Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

CAFE DE FLORE του Jean-Marc Vallée.



Cafe de Flore


5 σχόλια:

Seven Films είπε...

Αν σου έχει λείψει εκείνο το σινεμά που σε ξαφνιάζει, που διεισδύει μέσα σου, που μετατρέπεται από απλό συναίσθημα σε σωματική αίσθηση και σε καθηλώνει, τότε μη χάσεις για κανένα λόγο το Café de Flor. Mια γαλλοκαναδική ταινία που διαθέτει όλα τα παραπάνω στοιχεία σε συσκευασία πανένορφου κινηματογραφικού στιλ από το σκηνοθέτη Ζαν Μαρκ Βαλέ συν μια αγνώριστη Βανέσα Παραντί στον καλύτερο ίσως ρόλο της καριέρας της. Δύο φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες, αυτή μιας μητέρας στο παρελθόν που είναι έτοιμη να κινήσει βουνά για την αγάπη της απέναντι στο γιο της ο οποίος πάσχει από σύνδρομο Ντάουν και μία στο παρόν, γύρω από έναν διάσημο dj που βρίσκεται εγκλωβισμένος απέναντι στην αγάπη του για τη μέλλουσα σύζυγό του και τη σχέση του με την πρώην σύζυγό του ενώνονται και ολοκληρώνουν την ταινία με μια υπερηχητική έκρηξη συναισθημάτων που σε κάνει να κλαις από ομορφιά και χαρά και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο. Το μυστικό σε όλη τη συνταγή, είναι το σεναριακό εύρημα της σύνδεσης αυτών των ιστοριών, που απέναντι του έχεις μόνο δύο δρόμους: Ή το λατρεύεις και μένεις με το στόμα ανοιχτό ή βάζεις μπροστά τον κυνικό μηχανισμό της λειτουργίας σου και το προσπερνάς ως αφελές. Προσωπικά, δεν ένιωσα καν αυτό το δίλημμα. Παρασύρθηκα μέσα σε ωκεανούς φωτός και χαρμολύπης, και βγήκα από την αίθουσα με ένα σπάνιο αίσθημα καθαρότητας και πλήρωσης που είχα να βιώσω καιρό. Αναμφισβήτητα μια από τις αγαπημένες μου ταινίες από τη φετινή χρονιά, και μια εμπειρία που θα την μοιραζόμουνα χωρίς δισταγμό μόνο με όσους αγαπώ ουσιαστικά και χωρίς όρους.
Τασος Θεοδωρόπουλος http://blogs.gossip-tv.gr/

Seven Films είπε...

Οι προσδοκίες σχετικά με το νέο φιλμ του Jean-Marc Vallée (επί τη ευκαιρία, γνωρίστε το C.R.A.Z.Y.), φαίνεται να διαψεύδονται ευχάριστα, με τη Βανέσα Παραντί σε μία εκ βαθέων ερμηνεία. Διχοτομώντας το αίνιγμα της αγάπης και μοιράζοντάς το σε δύο εποχές, το Café de Flore επιχειρεί με μια στοιχειωτική μελωδία να γεφυρώσει και να συμφιλιώσει αντίθετες έννοιες, που φαίνεται σα να βρίσκονται στις δυο απέναντι όχθες του Σηκουάνα.

Από τη μία τη ματαίωση και από την άλλη τη συγχώρεση. Στη μια όχθη την απόλυτη αγάπη και στην απέναντι την καταπίεση και την άρνηση να αφήσεις κάποιον να υπάρχει χωρίς εσένα. Στο Παρίσι των αρχών του αιώνα μια γυναίκα που μεγαλώνει μόνη το διαφορετικό της αγοράκι (ιδιαίτερα απελευθερωτικό το ότι δεν υπάρχει ίχνος οίκτου στο κομμάτι αυτό της ιστορίας, ακόμα και στο κομμάτι-ταμπού της σεξουαλικότητας του παιδιού). Στο σήμερα, μια άλλη που βλέπει τον εφηβικό της έρωτα να σβήνει. Ή αλλάζοντας το επίκεντρο, η ιστορία ενός άντρα που λαμβάνει σοβαρές αλλά αληθινές αποφάσεις και απογαλακτίζεται από κάθε είδους εξάρτηση.

