για να φιλοξενήσει την παγωμένη μορφή της Έλι και να κρύψει κάτω από το πυκνό σκοτάδι της την αγάπη μεταξύ δύο τελείως διαφορετικών παιδιών.

Με φόντο το ιδανικά λειτουργικό για την ταινία σκανδιναβικό τοπίο, που προδίδει τη μελαγχολία και τις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, τη μυρωδιά του θανάτου, που μόνο από την όψη της Έλι μπορεί να φτάσει στα ρουθούνια μας, γεννιέται και αναπτύσσεται μία απόκοσμη αλλά και ανθρώπινη ιστορία αγάπης, με αισιόδοξο μήνυμα, που θα κερδίσει αμέσως τους λάτρεις του είδους και όχι μόνο.


της Άντυ Δημοπούλου www.myfilm.gr

Seven Films είπε...

Έτοιμη για αμερικάνικο remake αυτή η σουηδική παραγωγή είναι ίσως η ομορφότερη ταινία που θα δείτε φέτος. Ατμοσφαιρική μεταφορά του bestseller του συγγραφέα John Lindqvist συνδυάζει αριστοτεχνικά φαντασία, love story και βρυκόλακες σε φρέσκια προσέγγιση στο είδος που κάνει blockbusters σαν το “Twilight” να φαίνονται ερασιτεχνικές ασκήσεις. Η ιστορία διαδραματίζεται σε προάστειο της Στοκχόλμης το 1982 και περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ανάμεσα σε δύο παιδιά, τον ανδρόγυνο Οscar και την απόκοσμη Eli. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το αντιθετικό τους look σε συνδυασμό με το σκανδιναβικό λευκό της μέρας και το παγωμένο σκοτάδι στην πιο εντυπωσιακή φωτογραφία που έχω δει εδώ και καιρό και με τη βοήθεια ενός έξυπνου soundtrack καταφέρνει να μεταδώσει μελαγχολία, τρυφερότητα αλλά και πραγματικό τρόμο, με τρόπο που πραγματικά δεν περιμένετε...

του Μιχάλη Κωνσταντέλλη www.myfilm.gr

Seven Films είπε...

Από τις ελάχιστες σύγχρονες μη αγγλόφωνες ταινίες που βρίσκονται στις 250 πιο αγαπημένες ταινίες όλων των εποχών, του μεγαλύτερου κινηματογραφικού ιστότοπου, www.imdb.com, αυτή εδώ η σουηδική έκπληξη, η οποία και έχει καρφωθεί στο νούμερο 189. Το «Άσε Το Κακό Να Μπει», είναι κατά κάποιο τρόπο η ευρωπαϊκή απάντηση στην αμερικάνικη μορμονοροκιά του «Λυκόφωτος»: ένα αλληγορικό παραμύθι ενηλικίωσης, μια εφηβική ιστορία αγάπης και ταυτόχρονα μια τρομακτική ιστορία με βαμπίρ τοποθετημένη στο σύγχρονο, παγωμένο, σουηδικό αστικό τοπίο. Έχοντας στις πλάτες του 40 διεθνή βραβεία από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ και ενώσεις κριτικών του κόσμου (Tραϊμπέκα, Σαν Φραντσίσκο, Tορόντο, Στίντζες, Ουάσιγκτον, Πουσόν, Φλόριντα, Fant – Asia, Eδιμβούργο, Σικάγο) δεν σταματάει να καταπλήσσει με την αυθεντική, χειροποίητη ομορφιά του, όσους μυούνται στον κόσμο του, ενώ αυτόν τον καιρό ετοιμάζεται το αμερικάνικο ριμέικ του σε παραγωγή του Τζ. Τζ. Έιμπρααμς (Lost). O Όσκαρ, ένα ευαίσθητο αγόρι που τραβάει του λιναριού τα πάθη από τoυς συμμαθητές του, ερωτεύεται την 12χρονη γειτόνισσα του Έλι, η οποία όμως είναι 12 χρονών εδώ και 200 χρόνια, και δεν φημίζεται για τις διατροφικές της συνήθειες. Ποτέ άλλοτε η σουηδική πλήξη της Στοκχόλμης, δεν έχει υπάρξει τόσο αθώα, αιματοβαμμένη και ρομαντική.

Τάσος Θεοδωρόπουλος Big Fish

Seven Films είπε...

Στο σουηδικό «Ασε το κακό να μπει» ένας συνεσταλμένος πιτσιρικάς, που έχει συσσωρεύσει θυμό δυσανάλογο της τρυφερής του ηλικίας, συνειδητοποιεί πως το μη κανονικό είναι αναπόσπαστο μέρος του αληθινού κόσμου και ότι το κακό είναι το μέσο επιβίωσης στη ζούγκλα της ζωής. Στο παγερό λυκαυγές της εφηβείας ο 12χρονος Οσκαρ στέκεται τυχερός: ένα θηλυκό(;) βαμπίρ, που μοιάζει συνομήλικό του, γίνεται ο φύλακας-άγγελός του!

Το τέλος της αθωότητας

Η ηλικία του Οσκαρ δεν είναι τυχαία. Σηματοδοτεί το τέλος της αθωότητας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με τους αισθητικούς όρους μιας ανανεωτικής ταινίας βαμπιρικού τρόμου, ο Οσκαρ είναι ο ήρωας ενός σοκαριστικού θρίλερ που μολύνει απροκάλυπτα την αθωότητα: το «Ασε το κακό να μπεί» ανασύρει από τον βυθό του τρόμου πρωτίστως τα κλισέ του σπλάτερ και δευτερευόντως τα στερεότυπα του βαμπιρικού μύθου.

Με τους όρους ενός ψυχολογικού και κοινωνικού δράματος, ο Οσκαρ είναι σαν ένας Χάρι Πότερ στα καλύτερα χρόνια του σουηδικού ονείρου. (Οι λεπτομέρειες του ντεκόρ παραπέμπουν σε μια περίοδο προς στα τέλη του '70 και τις αρχές του '80.) Ο Χάρι Πότερ, ως απόγονος μιας αριστοκρατικής ελίτ, βρίσκει εύκολα τον τρόπο να ελέγξει το σκοτάδι (της ψυχής του) και να βγει στο φως με μια κίνηση ενός μαγικού ραβδιού που είναι φτιαγμένο για να υπηρετεί πάντα το καλό. Ο Οσκαρ βγαίνει από το φως (του κατάλευκου χιονιού που απλώνεται σαν σεντόνι χειρουργείου) για να μπει στο σκοτάδι συντροφιά μ' ένα βαμπίρ που τον ξελασπώνει στα δύσκολα. Ο Οσκαρ είναι το εύθραυστο και απροστάτευτο παιδί μιας οικογένειας κομμένης στα δύο. Ζει σε έναν σκληρό κόσμο και πρέπει να γίνει και ο ίδιος σκληρός για να επιβιώσει. Δεν έχει άλλη επιλογή.

Η φυλακή

Στη μικρή παγωμένη πόλη του Οσκαρ, όπου οι μεγάλοι συμπεριφέρονται σαν μεθυσμένοι κομπάρσοι σε ένα άγριο δράμα με πρωταγωνιστές παιδιά, φτάνει ένα βράδυ ένας μυστηριώδης άντρας. Συνοδεύει ένα βαμπίρ με τη μορφή ενός κοριτσιού αλλά με απροσδιόριστο το φύλο, όπως μας αφήνει να καταλάβουμε ο σκηνοθέτης Τόμας Αλφρεντσον σε ένα φευγαλέο πλάνο της ταινίας. Η Ελι (το βαμπίρ) και ο άντρας (που μοιάζει άλλοτε με πατέρα, άλλοτε με υπηρέτη, άλλοτε με παιδεραστή κι άλλοτε με χασάπη παιδιών) εγκαθίσταται σε μια πολυκατοικία σαν φυλακή δίπλα στο διαμέρισμα του Οσκαρ.

Ο Αλφρεντσον επιμένει σε έναν κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα στα δυο παιδιά που θυμίζει τους κώδικες επικοινωνίας μεταξύ φυλακισμένων. Η Ελι και ο Οσκαρ, που βιώνουν την καθημερινότητά τους σαν ένα μαρτύριο για τους δικούς του λόγους ο καθένας, συναντιούνται στο χιονισμένο προαύλιο της «φυλακής» (σε μια παιδική χαρά απέναντι στην πολυκατοικία τους) και επικοινωνούν με χτυπήματα στον τοίχο που χωρίζει τα κελιά τους. Ο έρωτας (περί αυτού πρόκειται) είναι πλατωνικός και αθώος. Ο Οσκαρ δεν έχει ιδέα για το σεξ, ενώ η Ελι το φοβάται γιατί είναι καταδικασμένη να μη βρει ποτέ τη σεξουαλική της ταυτότητα.

Στο «Ασε το κακό να μπει» το βαμπίρ, που πονάει ζητιανεύοντας το ανθρώπινο άγγιγμα, είναι ένα παιδί αιώνια καταδικασμένο στο μεταίχμιο της αθωότητας. Ο Αλφρεντσον κλιμακώνει υποδειγματικά το δράμα οδηγώντας την ταινία σε μια σκηνή υπέρτατου ρομαντισμού, όπου ο μυστηριώδης συνοδός της Ελι, προκειμένου να την προστατεύσει, καταστρέφει το πρόσωπό του και μεταμορφώνεται σε τέρας. Ακολουθεί η απόλυτη ένωση: το Τέρας προσφέρεται ως βορά στην Ωραία, η οποία στη συνέχεια γίνεται φύλακας-άγγελος του απροστάτευτου παιδιού βοηθώντας το ν' αποδράσει απ' τη φυλακή του. Ο Οσκαρ αφήνει πίσω τα κατεψυγμένα χρόνια της αθωότητας και μπαίνει στην εφηβεία έχοντας στην αποσκευή του το κακό ως εφόδιο στη μάχη της ζωής.

Το άγγιγμα του κακού

Στο «Ασε το κακό να μπει», η επιθυμία για επαφή είναι αγνή. Αρχίζει από το βλέμμα και σταματά στο άγγιγμα του χεριού. Διόλου τυχαία η Ελι αποφεύγει να 'ρθει σε άμεση επαφή με τα θύματά της. «Δεν σκοτώνω από θυμό, αλλά γιατί πρέπει να σκοτώσω», λέει κάποια στιγμή στον Οσκαρ. Στην πραγματικότητα, η ίδια σπάνια σκοτώνει. Για να λειτουργήσει ο μύθος του βρικόλακα αναλαμβάνει ρόλο κατά συρροή δολοφόνου ο μυστηριώδης μεσήλικας συνοδός της (σκοτώνει παιδιά και τους στραγγίζει το αίμα όπως ένας χασάπης στραγγίζει τα γουρούνια). Η σχέση της Ελι μαζί του συνοψίζει την ουσία του βαμπιρικού μύθου. Τον απόλυτο έρωτα που έχει ως τίμημα την αιώνια κόλαση.

