BEYOND THE HILLS
( Πίσω από τους λόφους)
Πρώτη προβολή στο πλαίσιο του αφιερωματος στον σκηνοθετη με το συνολο του έργου του στο 53ο Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονίκης
OΛYMΠION: Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 2012 - 20:00
ΣTAYPOΣ TOPNEΣ: Παρασκευή,
9 Νοεμβρίου 2012 - 20:15
Σκηνοθεσία:
Cristian
Mungiu
Σεναριο:
Cristian
Mungiu από το ομώνυμο βιβλιο της Tatiana
Niculescu Bran
Φωτογραφία:
Oleg Mutu
Παιζουν:
Cosmina Stratan
Cristina Flutur
Valeriu Andriuta
Dana Tapalaga
Catalina Harabagiu
Βραβεια - Συμμετοχές:
Βραβειο Φεστιβαλ Καννων για
τις 2 πρωταγωνιστικές γυναικείες ερμηνειες
Βραβείο Σεναρίου στο
Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχη στο
διαγωνιστικό τμημα του Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ Karlovy Vary
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ Τορόντο
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ Νεας; Υόρκης
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ New Horizons της
Πολωνίας
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ Αμβούργου
Χωρα παραγωγής: Ρουμανία, Γαλλία, Βέλγιο
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα:
Ρουμανικα
Η Βοϊκίτσα και η Αλίνα
μεγάλωσαν μαζί σε ορφανοτροφείο και στάθηκαν η μία στην άλλη, από την πρώτη
δημοτικού, σαν να ήταν οικογένεια. Στα 19 της, η Αλίνα αποφασίζει να πάει να
δουλέψει στη Γερμανία. Η Βοϊκίτσα βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα ορθόδοξο μοναστήρι
και γίνεται καλόγρια. Εκεί, δεν βρίσκει μόνο το Θεό, αλλά και την οικογένεια
που δεν είχε ποτέ. Η Αλίνα επιστρέφει από τη Γερμανία και παλεύει να ξαναβάλει
τη Βοϊκίτσα στη ζωή της. Εκείνη ζητά την άδεια να φύγει για λίγο από τη μονή,
προκειμένου να βοηθήσει τη φίλη της, αλλά η απάντηση του παπά δεν αφήνει
περιθώρια: όταν διαλέξεις το δρόμο του Θεού, δεν υπάρχει επιστροφή. Η Βοϊκίτσα
δεν είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τη γαλήνη που έχει βρει, ενώ η Αλίνα δεν
μπορεί να χωνέψει αυτήν της την απόφαση: τι απέγινε το κορίτσι που ήξερε παλιά;
Η Αλίνα ξεκινά να παλεύει με όλες της τις δυνάμεις για να φέρει και πάλι τη
Βοϊκίτσα κοντά της, αλλά ο Θεός είναι ο πιο δύσκολος αντίζηλος, και σύντομα οι
άνθρωποι της μονής αρχίζουν να υποψιάζονται πως κάτι διαβολικό υπάρχει πίσω από
τη δύναμη που παρακινεί την Αλίνα.
Ένας Ρουμάνος πέρα από τα Βαλκάνια
Από
τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του «νέου κύματος» -όπως επικράτησε να
ονομάζεται-στο ρουμάνικο κινηματογράφο, ο Κριστιάν Μουντζίου έγινε παγκοσμίως
γνωστός το 2007 όταν κέρδισε το Χρυσό
Φοίνικα στις Κάννες με την ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο
ημέρες».
Ο
Κριστιάν Μουντζίου γεννήθηκε το 1968 στο Ιάσιο. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία.
Στη συνέχεια μπήκε στη σχολή κινηματογράφου στο Βουκουρέστι και σπούδασε
σκηνοθεσία.
Το
2002 γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Δύση».
Είχαν
προηγηθεί έξι μικρού μήκους ταινίες, οι: «Μαριάνα» (1997), «Το χέρι του
Παουλίστα» (1998), «Τίποτα στην τύχη»
(1999), «Η χορωδία των πυροσβεστών» (2000), «Ζάπινγκ» (2000). Αμέσως μετά
γύρισε «Το κορίτσι με τη γαλοπούλα» (2005). Το θέμα της «Δύσης» είναι το όνειρο
των νέων Ρουμάνων να εγκαταλείψουν τη χώρα και να αναζητήσουν την τύχη τους
στις δυτικές χώρες. Η Σορίνα, αρραβωνιασμένη με τον Λούτσι, βρίσκει στο πρόσωπο
ενός νεαρού Γάλλου την ευκαιρία να φύγει. Ο Λούτσι κάνει
ό,τι
περνά από το χέρι του να ξανακερδίσει την αγαπημένη του. Έξυπνο σενάριο με
έντονο χιούμορ και σκηνοθεσία που κατακτά το θεατή.
Η ιστορία της ταινίας «Τέσσερις μήνες, τρεις
εβδομάδες και δύο ημέρες», εκτυλίσσεται στα τελευταία χρόνια του καθεστώτος Τσαουσέσκου.
Η Γκαμπίτσα είναι έγκυος και, με τη βοήθεια της συμφοιτήτριας και συγκατοίκου
της Οτίλια, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να κάνει έκτρωση. Κάτι όχι
ιδιαίτερα εύκολο, αφού τότε στη Ρουμανία οι εκτρώσεις ήταν παράνομες. Στη
συγκλονιστική ταινία του, ο Μουντζίου δεν καταγγέλλει, αλλά περιγράφει
τον
τρόπο που επηρεάζονται οι άνθρωποι από τις καταστάσεις. Βαθιά ανθρώπινο σενάριο
και λιτή σκηνοθετική γραμμή που εντυπωσιάζει με τη δυναμική που κρύβει…
Το
2009 είχε σειρά η ταινία «Μνήμες από τη χρυσή εποχή». Χρυσή Εποχή ονομάστηκε
από το καθεστώς η εποχή Τσαουσέσκου. Πρόκειται για μια σπονδυλωτή ταινία, που
αποτελείται από πέντε χιουμοριστικά επεισόδια, βασισμένα σε αντίστοιχους
αστικούς μύθους που κυκλοφορούσαν μεταξύ των πολιτών στην εποχή Τσαουσέσκου. Το
σενάριο είναι του Μουντζίου, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει την τελευταία από τις
ιστορίες αυτές.
Πέρα
από ένα νοσταλγικό ύφος, το οποίο κυρίως προσλαμβάνουν οι μεγαλύτεροι, που
άλλωστε έζησαν εκείνα τα χρόνια, η ταινία έχει χιούμορ. Έτσι, ενώ αναπαράγει με
απόλυτη πιστότητα την εποχή, μπαίνει συχνά σε σουρεαλιστικές καταστάσεις που
δημιουργούσε η καθημερινότητα της Χρυσής Εποχής. Διασκεδαστικό φιλμ, άλλοτε
σοβαρό και άλλοτε αστείο, με στρωτή αφήγηση.
