Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝΣκηνοθεσία: Γιώργος ΓκικαπέππαςΣενάριο: Γιώργος Γκικαπέππας Φωτογραφία: Κώστας Τριανταφύλλου Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης Μουσική: Δημήτρης Φριτζαλάς Πρωταγωνιστούν:Κίκα Γεωργίου, Άννα Καλαϊτζίδου , Γιώργος Ζιόβας, Μαρία Τσιμά, Ναταλία Καλημερατζή, Βασίλης Μπισμπίκης , Δημήτρης Κοτζιάς, Υρώ Λούπη , Λεωνίδας Κακούρης , Ιωσήφ Πολυζωίδης , Μιχάλης Σαράντης Διάρκεια: 96' Εγχρωμη Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα Έτος Παραγωγής: 2011 |
Η Βάσω (Μαρία Τσιμά), μητέρα ενός 16χρονου παιδιού, μένει έγκυος τη στιγμή που ο γάμος της διαλύεται. Ενώ ετοιμάζεται για έκτρωση, ο άντρας της, ο Αντώνης (Γιώργος Ζιόβας), απολύεται. Το ίδιο βράδυ, ο γιος τους (Μιχάλης Σαράντης) που έχει καταλάβει τα πάντα, παίζει χαυνωμένος war games στο playstation, κλεισμένος σε έναν ερμητικά απομονωμένο κόσμο. Το επόμενο πρωί φεύγει για σχολική εκδρομή, ο Αντώνης ετοιμάζει μια βαλίτσα κι εκείνη σε πανικό του εξομολογείται την εγκυμοσύνη της ζητώντας χρόνο. Εκείνος αρνείται και φεύγει. Η Βάσω κάνει έκτρωση αλλά την ίδια ώρα, ο γιος τους βρίσκεται στο σχολικό πούλμαν του δυστυχήματος. Έτσι, το ίδιο απόγευμα στο νοσοκομείο, οι δυο γονείς θα αντιμετωπίσουν με τον πιο άγριο και τραγικό τρόπο έναν αληθινό εφιάλτη: χάνουν δυο παιδιά την ίδια μέρα.
Βραβευμένη από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (με το βραβείο Fipresci) και από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών ως η καλύτερη ελληνική ταινία στο 52ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2011.
Βραβευμένη και από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου με τα βραβεία Σεναρίου, Α’ Γυναικείου Ρόλου και Οπτικών εφφέ, η Πόλη των Παιδιών του Γιώργου Γκικαπέππα ταξιδεύει στα διεθνή φεστιβάλ διαγωνιζόμενη ανάμεσα σε σημαντικές ξένες παραγωγές. Μόσχα, Μόντρεαλ, Πολωνία, Καζακστάν, Βομβάη, Μελβούρνη, Σίδνεϋ, Νέα Υόρκη, είναι οι μέχρι στιγμής σταθμοί της ταινίας στον κόσμο.
Το σενάριο του Γιώργου Γκικαπέππα, (βραβευμένο από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου στα πρόσφατα βραβεία 2012) αξιοποεί το ζήτημα του ερχομού της ζωής μέσα σε μια πόλη που δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει. Μέσα στις σχεδόν συντριπτικά αληθινές ιστορίες της, οι ήρωες της ταινίας παλεύουν με τις πληγωμένες αγάπες και τα ανεκπλήρωτα όνειρα μέσα σε μια εποχή που τρελλαίνει τους ανθρώπους. Και αν η ανωριμότητα είναι το χαριτωμένο χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας, στις περιπτώσεις των ενηλίκων είναι εντελώς καταστροφική. Οι ρόλοι μπερδεύονται, ο πανικός είναι πιο ισχυρός από τις αληθινές προθέσεις και το γκρίζο περιβάλλον, το αγχωτικό φόντο της κρίσης, μεταμορφώνεται σε μια άλλη μήτρα που μας περιβάλλει και θέλοντας και μη, μάς διαμορφώνει.
Βραβευμένη από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (με το βραβείο Fipresci) και από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών ως η καλύτερη ελληνική ταινία στο 52ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2011.
Βραβευμένη και από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου με τα βραβεία Σεναρίου, Α’ Γυναικείου Ρόλου και Οπτικών εφφέ, η Πόλη των Παιδιών του Γιώργου Γκικαπέππα ταξιδεύει στα διεθνή φεστιβάλ διαγωνιζόμενη ανάμεσα σε σημαντικές ξένες παραγωγές. Μόσχα, Μόντρεαλ, Πολωνία, Καζακστάν, Βομβάη, Μελβούρνη, Σίδνεϋ, Νέα Υόρκη, είναι οι μέχρι στιγμής σταθμοί της ταινίας στον κόσμο.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ -ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
FIPRESCI PRIZE (The International Federation of Film Critics)52ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2011
ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ (Π.Ε.Κ.Κ. Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) 52ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2011
3 ΒΡΑΒΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 2012
Σεναρίου (Γιώργος Γκικαπέππας)
Α’ Γυναικείου Ρόλου (Κίκα Γεωργίου)
Οπτικών εφφέ (Γιώργος & Ρούλης Αλαχούζος)
Η ταινία ήταν υποψήφια για συνολικά 5 βραβεία (Καλύτερης ταινίας, Σεναρίου, Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, Α’ Γυναικείου Ρόλου και Οπτικών εφφέ)
ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ 2012
Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης Ηθοποιού (Κίκα Γεωργίου)
52nd THESSALONIKI INTERNATIONAL FILM FESTIVAL 2011, Greece
Official Selection (Greek Section)
34th MOSCOW INTERNATIONAL FILM FESTIVAL 2012, Russia
Official Selection (Competition)
MONTREAL WORLD FILM FESTIVAL 2012, Canada
Official Selection (Focus on World Cinema Section)
8th EURASIA INTERNATIONAL FILM FESTIVAL , Kazakhstan
Official Selection (Competition)
2nd ARS INDEPENDENT KATOWICE 2012, Poland
Official Selection (Competition)
14th MUMBAI FILM FESTIVAL 2012, India
Official Selection (“Above the Cut” competition)
AUSTRALIA GREEK FILM FESTIVAL 2012, Australia
Official Selection (Competition)
5th NYC GREEK FILM FESTIVAL 2012, New York, USA
Official Selection
Η πόλη του Γιώργου Γκικαπέππα στο Protagon
Μια Κυριακή του περασμένου Ιουλίου χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν μια φίλη, η οποία μου είπε πως στα πλαίσια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μόσχας παίζονταν ένα φιλμ, ενός Έλληνα Σκηνοθέτη, του Γιώργου Γκικαπέππα, «Η Πόλη των Παιδιών». Μέχρι σήμερα την ευχαριστώ για την πρόταση της, καθώς ύστερα από πολύ καιρό είδα ένα εξαιρετικό φιλμ, με ρυθμό, ένταση, αισθήματα, αρώματα. Λίγο πριν η «Πόλη των Παιδιών», η οποία βραβεύτηκε από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (με το βραβείο Fipresci) και από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών ως η καλύτερη ελληνική ταινία στο 52ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 201, κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες της 1η Νοεμβρίου, ο Γιώργος Γκικαπέππας σε μια απολαυστική συνέντευξη μας μιλάει για την ταινία, τα παραμύθια, την κρίση και τα μεγάλα παιδιά.