Το «Ασε το κακό να μπει» είναι ψυχρό και ανορθόδοξο ως προς την αναβίωση του μύθου. Το «Λυκόφως», αντίθετα, ακολουθεί τη συνταγή μιας μέινστριμ νεανικής ταινίας γύρω από την ανάγκη της αληθινής επαφής, που είναι τόσο ισχυρή κι ακατανίκητη ώστε να παρομοιάζεται ευθέως σαν εθισμός στην ηρωίνη. Το σεξ είναι κάτι που εμφανώς δεν απασχολεί την Μπέλα και το βαμπίρ που έχει τιθασεύσει το ένστικτό του (ανήκει σε μια ελίτ βρικολάκων που δεν πίνουν ανθρώπινο αίμα).

Δείτε
Ασε το κακό να μπει (2008)
Σουηδική ταινία γυρισμένη από τον Τόμας Αλφρεντσον. Με Κάρε Χέντεμπραντ, Λίνα Λεάντερσον. (Στις αίθουσες από 19/3.)

Δημήτρης Μπούρας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Seven Films είπε...

Η φρίκη και ο νεανικός έρωτας παντρεύονται μοναδικά σε μια ασυνήθιστη, εκπληκτικά φωτογραφημένη, τρομακτική στα ακίνητα πλάνα της ρομαντική ταινία ενηλικίωσης, με ήρωες ένα μοναχικό αγόρι και μια αιωνίως δωδεκάχρονη βαμπιρίνα. Ο Σουηδός σκηνοθέτης Τόμας Άλφρεντσον φτιάχνει την πιο αξιοσημείωτη ταινία του είδους μετά την "Έκτη Αίσθηση" και μεταχειρίζεται το φανταστικό με εικαστική ψυχραιμία, δίνοντας έμφαση στους χαρακτήρες, χωρίς εφέ και μπαμπούλες.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ
Ο ορθός τίτλος είναι Άσε τον Σωστό να Μπει, μετάφραση του τραγουδιού «Let the Right One In» των Smiths. Ταυτόχρονα, είναι ένας μυθικός τρόπος υποδοχής των βρικολάκων και του διαβόλου, εννοώντας πως, αν δεν τους προσκαλέσεις στο σπιτικό σου, ακυρώνεται η δύναμή τους. Η ειρωνεία είναι πως η Έλι, γειτόνισσα του 12χρονου Όσκαρ, φαινομενικά στην ίδια ηλικία με εκείνον, αν και του έχει ήδη πει πως δεν είναι ακριβώς κορίτσι και πως εδώ και πολλά χρόνια έχει κολλήσει χρονικά, επιθυμεί με όλη της καρδιά(;) να μπει στην έδρα του φίλου της, όχι όμως και να τον ρουφήξει για να επιβιώσει. Στη ταινία του Τόμας Άλφρεντσον εφαρμόζονται μερικά από τα γνωστά κλισέ του βαμπιρικού είδους, χωρίς τις γραφικότητες με σκόρδα, παλούκια και τρανσιλβανικά paraphernalia. Η Έλι κοιμάται τη μέρα σε ένα κουτί, μισεί το φως και κινείται στο σκοτάδι, πρέπει να τραφεί με ανθρώπινο αίμα, πετάει σαν νυχτερίδα και βρυχάται σαν απόκοσμο ζώο όταν πεινάει. Αφιονίζεται στη θέα του αίματος και, όταν η αδρεναλίνη της χτυπάει κόκκινο, ενισχύονται οι αισθήσεις και η δύναμή της. Είναι όμως και άνθρωπος, ανάμεσα στα τρομακτικά της κουσούρια. Και μάλιστα ο μόνος που φέρεται στον Όσκαρ ανθρώπινα και ωραία. Ο χλωμός, μοναχικός νεαρός είναι ψυχικά αποξενωμένος από τη μάνα του και ο αγαπημένος του πατέρας βρίσκεται μακριά, βυθισμένος σε άλλες συνήθειες - το αλκοόλ είναι μια από αυτές. Στο σχολείο είναι κλασικό θύμα εκφοβισμού από συνομήλικους νταήδες που τον προσβάλλουν και τον χτυπούν. Από τον τρόπο που αντιδρά ή, μάλλον, δεν αντιδρά, στη σωματική βία που δέχεται αλλά και την ανταπόδοση αργότερα, αντιλαμβανόμαστε πως έχει μια λανθάνουσα σαδομαζοχιστική σχέση με τον πόνο. Κάποια στιγμή, μετά την αποκάλυψη της πραγματικής της ταυτότητας, η Έλι τού επισημαίνει πως δεν διαφέρουν και πολύ: «Κι εσύ θα σκότωνες, αν μπορούσες, απλώς εγώ το κάνω για να ζήσω, εσύ γιατί το θέλεις».

Με καταπληκτικούς κινηματογραφικούς πίνακες μέσα στη σουηδική παγωνιά, ο Άλφρεντσον και ο οπερατέρ Χόιτε βαν Χόιτεμα συνθέτουν ένα λευκό τοπίο τρομακτικών δυνατοτήτων. Με φόντο το χιονισμένο ουδέτερο προάστιο, κάπου στις αρχές των ‘80s (πριν από την άμεση κινητοποίηση μέσω της τρέχουσας τεχνολογίας), οι φόνοι για δείπνο αποτελούν μέρος μιας νεκρής φύσης, ένα ακίνητο σκηνικό που θυμίζει τη Λάμψη χωρίς την τονισμένη μεγαλοπρέπεια του υψόμετρου και του αχανούς ξενοδοχείου. Δεν πρόκειται για ιστορία τρέλας ή υστερίας. Ο Άλφρεντσον χειρίζεται την Έλι κανονικά, σαν να είναι ένα κορίτσι με το δικό της «θέμα», όπως ο Όσκαρ είναι ένας έφηβος με πολλά απωθημένα που προκύπτουν από τη μετάβαση του μικρού παιδιού στο «μεγάλο» κόσμο (ή τον κόσμο των μεγάλων). Με μια διαφορά: το φανταστικό στοιχείο χτυπάει την πόρτα στο πλησίασμα των δυο παιδιών και μπερδεύει το παιχνίδι της αθωότητας. Ο Όσκαρ τής ζητάει να γίνουν ζευγαράκι και η Έλι δείχνει να μη χαμπαριάζει τους νεανικούς κώδικες και τις κοινωνικές συνήθειες. Επιπλέον, φοβάται να πληγώσει έναν νεότερό της, που τη συνεπαίρνει με την ειλικρίνεια και την αφοσίωσή του. Ενώ ο Όσκαρ δεν έχει φίλους, κατακτήσεις ή την απαιτούμενη πείρα για να της πετάξει το γάντι των επιλογών του, πείθει πως αυτή είναι η μοναδική αδελφή ψυχή. Πώς το κάνει; Με το να είναι παρών την κατάλληλη στιγμή και με το να αποκρούει, με έξοχα κωμικές αποχρώσεις, τις σημαντικές διαφορές που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη σχέση τους. Τι κι αν μάλλον δεν θα κάνουν έρωτα, καθώς με μια φευγαλέα ματιά η Έλι έχει κάτι άλλο στη θέση του αιδοίου; Τι κι αν αυτός μεγαλώσει τόσο που η νυχτερινή τους σχέση θα γίνει άνομη; Όλα τα ερωτήματα που το Twilight έθεσε και απέθεσε με την ελαφρότητα της ξεθυμασμένης σκηνοθεσίας και του αγχωτικού μουσικού σκορ του, το Άσε το Κακό να Μπει εξυψώνει σε αιώνια ζητήματα στην αισθηματική σιγαλιά του. Μόνο η Παρέα των Λύκων, το αριστούργημα του Νιλ Τζόρνταν, μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Εκεί, η Κοκκινοσκουφίτσα κυνηγούσε τους εφιάλτες της και το σεξ στα παραμύθια του δάσους. Εδώ, ο Όσκαρ, ο αντίστοιχος πάλλευκος πρωταγωνιστής, βαδίζει διαισθητικά στη χειμωνιάτικη νέκρα, με φάρο τη μοναδική πηγή αγάπης που βρέθηκε στο δρόμο του. Μια διαπεραστική ταινία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ LIFO

Seven Films είπε...

«Είμαι δώδεκα χρονών. Αλλά είμαι δώδεκα εδώ και πάρα πολύ καιρό». Το κορίτσι του διπλανού διαμερίσματος στην πολυκατοικία του επίσης δωδεκάχρονου Όσκαρ είναι βαμπίρ και είναι η αδελφή ψυχή, ο προστάτης και ο σύντροφος ενός χλωμού ανδρόγυνου αγοριού που κουβαλά συχνά μελανιές από το προαύλιο του σχολείου και ένα σύννεφο θυμού στην καρδιά του. Ακούγεται σαν ελαφρώς διεστραμμένο παραμύθι και με αυτή την υφή ξετυλίγεται στην οθόνη το «Άσε το κακό να μπει», ένα φιλμ που αλλάζει για πάντα την όψη των ιστοριών ενηλικίωσης και των προσδοκιών μας από τις ταινίες τρόμου. Με το πνεύμα του Μπέργκμαν να χτυπά τις φτερούγες του πάνω από τις στιλιζαρισμένες μαγικές εικόνες των χιονισμένων, λουσμένων στο φως του φεγγαριού προαστίων της Στοκχόλμης, και την ανάσα του Στίβεν Κινγκ να ακούγεται στο βάθος του μύθου, το φιλμ του Τόμας Άλφρεντσον δεν προδίδει καμιά από τις επιρροές του αλλά τις ξεπερνά σε ένα υβρίδιο που μοιάζει σπάνιο και μοναδικό. Βίαιη και μελαγχολική, τρυφερή και μαζί επώδυνη, η ιστορία που αφηγείται απελευθερώνει τον τρόμο από τα δεσμά της γραφικότητας και τις ταινίες με παιδιά από το κλουβί του τετριμμένου συναισθηματισμού. Ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, αλλά κοιτάζει στα μάτια πράγματα τόσο πιο επικίνδυνα από ένα βαμπίρ, όπως η αποξένωση, η σκληρότητα, η αγάπη. Κι αν η Έλι, το μυστηριώδες, άφυλο νεκρό κορίτσι, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα πλάσμα της φαντασίας του Όσκαρ, η ταινία την παρουσιάζει τόσο αληθινή που, ακόμη κι αν δεν αρνείται τα όσα η παρουσία της συμβολίζει, δεν αφήνει αμφιβολίες για το αν στέκεται στ’ αλήθεια εκεί με σάρκα και –έστω δανεικό– αίμα. Με ανάλογο τρόπο ο Άλφρεντσον δεν αγνοεί τις βασικές αρχές των βαμπιρικών μύθων ούτε ξεχνά ότι γυρίζει ένα φιλμ τρόμου, όμως κάνει σαφές πως δεν βρίσκεται εκεί η ουσία – ή, αν θέλετε, η ουσία που τον ενδιαφέρει. Έτσι, ακόμη κι αν η βία προφανώς έχει τη θέση της σε μια τέτοια ιστορία, δεν είναι ποτέ «πορνογραφικά» κινηματογραφημένη. Αντίθετα μοιάζει σχεδόν ποιητική, αν και πάντα απόλυτα αποτελεσματική και αληθοφανής. Σε μία από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας, μάλιστα, όλη η ματωμένη δράση λαμβάνει χώρα εκτός κάδρου και ο τρόπος που το φιλμ την παρουσιάζει μέσα από την ατμόσφαιρα, τη λεπτομερώς δουλεμένη ηχητική μπάντα και τα όσα η φαντασία μας κατορθώνει να επινοήσει, κάνουν το αποτέλεσμα πολύ πιο σοκαριστικό απ’ όσο οποιαδήποτε καταγραφή της θα μπορούσε να πετύχει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μοιάζει να λειτουργεί ολόκληρο το φιλμ, μιλώντας χαμηλόφωνα, σχεδόν μυστικά, για όλα όσα βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια, όλα όσα ζητά από το θεατή να αποδεχτεί ανοίγοντάς του διάπλατα μια πόρτα στο ζεστό, φιλόξενο σκοτάδι που όλοι κρύβουμε μέσα μας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ATHENS VOICE

Seven Films είπε...