Φέτος
ο Ρουμάνος σκηνοθέτης κέρδισε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες με την ταινία
«Πέρα από τους λόφους». Ταυτόχρονα οι δύο πρωταγωνίστριές του, Κοσμίνα Στρατάν
και Κριστίνα Φλούτουρ, μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. Η ταινία, βασισμένη
στη νουβέλα της Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν, αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός
εξορκισμού, που
συνέβη
στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στο χωριό Τανάκου της Ρουμανίας. Κεντρικοί
χαρακτήρες είναι δύο φίλες, η Αλίνα και η Βοϊκίτσα. Η πρώτη έφυγε στη Γερμανία
και η δεύτερη έγινε καλόγρια. Όταν η Αλίνα επιστρέφει και θέλει να πάρει μαζί
της τη φίλη της, συναντά την αντίδραση του ιερέα της μονής και των υπόλοιπων
μοναχών. Η απάντηση είναι σαφής: όταν διαλέξεις το δρόμο του Θεού, δεν υπάρχει
επιστροφή. Και όταν η Αλίνα επιμένει να τα βάζει με όλους προκειμένου να πάρει
πίσω τη φίλη της, οι μοναχοί υποψιάζονται διαβολικές δυνάμεις και αποφασίζουν
να επέμβουν δυναμικά. Η ταινία έχει επιλεγεί να εκπροσωπήσει τη Ρουμανία στη
διεκδίκηση του ξενόγλωσσου
Όσκαρ.
Το
σινεμά του Κριστιάν Μουντζίου βαδίζει στο δρόμο του ρεαλισμού. Ο ίδιος άλλωστε
έχει δηλώσει πως η αγαπημένη του ταινία είναι ο «Κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο
ντε Σίκα. Οι ταινίες του είναι ανθρωποκεντρικές και τοποθετεί τους ήρωές του
μέσα σε ένα περιβάλλον του οποίου τις συνέπειες υφίστανται. Υπάρχει μια κριτική
ματιά απέναντι στο καθεστώς Τσαουσέσκου, αλλά χωρίς κραυγές και εύπεπτες πολιτικολογίες.
Ο Μουντζίου εξετάζει κυρίως πώς το όλο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι
επηρεάζει τις ζωές των ηρώων του, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην ταινία
«Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες».
Σκηνοθετεί
με στιβαρότητα, κατέχει την τέχνη της αφήγησης και μαζί με τη συγκίνηση
μπορούμε ενίοτε να διακρίνουμε και λεπτές αποχρώσεις χιούμορ. Είναι λιτός κι
απέριττος, συχνά μινιμαλιστικός, αποφεύγει την πολυλογία, παραμένοντας
φανατικός οπαδός της άποψης πως ο κινηματογράφος -πάνω απ’ όλα-είναι εικόνα.
Όταν σκηνοθετεί ταινίες για το παρελθόν της χώρας του, δεν δημαγωγεί ούτε
πέφτει στην παγίδα της εύπεπτης καταγγελίας.
Αντίθετα,
προσεγγίζει με σεβασμό τους ανθρώπους που έζησαν εκείνα τα χρόνια αλλά και τα
βιώματά τους. Με λίγα λόγια, ο Κριστιάν Μουντζίου είναι ένας από τους
κορυφαίους σκηνοθέτες στη Ρουμανία αλλά κι ένας από τους πιο σημαντικούς -όπως
φαίνεται- στην Ευρώπη.
Στράτος Κερσανίδης
ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ:
"Πισω από τους λόφους,
είναι ένα μοναστηρι, πισω από τους τοιχους του μοναστηριου , είναι η παλια κι η
νεα Ρουμανια. Στα προσωπα, στις
συνηθειες,στην νοοτροπία και το μοναστηριακο τυπικό, ο σκηνοθετης μας καταθετει
την παλια Ευρωπη που επεξεργαζεται και σκαναρει τα δεδομενα για να παρουσιασει
μια νεα Ευρώπη . Ισως η διαδικασια και η προσωποποίηση να είναι
παρακινδυνευμένη και το καινούργιο που θα προκυψει να είναι κατι τοσο
μεσαιωνικό που θα μας αφησει εκπληκτους.
Η μηπως το μοναστηρι κι οι τοιχοι του ειναι το μπλοκαρισμενο ιδεολογικο
μας βλεμμα στην προκληση του αγνωστου αυριο των απαιτησεων των
"αγορων" ; "
Τελλος Φίλης Seven Film Gallery
14 σχόλια:
Πού μπορείς να φτάσεις για να “σώσεις την ψυχή” ενός ανθρώπου; Ως ποιό βαθμό μπορούν να συνυπάρξουν βαθιά πίστη και ανθρώπινες αξίες; Με αυτά τα ερωτήματα καταπιάνεται η νεότερη ταινία του Ρουμάνου Κριστιάν Μουντζίου (που γνωρίσαμε στη χώρα μας ουσιαστικά με το πολυβραβευμένο “4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες”), παραγωγής 2012. Η μοίρα χωρίζει τις στενές φίλες Αλίνα και Βοϊτσίτα που μεγάλωσαν μαζί σε ορφανοτροφείο. Στα 19 της, η πρώτη αναγκάζεται να φύγει στη Γερμανία για να βρει δουλειά, ενώ η δεύτερη αποφασίζει να μπει σε μοναστήρι και να αφοσιωθεί στην πίστη της. Η επιστροφή της Αλίνα από τη Γερμανία προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια της φίλης της, ξαναενώνει τις δυο τους, όμως τίποτα δεν είναι το ίδιο πια. Η Βοϊτσίτα διχάζεται ανάμεσα στη σχέση της με την Αλίνα και τη νέα της ζωή ως μοναχή, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο ηγούμενος της δηλώνει πως αν φύγει από το δρόμο του Θεού, έστω και προσωρινά, δεν υπάρχει επιστροφή, ενώ η άρνηση της Αλίνα να δεχτεί τις αντιλήψεις του μοναστηριού και οι όλο και πιο συχνές κρίσεις της θα φέρουν τα γεγονότα σε μια τραγική κορύφωση.
Ο Μουντζίου αντλεί το θέμα του από μια αληθινή ιστορία που απασχόλησε την κοινή γνώμη της Ρουμανίας πριν λίγα χρόνια. Πρόκειται για μια ταινία που, αργά αλλά σταθερά, καθηλώνει το θεατή και παρά την αρκετά μεγάλη διάρκειά της καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον. Με λιτό στιλ, αποστασιοποιημένη αφήγηση που αποφεύγει να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ ή κατά της θρησκείας – να μην ξεχνάμε, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης μετά την προβολή, πως το θέμα αφορά μια χώρα με ιδιαίτερα έντονη τη θρησκευτική πίστη – και ερμηνείες με ακριβώς την κατάλληλη δόση δραματικότητας (μακάρι να μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για τους ηθοποιούς στην πλειονότητα των ελληνικών παραγωγών!), το “Πίσω από τους λόφους” αποτελεί μια από τις πιο αξιόλογες ταινίες που έχουν προβληθεί μέχρι στιγμής στο φετινό Φεστιβάλ.
Το “Πίσω από τους λόφους” προβλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ Καννών, όπου κέρδισε τα βραβεία Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας (εξ' ημισείας στις Cosmina Stratan και Cristina Flutur), ενώ αποτελεί και την επίσημη υποψηφιότητα της Ρουμανίας για τα επόμενα βραβεία Όσκαρ
Κυρκος Αικατεριναδης www.noizy.gr
Το «Πίσω από τους Λόφους» είναι μια δραματική ταινία που επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θρησκοληψία στις αναπτυσσόμενες, ακόμη, βαλκανικές χώρες. Βασιζόμενος σε δύο βιβλία που πραγματεύονται την πραγματική ιστορία μιας τελετής εξορκισμού έξω από το Βουκουρέστι, η οποία συγκλόνισε τη ρουμάνικη κοινωνία, ο Cristian Mungiu έχει δημιουργήσει μια ταινία που αναδεικνύει τα όρια του ενδιαφέροντος και της αδιαφορίας, αλλά και της πίστης με την τυφλή υποταγή στις γραφές.