Στην ατμόσφαιρα πλανάται διακριτικά η γοτθική τραχύτητα που κλείνει μέσα του το μεταφυσικό επίπεδο της ιστορίας. Οι χρονικές στιγμές μπερδεύονται και η αφήγηση γίνεται ένα συμπαγές κράμα. Η ονειρική κατάσταση, ωστόσο, κρατά παραπάνω απ’ ό,τι θα ήθελες, σα να έχεις πιεί, ταυτιζόμενος με τον πρωταγωνιστή. Και δεν μπορείς να αποφασίσεις αν οφείλεται στον υπερβάλλοντα ζήλο του μοντάζ ή στη μαεστρία του… Η αρχή της μίας ιστορίας γίνεται το τέλος της άλλης, υπονοώντας τη νομοτέλεια των αέναων συνδέσεων μέσα στο χρόνο και ανάμεσα στους ανθρώπους. Οι παραλληρισμοί ανάμεσα στη μητρική αγάπη και στην ερωτική είναι σαφείς, ενώ ο μουσικός φετιχισμός διάχυτος σε όλο το φιλμ (με ένα καταπληκτικό σάουντρακ).

Τελικά, την ώρα της υγιούς αποκοπής, ο απόηχος παραμένει στα αυτιά, υπενθυμίζοντας πως αν αφεθούμε απ’ ο,τι μας καθηλώνει, le vent nous portera με τη ροή της ζωής.

Εύη Αβδελίδου http://www.moveitmag.gr

Seven Films είπε...

Μια ταινία σαν mixtape εποχών, εικόνων, συναισθημάτων, σαν mash up δυο ιστοριών που συμπορεύονται, ή απομακρύνονται και κυρίως σε κάνουν να αναρωτιέσαι που μπορεί να βρίσκεται το κοινό τους στοιχείο. Το «Cafe de Flore» μοιάζει να βάζει ανάμεσα στους στόχους του και το να σε αποπροσανατολίσει, αποκρύπτοντας στοιχεία, μπερδεύοντας το χρόνο, δίνοντάς σου λάθος εντυπώσεις.

Μοιάζει με παιχνίδι με την αντίληψή σου, στηριγμένο σε μια σκηνοθεσία που ρέει σαν ένα μουσικό κομμάτι που αλλάζει συνεχώς μέτρο και ρυθμό. Μόνο που όπως μια συμφωνία, ή ένα ποπ χιτ, ακριβώς όπως ένα dj set, έτσι και μια ταινία απαιτεί μια ραχοκοκαλιά, μια εξέλιξη, και κυρίως μια κορύφωση. Δυστυχώς στην περίπτωση του φιλμ του Ζαν Μαρκ Βαλέ, η σπονδυλική στήλη της ταινίας μοιάζει φτιαγμένη από χαρτί, και η κορύφωση που θέλει να είναι μεγαλειώδης, αποκαλυπτική, «κοσμική», αλλά που δυστυχώς απαιτεί υπερβολική προσπάθεια για να την πάρεις στα σοβαρά.

Κι είναι εντελώς κρίμα, γιατί παρ όλες τις αδυναμίες, παρ όλες τις άβολες στιγμές και τον συχνά άτσαλο συναισθηματισμό της, η ταινία έχει να επιδείξει μια φόρμα που κερδίζει την προσοχή, μια δομή που θα μπορούσε να είναι ένα free jazz κομμάτι σινεμά, ένας γοητευτικός αυτοσχεδιασμός πάνω στην αφήγηση και την γλώσσα των εικόνων.

Το φιλμ δεν παύει να είναι ενδιαφέρον, αλλά μαζί τόσο ηθελημένα «πειραγμένο» που μπορεί εύκολα να περάσει τα όρια του εκνευριστικού, όμως ακόμη κι αν είσαι πρόθυμος να το ακολουθήσεις στην γεμάτη απρόσμενες αυξομοιώσεις ταχύτητας και αδιέξοδων στροφών, δεν μπορείς παρά να μην νοιώσεις προδομένος από την τελική κατάληξη και την «λύση» του γρίφου που μοιάζει προσχηματική, ανούσια, αδύναμη να απογειώσει και να δικαιολογήσει το φιλμ...
Γιώργος Κρασσακόπουλος www.flix.gr

Seven Films είπε...