Ένας Σουηδός με το όνομα Τόμας Άλφρεντσον υπογράφει μία από τις πέντε μεγιστοτεράστιες ταινίες της χρονιάς. «Άσε το κακό να μπει», τουτέστιν ο Διάβολος, μέσα μας. Η κοινωνία φυλακή, επομένως να ξεδιψάσουμε με αίμα και να δραπετεύσουμε αγκαλιά μ΄ ένα βαμπίρ!

Το Κακό είναι και νεκρό και ζωντανό. Νεκρό γιατί το απωθούμε, το καταπολεμούμε, το ξορκίζουμε. Ο απόβλητος της συνείδησής μας. Ποιος μπορεί να παραδεχθεί δημοσίως πως είναι φορέας του Κακού; Κανείς. Κι όμως υπάρχει, ροκανίζει, κατασπαράσσει και από αίμα ανθρώπων ζει και βασιλεύει. Το κακό- σύμφωνα με την ψυχανάλυση- είναι ενσωματωμένο στο υποσυνείδητό μας. Γι΄ αυτό σκοτεινό, μαύρο, αόρατο, υπόγειο, λανθάνον και πονηρό.

Ο Σουηδός Τόμας Άλφρεντσον αναποδογυρίζει το Σύμπαν και προκαλεί. Το Κακό- λέει- είναι Καλό. Και όχι μόνο αυτό. Ενσωματώνει αυτό το Κακό- Καλό στην ψυχή ενός δωδεκάχρονου παιδιού. Η αθωότητα μοιάζει με βαμπίρ.

Μα πώς μπορεί; Κι όμως. Η κοινωνία σε φυλακή. Οργανωμένη, παγωμένη σε γυάλα τεχνολογική.

Μέσα της περιφέρονται νεκροζώντανοι οργανισμοί. Ουδείς αντιστέκεται, κανείς δεν κάνει τίποτα για αλλαγή. Εξωτερικά όλοι νομοταγείς, σοβαροί, σωστοί. Οι μηχανισμοί και οι θεσμοί λειτουργούν με ευρωπαϊκή, κανονική, λογική. Το Κακό όμως έρπει παντού. Από το σχολείο και το σπίτι μέχρι το καφενείο, τους δρόμους, παντού. Εκεί ακριβώς συντελείται μια εξωφρενική αντιστροφή. Ένα κατάξανθο, εσωστρεφές, παραμελημένο δωδεκάχρονο αγοράκι, ο Όσκαρ, καταπιεσμένο και τσαλαπατημένο από γονείς και μαθητές, πλέκει μια φιλική, μοναδική, ανιδιοτελή σχέση με ένα συνομήλικο κορίτσι, ένα βαμπίρ. Αυτή η βάση της ταινίας του Άλφρεντσον «Lat den ratte Κomma in», «Άσε το κακό να μπει».

Το εξηγώ γιατί ο δρόμος προς την κατανόηση είναι επικίνδυνος και ολισθηρός. Έχουμε και λέμε λοιπόν. Αυτή η σχέση είναι επινόηση μιας εξοργισμένης ύπαρξης, επομένως είναι φανταστική. Όπως ακριβώς στο «Τwilight» της Κάθριν Χάρντγουικ. Μα φυσικά δεν υπάρχουν βαμπίρ. Το φανταστικό το καταλαβαίνουμε από την πρώτη στιγμή. Όταν το πάλλευκο και εύθραυστο πρόσωπο του μικρού Όσκαρ αντανακλάται στο τζάμι. Όταν δηλαδή, φυλακισμένος αυτός, προβάλλει μέσα από το παράθυρό την επιθυμία του να δραπετεύσει και με τον Άλλο, δηλαδή το υποσυνείδητό του, να συναντηθεί. Έτσι ο Άλφρεντσον, αξιοποιώντας αριστοτεχνικά την Αισθητική του Σινεμά, υπογραμμίζει δύο πράγματα μαζί. Το πρώτο, πως το υποσυνείδητο είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών. Όπως λόγου χάριν είναι αυτές που βιώνει ο Όσκαρ στο σχολείο και το σπίτι. Δηλαδή το αόρατο είναι ορατό και το αφηρημένο συγκεκριμένο. Απίστευτη διαλεκτική. Και το δεύτερο, πως η αδράνεια και η αφασία της κοινωνίας είναι οι δύο δυνάμεις που επενεργούν στον χαρακτήρα μας και μας μετατρέπουν από Αγγέλους σε Διαβόλους. Έτσι, από αυτή την επίκληση, καταφθάνει η μελαχρινή δωδεκάχρονη Έλι. Το έτερον ήμισυ του Όσκαρ. Δύο κόσμοι στη συσκευασία του ενός. Η Έλι είναι ο Όσκαρ και ο Όσκαρ η Έλι. Η Έλι είναι το υποσυνείδητο του Όσκαρ. Ο Όσκαρ είναι η «φωτογραφία» της Έλι. Προσέξτε τη σειρά των αντιθέτων. Λευκό με μελαχρινό. Ξανθά και μαύρα μαλλιά. Αρσενικό με θηλυκό. Και on top of that, ζωντανός με νεκρό. Ο Όσκαρ είναι ζωντανός. Η Έλι είναι νεκρή. Πόσων χρόνων- την ρωτάει- είσαι; «Δώδεκα» απαντά η Έλι. Και συμπληρώνει, «δώδεκα εδώ και πολλά χρόνια». Προσέξτε τώρα τη συνένωση των αντιθέτων. Αφού εκείνος ζωντανός και η Έλι νεκρή, ε τότε νεκροζώντανοι μαζί!

Ανατριχιαστική η δεύτερη σειρά των νοημάτων. Ο πατέρας της Έλι, αφού πρώτα σκοτώσει περαστικούς και στη συνέχεια τους στραγγίξει, στο τέλος θα μαζέψει το αίμα τους για να δώσει τροφή στο παιδί του. Γάλα ο βοσκός, αίμα αυτός. Μπρρρ! Συγκρατηθείτε και σκεφτείτε. Είπαμε οι βαμπίρ είναι φανταστικοί και η ιστορία αλληγορική. Είπαμε ακόμα πως όλα αυτά τα επινοεί και τα σκηνοθετεί το απελευθερωμένο υποσυνείδητο ενός καταπιεσμένου, τσαλαπατημένου δωδεκάχρονου, απροστάτευτου αγοριού. Επομένως; Απλό. Επειδή οι γονείς του Όσκαρ είναι αδιάφοροι και αφασικοί, γι΄ αυτό εκείνος φτάνει στην ακρότητα και σκηνοθετεί έναν πατέρα να σκοτώνει για να τον θρέψει. Ο πατέρας που δεν έχει. Ο φίλος (η Έλι) που δεν υπάρχει.

Έτσι ο Όσκαρ αρχίζει να ζει μέσα από τη φανταστική διαδρομή ενός βαμπίρ. Δηλαδή φλερτάρει με την ιδέα να γίνει βαμπίρ. Αλληγορικά, μεταφορικά, ψυχαναλυτικά. Έτσι, υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικές και συλλογικές συνθήκες, μια αθώα, ανιδιοτελής, πάναγνη παιδική ύπαρξη μεταμορφώνεται και μεταλλάσσεται σε διαβολική! Σας λέει τίποτα αυτό; Μα φυσικά. Με την οικονομική κρίση και τον συνακόλουθο θρυμματισμό του κοινωνικού ιστού, θα το βλέπουμε και θα το βιώνουμε καθημερινώς! Κοντά σε όλα αυτά η Αισθητική επεξεργασία, μνημείο παγωμένης γοητείας και καλοδουλεμένης, μινιμαλιστικής επεξεργασίας. Ο Άλφρεντσον στήνει έναν κόσμο υποδειγματικής συμμετρίαςόπως είναι η Σουηδία- και ανάβει στα μουλωχτά το φιτίλι του χάους και της ασυμμετρίας. Ο αθεόφοβος αναποδογυρίζει τον Μπέργκμαν. Η σιωπή προμηνύει εσωτερική βιβλική καταστροφή. Ο αθώος σε κλάσματα δευτερολέπτου μετεξελίσσεται σε βαμπίρ. Το περιεχόμενο ενσωματωμένο σε μια τοιχογραφία μοναδική. Στη μια άκρη του κάδρου, το κατάξανθο αγγελικό πρόσωπο του Κάρε Χέντεμπραντ. Στην άλλη άκρη, το μελαχρινό κεφάλι με το απελπισμένο βλέμμα της Λίνας Λεάντερσον. Ενδιαμέσως, καθημερινά ανθρωπάκια να πηγαινοέρχονται σαν καλοκουρδισμένα αλλά αφασικά αυτοκινητάκια. Τα άκρα συναντώνται κι έτσι το υποσυνείδητο απελευθερώνεται. Η δύναμη της φαντασίας αυτού του οργισμένου μικρού γίγαντα μπορεί και βουνά να κινήσει. Το αίμα θα σας ρουφήξω και θα κυκλοφορώ ελεύθερος σαν Άγγελος-Βαμπίρ!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ ΤΑ ΝΕΑ

Seven Films είπε...