-Σε αντίθεση με πολλά ελληνικά φιλμ και σήριαλ των προηγούμενων χρόνων όπου βλέπαμε αποστειρωμένα και ανέγγιχτα σπίτια στο δικό σου φιλμ, ύστερα από καιρό είδα ξανά «φυσιολογικά διαμερίσματα».
Ένας νεαρός φίλος μου δημοσιογράφος όταν είδε την ταινία, μου είπε πως «για πρώτη φορά άκουσα σε μια ταινία, περιστέρια μέσα σε ένα διαμέρισμα». Ζούμε σε μια πόλη γεμάτη περιστέρια και δεν τα ακούμε ποτέ. Ναι προσπάθησα να δείξω, τι ακούμε και τι βλέπουμε στα διαμερίσματα των Αθηνών όταν κλείνουν οι πόρτες. Όλο αυτό που παρήγαγε η τηλεόραση είναι ένα πράγμα ψεύτικο, γιατί ο «πολιτισμός» που φτιάχτηκε έλεγε ότι δεν πρέπει να προκαλέσεις πόνο στον άλλο, πρέπει να προκαλέσεις ένα είδος νάρκωσης, με αποτέλεσμα ο νεοέλληνας εκεί που νοιάζονταν για τον άλλον, έγινε ένα άτομο που όταν του τοποθετούσες την αίσθηση του πόνου, έτρεχε χιλιόμετρα μακριά. «Τι με νοιάζει», «χαλάρωσε», να «περάσουμε καλά». Το να περάσουμε καλά είναι αυτό που μας έφαγε. Για εμένα αυτή είναι η οικονομική κρίση. Ξαφνικά συγκρούστηκε ο καθένας με τον καθρέφτη του και αισθάνθηκε πως αυτό που έλεγε τόσα χρόνια: «δεν θέλω να πονέσω, θέλω να χαλαρώσω, θέλω να περάσω καλά», είδε πως δεν πατάει πουθενά. Ποιος είπε να μην περάσουμε καλά;. Αλλά αυτό που συνέβη έμοιαζε με εργοστάσιο παραγωγής ρομπότ. Δουλειά, χρήματα, καλά αυτοκίνητα. Σχέσεις που επί της ουσίας δεν βασίζονταν στην αγάπη με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν.
-Γιατί έγινες σκηνοθέτης;
Τι ερώτηση κι αυτή. Μάλλον γιατί ενθουσιάζομαι με τις ιστορίες, επειδή οι ιστορίες μάς ξαναγυρίζουν στο να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και ποιος είναι ο δρόμος μας. Είναι σαν ένας χάρτης για να μη χανόμαστε. Μ’ αρέσει ν’ ακούω ιστορίες και μετά να τις λέω κι εγώ. Γίνομαι κουραστικός ώρες, ώρες επαναλαμβάνοντας περιστατικά, αλλά αυτό νομίζω ότι μ’ αρέσει. Ο σκηνοθέτης είναι νομίζω ένας ενδιάμεσος, ένα κάδρο ή ένας φακός που ξανακοιτάζει με τον τρόπο του τον κόσμο. Ή προσπαθεί να ξεπλύνει τις πληγές του λέγοντας στους άλλους ότι είναι πιο έξυπνος και τους δείχνει έναν άλλο δρόμο. Μπορεί. Το θέμα βέβαια είναι αν ο δρόμος που δείχνει είναι χρήσιμος ή όχι, κι αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία που με τρομάζει.
-Ο δικός σου ο χαρακτήρας, σε ποιον ήρωα της ταινίας σου βρίσκεται πιο κοντά;
Βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο σε όλους τους άντρες της ταινίας αλλά κατά βάθος νομίζω ότι βρίσκομαι πιο κοντά στον γείτονα της ιρακινής που την παρακολουθεί κρυφά. Όχι ότι μου μοιάζει απόλυτα αλλά μπορώ να τον καταλάβω απόλυτα. Δεν έγραψα τίποτα γι’ αυτόν στο σενάριο. Σα να μη μου χρειαζόταν. Και στον Ιωσήφ τον Πολυζωίδη που τον υποδύθηκε, πάλι ελάχιστα του είπα. Τους υπόλοιπους ηθοποιούς τους είχα τρελάνει. Αλλά έχει κάτι που μ’ αρέσει αυτός ο ήρωας. Μπορει να είμαι κι εγώ τελικά, δεν ξέρω. Νομίζω ότι θέλει να της φωνάξει “σε θέλω” κι επειδή ξέρει ότι δεν μπορεί να βρει ανταπόκριση και σωματική επαφή, επινοεί έναν μυστικό δρόμο για να κρατήσει επαφή μαζί της. Το μόνο που έχει σημασία γι’ αυτόν είναι να έχει επαφή μαζί της. Είτε εκείνη το ξέρει είτε όχι. Ο μόνος που σηκώνει τη σημαία της αγάπης στην ταινία τελικά είναι αυτός. Γιατί επιμένει. Και γιατί δεν φωνάζει γι’ αυτό. Κι ίσως γι’ αυτό τού έρχεται μετά ο ουρανός στο κεφάλι. Είναι σα να του είπε μοιραία εκείνη, αφού με θες τόσο πολύ έλα να με ξεγεννήσεις, ακόμη κι αν το παιδί δεν είναι δικό σου. Η ιδιοκτησία τελικά δεν έχει καμιά σχέση με την αγάπη. Τα παιδιά μας δεν είναι δικά μας.
-Είχα την χαρά να δω την ταινία σου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας. Θα μας μιλήσεις για τους υπόλοιπους κινηματογραφικούς της σταθμούς;
Η Μόσχα ήταν το πρώτο ξένο φεστιβάλ που συμμετείχε η ταινία μετά την πρώτη της προβολή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο του 2011. Μετά ήρθε το World Film Festival του Μόντρεαλ, το Eurasia International Film Festival στο Άλματυ του Καζακστάν (όπου διαγωνίστηκαν δύο ταινίες από την Ευρώπη και δέκα περίπου από την Ασία) και ακολούθησε το Ars Independent IFF στην Πολωνία, ένα νέο δυναμικό φεστιβάλ στο όμορφο Κατοβίτσε έξω από την Κρακοβία. Αυτή τη στιγμή η ταινία προβάλλεται στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βομβάης στην Ινδία και στο ελληνικό φεστιβάλ της Νέας Υόρκης. Στο αμέσως επόμενο διάστημα συμμετάσχει στα διεθνή φεστιβάλ του Καϊρου, του Ταλίν στην Εσθονία αλλά και στο ελληνικό φεστιβάλ της Αυστραλίας. Τι να σας πω, μου δίνει πολύ χαρά το γεγονός του ότι αυτή η ταινία που γυρίστηκε πάμφτωχα ταξιδεύει σε 10 φεστιβάλ και έχει διακριθεί με 6 βραβεία.