Πιτσιρικάς ερωτεύεται, παντρεύεται, γίνεται DJ, ξαναερωτεύεται, χωρίζει, ξαναπαντρεύεται, ενώ γύρω του το σύμπαν ανακατεύεται και μια μητέρα μόνη προσπαθεί να μεγαλώσει τον γενετικά ταλαιπωρημένο γιό της, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά. Έρωτας, απογοήτευση, αγάπη, κατάθλιψη, αδερφές ψυχές, σύνδρομα Down, κοστούμια εποχής, ντιζαϊνάτα σπίτια, εξάρσεις αυτοκαταστροφικότητας, μετενσαρκώσεις, χάπια, μουσική, και μια διπλή με γύρο και μπόλικη μουστάρδα, ετούτη η επιστροφή ενός εκ των πλέον ανερχόμενων της νέας γενιάς Καναδών σκηνοθετών, στη σύγχρονη εποχή μετά τις βόλτες στα βικτωριανά παλάτια, έχει ό,τι μπορεί να ζητήσεις από ερωτικό δράμα, και κάτι παραπάνω ακόμα, σε δόσεις μετρημένες για να μη μπουκώσεις απ’ την πληθώρα των συστατικών, αλλά αρκετά σκορπισμένες για να σε κάνει να σαστίζεις σε στιγμές, με την ποικιλία των τονικών επιλογών. Σαν ενήλικο δράμα σκηνοθετημένο με την πιτσιρικαρία κατά νου, το γαϊτανάκι συναισθηματικής ανάτασης και καταβαράθρωσης τον ηρώων του Vallée, σε καταπίνει στην κατακερματισμένη του αφήγηση με το ύφος μυστηρίου που απλώνει πάνω απ’ τους γοητευτικούς του ήρωες, πριν αρχίσει να σου τους κάνει ανταλλακτικά, αποσυναρμολογώντας τις διαδρομές τους νηφάλια και μεθοδικά, για να σου τους φέρει στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή, που μας εκθέτει όλους μας ως τίποτα περισσότερο από ηλικιωμένα κορμιά που στο βάθους τους κρύβουν ανώριμα παιδιά. Ανοίγοντας τα κάδρα για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα με το καλό του γούστο, ο Vallée εξατμίζει το δράμα με το κομψευόμενο στιλιζάρισμα των σκηνικών, ενώ ο καλλίπυγος πρωταγωνιστής κι οι θελκτικές του ερωμένες, απειλούν με ντεραπάρισμα σε τηλεοπτικά λημέρια. Η κινηματογραφικότητα διασώζεται κυρίως χάρη στην φιλοδοξία του έπους μιας αγάπης που αψηφά τους αιώνες, καθώς χρησιμοποιώντας το μοντάζ περισσότερο, παρά την γραφομηχανή του για να σου γράψει το σενάριο, ο Valléeχοροπηδάει στο χωροχρόνο των δυο αφηγηματικών αξόνων που σου ξεδιπλώνει παράλληλα, ψάχνοντας αρχικά στις ιστορίες τους την εγγύτητα στην υφή της μητρικής αγάπης με αυτή τη συζυγικής, ως συγγενικό δεσμό εξάρτησης και στραγγαλίσματος της ελεύθερης προσωπικής επιλογής. Ύστερα αφήνει τα πράγματα να μπλεχτούν σε μια κομματάκι παράταιρη, αλλά όπως και να ’χει, αποτελεσματική δομή, την οποία εμφανίζει σταδιακά, πίσω από ελαφρά καμουφλαρισμένες αντιπαραθέσεις, για να σου χτίσει κι ένα κάποιο twist ως το φινάλε. Τwist, όμως, που σε φτάνει στα όρια του ξενερώματος, όχι τόσο για το αλλόκοτο του θέματος, όσο για την εγγενή αφέλεια της κουλαμάρας του, η οποία βασικά αδικεί και το δροσερό της προσέγγισης και του σπηντάτου ρυθμού των δυο ωρών που σε έφτασαν ως εκεί.
www.mftm.blospot.com

Seven Films είπε...