Οκτώ νέες ταινίες στις αίθουσες. Ανάμεσά τους μια αληθινά σπουδαία από τη Σουηδία και δύο ελληνικές. Η μια δείχνει ξεκάθαρα την κούραση του «εμπορικού» σινεμά, που μοιάζει εξαντλημένο και επαναλαμβανόμενο, και η άλλη, από την απέναντι κινηματογραφική όχθη, με τη φήμη της ευγενούς αποτυχίας να τη συνοδεύει από τη Θεσσαλονίκη. Άσε το κακό να μπει: Το να χαρακτηρίσεις την ταινία του Τόμας Άλφρεντσον vampire movie ή ταινία τρόμου μπορεί να είναι ορθό, αφού το σενάριό της κινείται στα όρια του είδους, όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα είναι ακριβές, καθώς…
…το θαυμάσιο αυτό φιλμ αρνείται να περιορίσει τις φιλοδοξίες ή τη συναισθηματική και σκηνοθετική του παλέτα στους όρους και τη γλώσσα τους. Διότι το «Άσε το κακό να μπει» δεν διαθέτει κανένα από τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά που συνήθως βρίσκουμε στον κινηματογράφο του τρόμου. Ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τους ήρωες και την ψυχολογία τους παρά για τη βαμπιρική μυθολογία ή τους μηχανισμούς ενός θρίλερ, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν λειτουργεί θαυμάσια στο επίπεδο του σασπένς. Τοποθετημένο σε ένα σχεδόν μονίμως σκοτεινό, χιονισμένο προάστιο της Στοκχόλμης στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μας συστήνει πρώτα τον νεαρό «ήρωά του», ένα χλωμό δωδεκάχρονο αγόρι, που φαίνεται υπερβολικά παράξενο για να γίνει αποδεκτό από τους συμμαθητές του. Αντικείμενο πειραγμάτων λεκτικής και σωματικής βίας, ο Όσκαρ είναι κλεισμένος σε έναν κόσμο φτιαγμένο από το μυαλό και τον θυμό του, έναν κόσμο που θα ανοίξει όταν ένα βράδυ θα δει να μετακομίζει σε ένα διπλανό διαμέρισμα ένα εξίσου παράξενο κορίτσι και ο ενήλικος συνοδός της. Η συνομήλική του Έλι είναι πολύ πιο ώριμη από τα χρόνια της, βγαίνει από το σπίτι μόνο το βράδυ και λίγο μετά την εμφάνισή της μια σειρά από παράξενους φόνους αναστατώνουν το σε χειμερία νάρκη προάστιο. Ο Όσκαρ υποπτεύεται πως το κορίτσι του διπλανού διαμερίσματος είναι βαμπίρ, αλλά αυτό αντί να τον τρομάξει τον ενθουσιάζει και σύντομα η σχέση τους αρχίζει να ανθίζει σαν μια κηλίδα αίμα που απλώνεται στο χιόνι. Οι δυο τους ανακαλύπτουν τη συντροφικότητα και κάτι που μοιάζει με το ξύπνημα μιας νεανικής αγάπης, μιας αποδοχής πέρα από προκαταλήψεις και φόβους. Όμως αυτό το «ρομάντζο» δεν έχει τίποτα από την αμερικανική εφηβικότητα του «Λυκόφωτος» για παράδειγμα, καμία από τις ευκολίες που θα μπορούσαν να κάνουν μια ταινία με ήρωα έναν βρικόλακα ελκυστική ή εντυπωσιακή. Αντίθετα, αγκαλιάζει τη σκοτεινιά και τον στενάχωρο ψυχισμό των δυο μικρών πρωταγωνιστών του και κατορθώνει να κάνει τις παράξενες προσωπικότητές τους να φαίνονται απόλυτα φυσιολογικές, τοποθετημένες σε έναν αφύσικο κόσμο. Στήνοντας την ταινία του με προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια, αφήνοντας συχνά στατική την κάμερά του να καταγράφει πλάνα που σαν να έχουν συντεθεί με τρόπο θαυμαστά υπολογισμένο, κινηματογραφεί μια σχεδόν μαγεμένη πραγματικότητα, η οποία όμως δεν παύει ούτε στιγμή να είναι ρεαλιστική. Οι εικόνες του μοιάζουν συχνά με νεκρές φύσεις που ζωντανεύουν από την υπέροχη ιστορία που τις διαποτίζει και η ομορφιά τους είναι την ίδια στιγμή τρομακτική αλλά και ακαταμάχητη. Σαν ένα παραμύθι για θλιμμένα παιδιά, το «Άσε το κακό να μπει» είναι μια διαφορετική ταινία ενηλικίωσης, ένα τρυφερό φιλμ τρόμου για μια αγάπη που, όπως και το φιλμ που την περιέχει, πάει πολύ πιο πέρα από τις προκατασκευασμένες ιδέες μας γι’ αυτήν. Μην κάνετε το λάθος να προσπεράσετε αυτό το φιλμ, ακόμη κι αν οι ταινίες τρόμου είναι κάτι που δεν σας αφορά. Το φιλμ του Άλφρεντσον δεν είναι απλά μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, αλλά σας αφορά απόλυτα αν, έστω και μια φορά, νιώσατε μόνοι απέναντι σε έναν εχθρικό κόσμο.

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν.ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΙ ART

Seven Films είπε...

Η ταινία έχει αποσπάσει του κόσμου τα βραβεία από δευτερεύοντα φεστιβάλ, τα περισσότερα, δυστυχώς, από τους κριτικούς. Πράγματι, το «Ασε το Κακό να Μπει», μπορεί να ξεγελάσει ή να εντυπωσιάσει! Εχει άψογη σκηνοθεσία, σπάνιας πλαστικότητας κάδρα, εξαιρετικούς φωτισμούς, πολύ καλή ατμόσφαιρα. Το περιεχόμενο; Αφήστε το καλύτερα! Ενα άρρωστο θρίλερ, στο οποίο μάλιστα παίζουν - και δολοφονούν και δολοφονούνται - παιδιά!

Εάν θεωρείται τέχνη ένα δεκάχρονο κορίτσι - και δεν ήταν το μόνο - να πηδάει πάνω σε ανθρώπους και να τους ρίχνει κάτω για να τους πιει το αίμα. `Η να βλέπεις έναν τύπο να κρεμάει ανάποδα ένα άλλο παιδί, να του σχίζει την καρωτίδα και να μαζεύει σε έναν κουβά το αίμα του (για να το πιει, ίσως, με το πρωινό του)! Τότε δικαίως το βράβευσαν οι κριτικοί και συγχαρητήρια.

ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Seven Films είπε...

Βαμπιρισμός, εφηβεία και διαφορετικότητα, σε μια πιο ουσιαστική προσέγγιση από το «Twilight».

Story: Σουηδία, χειμώνας του 1982. Ο 12χρονος Όσκαρ μεγαλώνει με τη μάλλον αδιάφορη μητέρα του και δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τη βιαιότητα κάποιων συμμαθητών του. Κάποια στιγμή θα αναπτύξει φιλία με ένα περιθωριοποιημένο κορίτσι-βαμπίρ που θα τον εμψυχώσει. Ανάμεσα στα δυο παιδιά δημιουργείται μια συνενοχή καθώς δεν «χωράνε» στο περιβάλλον ενώ μέσα από αυτήν τη φιλία ελλοχεύει ο έρωτας εξιδανικευμενος καθώς δεν μπορεί να εκφραστεί σε σαρκικό επίπεδο. Η τελική σκηνή συνεννοήσης με μορς στο τρένο της φυγής τους, είναι από τις πιο πρωτότυπες ρομαντικές που έχουμε δει.

Focus: Ο Άλφρεντσον καταφέρνει να συγκρατήσει το βαμπιρικό μύθο μέσα στο πλαίσιο μιας καταγραφής καθαρά κοινωνικών θεμάτων και όχι μεταφυσικών, όπως και να ξεφύγει από την ψυχαγωγία (=διασκέδαση) του τρόμου, ενώ ταυτόχρονα σέβεται τους κώδικες της μυθολογίας χρησιμοποιώντας τη σημαντική τους. Για παράδειγμα, η ανάγκη του κοριτσιού-βαμπίρ να προσκληθεί στον ιδιωτικό χώρο του αγοριού δηλώνει τα απαγορευτικά που έχει συσσωρεύσει μια κοινωνία ξένωσης και τη μεγάλη σημασία της αποδοχής και ανάπτυξης μιας ιδιαίτερης φιλίας με ρομαντικές προεκτάσεις. Διακριτική ηχητική μπάντα και ελλειπτική, όσο και δυνατή γραφή των σκληρών σκηνών (η σεκάνς στην πισίνα κορυφαία σε σύλληψη) ολοκληρώνουν μια ταινία τέχνης που διακρίθηκε σε πολλά φεστιβάλ.
ΧΑΡΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ EXODOS

Seven Films είπε...

Ο Όσκαρ ερωτεύεται την Έλι. Είναι και οι δύο παιδιά. Αλλά εκείνη είναι και βαμπίρ.

Συνάντησα τον Σουηδό σκηνοθέτη Τόμας Άλφρεντσον τον περασμένο Νοέμβρη στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Με μια απλότητα σχεδόν αφελή, μου δήλωνε πως δεν είναι γνώστης του είδους των ταινιών τρόμου ή πως δε χρειάστηκε καν να παρακολουθήσει παλαιότερα φιλμ που καταπιάνονται με τον βαμπιρικό μύθο για να μπει στο κλίμα και να γυρίσει το «Άσε το Κακό να Μπει». Και τώρα εγώ, έχοντας παρακολουθήσει το «Κακό» τουλάχιστον τέσσερις φορές (μέχρι σήμερα...), εξακολουθώ να σαστίζω στην ιδέα πως αυτός ο άνθρωπος είναι ο δημιουργός μιας ταινίας που όχι απλά σφραγίζει ή «αναθεωρεί» ένα ολόκληρο φιλμικό είδος αλλά και την τοποθετεί ΗΔΗ ανάμεσα στην εκλεκτή λίστα των σημαντικότερων όλων των εποχών, τρόμου ή μη!

Παραδόξως, η ταινία του Άλφρεντσον αποκτά τη φιλμική ταμπέλα του «τρόμου» απλά και μόνο επειδή ένα από τα δωδεκάχρονα παιδιά - πρωταγωνιστές της τυγχάνει να πίνει αίμα για να επιβιώσει... Κατά τα άλλα, μιλάμε για ένα έργο άκρατου ρομαντισμού και ευαισθησίας, τόσο πολυεπίπεδο στην ανάγνωση, που σε υποχρεώνει να εισέλθεις μέσα του ξανά και ξανά για ν’ αποκρυπτογραφήσεις όλο και περισσότερα από τα μυστικά του, ξεκινώντας από ένα πικρό σχόλιο για το «απέθαντο» της πρώτης αγάπης, για να φτάσει ως το πιο controversial layer της ιστορίας του, η οποία μας διδάσκει με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο πως... ο έρως φύλα δεν κοιτά.

Τα πάντα σε τούτο το φιλμ είναι δομημένα και εκτελεσμένα στην εντέλεια. Η σε κάθε τομέα λεπτομερής αναπαράσταση του συνοικιακού τοπίου της Στοκχόλμης του 1982, οι - μέσα κι έξω - αντιθέσεις των δύο βασικών ηρώων, τα παγωμένα (σαν από freeze frame) καδραρίσματα του οπερατέρ Χόιτε Βαν Χόιτεμα που τονίζουν τη μοναχικότητα του αστικού περιβάλλοντος, οι διεισδυτικά λυρικές συνθέσεις του Γιόχαν Σόντερκβιστ, μια έρπουσα και τόσο θανατερή αντίληψη του χιούμορ, ο σεβασμός σε κώδικες της βαμπιρικής μυθολογίας, τα σεναριακά χρωμοσώματα της αμφιβολίας πάνω στο ταμπού ζήτημα της σεξουαλικότητας και, φυσικά, οι δίχως επιτήδευση καθοδήγησης ερμηνείες των δύο παιδιών.

Χωρίς περαιτέρω φλυαρίες και κοσμητικά, το πρώτο πραγματικό αριστούργημα της τρέχουσας σεζόν σας χτυπά την πόρτα. Ανοίξτε διάπλατα.
ΗΛΙΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ MAD TV www.cinemad.blogspot.com

Seven Films είπε...