Η Μόσχα ήταν το πρώτο ξένο φεστιβάλ που συμμετείχε η ταινία μετά την πρώτη της προβολή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο του 2011. Μετά ήρθε το World Film Festival του Μόντρεαλ, το Eurasia International Film Festival στο Άλματυ του Καζακστάν (όπου διαγωνίστηκαν δύο ταινίες από την Ευρώπη και δέκα περίπου από την Ασία) και ακολούθησε το Ars Independent IFF στην Πολωνία, ένα νέο δυναμικό φεστιβάλ στο όμορφο Κατοβίτσε έξω από την Κρακοβία. Αυτή τη στιγμή η ταινία προβάλλεται στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βομβάης στην Ινδία και στο ελληνικό φεστιβάλ της Νέας Υόρκης. Στο αμέσως επόμενο διάστημα συμμετάσχει στα διεθνή φεστιβάλ του Καϊρου, του Ταλίν στην Εσθονία αλλά και στο ελληνικό φεστιβάλ της Αυστραλίας. Τι να σας πω, μου δίνει πολύ χαρά το γεγονός του ότι αυτή η ταινία που γυρίστηκε πάμφτωχα ταξιδεύει σε 10 φεστιβάλ και έχει διακριθεί με 6 βραβεία.
-Η υπόθεση της ταινίας;
Ήθελα να παρακολουθήσω την κρίση μιας εποχής από μέσα, πώς έχει “γράψει” δηλαδή σε διαφορετικές εκδοχές του πυρήνα που λέγεται ζευγάρι και πόσο η οικογένεια είναι θέμα ανάγκης ή τύχης σήμερα. Ήθελα να δω στιγμές ζευγαριών τη στιγμή που η σύλληψη της ζωής έρχεται μέσα σε ένα πιεστικό περιβάλλον γενικότερης κρίσης, η οποία διεισδύει καταλυτικά στις ανθρώπινες συμπεριφορές. Γι’ αυτό και διάλεξα το συνεχές “μέσα-έξω” στην ταινία. Πόλη, παράθυρα, ζευγάρια, μήτρες και πάλι έξω. Σαν αντιπαράθεση μεγεθών. Η μεγάλη κλίμακα και η μικρή. Να κοιτάξουμε από το ύψος της πτήσης των περιστεριών πάνω απ’ αυτήν την πόλη και ταυτόχρονα να μπορέσουμε να μπούμε στις φωλιές των ανθρώπων και να γείρoυμε πάνω σ’ ένα στήθος που σφίγγεται. Να δούμε πώς γεννιέται η ζωή μέσα απ’ τους τοίχους. Με όλες τις αντιφάσεις. Να τρυπώσουμε στα διαμερίσματα και να δούμε τις συμπεριφορές των αγαπημένων την ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσουν για μια ζωή, την ώρα δηλαδή που η αυθάδεια αυτής της ζωής έρχεται και σού κόβει την ελευθερία του παιχνιδιού για να αναγκαστείς να κοιτάξεις τι ζωή έχεις φτιάξει τελικά.
Ήθελα να παρακολουθήσω την κρίση μιας εποχής από μέσα, πώς έχει “γράψει” δηλαδή σε διαφορετικές εκδοχές του πυρήνα που λέγεται ζευγάρι και πόσο η οικογένεια είναι θέμα ανάγκης ή τύχης σήμερα. Ήθελα να δω στιγμές ζευγαριών τη στιγμή που η σύλληψη της ζωής έρχεται μέσα σε ένα πιεστικό περιβάλλον γενικότερης κρίσης, η οποία διεισδύει καταλυτικά στις ανθρώπινες συμπεριφορές. Γι’ αυτό και διάλεξα το συνεχές “μέσα-έξω” στην ταινία. Πόλη, παράθυρα, ζευγάρια, μήτρες και πάλι έξω. Σαν αντιπαράθεση μεγεθών. Η μεγάλη κλίμακα και η μικρή. Να κοιτάξουμε από το ύψος της πτήσης των περιστεριών πάνω απ’ αυτήν την πόλη και ταυτόχρονα να μπορέσουμε να μπούμε στις φωλιές των ανθρώπων και να γείρoυμε πάνω σ’ ένα στήθος που σφίγγεται. Να δούμε πώς γεννιέται η ζωή μέσα απ’ τους τοίχους. Με όλες τις αντιφάσεις. Να τρυπώσουμε στα διαμερίσματα και να δούμε τις συμπεριφορές των αγαπημένων την ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσουν για μια ζωή, την ώρα δηλαδή που η αυθάδεια αυτής της ζωής έρχεται και σού κόβει την ελευθερία του παιχνιδιού για να αναγκαστείς να κοιτάξεις τι ζωή έχεις φτιάξει τελικά.
-Η «Πόλη των Παιδιών». Γιατί;
Τα παιδιά φέρουν τη ζωική δύναμη της γέννας, την ορμή του καινούργιου και την ανατροπή που προκαλεί ο ερχομός του. Η πόλη όμως μέσα στην οποία έρχονται τι γεννάει αλήθεια; Εμείς τι γεννάμε γι’ αυτά; Τι γεννιέται σήμερα μέσα στη φωλιά μας; Ο σιωπηρός ή εκκωφαντικός ήρωας της ταινίας είναι αυτή η πόλη-μήτρα-κόσμος που υποδέχεται τους καρπούς των υποτιθέμενων ερώτων. Αυτήν την πόλη κοιτάζουμε καθημερινά και μέσα σ’ αυτήν ζούμε ή “λειτουργούμε”, για να χρησιμοποιήσω και έναν προσφιλή μηχανικό όρο που κακώς χρησιμοποιούμε για τη συμπεριφορά μας. Είναι ο ελέφαντας πάνω στον οποίον κοιμόμαστε και πολλές φορές δεν μπορούμε να τον δούμε ή κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε. Το θέμα λοιπόν είναι το πώς “λειτουργούμε” και πώς αυτή η πόλη είναι ουσιαστικά η μήτρα που μας εγκυμονεί από τα σύνορά της έως το εσωτερικό μας κιβώτιο. Και πώς τα παιδιά παίζουν videogames έγκλειστα σε μια άλλη πραγματικότητα γιατί η αληθινή δεν τους αρέσει. Αυτό προσπαθώ να πω με την “πόλη των παιδιών”: ας σταματήσουμε μια στιγμή και ας κοιτάξουμε το πώς ζούμε και τι στ’ αλήθεια έχουμε φτιάξει για να υποδεχτούμε το καινούργιο.