Όχι λίγες φορές, πιάνω εμένα και τον εαυτό μου να κάνουν εκείνη την (κουτή) κουβέντα, για το ποιες από όλες τις χιλιάδες ταινίες που έχω παρακολουθήσει, θα διάλεγα να πάρω μαζί μου σε μια ενδεχόμενη απομόνωση. Στις δυο τρεις επιλογές που θα μου επιτρέπονταν να βάλω στις αποσκευές, σε καμία περίπτωση δεν θα έλειπε το C.R.A.Z.Y. Όχι δα γιατί πρόκειται για ένα από τα καλύτερα φιλμς που έχω παρακολουθήσει ποτέ, μα γιατί μου φάνηκε σαν ένα κατά παραγγελία φιλμάρισμα των ανησυχιών των νιάτων μου, που κατά σύμπτωση συνέπεσαν την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο που εξελίσσεται η δράση του. Διόλου συμπτωματικά και άκρως υποκειμενικά, όντας καλός φίλος με τον δημιουργό του, από σήμερα η δεύτερη ταινία που θα έβαζα παραμάσχαλα, είναι το Cafe De Flore. Έτσι για να έχω παρέα και το φωτογραφικό άλμπουμ της νιότης μου, αλλά και εκείνο της mid life (που λένε) εξέλιξης... Μόντρεαλ, σήμερα. Επιτυχημένος, περιζήτητος και πολυπράγμων σαραντάρης ντισκ τζόκει, μόλις έχει δώσει τέλος στην μακρά συζυγική σχέση, με την γυναίκα που πορεύτηκε μαζί της από τα μαθητικά του χρόνια, επιλέγοντας την αγκαλιά μιας κατά πολύ νεότερης του ερωμένης. Η επιμονή του να την στεφανωθεί, σφραγίζοντας έτσι την ευτυχία τους, θα ρίξει στην μελαγχολία την συνομήλικη του πρώην και μητέρα των παιδιών του. Παρίσι 1969. Έχοντας βιώσει την εγκατάλειψη από τον συμβίο της, στο άκουσμα του συνδρόμου Ντάουν, από το οποίο πάσχει ο νεογέννητος γιος τους, νεαρή, φτωχή, μα και περήφανη κομμώτρια, ορκίζεται σε ότι έχει ιερό να φροντίσει το ειδικών αναγκών παιδί της με όσες δυνάμεις έχει, προκειμένου να του δώσει έστω και μια παραπάνω ευτυχισμένη ημέρα, από όσες μακάβρια προεξοφλεί η αρρώστια.

Εκ πρώτης όψης οι ιστορίες που αφηγείται το σενάριο είναι δύο, με σημαντική χρονική απόσταση μάλιστα μεταξύ τους, όσο όμως εξελίσσεται η ίντριγκα και ο θεατής αντιλαμβάνεται την υπόσταση, τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του κάθε χαρακτήρα στην υπόθεση, καταλαβαίνει πως η δεύτερη, εκείνη της μοναχικής μάνας και του χαριτωμένου βλασταριού της, είναι περισσότερο παραβολική και πηγάζει μέσα από τους εφιάλτες των πρωταγωνιστών της σύγχρονης ρουμπρίκας. Δίχως ποτέ το απότομο, κοφτό και ενίοτε αλλόκοτο μοντάζ, να ορίζει το ποιος από όλους ταξιδεύει στο παρελθόν και βιώνει πανομοιότυπα feelings με αυτά της παριζιάνικης μεριάς του ταξιδιού.

Η νοσταλγία για ακόμη μια φορά ξεχειλίζει στην ματιά του ικανότερου, όσο και πιο ελπιδοφόρου δημιουργού της γαλλόφωνης πλευράς του Καναδά. Με όπλο του ένα soundtrack δυναμίτη, που στοιχειώνεται από το μπιτ του χορευτικού χιτ, που δίνει στο έργο το όνομα του και από τις στροφές του αιώνιου Breathe από το πιο εμπνευσμένο συγκρότημα στην παγκόσμια ιστορία της μουσικής, ο Vallee, στοχεύει ευθείες βολές στην καρδιά του συνομήλικου κοινού του, πηγαίνοντας το μπρος πίσω σε εικόνες που δεδομένα κάποια στιγμή της ζωή του έχει βιώσει. Το εφηβικό σκίρτημα, η οικογενειακή ολοκλήρωση, η μεσήλικη αναζήτηση, η απώλεια...

Για πες: Το τελευταίο βήμα του αγαπημένου σκηνοθέτη από το Κεμπέκ, είναι σαφώς πιο προβληματισμένο και πολύπλοκο από το C.R.A.Z.Y. που τον εδραίωσε προ πενταετίας στο διεθνές σινεφίλ στερέωμα. Συνάμα όμως αυτό το διαρκές ψάξιμο, εν μέσω των έντεχνα δομημένων εικόνων, όχι λίγες φορές με άφησε με την απορία για το ποιο είναι στην πραγματικότητα το υποκείμενο που περισσότερο δικαιούται την περισσότερη συζήτηση γύρω από το πρόσωπο του. Εντέλει κρίνοντας με βάση την ερμηνευτική δυναμική και μόνο, αυτός δεν είναι ούτε ο γοητευτικός άντρας (Kevin Parent), ούτε η μέχρι τελικής πτώσης προστατευτική μάνα (η πανάσχημη Paradis) μα η πληγωμένου εγωισμού και τσακισμένων ονείρων ώριμη παρατημένη, που η απλοϊκή και δίχως φιοριτούρες απόδοση της από την Helene Florent, την καθιστά ως τον άξονα του στόρι, έστω και κατόπιν της πτώσης των τελικών credits...
Γιώργος Ζερβοπουλος http://lessthanzervo.blogspot.com/