Το είδος του θρίλερ έχει, πλέον, αλλάξει στο νέο αιώνα. Έχει γίνει πεσιμιστικό, βρώμικο, με συναίσθημα και τρυφερότητα. Το αίμα δεν ξεχειλίζει. Δεν στάζει από παντού. Υπάρχει όσο χρειάζεται, εάν χρειάζεται. Ο τρόμος περιορίζεται και παρέχεται με φειδώ.

Μεταφέρεται στις νεαρές ηλικίες, όχι ότι αυτό δεν γινόταν παλαιότερα, αλλά τώρα τα παιδιά δεν είναι χαζό-χαρούμενα. Είναι λυπημένα, καταπιεσμένα από την κοινωνία και βομβαρδισμένα από τον “φασισμό” των νέων τεχνολογιών. Στρέφονται σε άλλου είδους διασκεδάσεις, όχι από άγνοια αλλά επειδή το θέλουν. Πλέον δεν φοβούνται τον τρόμο, τους αρέσει, ξεφεύγουν από την πραγματικότητα. Όπως και τα βαμπίρ δεν είναι ψυχρά.

Το “Άσε το κακό να μπει”, σουηδικής προελεύσεως, ακολουθεί το δρόμο που χάραξε το “Λυκόφως”, με πιο χαμηλό προφίλ όμως. Είναι ταινία φεστιβαλική (άλλωστε έχει μαζέψει 41 βραβεία παγκοσμίως!), κι ειδικού κοινού. Ταινία με ποιότητα. Άρτια τεχνικά, καλλιτεχνικά, ερμηνευτικά. Δεν είναι λαϊκή. Αλλά απευθύνεται σε όλους...

Νέστορας Πουλάκος ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ
www.myfilm.gr

Seven Films είπε...

Ο Oskar είναι ένας δωδεκάχρονος που ζει στην παγωμένη Σουηδία. Μοναχικός, κλεισμένος στον εαυτό του, νιώθει μια περίεργη έλξη προς τη βία, την οποία όμως δεν εξωτερικεύει ποτέ, μολονότι μερικοί συμμαθητές του στο σχολείο τον 'τραμπουκίζουν'. Όταν μια συνομήλική του εξίσου μοναχική και μυστηριώδης θα μετακομίσει στο διπλανό διαμέρισμα μαζί με τον πατέρα της, o Oscar θα βρει έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορεί να επικοινωνήσει. Εν τω μεταξύ πληθαίνουν οι περιπτώσεις αποκρουστικών φόνων στην γύρω περιοχή και οι καινούριοι ένοικοι της πολυκατοικίας φαίνεται να έχουν κάποια σχέση.

Το καλύτερο θα ήταν να επισκεφθείτε τη σκοτεινή αίθουσα γνωρίζοντας όσο το δυνατόν λιγότερα για τούτο το έξοχο παραμύθι τρόμου από την Σουηδία, που ανανεώνει έναν κορεσμένο μύθο με τον πλέον ανορθόδοξο τρόπο: επιστρέφοντας στην μήτρα του, στα γενοφάσκια του! Υιοθετεί το πνεύμα του μυθιστορήματος που πρωτοεισήγαγε αυτό το 'τέρας' στον χώρο του φανταστικού, τοποθετεί τη δράση στο σήμερα και επιχειρεί μια διαφορετική ανάγνωση, μεταθέτοντας το ενδιαφέρον από τις ανησυχίες του 'τέρατος' σε εκείνες του ερωτικού του αντικειμένου και χρησιμοποιώντας το πρώτο σαν σύμβολο.

(Από εδώ και κάτω θα ήταν προτιμότερο να διαβάσετε αφού δείτε το φιλμ). Σε πρώτο επίπεδο έχουμε ένα τρυφερό και 'νοσηρό' love story δοσμένο με λιτή και αφαιρετική αφήγηση και διανθισμένο με λιγοστές πλην άκρως λειτουργικές σκηνές φρίκης. Σε δεύτερο επίπεδο τα πάντα λειτουργούν διαφορετικά. Κάθε ανθρώπινο ον είναι ικανό να πράξει το καλό ή το κακό με την ίδια ευκολία. Μπορεί να επιλέξει τον δρόμο της Αρετής ή εκείνον της Κακίας. Το 'Κακό' στην απόλυτη μορφή του, αν υποθέσουμε ότι είναι οντότητα, είναι από τη φύση του κακό. Ο άνθρωπος όμως δε γεννιέται κακός, γίνεται στην πορεία. Είναι επιλογή του να ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση κι αυτό τον καθιστά ακόμα πιο... κακό! Βέβαια η επιλογή δεν είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση, αντιθέτως επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες. Για παράδειγμα ο πιτσιρικάς που βασανίζει τον Oscar, έχει κι αυτός τον δικό του 'τύραννο' στο σπίτι, όπως μαθαίνουμε αργότερα.

Στο «Let The Right One In» το 'Κακό' έχει τη μορφή της γειτόνισσας του Oscar, της μικροσκοπικής βαμπιρίνας Eli. O Oscar έχει μια ροπή προς τη βία πολύ πριν την επίσκεψη της Eli. Με την εμφάνιση της αρχίζει σιγά σιγά να την εξωτερικεύει. Κάθε ξέσπασμα οργής του, κάθε βλαπτική του ενέργεια σε βάρος κάποιου άλλου πλάσματος, τον φέρνει όλο και πιο κοντά της. Και κάθε του ενέργεια είναι επιλογή του. "Δε σκοτώνω ανθρώπους", της λέει σε μια σκηνή. "Όχι, αλλά θα ήθελες. Για να πάρεις εκδίκηση...σωστά;"αποφαίνεται εκείνη. "Ναι", παραδέχεται ο Oscar. "Εγώ το κάνω γιατί είμαι αναγκασμένη να το κάνω...έλα στη θέση μου", η αποστομωτική απάντηση της Eli. Κι έτσι ενώνονται παντοτινά. Εκείνος γιατί την αγαπά και δίχως αυτή δεν κάνει πια. Κι εκείνη; Είναι το ενδιαφέρον της αγνό ή μήπως επιθυμεί να αντικαταστήσει εκείνον που τη βοηθούσε να τραφεί μέχρι πρότινος και τον οποίο έχασε πρόσφατα; Πόσοι Oscar άραγε είχαν σταθεί στο πλευρό της πριν από αυτόν; Ποιος ξέρει... αυτή η αμφιβολία είναι μέρος της μαγείας του φιλμ του Tomas Alfredson. Κι αν ο τελευταίος δεν επέλεγε να κορυφώσει το δράμα του με την εύκολη λύση της 'εκδίκησης των τραμπούκων', που παραπέμπει σε νεανική αμερικανική μπαλαφάρα των '80s, θα είχε υπογράψει ένα καθαρό αριστούργημα!

Υπομονετικό και λεπτομερώς μελετημένο χτίσιμο της ιστορίας, διάσπαρτοι συμβολισμοί και λειτουργικές σκηνές φρίκης : το 'Ασε το Κακό να Μπει' (τα συγχαρητήριά μας στον διανομέα για την εξαιρετικά εύστοχη απόδοση του τίτλου στα ελληνικά) είναι ένα αλληγορικό παραμύθι τρόμου που οι φίλοι του φανταστικού σινεμά δεν πρέπει να χάσουν με τίποτα!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ www.cinenews.gr

Seven Films είπε...

Ένα αλληγορικό παραμύθι ενηλικίωσης, μια εφηβική ιστορία αγάπης και ταυτόχρονα μια τρομακτική ιστορία με βαμπίρ τοποθετημένη στο σύγχρονο, παγωμένο, σουηδικό αστικό τοπίο. Έχοντας στις πλάτες του 40 διεθνή βραβεία από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ και ενώσεις κριτικών του κόσμου το «Άσε το Κακό Να Μπει» δεν σταματάει να καταπλήσσει με την αυθεντική, χειροποίητη ομορφιά του, όσους μυούνται στον κόσμο του, ενώ αυτόν τον καιρό ετοιμάζεται το αμερικάνικο ριμέικ του σε παραγωγή του Τζ. Τζ. Έιμπρααμς (Lost). O Όσκαρ, ένα ευαίσθητο αγόρι που τραβάει του λιναριού τα πάθη από τoυς συμμαθητές του, ερωτεύεται την 12χρονη γειτόνισσα του Έλι, η οποία όμως είναι 12 χρονών εδώ και 200 χρόνια, και δεν φημίζεται για τις διατροφικές της συνήθειες. Στον αντίποδα της στιλιζαρισμένης μορμονοροκιάς του «Λυκόφωτος», το «Κακό» δεν ποντάρει πάνω στην σαπουνοπερική εξέλιξη του μύθου και των σχέσεων των πρωταγωνιστών του αλλά στην ίδια την φύση αυτών των σχέσεων. Και όσων σχέσεων χαλυβδώνονται μέσα σε μια υποφωτισμένη παραφύση, χαρίζοντας μέσα από την διαστροφική τους αγνότητα, αγγελικό φως σαν στολή παραλλαγής, διαβατήριο επιβίωσης και σπαρακτικό τίμημα ενήλικης γνώσης σε χαμογελαστά εφηβικά μάγουλα. «Παγώνοντας» στην ουσία, για τους μυημένους, το δικαίωμα του μόνιμου εγκλεισμού τους, τους στην πιο τρυφερή και αντικοινωνική αθωότητα. Η καλύτερη ταινία τρόμου της χρονιάς, γεμάτη από την πιο όμορφη, αισιόδοξα αιματοβαμμένη και ρομαντική εκδοχή της σουηδικής πλήξης.
ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

Seven Films είπε...

Η πιο μεγάλη έκπληξη της χρονιάς έρχεται από τους πάγους της Σουηδίας με τον πιο ερωτικό μύθο που γέννησε η λογοτεχνία του υπερφυσικού, τον μύθο του Δράκουλα, παραλλαγμένο και προσαρμοσμένο στη σύγχρονη εποχή, ένα τραγικό πλάσμα που είναι καταδικασμένο να υπάρχει αιώνια ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Ξυπνάει σαν φάντασμα σε αυτή τη λευκή ζώνη και «ζει» ένα επαναλαμβανόμενο μαρτύριο, καθώς η ψυχή του δεν θα βγει ποτέ απ' τη σάρκα του (που γεννιέται και πεθαίνει διαρκώς) και δεν θα πετάξει κοντά στην αγαπημένη του που είναι νεκρή. Στο «Ασε το κακό να μπει» ένα μοναχικό βαμπίρ με εμφάνιση κοριτσιού, αλλά με διφορούμενο φύλο και με ηλικία μονίμως στα 12, η Ελι, ζει ένα μαρτύριο γιατί δεν μπορεί να αγγίξει ένα αγόρι απ' τον κόσμο των ζωντανών. Κατά τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας «Let the right one in», το βαμπίρ ταιριάζει κουτί σ' έναν κόσμο διαλυμένων ή νεκρών ανθρώπινων σχέσεων όπου το άγγιγμα είναι παγερό και η επαφή πληγώνει. Το «Ασε το κακό να μπει» μόνον κατά τα φαινόμενα ανήκει στο είδος της ταινίας τρόμου. Στην πραγματικότητα είναι ένα συμπαγές κοινωνικό δράμα, στιγματισμένο από μερικές κηλίδες αίματος που δίνουν μια νότα ζωής σε ένα τοπίο κάτασπρο απ' το χιόνι.