Τα παιδιά φέρουν τη ζωική δύναμη της γέννας, την ορμή του καινούργιου και την ανατροπή που προκαλεί ο ερχομός του. Η πόλη όμως μέσα στην οποία έρχονται τι γεννάει αλήθεια; Εμείς τι γεννάμε γι’ αυτά; Τι γεννιέται σήμερα μέσα στη φωλιά μας; Ο σιωπηρός ή εκκωφαντικός ήρωας της ταινίας είναι αυτή η πόλη-μήτρα-κόσμος που υποδέχεται τους καρπούς των υποτιθέμενων ερώτων. Αυτήν την πόλη κοιτάζουμε καθημερινά και μέσα σ’ αυτήν ζούμε ή “λειτουργούμε”, για να χρησιμοποιήσω και έναν προσφιλή μηχανικό όρο που κακώς χρησιμοποιούμε για τη συμπεριφορά μας. Είναι ο ελέφαντας πάνω στον οποίον κοιμόμαστε και πολλές φορές δεν μπορούμε να τον δούμε ή κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε. Το θέμα λοιπόν είναι το πώς “λειτουργούμε” και πώς αυτή η πόλη είναι ουσιαστικά η μήτρα που μας εγκυμονεί από τα σύνορά της έως το εσωτερικό μας κιβώτιο. Και πώς τα παιδιά παίζουν videogames έγκλειστα σε μια άλλη πραγματικότητα γιατί η αληθινή δεν τους αρέσει. Αυτό προσπαθώ να πω με την “πόλη των παιδιών”: ας σταματήσουμε μια στιγμή και ας κοιτάξουμε το πώς ζούμε και τι στ’ αλήθεια έχουμε φτιάξει για να υποδεχτούμε το καινούργιο.
-Είναι κακό οι μεγάλοι να χάνουν την παιδικότητα τους;
Ένα από τα ζητήματα όλων μας είναι νομίζω η ανάκτηση μιας χαμένης ελευθερίας. Η διάρρηξη της παιδικής ηλικίας είναι ένα από τα μεγαλύτερα τραύματά μας ούτως ή άλλως. Όλες οι απαντήσεις υπάρχουν εκεί μέσα. Εμείς όμως ψάχνουμε μια ζωή να καταλάβουμε. Κάτι μεγάλο λοιπόν έχει χαθεί στην πορεία και προσπαθούμε υποσυνείδητα να το βρούμε και να το ανακτήσουμε. Όμως πρέπει νομίζω να καταλάβουμε ότι η ελευθερία μας δεν κρύβεται στη μοναξιά ή στην ιδιωτική μας αυτάρκεια αλλά στην επαφή. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να χωρέσουν ο ένας μέσα στον άλλον πια. Υποτίθεται ότι επειδή μάς στερήθηκε η ελευθερία της παιδικής ηλικίας, παλεύουμε ως ενήλικες να προστατεύσουμε το δικαίωμα των επιλογών μας. Και το “εγώ” γιγαντώνεται μέχρι που γίνεται τέρας. Και δεν μπορείς να παίξεις πια με τα άλλα “παιδιά” γιατί όλα είναι μόνα τους... Έτσι, η ταινία μιλάει για παιδιά που πρόκειται να έρθουν μέσα σε έναν κόσμο φτιαγμένο από ενήλικες που συμπεριφέρονται σαν παραμορφωμένα και καταπιεσμένα παιδιά. Όταν μεγαλώνεις μέσα σε ένα χάος, χάος θα παράξεις κι εσύ αποδεδειγμένα. Και θα κουβαλάς κυρίως αυτό το τραυματισμένο αίσθημα ή την ψευδαίσθηση της ελευθερίας της επιλογής. Προσπαθώντας να αποκαταστήσουμε το παιδικό τραύμα χάνουμε την αληθινή ελευθερία που δεν κρύβεται στη μοναξιά αλλά στην επαφή με τον άλλον.
Ένα από τα ζητήματα όλων μας είναι νομίζω η ανάκτηση μιας χαμένης ελευθερίας. Η διάρρηξη της παιδικής ηλικίας είναι ένα από τα μεγαλύτερα τραύματά μας ούτως ή άλλως. Όλες οι απαντήσεις υπάρχουν εκεί μέσα. Εμείς όμως ψάχνουμε μια ζωή να καταλάβουμε. Κάτι μεγάλο λοιπόν έχει χαθεί στην πορεία και προσπαθούμε υποσυνείδητα να το βρούμε και να το ανακτήσουμε. Όμως πρέπει νομίζω να καταλάβουμε ότι η ελευθερία μας δεν κρύβεται στη μοναξιά ή στην ιδιωτική μας αυτάρκεια αλλά στην επαφή. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να χωρέσουν ο ένας μέσα στον άλλον πια. Υποτίθεται ότι επειδή μάς στερήθηκε η ελευθερία της παιδικής ηλικίας, παλεύουμε ως ενήλικες να προστατεύσουμε το δικαίωμα των επιλογών μας. Και το “εγώ” γιγαντώνεται μέχρι που γίνεται τέρας. Και δεν μπορείς να παίξεις πια με τα άλλα “παιδιά” γιατί όλα είναι μόνα τους... Έτσι, η ταινία μιλάει για παιδιά που πρόκειται να έρθουν μέσα σε έναν κόσμο φτιαγμένο από ενήλικες που συμπεριφέρονται σαν παραμορφωμένα και καταπιεσμένα παιδιά. Όταν μεγαλώνεις μέσα σε ένα χάος, χάος θα παράξεις κι εσύ αποδεδειγμένα. Και θα κουβαλάς κυρίως αυτό το τραυματισμένο αίσθημα ή την ψευδαίσθηση της ελευθερίας της επιλογής. Προσπαθώντας να αποκαταστήσουμε το παιδικό τραύμα χάνουμε την αληθινή ελευθερία που δεν κρύβεται στη μοναξιά αλλά στην επαφή με τον άλλον.
-Ποιο είναι το αγαπημένο σου παραμύθι.
Μου αρέσουν παραμύθια με ζώα και ανθρώπους. Θα σας πω κάτι που θα σας φανεί κλισέ. Η σχέση του Αισώπου με τον Μπρεχτ. « Ο Μπρεχτ, στην Όπερα της Πεντάρας έβαλε τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται σαν ζώα», ενώ ο Αίσωπος έβαλε τα ζώα να συμπεριφέρονται σαν ανθρώπους. Βήμα τεράστιας κοινωνιολογικής ανάπτυξης. Τα παραμύθια έχουν μια τεράστια ελευθερία. Και νομίζω πως σου θυμίζουν πάλι την παιδικότητα σου που είναι για εμένα η ύψιστη μορφή ελευθερίας και αντίληψης του κόσμου. «Ένα δελφίνι βγαίνει από την θάλασσα και μιλάει με έναν άνθρωπο». Ένα παιδί το δέχεται και δεν αναρωτιέται «για αυτό». Και ο ενήλικας το δέχεται. Μακάρι όλοι να φερόμασταν έτσι. Μακάρι και εγώ να έκανα ταινίες με άλλα θέματα. Αλλά βλέπετε, τα προβλήματα μας προλαβαίνουν. Νομίζω πως πρέπει να φτιάχνουμε παραμύθια.
Μου αρέσουν παραμύθια με ζώα και ανθρώπους. Θα σας πω κάτι που θα σας φανεί κλισέ. Η σχέση του Αισώπου με τον Μπρεχτ. « Ο Μπρεχτ, στην Όπερα της Πεντάρας έβαλε τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται σαν ζώα», ενώ ο Αίσωπος έβαλε τα ζώα να συμπεριφέρονται σαν ανθρώπους. Βήμα τεράστιας κοινωνιολογικής ανάπτυξης. Τα παραμύθια έχουν μια τεράστια ελευθερία. Και νομίζω πως σου θυμίζουν πάλι την παιδικότητα σου που είναι για εμένα η ύψιστη μορφή ελευθερίας και αντίληψης του κόσμου. «Ένα δελφίνι βγαίνει από την θάλασσα και μιλάει με έναν άνθρωπο». Ένα παιδί το δέχεται και δεν αναρωτιέται «για αυτό». Και ο ενήλικας το δέχεται. Μακάρι όλοι να φερόμασταν έτσι. Μακάρι και εγώ να έκανα ταινίες με άλλα θέματα. Αλλά βλέπετε, τα προβλήματα μας προλαβαίνουν. Νομίζω πως πρέπει να φτιάχνουμε παραμύθια.