Στην ιστορία γνωρίζουμε ως κεντρικά πρόσωπα δύο φίλες που τρέφουν μεγάλη αγάπη η μία για την άλλη. Παρόλα αυτά, οι δρόμοι που έχουν επιλέξει ν` ακολουθήσουν η καθεμία διαφέρουν κατά πολύ. Όταν, λοιπόν, η Alina (Cristina Flutur) επισκεφτεί τη Voichita (Cosmina Stratan) με σκοπό να μην την αποχωριστεί ποτέ ξανά, θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα στις ζωές των δυο γυναικών. Αν και κατά τη διάρκεια της ταινίας δεν μας δίνονται πολλές πληροφορίες για τη ζωή της μοναχής Voichita, μαθαίνουμε πως η Alina κατέληξε στ` ορφανοτροφείο μετά από μια δραματική εμπειρία κι ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της έχει αναπτύξει τάσεις κακοποίησης του εαυτού της κι αυτοκτονίας. Η κατεστραμμένη της ψυχολογία σε συνδυασμό με την μετανάστευσή της στην Γερμανία και τον πυρετό που την οδηγεί σε κρίσεις, κάνουν τους ανθρώπους της μονής να πιστέψουν ότι η Alina είναι δαιμονισμένη.
Βέβαια, εκτός από τη φερόμενη ως κεντρική θεματολογία της θρησκείας, οι επισκέψεις της ηγουμένης (Dana Tapalaga) και της Voichita στ` ορφανοτροφείο, η επίσκεψη της γυναίκας που υιοθέτησε την Alina στο μοναστήρι, η παρουσία του πλήρως άβουλου αδελφού της Alina και η αδιαφορία του θρησκόληπτου γιατρού που αναλαμβάνει τη θεραπεία της Alina κατά τη νοσηλεία της στο κρατικό νοσοκομείο δείχνουν εμφανώς τα σημάδια μιας ετοιμόρροπης κοινωνίας που με την έλλειψη ενδιαφέροντος που δείχνει στους αβοήθητους πολίτες της, τους δίνει ως μόνες διεξόδους την απόσυρση από τα εγκόσμια, ή την τυφλή πίστη στον Θεό και τη μετανάστευση.
Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως βάση τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μέσα σ` αυτό το σύστημα η ορθόδοξη εκκλησία, ο Mungiu δημιουργεί μια ταινία 2μιση ωρών, η οποία με αργούς ρυθμούς ξεδιπλώνει, ουσιαστικά, την ιστορία της Voichita, την οποία θα δούμε να περνά σταδιακά από την απόλυτη και τυφλή υπακοή στους κανόνες της εκκλησίας, στην αμφιβολία, καθώς η νέα της οικογένεια βλάπτει την αγαπημένη της, Alina. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ταινίας και παράλληλα η αρμονία που υπάρχει ανάμεσα στους ρυθμούς εξέλιξης της ιστορίας και την απλότητά της, είναι ότι ο σκηνοθέτης της μόνο στο τέλος παίρνει σαφή θέση απέναντι στα «πιστεύω» της εκκλησίας και κατά τη διάρκεια των 2 ωρών της, παρουσιάζει σε λογικά πλαίσια τον παραλογισμό με τον οποίο δρα ορισμένες φορές αυτή η κοινότητα.
Έχοντας, λοιπόν, ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που μπορεί να συναντήσουμε και στη σημερινή ελληνική κοινωνία, εκπληκτικές ερμηνείες και μια υπέροχη, λιτή, σκηνοθετική γραμμή, η ταινία αποτελεί μια από τις καλύτερες προτάσεις για το σινεφίλ κοινό και ιδιαίτερα για τους λάτρεις του βαλκανικού κινηματογράφου. Επίσης, για όσους βρίσκουν ενδιαφέρουσα μια ταινία που πραγματεύεται την έννοια της θρησκείας, αλλά και του εξορκισμού, με δραματικό τρόπο, προτείνεται ανεπιφύλακτα, καθώς η διάρκειά της μόνο κουραστική δεν είναι.
Μαριλένα Ιωαννου www.cine.gr
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΟΝΤΑΙ ΤΡΑΓΙΚΑ ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΔΡΑΜΑ, ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΜΕΝΟ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ, ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΡΥΘΜΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΟΥΝΤΖΙΟΥ ΤΟΥ "4 ΜΗΝΕΣ, 3 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ 2 ΜΕΡΕΣ". ΒΡΑΒΕΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ (ΚΟΣΜΙΝΑ ΣΤΡΑΤΑΝ ΚΑΙ ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΦΛΟΥΤΟΥΡ) ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΤΣΗΣ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ
Η οργανωμένη πίστη και οι πλάνες της, η αδιαφορία και η αγάπη, οι επιβεβλημένες επιλογές ζωής –κι ένας αναχρονιστικός εξορκισμός. Η τρίτη ταινία του Μουντζίου συγκλονίζει υπόκωφα.
Εν αρχή, τα δυο βραβεία που απέσπασε πανάξια η ταινία του σπουδαίου ρουμάνου σκηνοθέτη στις τελευταίες Κάννες: ερμηνείας εξ ημισείας για την 28χρονη Κοσμίνα Στράταν και την 34χρονη Κριστίνα Φλουτούρ, αμφότερες στην παρθενική τους εμφάνιση στο σελιλόιντ• και σεναρίου, για τον ίδιο τον Μουντζίου, ο οποίος εμπνεύστηκε την ιστορία των «Λόφων» από τα ρεπορτάζ της Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν, υπεύθυνης του γραφείου του BBC στο Βουκουρέστι, σχετικά με έναν θανατηφόρο εξορκισμό που έλαβε χώρα το 2005 στο μοναστήρι Τανάκου της Ρουμανίας. Η ταινία του Μουντζίου αφηγείται –με τα γνωστά πολυπρόσωπα στατικά πλάνα του και την ικανότητά του να ιχνογραφεί ωμά τις διαπροσωπικές συγκρούσεις– την ιστορία της Βοϊτσίτα (Στράταν, τι πρόσωπο!) και της Αλίνα (Φλουτούρ), οι οποίες μεγάλωσαν μαζί σε ένα μίζερο ορφανοτροφείο και συνδέονται με μια αγάπη που προσεγγίζει την ερωτική.
Φεύγοντας από το ίδρυμα στα 18 τους, η μεν Αλίνα πήγε στη Γερμανία –όπου επισήμως δουλεύει ως σερβιτόρα, ανεπισήμως και ανεπαισθήτως κάτι υποννοείται για κάποιο σεξοκύκλωμα–, η δε Βοϊτσίτα κατέληξε σε ένα μοναστήρι χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και περιττές... σχέσεις με τον 21ο αιώνα. Κι όταν η Αλίνα επιστρέφει στη Ρουμανία με σκοπό να ξανασμίξει με την φιλενάδα της και (ίσως) να την πάρει μαζί της από το μοναστήρι στη Γερμανία, η οργανωμένη πίστη και... ο ίδιος ο Θεός θα υψώσουν τείχη ανυπέρβλητα μεταξύ αυτών των δυο άρρηκτα δεμένων και καταταλαιπωρημένων ψυχών. Η βίαιη αντίδραση της Αλίνα στην παθητική στάση της Βοϊτσίτα, με αυτοτραυματισμούς και υστερίες, θα οδηγήσει την ιατρική στη διάγνωση παρανοϊκής σχιζοφρένειας –ενώ η Αλίνα είναι πασιφανώς η μόνη λογική στο αναχρονιστικό μοναστήρι-τρελάδικο. Η δε «διάγνωση» του ηγούμενου αποφαίνεται πως μόνο ο εξορκισμός μπορεί να σώσει την κοπέλα από τους δαίμονές της...