Ο σίριαλ κίλερ...


Η δράση λαμβάνει χώρα σε μια κωμόπολη της Σουηδίας των αρχών του '80 και κυλάει με αργούς ρυθμούς (το στυλ του Ακι Καουρισμάκι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια επιρροή). Ενα βαμπίρ που εξωτερικά θυμίζει Ολιβερ Τουίστ και ένας μυστηριώδης μεσήλικας που μοιάζει άλλοτε με σίριαλ κίλερ κι άλλοτε με παιδεραστή, φτάνουν εκεί ένα χειμωνιάτικο βράδι. Βολεύουν τα πράγματά τους στο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας-φυλακής που βλέπει σε μια παιδική χαρά και καλύπτουν πρόχειρα το παράθυρο μ' ένα χαρτόνι. Κατόπιν ο άντρας βγαίνει απ' το διαμέρισμα προς αναζήτηση «τροφής». Πηγαίνει για κυνήγι στο διπλανό χιονισμένο δάσος όπου εντοπίζει το θήραμά του (έναν έφηβο), το αναισθητοποιεί με χλωροφόρμιο και σαν χασάπης του στραγγίζει το αίμα: το ελιξίριο της νεότητας της 12χρονης Ελι που τις επόμενες ημέρες θα πιάσει φιλίες μ' ένα αγόρι που κατοικεί στο διπλανό διαμέρισμα - τον ξανθό Οσκαρ που είναι μελαγχολικός και θυμωμένος...

...και ρεαλιστικός εφιάλτης

Η ανανέωση του βαμπιρικού μύθου ξεκινάει από μια ανατροπή που αφορά τον άξονα της ταινίας, που είναι ο Οσκαρ και όχι το βαμπίρ. Με τον Οσκαρ αρχίζει και τελειώνει αυτή η λιτή κι ανορθόδοξη ιστορία γύρω από το τέλος της αθωότητας σε έναν κόσμο όπου το συναίσθημα είναι θαμμένο στους πάγους και η ζωή μοιάζει σαν σε νεκρική ακινησία. Στην παγερή και εχθρική μικρή σουηδική πόλη το καλό και το κακό είναι συμπληρωματικές όψεις ενός εφιάλτη που περιγράφεται ρεαλιστικά. Ο εφιάλτης για τον εύθραυστο και απροστάτευτο Οσκαρ δεν είναι το βαμπίρ της διπλανής πόρτας, αλλά η διαλυμένη οικογένεια και ο μικρόκοσμος των συμμαθητών του στο σχολείο που τον αντιμετωπίζουν σαν σάκο του μποξ. Ο Οσκαρ, που βγαίνει από την παιδική ηλικία αφήνοντας πίσω του ένα τραύμα, θα πρέπει να πάψει να 'ναι παθητικός αλλά και να μάθει να διαχειρίζεται σωστά τον θυμό του, εάν θέλει να επιβιώσει στην εφηβεία όπου τα πράγματα θα' ναι πιο άγρια. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή της ζωής του Οσκαρ ο καλύτερος δάσκαλος γι' αυτόν δεν είναι ο γυμναστής του στο σχολείο που προσπαθεί να τον σκληραγωγήσει, αλλά η Ελι, που του διδάσκει με τον τρόπο της πως το κακό είναι ενίοτε ένα όπλο για τη ζωή.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τόμας Αλφρεντσον κάνει μια βαθιά τομή στο κέλυφος της βαμπιρικής μυθολογίας για να απελευθερώσει τη ψυχή της και να την οδηγήσει σ' ένα ρεαλιστικό περιβάλλον. Στη συνέχεια κλιμακώνει την ιστορία του παιδιού που ερωτεύτηκε το βαμπίρ μέσα από τα κλισέ ενός σπλάτερ που γίνεται ολοένα και πιο γκροτέσκ. Το υπερφυσικό είναι σαν ένας εξόριστος σ' ένα γκούλαγκ του παγωμένου ευρωπαϊκού Βορρά.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΥΡΑΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Seven Films είπε...

Ο πρωτότυπος τίτλος είναι πιο αμφίσημος και πιο προκλητικός. Άσε το καλό να μπει; Τον καλό [φίλο] ή την καλή [επιρροή] να μπει; Εμείς είμαστε πιο απόλυτοι, όπως όταν το "not guilty" το αποδίδουμε "αθώος" με σιγουριά και βεβαιότητα, χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς περιθώρια αναθεώρησης. Αυτό το "αθώος" μοιάζει τελεσίδικο αλλά και τόσο μονομερές, σχεδόν ανέφικτο και ά-δικο.

















Εδώ λοιπόν έχουμε μια ταινία που προέρχεται από ένα αθώο παιδικό ευπώλητο βιβλίο του συγγραφέα John Ajvide Lindqvist, η οποία ταινία δεν είναι καθόλου παιδική και αθώα, όπως προλαβαίνει να προδικάσει ο ελληνικός τίτλος. Ο ήρωας είναι ένα παιδί [Kare Hedebrant] που υφίσταται την καταπίεση των συμμαθητών του και δεν έχει θάρρος να αντιδράσει. Ένα παιδί κλειστό στον εαυτό του που ονειρεύεται έναν πραγματικό φίλο και αρωγό και τον βρίσκει στο πρόσωπο μιας μικρής παράξενης νεοφερμένης γειτονοπούλας [Lina Leandersson].

Η ταινία όμως δεν είναι αμερικάνικη. Η παγερή ατμόσφαιρα, η κυκλοτερής φωτογραφία του Hoyte Van Hoytema και η βραδυφλεγής μουσική του Johan Soderqvist [Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον] θέλουν να μας προϊδεάσουν ότι κάτι ιδιόρρυθμο και αναπάντεχο συμβαίνει. Κι όντως κάποιες περίεργες εξαφανίσεις και κάποιες ανεξήγητες συμπεριφορές αρχίζουν να μπολιάζουν το κλίμα του ασχημόπαπου παραμυθιού με τις απαραίτητες ανησυχίες. Η καρέκλα μας βγάζει καρφιά, κάτι σφίγγεται μέσα μας, μια φαγούρα μετακομίζει σε άσχετα σημεία σε όλο το κορμί, ένα γαργάλημα όχι ευχάριστο περιδιαβαίνει το είναι μας.

















Σε μια διάρκεια δύο περίπου ωρών πολλά ακόμα πρόκειται να συμβούν. Πολλές αντιστροφές κι ακόμη πιότερες ανατροπές, σ' έναν εκρηκτικό ρημίξ ευρωπαϊκού θρίλερ, γκραν γκινιόλ, σπλάτερ, χόρορ με διονυσιακές περιελίξεις. Ο φύλακας άγγελος του κακού θα κάνει αρκετές επισκέψεις. Ο ερμαφρόδιτος βρικόλακας θα νιώσει ανθρωπιά. Η βρικολακιασμένη θα αυτοπυρποληθεί θριαμβευτικά. Κι εκείνο το καταραμένο love theme θα εξαϋλωθεί τρυφερά μέσα στο ζόφο.

Τα ρίγη δε θα 'ναι μόνο από συγκίνηση και τρόμο. Θα 'ναι το μεγαλείο των εικόνων που επισκέφθηκαν το βρόμικο μυαλό μας.

Κώστας Γ. Καρδερίνης www.mic.gr

Seven Films είπε...

Ένα μοναχικό πιτσιρίκι παίζει στο χιόνι. Ξαφνικά μια μέρα δεν είναι πια μόνο. Ένα άφυλο κορίτσι, που μυρίζει ανθρώπινα μόνο αφού έχει πιει αίμα, αναγνωρίζει στο πρόσωπό του το άλλο της μισό. Αν όμως τη θέλεις στη ζωή σου πρέπει να την καλέσεις να μπει.
Η Έλι δεν μπορεί να μπει απρόσκλητη πουθενά, αφού η παραβίαση της ιδιωτικότητας οποιουδήποτε ανθρώπου τη σκοτώνει επιτόπου, αφαιρώντας κάθε σταγόνα αίματος από το αιώνια ανήλικο σώμα της. Ο Όσκαρ, θύμα βασανισμών στο σχολείο και πλήρους αδιαφορίας στο σπίτι, αφήνει μια χαραμάδα ανοιχτή για πιθανούς συνοδοιπόρους. Και κάθε φορά που συναντάει την Έλι στο προαύλιο, την ανοίγει όλο και πιο πολύ.

Όταν μαθαίνει την αλήθεια είναι πια αργά: η μοναξιά του χάσκει πλέον ορθάνοιχτη.

«Θες να γίνεις το κορίτσι μου;» της λέει ενώ το στόμα της στάζει ακόμα αίμα.

«Τι πρέπει να κάνω;»

«Τίποτα»

«Τότε εντάξει»

Όλα αυτά βέβαια μεταφράζονται σε μινιμαλιστικούς βορειοευρωπαϊκούς όρους, αφού πρόκειται για μια χλωμή ιστορία βρικολάκων με σημαντική απώλεια χρώματος, με αποτέλεσμα το αίμα να φαντάζει ακόμα πιο συγκλονιστικό όταν στάζει απ’ το λαιμό των αθώων. Άλλοι μεγάλοι απόντες είναι οι σουβλεροί κυνόδοντες, τα ταξιδιωτικά φέρετρα, τα σκόρδα, οι μαύρες γυαλιστερές κάπες με κόκκινη φόδρα και όλα τα υπόλοιπα κλασικά σύνεργα του επαγγέλματος.

Την πιο εύστοχη απουσία όμως σημειώνει το παρελθόν την Έλι. Ή αιώνια 12χρονη δεν ήρθε για να μας εξιστορήσει την ιστορία της κατατρεγμένης φαμίλιας της, από τη Σουηδία ως τα Καρπάθια, αλλά για να αλλάξει τη ζωή του Όσκαρ, καθώς και όλα όσα ξέραμε ως τώρα για το βαμπιρικό μύθο. Αποφεύγοντας τα φτηνά σεξουαλικά υπονοούμενα που έκαναν ολόκληρη την Αμερική να αλληθωρίζει από αναβράζον πόθο μπροστά στον καμουφλαρισμένο συντηρητισμό του «Twilight», ο Όσκαρ και η Έλι σφραγίζουν τη σχέση τους με κάτι πολύ πιο τελεσίδικο από τη συνουσία: ένα ανατριχιαστικά ματωμένο φιλί.

Μόνο που το στόμα της απέθαντης 12χρονης δεν στάζει κολακευτικό Χολιγουντιανό αίμα, προσθέτοντας μια έξτρα λάμψη στα καλογραμμένα της χείλη, αλλά είναι γεμάτο σάρκα και μοιάζει με ανοιχτή πληγή.


ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ

Seven Films είπε...