-Σε αντίθεση με πολλά ελληνικά φιλμ και σήριαλ των προηγούμενων χρόνων όπου βλέπαμε αποστειρωμένα και ανέγγιχτα σπίτια στο δικό σου φιλμ, ύστερα από καιρό είδα ξανά «φυσιολογικά διαμερίσματα».
Ένας νεαρός φίλος μου δημοσιογράφος όταν είδε την ταινία, μου είπε πως «για πρώτη φορά άκουσα σε μια ταινία, περιστέρια μέσα σε ένα διαμέρισμα». Ζούμε σε μια πόλη γεμάτη περιστέρια και δεν τα ακούμε ποτέ. Ναι προσπάθησα να δείξω, τι ακούμε και τι βλέπουμε στα διαμερίσματα των Αθηνών όταν κλείνουν οι πόρτες. Όλο αυτό που παρήγαγε η τηλεόραση είναι ένα πράγμα ψεύτικο, γιατί ο «πολιτισμός» που φτιάχτηκε έλεγε ότι δεν πρέπει να προκαλέσεις πόνο στον άλλο, πρέπει να προκαλέσεις ένα είδος νάρκωσης, με αποτέλεσμα ο νεοέλληνας εκεί που νοιάζονταν για τον άλλον, έγινε ένα άτομο που όταν του τοποθετούσες την αίσθηση του πόνου, έτρεχε χιλιόμετρα μακριά. «Τι με νοιάζει», «χαλάρωσε», να «περάσουμε καλά». Το να περάσουμε καλά είναι αυτό που μας έφαγε. Για εμένα αυτή είναι η οικονομική κρίση. Ξαφνικά συγκρούστηκε ο καθένας με τον καθρέφτη του και αισθάνθηκε πως αυτό που έλεγε τόσα χρόνια: «δεν θέλω να πονέσω, θέλω να χαλαρώσω, θέλω να περάσω καλά», είδε πως δεν πατάει πουθενά. Ποιος είπε να μην περάσουμε καλά;. Αλλά αυτό που συνέβη έμοιαζε με εργοστάσιο παραγωγής ρομπότ. Δουλειά, χρήματα, καλά αυτοκίνητα. Σχέσεις που επί της ουσίας δεν βασίζονταν στην αγάπη με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν.
-Αν ξεκινούσες να γυρίζεις σήμερα το φιλμ σου, θα ήταν διαφορετικό;
Η ταινία αναφέρεται στην Αθήνα του 2010. Τίποτε δεν άλλαξε προς το καλύτερο. Όλα είναι χειρότερα και δυστυχώς πιο δραματικά. Οι αυτοκτονίες διαδέχονται η μία την άλλη και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι βαριά. Η ταινία δε θα ήταν διαφορετκή, θα ήταν πιο σκληρή μάλλον. Οι άνθρωποι είναι σε απόγνωση και πανικό. Ξέρετε τι τραύματα και τι αλλοιώσεις έχει δημιουργήσει αυτό στην ανθρώπινη συμπεριφορά; Όταν δεν ξέρεις αν αύριο θα έχεις δέκα ευρώ στην τσέπη και χρωστάς και βλέπεις έναν πατέρα και μια μητέρα με δυο παιδιά στα πρόθυρα της τρέλλας εν έτει 2012, ντρέπεσαι για το κράτος και το μέλλον που μας παρέδωσαν οι πολιτικοί μας και οι τραπεζίτες. Αλλά η ταινία δε μιλάει για την οικονομική κρίση ειδικά, αλλά για την κρίση μιας ολόκληρης εποχής. Το πώς δηλαδή ο σύγχρονος κόσμος αποτυπώνει τα εκφυλιστικά σημάδια του στη σύγχυση και στον πανικό των ανθρώπων. Και η παράνοια της εποχής καθρεφτίζεται αναπόφευκτα στη νεύρωση και στην αδυναμία των ανθρώπων να αγαπήσουν και να πιστέψουν.
Η ταινία αναφέρεται στην Αθήνα του 2010. Τίποτε δεν άλλαξε προς το καλύτερο. Όλα είναι χειρότερα και δυστυχώς πιο δραματικά. Οι αυτοκτονίες διαδέχονται η μία την άλλη και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι βαριά. Η ταινία δε θα ήταν διαφορετκή, θα ήταν πιο σκληρή μάλλον. Οι άνθρωποι είναι σε απόγνωση και πανικό. Ξέρετε τι τραύματα και τι αλλοιώσεις έχει δημιουργήσει αυτό στην ανθρώπινη συμπεριφορά; Όταν δεν ξέρεις αν αύριο θα έχεις δέκα ευρώ στην τσέπη και χρωστάς και βλέπεις έναν πατέρα και μια μητέρα με δυο παιδιά στα πρόθυρα της τρέλλας εν έτει 2012, ντρέπεσαι για το κράτος και το μέλλον που μας παρέδωσαν οι πολιτικοί μας και οι τραπεζίτες. Αλλά η ταινία δε μιλάει για την οικονομική κρίση ειδικά, αλλά για την κρίση μιας ολόκληρης εποχής. Το πώς δηλαδή ο σύγχρονος κόσμος αποτυπώνει τα εκφυλιστικά σημάδια του στη σύγχυση και στον πανικό των ανθρώπων. Και η παράνοια της εποχής καθρεφτίζεται αναπόφευκτα στη νεύρωση και στην αδυναμία των ανθρώπων να αγαπήσουν και να πιστέψουν.
-Κεντρικό πρόσωπο στην ταινία είναι μια Ιρακινή έγκυος μετανάστης, που ενώ είναι έτοιμη να γεννήσει μόνη της, σε ένα διαμέρισμα των Αθηνών, ως εκ θαύματος την βοηθάει ένας γείτονας της. Στην σημερινή Αθήνα της ξενοφοβίας, η Ιρακινή θα έβρισκε ανάλογη βοήθεια;
Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Όταν άκουσα την αληθινή ιστορία της εγκύου μετανάστριας που θα γεννούσε μόνη στο διαμέρισμά της αν ένας άλληνας γείτονας δεν γινόταν τελικά ο κατά λάθος μαιευτήρας της, είπα μέσα μου ότι αυτή η ιστορία είναι το κατάλληλο πλαίσιο για να απαντήσω στις άλλες ιστορίες της ταινίας, όπου τα “εγώ” συγκρούονται με λύσσα να κερδίσουν μέσα σε έναν παρανοϊκό κόσμο. Να κερδίσουν τι; Δεν ξέρω. Ο καθένας να κερδίσει το κουκούλι του προφανώς. Αυτή η ιστορία χώρεσε μέσα της μια εποχή και μια πόλη που έχει χάσει και τον έρωτα και την πίστη και την αλληλεγγύη. Και ουσιαστικά, ο κρυμμένος πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας δεν είναι η ιρακινή έγκυος αλλά ο γείτονας. Όταν διασκεύασα την ιστορία για το σενάριο της ταινίας, αποκάλυψα στην εξέλιξή της, ότι εκείνος την έβλεπε κρυφά και τη φωτογράφιζε, γοητευμένος από την κρυμμένη ομορφιά της. Όλα κρυμμένα και ολοφάνερα, χωρίς λόγια και χωρίς συγκρούσεις. Και εκείνος ήταν ο μόνος που την άκουσε, όπως ήταν εκείνος ο μόνος του οποίου χτύπησε τον τοίχο εκείνη και του επέτρεψε να παραβιάσει το χώρο της, ανεπίτρεπτο για μουσουλμάνα. Αυτή η ιστορία είναι κατά βάθος βλάσφημη και ιερή μαζί. Αλλά είναι μια ιστορία σιωπής ανάμεσα στο φυσικότερο ίσως ζευγάρι της ταινίας χωρίς να είναι ζευγάρι.
Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Όταν άκουσα την αληθινή ιστορία της εγκύου μετανάστριας που θα γεννούσε μόνη στο διαμέρισμά της αν ένας άλληνας γείτονας δεν γινόταν τελικά ο κατά λάθος μαιευτήρας της, είπα μέσα μου ότι αυτή η ιστορία είναι το κατάλληλο πλαίσιο για να απαντήσω στις άλλες ιστορίες της ταινίας, όπου τα “εγώ” συγκρούονται με λύσσα να κερδίσουν μέσα σε έναν παρανοϊκό κόσμο. Να κερδίσουν τι; Δεν ξέρω. Ο καθένας να κερδίσει το κουκούλι του προφανώς. Αυτή η ιστορία χώρεσε μέσα της μια εποχή και μια πόλη που έχει χάσει και τον έρωτα και την πίστη και την αλληλεγγύη. Και ουσιαστικά, ο κρυμμένος πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας δεν είναι η ιρακινή έγκυος αλλά ο γείτονας. Όταν διασκεύασα την ιστορία για το σενάριο της ταινίας, αποκάλυψα στην εξέλιξή της, ότι εκείνος την έβλεπε κρυφά και τη φωτογράφιζε, γοητευμένος από την κρυμμένη ομορφιά της. Όλα κρυμμένα και ολοφάνερα, χωρίς λόγια και χωρίς συγκρούσεις. Και εκείνος ήταν ο μόνος που την άκουσε, όπως ήταν εκείνος ο μόνος του οποίου χτύπησε τον τοίχο εκείνη και του επέτρεψε να παραβιάσει το χώρο της, ανεπίτρεπτο για μουσουλμάνα. Αυτή η ιστορία είναι κατά βάθος βλάσφημη και ιερή μαζί. Αλλά είναι μια ιστορία σιωπής ανάμεσα στο φυσικότερο ίσως ζευγάρι της ταινίας χωρίς να είναι ζευγάρι.
-Γιατί έγινες σκηνοθέτης;
Τι ερώτηση κι αυτή. Μάλλον γιατί ενθουσιάζομαι με τις ιστορίες, επειδή οι ιστορίες μάς ξαναγυρίζουν στο να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και ποιος είναι ο δρόμος μας. Είναι σαν ένας χάρτης για να μη χανόμαστε. Μ’ αρέσει ν’ ακούω ιστορίες και μετά να τις λέω κι εγώ. Γίνομαι κουραστικός ώρες, ώρες επαναλαμβάνοντας περιστατικά, αλλά αυτό νομίζω ότι μ’ αρέσει. Ο σκηνοθέτης είναι νομίζω ένας ενδιάμεσος, ένα κάδρο ή ένας φακός που ξανακοιτάζει με τον τρόπο του τον κόσμο. Ή προσπαθεί να ξεπλύνει τις πληγές του λέγοντας στους άλλους ότι είναι πιο έξυπνος και τους δείχνει έναν άλλο δρόμο. Μπορεί. Το θέμα βέβαια είναι αν ο δρόμος που δείχνει είναι χρήσιμος ή όχι, κι αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία που με τρομάζει.
-Εδώ και δυόμιση περίπου χρόνια ζούμε ως χώρα μια τραγική κατάσταση. Χωρίς να είσαι μάντης, με ποιον τρόπο νομίζεις πως θα τελειώσει αυτή η ιστορία και κυρίως τι θα έχει αφήσει πίσω της;
Έτσι όπως εξελίσοονται τα πράγματα δεν ξέρω πότε θα βγούμε απ’ αυτό που συμβαίνει. Οι μισοί Έλληνες άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι. Κάποτε φαντάζμαι ότι θα τελειώσει. Κάθε κρίση, κάθε πόλεμος και κάθε τραγωδία τελειώνει. Με πληγές, με τραύματα, με κακές μνήμες αλλά τελειώνει. Η ιστορία όμως, όπως έχει πει κι ένας μεγάλος, διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν διδάσκεται από την ιστορία. Κάθε φορά που τελείωνε μια κρίση όλοι σκούπιζαν τα δάκρυά τους και εύχονταν να μην ξαναγίνει ανακουφισμένοι. Η ζωή ξανάρχιζε με ελπίδες και όνειρα. ‘Όμως η κρίση ξανάρχεται. Όπως και οι πόλεμοι. Το κακό υπάρχει στον κόσμο και δυστυχώς ο κόσμος εξακολουθεί να γυρίζει με αυτό. Οι άνθρωποι είναι αδύναμοι να κάνουν το παραμικρό όταν αυτοί που ελέγχουν τις τύχες τους αντιμετωπίζουν την ανθρωπότητα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι βασιλιάδες είναι τυφλοί και άρρωστοι κι αυτή η αρρώστια μεταφέρεται. Παίζουν παιχνίδια μεταξύ τους για το χρέος όλου του πλανήτη αντί να επινοήσουν ένα reset και ένα restart για να τελειώνουμε. Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το λάθος αλλά το ξεχνάει όταν ανακουφίζεται. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ακούει καλά και να ξεχωρίζει. Και να το εφαρμόζει οργανωμένα στη μικροκλίμακά του. Η Ελλάδα είναι μια μπερδεμένη χώρα που πληρώνει την απουσία αληθινής ανάπτυξης, εφ’ όσον αυτοί που την κυβερνούσαν τόσα χρόνια ήταν ουσιαστικά αφώτιστοι. Όταν ένας λαός δεν μεγαλώνει με τους ποιητές του αλλά με την ψεύτικη λάμψη του χρήματος, τι νόημα ζωής θα ψάξει να βρει όταν καταρρεύσει; Πώς θα νιώσει ευτυχισμένος όταν δεν έχει δουλειά; Πώς θα του πεις πήγαινε σινεμά; Πάντως, όλοι κάπως πιο μυαλωμένοι θα βγουμε απ’ τις πληγές. Κάτι μαθαίνεις πάντοτε.