Η υπνωτιστική δύναμη της θρησκείας που καθαγιάζει αυθαιρεσίες στο όνομα του «καλού», η φτώχια και η έλλειψη εναλλακτικών που σμιλεύουν την ύπαρξη, αλλά και η αδιαφορία που, όπως σημειώνει ο Μουντζίου, γίνεται ένας «βασικός μηχανισμός επιβίωσης» για ανθρώπους που έχουν εκτεθεί επί χρόνια σε δυστυχίες και φρικαλεότητες, εικονογραφούνται θαυμάσια, χωρίς καμία διάθεση κατήχησης. Και οι ερμηνείες είναι όντως εξαιρετικές.
Τατιάνα Καποδίστρια www.tospirto.net
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης λέει ότι η ταινία του μιλάει για την αδιαφορία. Η κινηματογραφική του γλώσσα στέρεα και γοητευτική, ο κοινωνικός ρεαλισμός του σπάει κόκαλα, οι ερμηνείες των ηθοποιών του συγκλονιστικές. Τα στοιχεία αυτά επαναλαμβάνονται και στη νέα του ταινία. Μόνο που…
Το Πίσω από τους λόφους στοχεύει ψηλότερα. Βουτάει στα νερά της θρησκείας, του έρωτα και, αναπόφευκτα, του θανάτου. Βαθιά νερά για να τ’ αντέξεις χωρίς σκανταλόπετρα και δίχως μάσκα, με κοινωνιολογικές έννοιες μονάχα. Γιατί οι κοινωνιολογίες δεν αρκούν σαν ο έρωτας γίνει παράνοια, η θρησκεία νεύρωση κι ο θάνατος ένα τυχαίο, αναπόφευκτο συμβάν. Ευτυχώς που ο ίδιος ο κινηματογράφος σώζει κάπως τα πράγματα: τα στοχαστικά του πλάνα και η συγκινητική υπόκλιση του Μουντζίου στα πρόσωπα δικαιώνουν, εν μέρει, το εγχείρημά του.
Εάν ο Μουντζίου έμενε στη σχέση των δύο κοριτσιών, με την αυστηρότητα που το έκανε στην προηγούμενη ταινία του, θα είχαμε την επανάληψη του θαύματος του 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες. Το πράγμα όμως μπλέκει όταν αποφασίζει να πλεύσει σε μάλλον άγνωστά του νερά. Μένοντας σε μια επιφάνεια διαπιστώσεων, εκεί που χρειάζεται βουτιές με κρατημένη την ανάσα, χάνει στο τέλος ακόμα και το νήμα της ιστορίας του, πράγμα που φαίνεται πως παρέβλεψαν οι κριτές που του έδωσαν το βραβείο σεναρίου στις Κάνες. Η υπαινισσόμενη ερωτική σχέση των κοριτσιών στην αρχή παραμένει ένα βουβό μυστικό ως το τέλος. Η παράνοια (επιληψία;) της Αλίνας μένει κι αυτή μετέωρη κι ανεξερεύνητη. Κι όταν η Βοϊτσίτα στην αρχή λέει πως φρόντισε για το διαβατήριο της Αλίνας, ενώ τη βλέπουμε να εκδίδει δικό της διαβατήριο, το ψέμα της μένει κι αυτό ξεκρέμαστο. Έτσι φτάνουμε στην αμηχανία του τέλους, όπου ένα αργό τράβελινγκ μέσα στο όχημα μεταγωγών της αστυνομίας κι η αινιγματική συζήτηση των δύο αστυνομικών έρχεται να μπαλώσει τα κενά και την απορία του θεατή.
Μένει, εν τέλει, ο κοινωνικός του ρεαλισμός και οι ερμηνείες των ηθοποιών, μέρος του μετιέ του σκηνοθέτη, να δώσουν στην ταινία λίγη από τη αίγλη της προηγούμενής του. Πίσω από την πρώτη γραμμή του δράματος χάσκει μια κατεδαφισμένη κοινωνία –τουτέστιν οικονομία, λέει κλείνοντας το μάτι ο Μουντζίου– πάνω στα ερείπια του καθεστώτος κι ένας ολόκληρος κόσμος που αναζητά μια καινούργια ισσοροπία. Η θρησκεία φαίνεται μια καλή λύση. Πλην όμως η σχεδόν γραφειοκρατική τυπολατρεία της τής έχει αφαιρέσει κάθε ζωογόνο χυμό που θα μπορούσε να νοτίσει ξανά τα αποξηραμένα οστά που κείτονται «εν μέσω του πεδίου». Αντί ν´ αναστηθούνε οι νεκροί, παίρνουν κι οι ζωντανοί-νεκροί τον δρόμο για τον Άδη. Αν είχε τουλάχιστον εκραγεί αυτό το βουβό πάθος που κρύβουνε οι δύο φίλες…
Η από κοινού βράβευση της Κοσμίνας Στρατάν (Βοϊτσίτα) και της Χριστίνας Φλουτούρ (Αλίνα) με το βραβείο Α´ Γυναικείου Ρόλου, στις Κάνες, δείχνει πράγματι το μέγεθος των ερμηνειών των δύο πρωτοεμφανιζόμενων πρωταγωνιστριών, κάτω από τη σίγουρη επίβλεψη του σκηνοθέτη. Το ίδιο στέρεες είναι και οι υπόλοιπες ερμηνείες της ταινίας. Το σενάριο προέρχεται από το βιβλίο της ανταποκρίτριας του BBC στη Ρουμανία Τατιάνας Νικουλέσκου Μπραν, για μια υπόθεση εξορκισμού που είχε απασχολήσει τη ρουμανική κοινή γνώμη το 2005. Η κινηματογράφηση του Μουντζίου, τέλος, είναι πράγματι γοητευτική και σίγουρη, με τα πλάνα του να στέκονται, αρμέγοντας, ώρες-ώρες το φως από τα πρόσωπα του δράματος ή με τη μηχανή στο χέρι να καταγράφει τα ίδια τα βήματά τους. Ένας κινηματογράφος που σπάνια πια βλέπουμε. Σαν ο Μπρεσόν κι ο Κιαροστάμι νάχουνε φτιάξει ένα δίφορο ρόδο στον κήπο του Μουντζίου!
Κωνσταντίνος Μπλάθρας ΑΡΔΗΝ-ΡΗΞΗ
Η Voichita αναζητά την Alina στο σιδηροδρομικό σταθμό μιας μικρής ρουμάνικης πόλης σε ένα λόφο. Τα κορίτσια μεγάλωσαν μαζί σε ορφανοτροφείο και βρέθηκαν κοντά η μία στην άλλη. Όμως στα 19 οι δρόμοι των κοριτσιών χώρισαν. Η Alina βρέθηκε σε ανάδοχη οικογένεια και μερικά χρόνια αργότερα μετακόμισε για να εργαστεί στη Γερμανία. Η Voichita καταφεύγει σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι κι έγινε καλόγρια, βρίσκοντας την οικογένεια που δεν είχε ποτέ. Όταν η Alina θα γυρίσει από τη Γερμανία για να πάρει μαζί της την Voichita, θα ανακαλύψει ότι η αποχώρηση από το μοναστήρι δεν θα είναι μια εύκολη απόφαση. Η Voichita έχει βρει το Θεό, κι εκείνος είναι ο πιο "δύσκολος" εραστής που μπορεί κανείς να ζηλεύει.
Βραβευμένο δράμα Ρουμανικής προέλευσης από τον Cristian Mungiu («4 Months, 3 Weeks And 2 Days»), που βασίζεται σε δύο μυθιστορήματα της Tatiana Niculescu Bran, στα οποία καταγράφει την ιστορία μια μοναχής στη Μολδαβία που απεβίωσε ύστερα από ένα τελετουργικό εξορκισμού.