Αν επιθυμείς μια ταινία με ξέφρενες βαμπιροκαταστάσεις, μάλλον πρέπει να στρέψεις αλλού το βλέμμα σου. Γιατί ο Tomas Alfredson αποφεύγει επιδεικτικά τις κραυγαλέες προσεγγίσεις που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια στις ταινίες του είδους. Αντιθέτως αφηγείται την ιστορία του με πρωτόγνωρη σοβαρότητα.

Σε κάποιο χιονισμένο προάστιο της Στοκχόλμης, ένα 12χρονο εσωστρεφές αγόρι, εν ονόματι Oscar, γίνεται σάκος του μποξ για τα μεγαλύτερα παιδιά του σχολείου. Τα οποία τον περιπαίζουν και τον χλευάζουν με κάθε τρόπο! Παράλληλα γνωρίζει την "παράξενη" γειτόνισσα του Eli, και αναπτύσσει μια ασυνήθιστα στοργική σχέση μαζί της. Η Eli, από βιολογική τουλάχιστον άποψη, διαφέρει απ`τα υπόλοιπα κορίτσια. Δεν τρέφεται με το "κοινό θνητό" φαγητό, και έλκεται ιδιαιτέρως απ`το ανθρώπινο αίμα. Και αποφεύγω σκοπίμως να της αποδώσω τον χαρακτηρισμό του βρικόλακα, ώστε να αποφευχθεί και η υποσυνείδητη (ή συνειδητή) παραπομπή στα στερεότυπα που έχουμε ενστερνιστεί από λοιπές ταινίες του είδους.

Αυτά τα στερεότυπα πασχίζει να καταρρίψει και ο Tomas Alfredson με μια εξαιρετικά δόκιμη και μινιμαλιστική σκηνοθεσία. Εμφανώς αποστασιοποιημένος, με μακρινά πλάνα, προσπαθεί με απόλυτη επιτυχία να κρατήσει "σβηστά τα αίματα" σε μια εκ γενετής ευέξαπτη θεματολογία. Και εν τέλη επιτυγχάνει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση από αυτές που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια!

Το "Låt den rätte komma in", ακόμα και αν δε διαθέτει τη δυναμική ενός Haneke, είναι πρωτίστως μια ταινία που αναδεικνύει τη θηριωδία της βίας. Σοκαριστικές σκηνές βίας διαδέχονται η μία την άλλη, και μάλιστα με πρωταγωνιστές ανήλικα παιδάκια. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι η βία αυτή εξαπλώνεται σαν λοιμός που παίρνει μια μορφή (αυτο)ικανοποίησης-λύτρωσης. Όμως ακόμα και αυτή η θηριωδία μπορεί να επισκιαστεί από μια σχέση αγάπης. Όπως αυτή μεταξύ Oscar και Elis, η οποία συναισθηματικά τουλάχιστον πρωταγωνιστεί και εκτοπίζει οτιδήποτε άλλο. Μιας αγάπης που θα λέγαμε ότι αναπτύσσεται σε αφηρημένη μορφή, απαλλαγμένη απ`τα στενόχωρα πλαίσια που την έχουμε συνηθίσει, καθώς το ζεύγος προκύπτει από όντα που αντιστοιχούν σε διαφορετικές "μορφές ζωής".

"Και εσύ θα σκότωνες, αλλά από εκδίκηση, ενώ εγώ είμαι αναγκασμένη", λέει η Eli καθώς δέχεται την ψυχρή επίθεση του Oscar. Προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να προασπιστεί τη διαφορετικότητα της, ενώ ταυτόχρονα καθρεφτίζει και την αλλοιωμένη ανθρώπινη φύση. Είναι σαν να μας λέει πως το ίδιο πράγμα μπορεί να γεννάται από διαφορετικές πηγές. Όπως εδώ η βία! Η βία από τη μία ως αναγκαίο συστατικό της επιβίωσης, και από την άλλη, η βία ως στοιχείο (βίτσιο) αυτοϊκανοποίησης. Και έπειτα, ενώ ο Oscar χλευάζει την Eli, γινόμαστε μάρτυρες μιας σκηνής με σπάνια συμβολική ακρίβεια. Παρακολουθούμε να εκρηγνύονται ρίπες αίματος απ`το σώμα της Eli, και ένας απροσμέτρητος πόνος, όμοιος με αυτόν που βιώνει κάποιος όταν περιθωριοποιείται αδίκως απ` το σύνολο. Μια περιθωριοποίηση που προκύπτει απ`την αδυναμία των μαζών να κατανοήσουν-εξερευνήσουν τα δομικά συστατικά απ`τα οποία αποτελείται η ζωή των ατόμων-ομάδων που ανήκουν σε κοινωνικές διαφορετικότητες (όπως μετανάστες, τοξικομανείς, ηλικιωμένοι κλπ).

Έτσι ο Tomas Alfredson, εκτός των άλλων, μοιάζει να μας ζητάει να κατανοήσουμε βαθύτερα τις αντικειμενικές συνθήκες εκείνες που οδηγούν στο όποιο αποτέλεσμα πριν καταδικάσουμε οποιονδήποτε. Και αν με ένα βαμπίρ είναι δύσκολο στο ανεξοικείωτο μυαλό μας, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα αν φέρουμε στο νου μας τη ζωή των εξαθλιωμένων μεταναστών για παράδειγμα. Τους οποίους μπορεί να κατηγορούμε για εγκληματικότητα κλπ, ωστόσο οι όποιες τέτοιες πράξεις τους, δεν είναι παρά ο καθρέφτης της βίαιας, αναίτιας και απάνθρωπης υποβάθμισης/περιθωριοποίησης τους (οικονομικής, κοινωνικής, ανθρωπιστικής) από μέρους μας. Τέλος, όλο αυτό το σκηνικό βίας, σε συνδυασμό με την αποστασιοποίηση του σκηνοθέτη, μπορεί να εκλαμβάνεται ως ένα απαισιόδοξο αδιέξοδο. Αλλά η προσωπική μου άποψη διαφέρει. Διότι, όπως βλέπουμε άνθρωπος και "βαμπίρ" (ως η αφηρημένη προσωποποίηση όποιας διαφορετικότητας) μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά στο χώρο...

Βαθμολογία: (8/10)

Γιώργος Ευθυμίου www.cine.gr

Seven Films είπε...

Δεν έχουμε μια πολύ μεγάλη δημιουργία, αλλά η βαμπιρική μυθολογία πρέπει να είναι περήφανη για το νέο της μέλος. Η Σουηδία μπαίνει στον «κύκλο του αίματος» και παρουσιάζει ένα έργο που σου δίνει την εντύπωση πως η μέρα δεν θα έρθει ποτέ. Μια απίθανη, μουντή στα μπλε-πράσινα, φωτογραφία δημιουργεί αυτή την εντύπωση της αιώνιας νύχτας, που μονάχα οι Σκανδιναβοί γνωρίζουν. Γενικά είναι η αισθητική της που δένει με την αφήγηση και σε κερδίζει είτε είσαι φαν του Twilight, είτε του Nosferatu...

Η ταινία του Tomas Alfredson έχει επιμέρους προβλήματα πάνω στο σενάριο της και στην έλλειψη απώτερου νοήματος. Εκεί που όμως είναι αληθινά σοφή είναι πως δεν διαστρεβλώνει τους κανόνες περί βαμπίρ, όπως έχουν διαμορφωθεί από πολύ παλιά, αλλά κάνει την ανανέωση της στον μύθο από τον δύσκολο δρόμο, στοχεύοντας την ουσία. Προσθέστε και μερικές σκηνές cult ανθολογίας (ειδικά αυτή με τις γάτες), τη σύζευξη σινεφιλικού με νεανικού ενδιαφέροντος και τον δικό της τρόπο να περιγράφει την βία. Εκεί, όμως, που θα επιμείνω, είναι πως πρόκειται για αυθεντικό σύγχρονο σκανδιναβικό σινεμά και συγγενεύει απόλυτα με τις ταινίες του Aki Kaurismaki, του Pal Sletaune ή και συγκεκριμένα με το Insomnia. Η Σουηδία έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει να τρομάζει από το φάντασμα του Ingmar Bergman και να αναζητήσει, όπως εδώ, κάτι το καινοτόμο.

Σταύρος Γανωτής www.cine.gr

Seven Films είπε...

Πέρυσι μπορεί η Ευρωπαική αγορά horror movies να έκανε την επίθεσή της με τα El Orfanato και το [Rec] αλλά και φέτος έχουμε το Σουηδικό Låt Den Rätte Komma In, πιο γνωστό ως Let the Right One In. Η ταινία βασίζεται στο ομόνυμο βιβλίο του John Ajvide Lindqvist ο οποίος έγραψε και το σενάριο για τη κινηματογραφική μεταφορά ενώ στη σκηνοθετική καρέκλα βρίσκουμε τον άγνωστο, εκτός της χώρας του, Tomas Alfredson. Αν πεις σε κάποιον ότι πρόκειται για άλλη μία ταινία με βαμπίρ, σίγουρα δε θα ενθουσιαστεί αλλά οι ιδιαιτερότητές του σεναρίου είναι αρκετές που κάνει το δημιούργημα του Lindqvist να ξεχωρίζει. Αλλά για να τα πάρουμε από την αρχή, βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του `80 σε μια μικρή πόλη έξω από τη Στοκχόλμη. Ο Oskar είναι ένα 12χρονο αγόρι, παιδί χωρισμένων γονιών, απομονωμένο, χωρίς φίλους, δεχόμενος συνεχώς παρενοχλήσεις από τους συμμαθητές του στο σχολείο (το γνωστό bullying) που ζει με τη μητέρα του σε μια μικροαστική πολυκατοικία. Μία μέρα, ή μάλλον μία νύχτα, μετακομίζουν στο διπλανό διαμέρισμα ένας μεσήλικας μαζί με ένα περίεργο κορίτσι. Σχεδόν ταυτόχρονα, περίεργοι και ανατριχιαστικοί θάνατοι λαμβάνουν χώρα στη μικρή πόλη. Ένα παιδί κρεμασμένο ανάποδα από ένα δέντρο αποστραγγισμένο από το αίμα του, ένας άντρας πεταμένος σε μια παγωμένη λίμνη και μια γυναίκα με περίεργες δαγκωματιές. Το χλωμό κορίτσι, η Eli σιγά σιγά έρχεται σε επικονωνία με τον Oskar έστω και αν αυτός αρχικά την αποφεύγει. Μια περίεργη σχέση δημιουργείται, ανάμεσα σε φιλία και παιδική αγάπη. Η φύση της Eli όμως μόνο φυσιολογική δεν είναι και ο Oskar δεν αργεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι η μικρή φίλη του.

Η ιδέα του παιδιού βρικόλακα είναι από μόνη της επαναστατική και απίστευτα ενδιαφέρουσα αλλά ο σεναριογράφος δε σταματάει εκεί μιας και αποφασίζει να μη γράψει μια ιστορία τρόμου αλλά στο βάθος μια ιδιαίτερη ιστορία παιδικής αγάπης. Αυτό το μοτίβο ακολουθεί και ο σκηνοθέτης κατά γράμμα, κάτι που ίσως απογοητεύσει αυτούς που περιμένουν τον Blade Jr μιας και ουσιαστικά gore δεν θα δείτε παρά μόνο εικαστικά ατμοσφαιρική παρουσίαση του αίματος. Οι σκηνές θρίλερ, και όχι τρόμου, είναι μόλις γύρω στις 5-6 και στην υπόλοιπη διάρκειά της, η ταινία, ασχολείται με τη ζωή του Oskar και τους μπελάδες που βρίσκει από τους bullies του σχολείου αλλά και με τη σχέση του με την Eli που παρουσιάζεται πολύ ρεαλιστικά με την άγνοια της προεφηβικής ηλικίας αλλά και τη περιέργεια και τα συναισθήματα του εφήβου.

Μια τέτοια επιλογή βέβαια είναι μεγάλο ρίσκο για μια ταινία που διαφημίστηκε ως τρόμου και έπρεπε να βρουν τρόπο να κρατήσουν ψηλά το ενδιαφέρον καθ`όλη τη διάρκεια. Ο τρόπος βρέθηκε σχετικά εύκολα μιας και το ερημικό, χιονισμένο και νεκρικά ήρεμο τοπίο της επαρχιακής Σουηδίας σε συνδυασμό με τη μουσική του Johan Söderqvist αλλά και τη φωτογραφία του Hoyte Van Hoytema που σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη χρησιμοποιεί εξαιρετικά παλιομοδίτικες μεθόδους όπως παιχνίδι με τους καθρέφτες και fade in/fade out, δημιουργείται το ιδανικό σκηνικό μυστηρίου.

Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους τα δύο παιδιά είναι εξαιρετικά και ειδικά το όνομα της μικρής Lina Leandersson πρέπει να το θυμόμαστε γιατι σίγουρα θα μας ξανααπασχολήσει στο μέλλον. Όσο για τον σκηνοθέτη, είναι ουσιαστικά η πρώτη του προσπάθεια για ταινία με τόσο μεγάλη διανομή και το ρισκάρει ακολουθώντας πιστά τον σεναριογράφο...ίσως υπερβολικά πιστά. Μπορεί στο βιβλίο η επαναλαμβανόμενη περιγραφή της ατμόσφαιρας και της ψυχολογικής κατάστασης του Oskar να είναι σημαντική αλλά στην οθόνη όλα γίνονται κατανοητά πιο εύκολα και δε χρειάζειται να μας παρουσιάζει τα ίδια ξανά και ξανά κάντοντας την ταινία ταυτόχρονα πιο μεγάλη απ`ότι θα έπρεπε αλλά και κουράζοντας τον θεατή που έπιασε το νόημα και περιμένει τη συνέχεια. Αν μπορούσα να το εκφράσω σε αριθμούς στο 50% αναλώνεται στη προσωπική ζωή του Oskar, στο 30-35% στη σχέση του με την Eli και μόλις στο 15-20% δίνεται έμφαση στο thriller κομάτι της ιστορίας. Αυτή η ανισότητα είναι και το μεγαλύτερο, αν όχι και το μοναδικό μοναδικό μειονέκτημα της ταινίας που μπορεί να μη τη καταστρέφει αλλά δε της επιτρέπει να γίνει κλασσική.

Φυσικά για άλλη μια φορά το Hollywood βρήκε ευκαιρία για εύκολο χρήμα και το αμερικάνικο remake ήδη ετοιμάζεται. Ειδικά αυτή τη φορά αμφιβάλλω ακόμα περισσότερο για το τελικό αποτέλεσμα μιας και ο πουριτανισμός του Νέου Κόσμου είναι τόσο μεγάλος που δε πρόκειται να επιτρέψει κάποια από τα στοιχεία της ταινίας που ασχολούνται με τη σχέση των δύο παιδιών να επηρεάσουν τα μυαλα-πουρέ των βλασταριών του και σίγουρα θα κάνουν τις αλλαγές τους.

Αλέξανδρος Κυριαζής www.cine.gr

Seven Films είπε...

Υπάρχει πιο παράξενη φυλή από τους Σκανδιναβούς? Είναι οι μόνοι πιο οργανωτικοί από τους Γερμανούς. Είναι οι μόνοι πιο εργατικοί από τους Γιαπωνέζους. Είναι οι μοναδικοί που ξεπερνούν σε πείσμα τους Βρετανούς, ενώ η ψυχραιμία τους στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων είναι παροιμιώδης. Την ίδια ώρα όμως, είναι και μακράν οι πρώτοι στις λίστες με τα νούμερα των αυτοκτονιών, γεγονός που αναδεικνύει μια έντονη εσωτερική ανησυχία που πολλές φορές τους οδηγεί στο σκοτεινό αδιέξοδο. Είναι εντέλει προβληματικοί ή είναι ρεαλιστές? Ή μήπως αφήνουν για όλους τους υπόλοιπους σαν και του λόγου μας την ευχαρίστηση της αδιαφορίας, της ανευθυνότητας, της ανεμελιάς, του φραπέ στο Κολωνάκι και του κώλου της Μακρυπούλια...

Για τον Σκανδιναβό, το Καλό και το Ενάρετο, έχει την μορφή ενός δωδεκάχρονου αγοριού, με κατάξανθα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Μελαγχολικού συνήθως, που δεν μεγαλώνει στο καλύτερο οικογενειακό περιβάλλον, που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη έφεση στα μαθήματα και τα σπορ και που ζορίζεται αρκετά στις σχέσεις με τους συμμαθητές του, που διαρκώς τον λοιδορούν. Κι όμως, ενώ η σκέψη της εκδίκησης προς τα πειραχτήρια του σχολείου, στριφογυρνά διαρκώς στο άμαθο μυαλό του, δεν το τολμά, όχι τόσο γιατί φοβάται, αλλά γιατί μέσα του κρίνει την πράξη αυτή ανάρμοστη. Αποφεύγει την οποιαδήποτε έκρηξη και υπομένει τα δεινά, ακόμη και όταν η κατάσταση φτάνει στα άκρα... Το Καλό το λένε Όσκαρ, είναι λιγομίλητο και όχι συντροφικό...


Για τον Σκανδιναβό, το Κακό και το Διαβολικό, έχει την όψη ενός άσχημου κοριτσιού, με κατσαρά τζίβα μαλλιά και κόκκινα επιθετικά μάτια, με βρωμερά ρούχα και νύχια, που ενώ ηλικιακά δείχνει λίγο πάνω από τα δέκα, το μυαλό του είναι τόσο προχωρημένο σαν να έχει μέσα του εμπειρίες ενός ολόκληρου αιώνα. Όπως τα βαμπίρ, που μοιάζουν διαρκώς νέα στην όψη, μα έχουν ψυχή γεροντική! Το Κακό έχει την τάση να κρύβεται, αλλά και να εκδηλώνει αραιά και που την επιθετικότητα του. Όχι τόσο γιατί το θέλει αλλά επειδή είναι η εσωτερική του ανάγκη επιβίωσης. Όπως έχει και την τάση εκδήλωσης των συναισθημάτων του, γι αυτό και είναι συντροφικότερο του Καλού. Είναι όμως και φοβισμένο, μήπως εκείνο δεν του ανοίξει την αόρατη πόρτα της καρδιάς. Το Κακό έχει όνομα και το λένε Έλι και το χωρίζει από το Καλό μόνο μια μεσοτοιχία, ένα τίποτα δηλαδή.

Όπως συμβαίνει στο σημάδι του yin και yan. Η γραμμές διαχωρισμού είναι σαφείς αλλά στην ουσία ανύπαρκτες. Και που αν επιχειρήσεις να το περιστρέψεις θα διακρίνεις το μαύρο να ανοίγει και το λευκό να σκουραίνει. Σαν να αφήνει το ένα το άλλο να μπει μέσα του ψαλιδίζοντας τις αποστάσεις της αρετής και της κακίας... Και τότε είναι που δεν διακρίνεις ποιος είναι ο yin και ποιος ο yan. Και τότε είναι που το αγόρι εξοργίζεται και το κορίτσι δακρύζει. Και τότε είναι που τα δύο γίνονται ένα αφήνοντας την απορία για το ποιο είναι το κυρίαρχο! Μα κανένα. Συνυπήρχαν, συνυπάρχουν και θα συνυπάρχουν αιώνια, ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Έστω κι έτσι θα βρουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας σαν του Μορς, για να μοιραστούν την εμπειρία της σκληρής ζωής και την αφέλεια της αθωότητας. Φιλί θα στείλει το ένα. Φιλί θα στείλει και το άλλο...

Για πες: Κινηματογραφικά, ο Σκανδιναβός είναι ο μοναδικός που την τελευταία εικοσαετία έχει κάνει έστω και μισό βήμα προόδου προς τα εμπρός, όντας εκείνος που έχει ορίσει μια νέα φιλμική τεχνική. Με κληρονομιά το βαρύ παρελθόν, με όπλα τον μελαγχολικό ψυχισμό και τον σύγχρονο τρόπο σκέψης και με εφόδια την ατέρμονη αλληγορία και μεταφορά, ένα πράγμα ζητά από τον θεατή: Να ανοίξει το μυαλό του για να αφήσει να μπουν οι εικόνες μέσα του. Πλάνα γεμάτα λυρισμό και ποίηση, πλάνα εκπληκτικής σύλληψης και δημιουργικής μαεστρίας, πλάνα διαχρονικά, δυναμικά, αιματοκυλισμένα σαν την καθημερινότητα, πλάνα που δεν ξεχνιούνται εύκολα μετά την πρώτη ανάγνωση. Το αν ο σκηνοθέτης λέγεται Alfredson ή αν η ταινία του είναι τρόμου, horror ή βαμπίρ, ελάχιστη σημασία έχει. Το ότι κοκαλώνεις στην καρέκλα, σαν να είσαι μόνο με ένα φανελάκι πάνω στο παγκάκι της χιονισμένης σουηδικής πρωτεύουσας, είναι μάλλον το σημαντικότερο...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΣ www.lessthanzervo.blogspot.com/

Potakidis Konstantinos είπε...

θα σου παγώσει το αίμα
θα σου ζεστάνει την καρδιά
κι έπειτα μπορεί και να σου τη φάει

η καλύτερη ταινία τρόμου της χρονιάς
η καλύτερη ερωτική ταινία της χρονιάς
η μήπως η καλύτερη δραματική ταινία της χρονιάς ?
Δύσκολα κάποιος θα την κατατάξει στα κινηματογραφικά καλούπια γιατί πολύ απλά η ταινία είναι μια ολόκληρη κατηγορία από μόνη της

ξέχασε τα ότι ξενέρωτο έχεις δει μέχρι σήμερα για τα βαμπίρ και τους έρωτες αυτών
ξέχασε επίσης ότι ήξερες για τα βαμπίρ γενικότερα +

ΝΑ ΜΗ ΤΗΝ ΧΑΣΕΙΣ

και σου το Ξαναλέω.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙ

Unknown είπε...

Χάρη στον αγαπητό μου φίλο κ. Enrique που με έστειλε στο σπίτι του μυστηριώδους βαμπίρ. αν θέλετε να είστε σαν εμένα επικοινωνήστε με τον βαμπίρ στο worldofvampir@hotmail.com