Έτσι όπως εξελίσοονται τα πράγματα δεν ξέρω πότε θα βγούμε απ’ αυτό που συμβαίνει. Οι μισοί Έλληνες άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι. Κάποτε φαντάζμαι ότι θα τελειώσει. Κάθε κρίση, κάθε πόλεμος και κάθε τραγωδία τελειώνει. Με πληγές, με τραύματα, με κακές μνήμες αλλά τελειώνει. Η ιστορία όμως, όπως έχει πει κι ένας μεγάλος, διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν διδάσκεται από την ιστορία. Κάθε φορά που τελείωνε μια κρίση όλοι σκούπιζαν τα δάκρυά τους και εύχονταν να μην ξαναγίνει ανακουφισμένοι. Η ζωή ξανάρχιζε με ελπίδες και όνειρα. ‘Όμως η κρίση ξανάρχεται. Όπως και οι πόλεμοι. Το κακό υπάρχει στον κόσμο και δυστυχώς ο κόσμος εξακολουθεί να γυρίζει με αυτό. Οι άνθρωποι είναι αδύναμοι να κάνουν το παραμικρό όταν αυτοί που ελέγχουν τις τύχες τους αντιμετωπίζουν την ανθρωπότητα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι βασιλιάδες είναι τυφλοί και άρρωστοι κι αυτή η αρρώστια μεταφέρεται. Παίζουν παιχνίδια μεταξύ τους για το χρέος όλου του πλανήτη αντί να επινοήσουν ένα reset και ένα restart για να τελειώνουμε. Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το λάθος αλλά το ξεχνάει όταν ανακουφίζεται. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ακούει καλά και να ξεχωρίζει. Και να το εφαρμόζει οργανωμένα στη μικροκλίμακά του. Η Ελλάδα είναι μια μπερδεμένη χώρα που πληρώνει την απουσία αληθινής ανάπτυξης, εφ’ όσον αυτοί που την κυβερνούσαν τόσα χρόνια ήταν ουσιαστικά αφώτιστοι. Όταν ένας λαός δεν μεγαλώνει με τους ποιητές του αλλά με την ψεύτικη λάμψη του χρήματος, τι νόημα ζωής θα ψάξει να βρει όταν καταρρεύσει; Πώς θα νιώσει ευτυχισμένος όταν δεν έχει δουλειά; Πώς θα του πεις πήγαινε σινεμά; Πάντως, όλοι κάπως πιο μυαλωμένοι θα βγουμε απ’ τις πληγές. Κάτι μαθαίνεις πάντοτε.
-Ο δικός σου ο χαρακτήρας, σε ποιον ήρωα της ταινίας σου βρίσκεται πιο κοντά;
Βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο σε όλους τους άντρες της ταινίας αλλά κατά βάθος νομίζω ότι βρίσκομαι πιο κοντά στον γείτονα της ιρακινής που την παρακολουθεί κρυφά. Όχι ότι μου μοιάζει απόλυτα αλλά μπορώ να τον καταλάβω απόλυτα. Δεν έγραψα τίποτα γι’ αυτόν στο σενάριο. Σα να μη μου χρειαζόταν. Και στον Ιωσήφ τον Πολυζωίδη που τον υποδύθηκε, πάλι ελάχιστα του είπα. Τους υπόλοιπους ηθοποιούς τους είχα τρελάνει. Αλλά έχει κάτι που μ’ αρέσει αυτός ο ήρωας. Μπορει να είμαι κι εγώ τελικά, δεν ξέρω. Νομίζω ότι θέλει να της φωνάξει “σε θέλω” κι επειδή ξέρει ότι δεν μπορεί να βρει ανταπόκριση και σωματική επαφή, επινοεί έναν μυστικό δρόμο για να κρατήσει επαφή μαζί της. Το μόνο που έχει σημασία γι’ αυτόν είναι να έχει επαφή μαζί της. Είτε εκείνη το ξέρει είτε όχι. Ο μόνος που σηκώνει τη σημαία της αγάπης στην ταινία τελικά είναι αυτός. Γιατί επιμένει. Και γιατί δεν φωνάζει γι’ αυτό. Κι ίσως γι’ αυτό τού έρχεται μετά ο ουρανός στο κεφάλι. Είναι σα να του είπε μοιραία εκείνη, αφού με θες τόσο πολύ έλα να με ξεγεννήσεις, ακόμη κι αν το παιδί δεν είναι δικό σου. Η ιδιοκτησία τελικά δεν έχει καμιά σχέση με την αγάπη. Τα παιδιά μας δεν είναι δικά μας.
-Σε αντίθεση με του πορτογάλους και τους ισπανούς που είναι διαρκώς στο δρόμο, στη χώρα μας βλέπουμε τους ανθρώπους να διαμαρτύρονται μια φορά στο τόσο και μετά να επιστρέφουν στους καναπέδες τους.
Δεν ξέρω τι έχει συμβεί σ’ αυτόν τον λαό. Είναι σαν να έχουμε βουλιάξει. Ο καναπές μας αποδείχτηκε το κελί μας. Στους πολέμους είμασταν οι γενναιότεροι και οι πιο τολμηροί. Τώρα είμαστε τόσο τρομοκρατημένοι που κλεινόμαστε πίσω απ’ την πόρτα μας ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Αλλά όταν δεν πιστεύεις πουθενά δεν πρόκειται να σου συμβεί κανένα θαύμα. Από την άλλη εμείς οι Έλληνες, χάσαμε νομίζω την ταυτότητα του επινοητικού, φωτεινού, φιλόξενου και φιλότιμου λαού που μας είχαν προσάψει οι ξένοι. Μολυνθήκαμε προφανώς από τη λάθος εφαρμογή ενός μοντέλου ζωής χωρίς στόχο και χαθήκαμε στην πλάνη της ιδιωτείας χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι όταν έχουμε ο ένας τον άλλον και παλεύουμε μαζί, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Οι Έλληνες είναι στους καναπέδες γιατί είναι στην ουσία μόνοι τους και έχουν ξεμάθει να μοιράζονται πια. Ακόμη κι αν το θελήσουν, δεν ξέρουν πώς να το ζητήσουν.
Δεν ξέρω τι έχει συμβεί σ’ αυτόν τον λαό. Είναι σαν να έχουμε βουλιάξει. Ο καναπές μας αποδείχτηκε το κελί μας. Στους πολέμους είμασταν οι γενναιότεροι και οι πιο τολμηροί. Τώρα είμαστε τόσο τρομοκρατημένοι που κλεινόμαστε πίσω απ’ την πόρτα μας ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Αλλά όταν δεν πιστεύεις πουθενά δεν πρόκειται να σου συμβεί κανένα θαύμα. Από την άλλη εμείς οι Έλληνες, χάσαμε νομίζω την ταυτότητα του επινοητικού, φωτεινού, φιλόξενου και φιλότιμου λαού που μας είχαν προσάψει οι ξένοι. Μολυνθήκαμε προφανώς από τη λάθος εφαρμογή ενός μοντέλου ζωής χωρίς στόχο και χαθήκαμε στην πλάνη της ιδιωτείας χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι όταν έχουμε ο ένας τον άλλον και παλεύουμε μαζί, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Οι Έλληνες είναι στους καναπέδες γιατί είναι στην ουσία μόνοι τους και έχουν ξεμάθει να μοιράζονται πια. Ακόμη κι αν το θελήσουν, δεν ξέρουν πώς να το ζητήσουν.