Μαριτινα Παπαμήτρου www.cinemanews.gr
Η Αλίνα επιστρέφει στη Ρουμανία για να συναντήσει τη Βοϊτσίτα, παλιά και επιστήθια φίλη της από το ορφανοτροφείο, αποφασισμένη να την πάρει στη Γερμανία να ζήσουν μαζί.
Η τυφλή πίστη έχει ολέθριες επιπτώσεις «Πίσω από τους λόφους»
Σύντομα, διαπιστώνει πως η Βοϊτσίτα έχει αγκιστρωθεί στα ήθη και στην καθημερινότητα του ορθόδοξου μοναστηριού όπου κατέφυγε.
Αφού προσπαθεί μάταια να την πείσει να έρθει μαζί της, χάνει την ψυχραιμία της, γίνεται φθονερή κι επιθετική, ανεβάζει «πυρετό». Ενα ξέσπασμα οργής θα πείσει τον αρχιερέα πως πρόκειται για περίπτωση δαιμονισμού... Οπως στο εξαιρετικά «4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες», έτσι και στη νέα ταινία του Ρουμάνου Κριστιάν Μουντζίου στο επίκεντρο βρίσκεται μια γυναικεία φιλία, πνιγηρά εγκλωβισμένη στις κοινωνικο-πολιτικές δομές μιας χώρας που εξακολουθεί να βολοδέρνει στα απόνερα του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Επιμένουμε στις πολιτικο-κοι-νωνικές δομές, βάζοντάς τες πέρα και πάνω από τις θρησκευτικές, καθώς τούτες οι τελευταίες για τον Μουντζίου είναι όχι απλώς σύμφυτες με τις πρώτες, αλλά μέρος τους, όσο παράδοξο κι αν αυτό ακούγεται για ένα κομμάτι του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα από τη μία και μοναδική παρέκκλιση του αυστηρού, σχολαστικού, εντομολογικής ακριβείας φακού έξω από τη μάντρα του μοναστηριού και εντός των διαδρόμων του νοσοκομείου, όπου γιατροί και προσωπικό κουράρουν τον όποιο άρρωστο με ανευθυνότητα και τεμπελιά, απομεινάρια, θαρρείς, μιας τσαουσεσκικής Ρουμανίας που συνεχίζει να αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αναλώσιμη ύλη.
Τελικά είναι η αδιαφορία που θα εξολοθρεύσει την Αλίνα και μαζί, στο πρόσωπό της, και την παραμικρή ελπίδα για ελεύθερη βούληση έξω από καθεστώτα, πραγματικά ή φασματικά. Ο τίτλος «Πίσω από τους λόφους», ή «Πέρα από τους λόφους» όπως είναι ο πρωτότυπος, δεν μπορεί παρά να είναι ειρωνικός. Κανένας λόφος δεν αρκεί να διαχωρίσει την τυφλή θρησκευτική πίστη που τιμωρεί αθώες ψυχές στο όνομα της σωτηρίας τους, από την κληρονομημένη κοινωνική αναλγησία όσων διεφθαρμένων και σταθερά ατιμώρητων το επιτρέπουν.
Με άλλα λόγια, σε κοινωνίες με παρελθόν διάβρωσης, δικαστική και εκτελεστική εξουσία είναι ένα και το αυτό, μας λέει το φιλμ - γροθιά του Μουντζίου.
Βραβεία
Η ταινία δίκαια τιμήθηκε με τα Βραβεία Σεναρίου και Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κανών. Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από δύο βιβλία της ανταποκρίτριας του BBC στη Ρουμανία Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν, πάνω σε μια αυθεντική υπόθεση εξορκισμού που συνέβη το 2005.
Ρόμπυ Εκσιέλ ΕΘΝΟΣ
Η Αλίνα και η Βοϊτσίτα γνωρίστηκαν μικρά παιδιά σε ορφανοτροφείο, μεγάλωσαν αχώριστες, ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη σχέση. Η Βοϊτσίτα φεύγει μετανάστρια στην Γερμανία και μαζεύει χρήματα με όνειρα να χτίσει ένα σπίτι, αλλά όταν επιστρέφει πληροφορείται ότι η Αλίνα (πάμφτωχη και εκδιωγμένη από κάθε σπίτι που την υιοθέτησε και εκμεταλλεύτηκε) έχει καταφύγει στο απομακρυσμένο μοναστήρι της περιοχής, όπου βρήκε το Θεό. Η Βοϊτσίτα φιλοξενείται στον ιερό χώρο, αλλά δείχνει από την αρχή την αμφισβήτησή της για τα θεία. Ολοι της φέρονται με καλοσύνη, αλλά της ξεκαθαρίζουν: αν δεν ενταχθεί στους κανόνες της πλήρους πίστης και υπακοής, δεν μπορεί να παραμείνει. Με την Αλίνα να την αγνοεί, αφοσιωμένη στο Σωτήρα της, η Βοϊτσίτα φτάνει στα όριά της και το μανιοκαταθλιπτικό ξέσπασμά της ερμηνεύεται ως δαιμονισμός. Ο,τι ακολουθεί δεν θα έπρεπε να σοκάρει κανέναν. Κι όμως.
Ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα ρουμάνος σκηνοθέτης επιστρέφει μ' ένα έντονο κοινωνικό και πολιτικό δράμα που καταλήγει σε ηλεκτρισμένο θρίλερ. Οχι μόνο λόγω της αναγνωρίσιμης έντασης της κινηματογράφησής του, ή της σύνθεσης των πλάνων του. Αλλά γιατί ξέρουμε πολύ καλά τι πραγματεύεται: άνθρωποι και κοινωνίες στα όρια της ανέχειας αφήνουν χώρο στο άλογο, στο τυφλό, στο απάνθρωπο.
Βασισμένος στο βιβλίο της Τατιάνα Νικουλέσκου-Μπραν, ο Μουντζίου κάνει πολλά περισσότερα από το να αφηγηθεί την αληθινή ιστορία ενός εξορκισμού που οδήγησε στο θάνατο μιας νεαρής κοπέλας σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στο Βουκουρέστι. Στην ουσία επιτίθεται ξανά κατά μέτωπο στους θεσμούς. Γιατί αν με το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες, 2 Μέρες» μας έδειξε την ισοπέδωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου υπό το καθεστώς του Τσαουσέσκου, εδώ προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Μας δείχνει την ισοπέδωση της ίδιας της ανθρωπιάς.
Οπως και στην προηγούμενη ταινία του, και εδώ, ο κεντρικός άξονας της πλοκής είναι μία γυναικεία φιλία. Σ' αυτή την περίπτωση υπονοείται ότι πρόκειται για σχέση - κάτι που δίνει πολλά ακόμα επίπεδα ανάγνωσης του πλαισίου της ιστορίας κι ένα υπόβαθρο άλλης κατανόησης στην καταπίεση, τις ενοχές, τον τρόμο της αμαρτίας που σπρώχνει την Αλίνα να απαρνηθεί τη φίλη της, να συνδράμει στην εξόντωσή της.
Ο Μουντζίου είναι πάρα πολύ προσεχτικός στο πώς καυτηριάζει τον θρησκευτικό παραλογισμό. Γιατί δεν είναι (μόνο) αυτό το θέμα του. Οσο κρίνει τα (αν)ιερά και τα (αν)όσια που διαδραματίζονται πίσω από τον ξύλινο φράχτη του μοναστηριού, τόσο κατακεραυνώνει όσα συμβαίνουν έξω από αυτόν - στην κοινωνία της «ελεύθερης» βούλησης, στο θεσμικό πλαίσιο μιας χώρας που έχει αφήσει στην εξαθλίωση τους πολίτες της. Περισσότερο μας αφορούν όσα ώθησαν τα κορίτσια να κρυφτούν πίσω από τα ράσα - κι αυτά συμβαίνουν ανάμεσά μας. Η φτώχεια, το αδιέξοδο, η απελπισία θα οδηγήσουν έναν λαό στην τυφλή πίστη. Η ανικανότητα κι αδιαφορία ενός ιατρικού συστήματος να περιθάλψει θα θέσουν την ανθρώπινη ζωή «στο θέλημα Θεού». Η απόγνωση με όσα συμβαίνουν στη γη σε κάνει να κοιτάς ψηλά, πέρα από τους λόφους, στον ουρανό.
Μπορεί η κάμερά του για ένα επίμονο, σχολαστικό, απαιτητικό δίωρο να ανιχνεύει τον παραλογισμό της οργανωμένης θρησκείας (που υποκινείται πάντα από την καλοσύνη του χριστιανισμού, αλλά καταλήγει σε «κανόνες» και «τιμωρίες»), η ουσία όμως της ταινίας αποκαλύπτεται στο τελευταίο μισάωρο όπου ο φακός του επιστρέφει στο θεατή για τον ουσιαστικό, πολιτικό διάλογο.
Στην οθόνη δεν βλέπαμε μόνο την πάλη μεταξύ καλού και κακού, Θεού και Σατανά, λογικής και μεταφυσικής πίστης. Αλλά και τη σύγκρουση της παλιάς με την νέα Ρουμανία, της καινούργιας «δυνατής», «ενωμένης» Ευρώπης με τα φαντάσματα της ανατολικής, της υπόσχεσης για ένα κοινό μέλλον με την πραγματικότητα του εξαθλιωμένου παρόντος.
Και πόσο διαφορετικό είναι αυτό που ζητά ο Θεός, από αυτό που σου ζητούν οι κυβερνήσεις σου: πίστευε και μη ερεύνα.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ www.flix.gr
Αν μη τι άλλο πρέπει να παραδεχτούμε πως οι παραγειτόνοι μας το διαθέτουν αυτό το χάρισμα να εντοπίζουν το Πονηρό και να το διώχνουν από πάνω τους μονομιάς. Άλλωστε πρέπει να ήταν οι πρώτοι που έσυραν τον χορό της αποτίναξης του γενικότερου Κακού, όταν το ανακάλυψαν στο πρόσωπο του επί δεκαετίες δυνάστη τους, δημοσιοποιώντας μάλιστα τον εξορκισμό του, κρεμώντας του στον λαιμό την ταμπέλα Σατανάς και φυτεύοντας του σε live coverage, μια σφαίρα στον κρόταφο. Κατόπιν της φυγής του Βελζεβούλη, η Ρουμανία ως γνωστόν είναι ένα εντελώς διαφορετικό κράτος, παντοδύναμο οικονομικά και πανίσχυρο στην διεθνή σκακιέρα... Και μην ακούτε που πριν, τα μισά Βαλκάνια έστελναν τα παιδιά τους εκεί να σπουδάσουν ή που το σύστημα υγείας τους θεωρείτο το κορυφαίο της Ευρώπης. Τώρα είναι όλα ρόδινα και ανθηρά, μιας και ο Δράκουλας τα κακάρωσε. Αχ Θεέ μου, έχει μοναδική αξία το να κτίζεις ελπίδες προσμένοντας το θαύμα. Μα όταν εκείνο σιμώσει και αποδειχτεί φρούδο τι γίνεται μου λες..?
Μεγαλωμένες μαζί στο δημόσιο ορφανοτροφείο και στα εφηβικά τους χρόνια ερωμένες, η Αλίνα και η Βοιτσίτα, πήραν δρόμους χωριστούς, με την πρώτη να μεταναστεύει στην Γερμανία προκειμένου να βρει δουλειά και την δεύτερη να εντοπίζει την λύτρωση στην Πίστη, φορώντας το ράσο της καλόγριας, σε ένα περιφερειακό μικρό μοναστήρι. Επιστρέφοντας από την ξενιτιά η Αλίνα θα αναζητήσει τα ίχνη της αγαπημένης της φίλης, ώστε να την πάρει να ζήσουν παρέα το δυτικό όνειρο, σύντομα θα αντιληφθεί όμως πως εκείνη έχει φορέσει τέτοιες θρησκευτικές παρωπίδες, ώστε να μην δείχνει διατεθειμένη να την ακολουθήσει. Η τεράστια απογοήτευση θα γεννήσει νευρικό κλονισμό και κρίσεις υστερίας στην νεαρή γυναίκα, σε τέτοιο βαθμό που οι μοναχές, η ηγουμένη και ο Άγιος Πατέρας θα πιστέψουν πως είναι δαιμονισμένη...
Συνεπώς η παρουσία στον τόπο λατρείας του Θεού, μιας άπιστης που την έχουν κυριεύσει τα κοινά διαόλια - γνωμάτευση που προέκυψε μετά από κουβέντα του φύση και θέση ηγέτη του κοινόβιου με τον ίδιο τον Ύψιστο, κατόπιν της αποτυχίας των γιατρών να την γιάνουν - θα προκαλέσει έντονη αναταραχή στις τάξεις των ευκολόπιστων μαυροντυμένων ταμένων, που θα κάνουν ότι περνά από το μυαλό τους για να θεραπεύσουν την άτυχη κοπέλα. Που δεν πάσχει από τίποτα παραπάνω από την απώλεια του μοναδικού έρωτα της ζωής της, μιας αγνής αγάπης - όαση στα τόσα δεινά που έχει υποστεί στα είκοσι χρόνια του τραγικού της βίου. Σε μια ενδεχόμενη περίπτωση που οι εμπειρίες του άμοιρου κοριτσιού δεν ήταν τόσο ακραία ανατριχιαστικές, αλλά και αν το φινάλε του γνώριμου στόρι που συγκλόνισε την κοινή γνώμη της χώρας δεν είχε τέτοια εξέλιξη, θα μπορούσα να μιλήσω για την πιο τραγελαφικά ανεκδοτική υπόθεση που έχει συμβεί στα χρονικά του Χριστιανισμού. Δεν είναι όμως ώρα για τόσο σοβαρά αστεία. Και ο Mungiu το γνωρίζει καλά αυτό, όταν πίσω από την μπάρα που χωρίζει το μοναστήρι από τον "πολιτισμό" καθρεφτίζεται ολάκερο το κοινωνικό γίγνεσθαι της ταλαιπωρημένης του πατρίδας.
Στυγνή εκμετάλλευση από τους λίγους κατέχοντες την ισχύ, που είναι λιγότεροι και από εκείνους των χρυσών ημερών του Σάχη Τσαουσέσκου, παιδεία και κουλτούρα που αγγίζει πλέον μηδενικά επίπεδα, ευκολοπιστία πολύ χειρότερης μορφής, ακόμη και από εκείνη της προσδοκίας της (ποιας?) δημοκρατίας των τελευταίων ημερών του σοσιαλισμού. Και όλα αυτά με την ευλογία της (Ορθόδοξης, για την οποία γνωρίζουμε καλά πως ανά στιγμές διέπεται από απίστευτη παράνοια στον τρόπο δράσης της) Εκκλησίας, που την λέξη αγάπη, την διατηρεί μόνο ως έννοια στις ευαγγελικές της γραφές και ουδέποτε στην καθημερινότητα της. Είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη ο μικρόκοσμος (της φράξιας, της πόλης, ολάκερης της χώρας) να λειτουργεί, να εργάζεται έστω και υποτυπωδώς και ποτέ να μην βγει άσχημο πρόσωπο προς τα έξω, μην τυχόν και ξεκινήσουν τα αρνητικά σχόλια. Για όνομα Θεού!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΣ www.lessthanzervo.blogspot.gr
Ατέλειωτη και αργήη, ενταγμένη στο διαγωνιστικό τμήμα του 69ουΦεστιβάλ κινηματογράφου στη Βενετία, ταινία του Ρουμάνου Κρίστιαν Μούντζιου που προκάλεσε πολλά και παρατεταμένα σφυρίγματα στην αίθουσα. Η ιστορία της εκτυλίσσεται σε ένα μοναστήρι που, ενώ βρίσκεται πέρα από τους λόφους της σύγχρονης πόλης, στην πραγματικότητα αποτελεί μέρος της παλιάς της ιστορίας... Γι' αυτό και καθυστερημένο το μοναστήρι... Το σενάριο έγραψε ο ίδιος ο Μούντζιου, εμπνευσμένος από ένα αληθινό γεγονός που εξέδωσε σε μορφή μυθιστορήματος η Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να κρατά επιμελώς αποστάσεις και να μην προβαίνει σε κρίσεις μέχρι την τελική σεκάνς.
Δυο κοπέλες μεγάλωσαν μαζί στο ορφανοτροφείο, μετά επέλεξαν διαφορετικούς δρόμους. Η Αλίνα πήγε στο εξωτερικό να δουλέψει και η Βοϊκίτα σε μοναστήρι. Η Αλίνα επιστρέφει να πάρει μαζί της το μοναδικό πρόσωπο που αγάπησε ποτέ, όμως η άλλη έχει ήδη αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό και δεν προτίθεται να ακολουθήσει. Η Αλίνα επαναστατεί, αντιπαρατίθεται με λυτούς και δεμένους, γίνεται μισητή στις καλόγριες με τις αλλεπάλληλες κρίσεις υστερίας. Μοιάζει σαν να έχει μπει ο Διάβολος μέσα της και τρομοκρατημένες οι καλόγριες θα φροντίσουν να υποβληθεί σε εξορκισμό με δραματικές συνέπειες..
Αντιφάσεις και αντιθέσεις, ιερό και βέβηλο, αλληγορία και υπαινιγμοί, παρελαύνουν για 155 λεπτά της ώρας μέσα σε μια ατμόσφαιρα παγωμένη, τόσο σαν περιβάλλον όσο και σαν ψυχική κατάσταση. Ο Μούντζιου αφήνει τη βία που έρπει να διαφαίνεται, με εκφραστική του δύναμη στη μονότονη φωτογραφία, σαν θολός πάγος και τα μακριά, υπνωτιστικά πλάνα. Οι δύο πρωταγωνίστριες βραβεύτηκαν για την ερμηνεία τους που διέθετε ένταση και πειθώ και ο σκηνοθέτης πήρε βραβείο για το σενάριο. Την ταινία διασχίζει απελπισία, παραίτηση και τρέλα, δυστυχία και αδράνεια και άνθρωποι ανίκανοι να αντιδράσουν γραπωμένοι στο ένστικτο της επιβίωσης...
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παιδικές φίλες ξανασμίγουν σε ορθόδοξο, ρουμάνικο μοναστήρι, μόνο που η μία από αυτές παραμένει… ανεπίδεκτη μαθήσεως και αρνείται τη χάρη του Θεού με μανία. Το πρόβλημα, όμως, θα διογκωθεί όταν οι υπόλοιπες μοναχές αρχίσουν να εικάζουν ότι η έλλειψη υποτέλειας της κοπέλας δεν οφείλεται στον αντιδραστικό χαρακτήρα της αλλά σε ενδεχόμενη περίπτωση δαιμονισμού.
Δεν είναι τυχαίο που ο Κρίστιαν Μουντζίου θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες των Βαλκανίων και ολόκληρης της Ευρώπης. Αντλώντας έμπνευση και θεματικές από τη σκληρή πραγματικότητα της χώρας του, καταφέρνει να διατηρήσει μια αντικειμενική ματιά στην αντιμετώπιση των δρώμενων, γεγονός που του επιτρέπει την κλινική ανάλυση ενός θέματος, αφήνοντας τον θεατή να λάβει τις δικές του αποφάσεις και αποφεύγοντας την καθοδήγηση. Όπως και στην προηγούμενη ταινία του, το στεφανωμένο με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες» (2007), ο Μουντζίου ξεκινά την αφήγηση της ιστορίας χωρίς να έχει σκοπό να τη μετατρέψει σε ένα επαναστατικό μανιφέστο, αφήνοντας, όμως, τα κοινωνικοπολιτικά στοιχεία να κάνουν έντονη την παρουσία τους και να προσφέρουν την εξήγηση πίσω από τα κίνητρα ή τις αποφάσεις των πρωταγωνιστών.
Γεμάτη εκρήξεις ζήλιας και στοιχεία κτητικής συμπεριφοράς, η Αλίνα θα προσπαθήσει να κερδίσει και πάλι την αποκλειστικότητα, διαπιστώνοντας ότι ο πιο δύσκολος αντίπαλος από όλους είναι ο ίδιος ο Θεός και βάζοντας σε εξέλιξη μια σειρά απρόσμενων γεγονότων. Σταδιακά, οι μοναχές, που αδυνατούν να διακρίνουν τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τη συμπεριφορά της, θα υποπτευθούν ότι μπροστά τους εκτυλίσσεται μια υπόθεση δαιμονισμού και τα μέτρα που θα λάβουν, μαζί με τον ηγούμενό τους, για να υποστηρίξουν την πίστη τους, θα αγγίξουν τα όρια των ανθρώπινων αντοχών.
Βασισμένο σε βιβλίο, το οποίο με τη σειρά του αντλεί έμπνευση από πραγματικά γεγονότα, το «Πίσω από τους Λόφους» αποτελεί μια ματιά στη θρησκευτική Ρουμανία του σήμερα και ξεπερνά το θέμα της θρησκείας για να ασκήσει την κριτική του στο σύνολο των κοινωνικών δομών της χώρας. Με λεπτό τρόπο αποτυπώνει την αδιαφορία των κρατικών φορέων, την έλλειψη της κοινωνικής πρόνοιας, το καταφύγιο που προσφέρει η αίσθηση της θρησκείας και την ισοπεδωτική αντίληψη που χαρακτηρίζει τη λήψη αποφάσεων σε όλους τους προηγούμενους τομείς.
Αν στην προηγούμενη ταινία του στόχος ήταν το καθεστώς του Τσαουσέσκου και ο μηδενισμός των ανθρώπινων αξιών, εδώ αυτό που διαφαίνεται πίσω από τα γεγονότα είναι μία κοινωνία που αρνείται να σταθεί δίπλα στους πολίτες, ανοίγοντας τους δρόμους για εναλλακτικές μορφές αντιμετώπισης των προβλημάτων, δίνοντας βήμα και δύναμη στην άγνοια και το σκοταδισμό. Εξάλλου, παρά τα ελαττώματα των χαρακτήρων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι προθέσεις και τα κίνητρα είναι αγνά. Τα μέτρα, όμως, που λαμβάνονται για τη δικαίωση των πεποιθήσεων ή την αντιμετώπιση των προβλημάτων, όπως αυτά εκλαμβάνονται, δημιουργούν προβληματισμό.
Ο Μουντζίου καταφέρνει να διατηρήσει μια σαφή ματιά, απόμακρη αλλά δεκτική στην κατανόηση, κριτική αλλά όχι απαραίτητα καταδικαστική, αφήνοντας στο θεατή αυτόν το ρόλο. Ίσως να μπορεί να διακρίνει κανείς και ψήγματα μαύρου χιούμορ στην ανάπτυξη της ιστορίας. Παράλληλα, οι δύο πρωταγωνίστριες ισορροπούν ανάμεσα στην ωμή δύναμη και την εύθραυστη άμυνα, θύματα μιας απούσας οικογένειας.
Το «Πίσω από τους Λόφους» επιβεβαιώνει την ικανότητα του Μουντζίου στο ρεαλιστικό, κοινωνικό σινεμά και ξεχωρίζει για τον λεπτό χειρισμό επικίνδυνων θεμάτων, που σε άλλα χέρια θα οδηγούνταν σε ψεύτικους εντυπωσιασμούς και υπερβολικές δραματικές εντάσεις. Το όλο θέμα καταλήγει στο μέγεθος της ευθύνης που φέρει ο καθένας και σε ποιο βαθμό η ίδια ευθύνη επιμερίζεται στην ίδια την κοινωνία (όχι μόνο της Ρουμανίας), καθώς ο προβληματισμός, ουσιαστικά, ανάγεται σε οικουμενικό ζήτημα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ www.freecinema.gr
Βασισμένος σε πραγματικό περιστατικό εξορκισμού ο Μουντζίου δείχνει το εύρος του ταλέντου του για άλλη μια φορά μετά το συγκλονιστικό (και τιμημένο με Χρυσό Φοίνικα) «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες». Πέρα από τις εξαιρετικές οπτικά σκηνές που στήνει, το σενάριό του είναι όσο στοχαστικό, άμεσο και σαρωτικό χρειάζεται. Ο… διάβολος που κυριεύει την Αλίνα είναι το ερωτικό πάθος που νιώθει για τη φίλη της, αλλά αυτό ποτέ δεν λέγεται ανοιχτά – υπονοείται όμως σαφέστατα. Το τρομερό με την ταινία είναι ότι ο Μουντζίου δεν κρίνει: κρατάει αποστάσεις και παρουσιάζει τους ανθρώπους με τα καλά τους και τα κακά τους. Παραδείγματος χάριν ακόμα και την ώρα που διεξάγουν τον εξορκισμό υποβάλλοντας ουσιαστικά σε βασανιστήρια την Αλίνα, οι άνθρωποι του μοναστηριού εκκινούν με τις καλύτερες προθέσεις. Καλό θέλουν να τις κάνουν, όχι κακό. Οι αναφορές και οι παραπομπές του Μουντζίου είναι πάμπολλες και εκεί, επί της οθόνης, για να τις εντοπίσει όποιος ενδιαφέρεται για κάτι παραπάνω από το περίφημο πρώτο επίπεδο. Το τρομερό είναι πως παρά τις δυόμιση ώρες της και το βαρύ της θέμα η ταινία κυλάει σαν νεράκι. Επιστήμη εναντίον θρησκείας. Ορθολογισμός εναντίον δεισιδαιμονίας. Και τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας η οποία άλλαξε βιαίως και είναι τόσο μπερδεμένη που δεν ξέρει από πού να πιαστεί. Δεν λείπει και το χιούμορ από την ταινία: ίσα - ίσα. Γιατί τι άλλο μπορείς να κάνεις από το να γελάσεις στη σκηνή με τα 464 αμαρτήματα του καταλόγου τα οποία καλείται κανείς να εξομολογηθεί αν έχει υποπέσει σε κάποιο από αυτά; Γενναιόδωρο, στιβαρό, απαιτητικό σινεμά και το όλον κλείνει αινιγματικά και υπέροχα στη σκηνή μέσα στο ανακριτικό φορτηγάκι της τροχαίας, το δρόμο που πρέπει να ξαναφτιαχτεί καθώς έχει καταστραφεί από το κρύο και το χιόνι, το χειμώνα που «κρατάει πολύ», την ίδια ώρα που από την διάβαση περνούν παιδιά και στο παρμπρίζ πετάγεται λάσπη. Απλά, σπουδαίο!
ΘΟΔΩΡΟΣ ΓΙΑΧΟΥΣΤΙΔΗΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Η Αλίνα διεκδικεί απεγνωσμένα την επανασύνδεση με τη φίλη της, κινούμενη στα όρια της εξάρτησης, αποκύημα ενός προδομένου έρωτα, ενώ η Βοϊτσίτα έρχεται διαρκώς αντιμέτωπη με το δίλημμα: Πίστη ή Έρωτας (με το πρώτο σκέλος να φαντάζει εξ’ αρχής υπερέχον στην ηθική της). Τότε είναι που η Αλίνα θα οδηγηθεί σε υστερικές κρίσεις τις οποίες η σκοταδιστική μοναστική κοινότητα θα εκλάβει ως σημάδια δαιμονισμού και θα φτάσει στην ύστατη λύση της σταύρωσης. Σταύρωσης που δεν παραλληλίζεται άμεσα με το περιεχόμενο αυτής του Ιησού (αφού ο δεύτερος θυσιάστηκε για να σώσει τους άλλους, ενώ η Αλίνα -ως πιο ανθρωπινή φιγούρα- παραδομένη στην ερωτική της εξάρτηση), μα συνδέεται αλληγορικά με τις δομές και τις συνθήκες [το περιβάλλον ενός αυστηρού, απάνθρωπου (και υποκριτικού, προσθέτω εγώ), καθεστώτος περιθωριοποιεί αυτόν που αποκλίνει της επιβεβλημένης κανονικότητας και τον εξοντώνει όταν ο επικίνδυνος στασιαστής θελήσει να συμπαρασύρει και άλλους στην «ανομία» του].
Παρά το γεγονός πως ο Μουντζίου καταγράφει με σαφή αποστασιοποίηση τα τεκταινόμενα –αποφεύγοντας να τα χρωματίσει με υποκειμενικές πεποιθήσεις-, περιβάλλει ακόμη και τις πιο λεπτές υφάνσεις της ψυχογραφίας των ηρώων του με μια τελετουργική ατμόσφαιρα πρωτόγονης δυναμικής στην οποία υποβόσκει μια εξόχως αγωνιώδης δραματοποίηση, επιβεβαιώνοντας πως διαθέτει τον απόλυτο έλεγχο του κινηματογραφικού μέσου, αλλά και του πολυεπίπεδου σεναρίου του. Κι αν η διέξοδος από το μοναστήρι πίσω από τους λόφους, ύστερα από ένα δίωρο συναισθηματικού εγκλεισμού, μπορεί να φαντάζει ως μπουκάλα οξυγόνου, ο Μουντζίου επισημαίνει στην τελευταία σκηνή πως στον εγκόσμιο βίο επικρατεί μια άλλης φύσεως παραφροσύνη, εξίσου απεχθής όμως, κλείνοντας το φιλμ με ένα πλάνο αστικού περιβάλλοντος, όπου η βρώμικη λάσπη καλύπτει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου, του οπτικού μας πεδίου δηλαδή.
Εγκαταλείποντας μας χωρίς αχτίδα φωτός. Κι αυτό είναι που στερεί στην ταινία να βρεθεί στο υψηλότερο επίπεδο. Βλέπετε, έχουν γυριστεί ταινίες και σε άλλες περιόδους έντονης κρίσης. Μόνο που τότε, π.χ. οι Ιταλοί νεορεαλιστές, κρατούσαν πάντα ζωντανή την ελπίδα.
Ιωάννης Moody Λαζάρου ΕΞΩΣΤΗΣ
Δημοσίευση σχολίου