-Σε άλλες δύσκολες περιόδους της χώρας μας οι τέχνες γέννησαν διαμάντια. Νομίζεις πως και σε αυτή την περίπτωση θα συμβεί το ίδιο ή επειδή η συγκεκριμένη κρίση έχει πιο ύπουλα χαρακτηριστικά, δεν θα συμβεί ούτε αυτό;
Γεννιούνται διαμάντια και σήμερα αλλά κανείς δεν ασχολείται με την τέχνη. Όλο το σύστημα ασχολείται με τα λεφτά. Θα μου πείτε αυτά μας λείπουν. Εντάξει, αλλά έφτασε ο σύγχρονος κόσμος να ασχολείται μόνο με την επιβίωση λες και γυρίσαμε στον μεσαίωνα; Ο καλλιτέχνης πάντα υπάρχει και θα υπάρχει. Ποιος τον ακούει όμως; Ποια κυβέρνηση ασχολείται με τον πολιτισμό; Όχι η δικιά μας πάντως. Χρόνια τώρα. Παρίστανε ότι ασχολούνταν γιατί χρησιμοποιούσε τους καλλιτέχνες ως κλόουν της ευμάρειας. Τώρα για πηγαίνετε να ρωτήσετε τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του, είναι απαραίτητη η τέχνη στην Ελλάδα και να δείτε τι θα σας απαντήσουν. Δημόσια θα φωνάξουν για την ανάγκη παιδείας και πολιτισμού αλλά στην ουσία ο σύγχρονος καλλιτέχνης στην Ελλάδα δεν έχει ούτε στήριξη ούτε εκπαιδευμένο κοινό ν’ απευθυνθεί. Το δυστύχημα είναι ότι το σύστημα ζωής που υπηρετούν συντριπτικά οι έλληνες πολιτικοί είναι κενόδοξο. Αντιμετωπίζουν την τέχνη ως πολυτέλεια και όχι ως εργαλείο ζωής. Οπότε γιατί να επενδύσουν στον πολιτισμό; Οι ταινίες μας τα τελευταία τρία χρόνια σαρώνουν τα φεστιβάλ και τις διακρίσεις. Ποιος ίδρωσε γι’ αυτό; Δεν είναι ένα διαμάντι που γεννήθηκε μέσα στην κρίση αυτό; Το ελληνικό σινεμά αβοήθητο ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Θα ‘πρεπε να είμαστε περήφανοι αλλά κανείς δεν ασχολείται.
Γεννιούνται διαμάντια και σήμερα αλλά κανείς δεν ασχολείται με την τέχνη. Όλο το σύστημα ασχολείται με τα λεφτά. Θα μου πείτε αυτά μας λείπουν. Εντάξει, αλλά έφτασε ο σύγχρονος κόσμος να ασχολείται μόνο με την επιβίωση λες και γυρίσαμε στον μεσαίωνα; Ο καλλιτέχνης πάντα υπάρχει και θα υπάρχει. Ποιος τον ακούει όμως; Ποια κυβέρνηση ασχολείται με τον πολιτισμό; Όχι η δικιά μας πάντως. Χρόνια τώρα. Παρίστανε ότι ασχολούνταν γιατί χρησιμοποιούσε τους καλλιτέχνες ως κλόουν της ευμάρειας. Τώρα για πηγαίνετε να ρωτήσετε τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του, είναι απαραίτητη η τέχνη στην Ελλάδα και να δείτε τι θα σας απαντήσουν. Δημόσια θα φωνάξουν για την ανάγκη παιδείας και πολιτισμού αλλά στην ουσία ο σύγχρονος καλλιτέχνης στην Ελλάδα δεν έχει ούτε στήριξη ούτε εκπαιδευμένο κοινό ν’ απευθυνθεί. Το δυστύχημα είναι ότι το σύστημα ζωής που υπηρετούν συντριπτικά οι έλληνες πολιτικοί είναι κενόδοξο. Αντιμετωπίζουν την τέχνη ως πολυτέλεια και όχι ως εργαλείο ζωής. Οπότε γιατί να επενδύσουν στον πολιτισμό; Οι ταινίες μας τα τελευταία τρία χρόνια σαρώνουν τα φεστιβάλ και τις διακρίσεις. Ποιος ίδρωσε γι’ αυτό; Δεν είναι ένα διαμάντι που γεννήθηκε μέσα στην κρίση αυτό; Το ελληνικό σινεμά αβοήθητο ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Θα ‘πρεπε να είμαστε περήφανοι αλλά κανείς δεν ασχολείται.
-Ένας άνθρωπος σήμερα από πού μπορεί να αντλήσει χαρά;
Ο Νίτσε είχε πει ότι για ν’ αντέξει ο άνθρωπος τα δεινά της καθημερινότητας έχει τρία όπλα: το διαρκή αγώνα, την τέχνη και τον έρωτα. Πρέπει να ξαναμάθουμε ν’ αγαπάμε. Να βρούμε τη χαρά στη συνεύρεση και όχι στη φαντασίωση και στην αυτοπροστασία. Αρκετά ασχοληθήκαμε με τους εαυτούς μας. Καιρός είναι να αλλάξουμε βλέποντας ακόμη και την προσπάθεια άλλων ανθρώπων που χαίρονται και δουλεύουν μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Όπως σε κάθε εποχή της ιστορίας. Αυτή είναι η ανθρώπινη ιστορία. Εκεί βρίσκεται το νόημα. Να είσαι ένα βήμα πριν την κατάρρευση και να λες πάλι απ’ την αρχή. Πρέπει να πιστέψουμε. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος χάσει τη θαμμένη αυτήν την εποχή πίστη του ότι η ζωή θα μπορούσε να είναι καλύτερη, τότε δεν έχουμε κανένα μέλλον.
Ο Νίτσε είχε πει ότι για ν’ αντέξει ο άνθρωπος τα δεινά της καθημερινότητας έχει τρία όπλα: το διαρκή αγώνα, την τέχνη και τον έρωτα. Πρέπει να ξαναμάθουμε ν’ αγαπάμε. Να βρούμε τη χαρά στη συνεύρεση και όχι στη φαντασίωση και στην αυτοπροστασία. Αρκετά ασχοληθήκαμε με τους εαυτούς μας. Καιρός είναι να αλλάξουμε βλέποντας ακόμη και την προσπάθεια άλλων ανθρώπων που χαίρονται και δουλεύουν μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Όπως σε κάθε εποχή της ιστορίας. Αυτή είναι η ανθρώπινη ιστορία. Εκεί βρίσκεται το νόημα. Να είσαι ένα βήμα πριν την κατάρρευση και να λες πάλι απ’ την αρχή. Πρέπει να πιστέψουμε. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος χάσει τη θαμμένη αυτήν την εποχή πίστη του ότι η ζωή θα μπορούσε να είναι καλύτερη, τότε δεν έχουμε κανένα μέλλον.
Συνέντευξη στον Αχιλλέα Πατσούκα στο Protagon (www.protagon.gr/i=protagon.el.proswpa&id=19120)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου