Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Τα παιδιά του πολέμου ( Lore) της Cate Shortland


LORE (Τα παιδιά του πολέμου)



Πρώτη προβολή στο πλαίσιο του 53ου Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονίκης 
ΦPINTA ΛIAΠΠA:   Σάββατο, 3 Νοεμβρίου 2012 - 19:45
OΛYMΠION: Κυριακή, 11 Νοεμβρίου 2012 - 18:00



Σκηνοθεσία: Cate Shortland
Σεναριο: Cate Shortland, Robin Mukherjee, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της  Rachel Seiffert
Φωτογραφία: Adam Arkapaw
Μουσική: Max Richter
Παιζουν: Saskia Rosendahl
Kai Malina
Ursina Lardi
Nele Trebs
Mika Seidel
André Frid
Hans-Jochen Wagner
Eva-Maria Hagen




Βραβεια - Συμμετοχές:

Επίσημη υποψηφιότητα της Αυστραλιας στα Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας
Καλύτερη ταινία στο Φεστιβαλ Αμβούργου
Hamptons International Film Festival 2012                       
Cinematography Award       Best Cinematography Adam Arkapaw
Golden Starfish Award         Jeremy Nussbaum
Prize for Provocative Fiction Cate Shortland
Narrative Feature Cate Shortland
Βραβείο κοινοι στο Φεστιβαλ Λοκάρνο
Βραβειο πρωτοεμφανιζομενης σκηνοθετιδος στο Valladolid International Film Festival
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Σιδνευ
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Τορόντο
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Ριο ντε Τζανειρο
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Λονδίνου
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Αμβούργου
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ της Στοκχόλμης
Χωρα παραγωγής: Γερμανία, Αυστραλία, Αγγλία
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Γερμανικά
Διαρκεια : 90



ΥΠΟΘΕΣΗ :
Άνοιξη του 1945 κι ο γερμανικός στρατός καταρρέει. Η 14χρονη Λόρε καλωσορίζει σπίτι τον πατέρα της, αξιωματικό των SS, στο σπίτι τους στη Βαυαρία. Η χαρά, όμως, θα διακοπεί άμεσα, καθώς οι γονείς της επιβάλλεται να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της σχεσης τους με τους ναζί. Φωτογραφίες, ντοκουμέντα και ιατρικά ανακοινωθέντα καίγονται. Η μητέρα μαζεύει τα κοσμήματα, ο πατέρας πυροβολεί τον σκύλο και η οικογένεια τρέχει για να αποφύγει τους συμμάχους. Όταν, όμως, οι γονείς συλλαμβάνονται, η μικρή Λόρε μένει μόνη με τα αδέλφια και την αδελφή της που είναι ακόμα βρέφος. Μόνη της επιλογή, να τους οδηγήσει σε μια απόσταση 900 χιλιομέτρων ως το σπίτι της γιαγιάς. 




Πίσω από τους λόφους( Dupa dealuri) του Cristian Mungiu


BEYOND THE HILLS ( Πίσω από τους λόφους)
Πρωτότυπος τίτλος : Dupa dealuri





Πρώτη προβολή στο πλαίσιο του αφιερωματος στον σκηνοθετη με το συνολο του έργου του στο 53ο Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονίκης 
OΛYMΠION:                         Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 2012 - 20:00
ΣTAYPOΣ TOPNEΣ:           Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου 2012 - 20:15




Σκηνοθεσία:  Cristian Mungiu
Σεναριο:  Cristian Mungiu από το  ομώνυμο βιβλιο της Tatiana Niculescu Bran
Φωτογραφία: Oleg Mutu
Παιζουν:
Cosmina Stratan
 Cristina Flutur          
 Valeriu Andriuta      
 Dana Tapalaga       
 Catalina Harabagiu
Βραβεια - Συμμετοχές:
Βραβειο Φεστιβαλ Καννων για τις 2 πρωταγωνιστικές γυναικείες ερμηνειες 
Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχη στο διαγωνιστικό τμημα του Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Karlovy Vary
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Τορόντο
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Νεας; Υόρκης
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ New Horizons της Πολωνίας
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Αμβούργου
Χωρα παραγωγής: Ρουμανία, Γαλλία, Βέλγιο
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Ρουμανικα
Διαρκεια : 150 Εγχρωμο




Η Βοϊκίτσα και η Αλίνα μεγάλωσαν μαζί σε ορφανοτροφείο και στάθηκαν η μία στην άλλη, από την πρώτη δημοτικού, σαν να ήταν οικογένεια. Στα 19 της, η Αλίνα αποφασίζει να πάει να δουλέψει στη Γερμανία. Η Βοϊκίτσα βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα ορθόδοξο μοναστήρι και γίνεται καλόγρια. Εκεί, δεν βρίσκει μόνο το Θεό, αλλά και την οικογένεια που δεν είχε ποτέ. Η Αλίνα επιστρέφει από τη Γερμανία και παλεύει να ξαναβάλει τη Βοϊκίτσα στη ζωή της. Εκείνη ζητά την άδεια να φύγει για λίγο από τη μονή, προκειμένου να βοηθήσει τη φίλη της, αλλά η απάντηση του παπά δεν αφήνει περιθώρια: όταν διαλέξεις το δρόμο του Θεού, δεν υπάρχει επιστροφή. Η Βοϊκίτσα δεν είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τη γαλήνη που έχει βρει, ενώ η Αλίνα δεν μπορεί να χωνέψει αυτήν της την απόφαση: τι απέγινε το κορίτσι που ήξερε παλιά; Η Αλίνα ξεκινά να παλεύει με όλες της τις δυνάμεις για να φέρει και πάλι τη Βοϊκίτσα κοντά της, αλλά ο Θεός είναι ο πιο δύσκολος αντίζηλος, και σύντομα οι άνθρωποι της μονής αρχίζουν να υποψιάζονται πως κάτι διαβολικό υπάρχει πίσω από τη δύναμη που παρακινεί την Αλίνα.


Ένας Ρουμάνος πέρα από τα Βαλκάνια

Από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του «νέου κύματος» -όπως επικράτησε να ονομάζεται-στο ρουμάνικο κινηματογράφο, ο Κριστιάν Μουντζίου έγινε παγκοσμίως γνωστός το  2007 όταν κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με την ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες».
Ο Κριστιάν Μουντζίου γεννήθηκε το 1968 στο Ιάσιο. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία. Στη συνέχεια μπήκε στη σχολή κινηματογράφου στο Βουκουρέστι και σπούδασε σκηνοθεσία.
Το 2002 γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Δύση».
Είχαν προηγηθεί έξι μικρού μήκους ταινίες, οι: «Μαριάνα» (1997), «Το χέρι του Παουλίστα»  (1998), «Τίποτα στην τύχη» (1999), «Η χορωδία των πυροσβεστών» (2000), «Ζάπινγκ» (2000). Αμέσως μετά γύρισε «Το κορίτσι με τη γαλοπούλα» (2005). Το θέμα της «Δύσης» είναι το όνειρο των νέων Ρουμάνων να εγκαταλείψουν τη χώρα και να αναζητήσουν την τύχη τους στις δυτικές χώρες. Η Σορίνα, αρραβωνιασμένη με τον Λούτσι, βρίσκει στο πρόσωπο ενός νεαρού Γάλλου την ευκαιρία να φύγει. Ο Λούτσι κάνει
ό,τι περνά από το χέρι του να ξανακερδίσει την αγαπημένη του. Έξυπνο σενάριο με έντονο χιούμορ και σκηνοθεσία που κατακτά το θεατή.
 Η ιστορία της ταινίας «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες», εκτυλίσσεται στα τελευταία χρόνια του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Η Γκαμπίτσα είναι έγκυος και, με τη βοήθεια της συμφοιτήτριας και συγκατοίκου της Οτίλια, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να κάνει έκτρωση. Κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο, αφού τότε στη Ρουμανία οι εκτρώσεις ήταν παράνομες. Στη συγκλονιστική ταινία του, ο Μουντζίου δεν καταγγέλλει, αλλά περιγράφει
τον τρόπο που επηρεάζονται οι άνθρωποι από τις καταστάσεις. Βαθιά ανθρώπινο σενάριο και λιτή σκηνοθετική γραμμή που εντυπωσιάζει με τη δυναμική που κρύβει…
Το 2009 είχε σειρά η ταινία «Μνήμες από τη χρυσή εποχή». Χρυσή Εποχή ονομάστηκε από το καθεστώς η εποχή Τσαουσέσκου. Πρόκειται για μια σπονδυλωτή ταινία, που αποτελείται από πέντε χιουμοριστικά επεισόδια, βασισμένα σε αντίστοιχους αστικούς μύθους που κυκλοφορούσαν μεταξύ των πολιτών στην εποχή Τσαουσέσκου. Το σενάριο είναι του Μουντζίου, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει την τελευταία από τις ιστορίες αυτές.
Πέρα από ένα νοσταλγικό ύφος, το οποίο κυρίως προσλαμβάνουν οι μεγαλύτεροι, που άλλωστε έζησαν εκείνα τα χρόνια, η ταινία έχει χιούμορ. Έτσι, ενώ αναπαράγει με απόλυτη πιστότητα την εποχή, μπαίνει συχνά σε σουρεαλιστικές καταστάσεις που δημιουργούσε η καθημερινότητα της Χρυσής Εποχής. Διασκεδαστικό φιλμ, άλλοτε σοβαρό και άλλοτε αστείο, με στρωτή αφήγηση.
Φέτος ο Ρουμάνος σκηνοθέτης κέρδισε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες με την ταινία «Πέρα από τους λόφους». Ταυτόχρονα οι δύο πρωταγωνίστριές του, Κοσμίνα Στρατάν και Κριστίνα Φλούτουρ, μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. Η ταινία, βασισμένη στη νουβέλα της Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν, αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός εξορκισμού, που
συνέβη στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στο χωριό Τανάκου της Ρουμανίας. Κεντρικοί χαρακτήρες είναι δύο φίλες, η Αλίνα και η Βοϊκίτσα. Η πρώτη έφυγε στη Γερμανία και η δεύτερη έγινε καλόγρια. Όταν η Αλίνα επιστρέφει και θέλει να πάρει μαζί της τη φίλη της, συναντά την αντίδραση του ιερέα της μονής και των υπόλοιπων μοναχών. Η απάντηση είναι σαφής: όταν διαλέξεις το δρόμο του Θεού, δεν υπάρχει επιστροφή. Και όταν η Αλίνα επιμένει να τα βάζει με όλους προκειμένου να πάρει πίσω τη φίλη της, οι μοναχοί υποψιάζονται διαβολικές δυνάμεις και αποφασίζουν να επέμβουν δυναμικά. Η ταινία έχει επιλεγεί να εκπροσωπήσει τη Ρουμανία στη διεκδίκηση του ξενόγλωσσου
Όσκαρ.
Το σινεμά του Κριστιάν Μουντζίου βαδίζει στο δρόμο του ρεαλισμού. Ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει πως η αγαπημένη του ταινία είναι ο «Κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα. Οι ταινίες του είναι ανθρωποκεντρικές και τοποθετεί τους ήρωές του μέσα σε ένα περιβάλλον του οποίου τις συνέπειες υφίστανται. Υπάρχει μια κριτική ματιά απέναντι στο καθεστώς Τσαουσέσκου, αλλά χωρίς κραυγές και εύπεπτες πολιτικολογίες. Ο Μουντζίου εξετάζει κυρίως πώς το όλο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι επηρεάζει τις ζωές των ηρώων του, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες».
Σκηνοθετεί με στιβαρότητα, κατέχει την τέχνη της αφήγησης και μαζί με τη συγκίνηση μπορούμε ενίοτε να διακρίνουμε και λεπτές αποχρώσεις χιούμορ. Είναι λιτός κι απέριττος, συχνά μινιμαλιστικός, αποφεύγει την πολυλογία, παραμένοντας φανατικός οπαδός της άποψης πως ο κινηματογράφος -πάνω απ’ όλα-είναι εικόνα. Όταν σκηνοθετεί ταινίες για το παρελθόν της χώρας του, δεν δημαγωγεί ούτε πέφτει στην παγίδα της εύπεπτης καταγγελίας.
Αντίθετα, προσεγγίζει με σεβασμό τους ανθρώπους που έζησαν εκείνα τα χρόνια αλλά και τα βιώματά τους. Με λίγα λόγια, ο Κριστιάν Μουντζίου είναι ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες στη Ρουμανία αλλά κι ένας από τους πιο σημαντικούς -όπως φαίνεται- στην Ευρώπη.
Στράτος Κερσανίδης




ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ:
"Πισω από τους λόφους, είναι ένα μοναστηρι, πισω από τους τοιχους του μοναστηριου , είναι η παλια κι η νεα Ρουμανια. Στα προσωπα,  στις συνηθειες,στην νοοτροπία και το μοναστηριακο τυπικό, ο σκηνοθετης μας καταθετει την παλια Ευρωπη που επεξεργαζεται και σκαναρει τα δεδομενα για να παρουσιασει μια νεα Ευρώπη . Ισως η διαδικασια και η προσωποποίηση να είναι παρακινδυνευμένη και το καινούργιο που θα προκυψει να είναι κατι τοσο μεσαιωνικό που θα μας αφησει εκπληκτους.  Η μηπως το μοναστηρι κι οι τοιχοι του ειναι το μπλοκαρισμενο ιδεολογικο μας βλεμμα στην προκληση του αγνωστου αυριο των απαιτησεων των "αγορων" ; "
Τελλος Φίλης Seven Film Gallery


Χαμένος Παράδεισος (Tabu) του Miguel Gomes


TABU (Χαμένος Παράδεισος) 
απο 28 Φεβρουαρίου αποκλειστικα στο cine ΕΛΛΗ (Ακαδημίας) 

 

Πρώτη προβολή στο πλαισιο του 53ου Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονικης
ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ: Σάββατο, 3 Νοεμβρίου 2012 - 17:00
TZON KAΣΣABETHΣ:        Κυριακή, 4 Νοεμβρίου 2012 - 19:30


Σκηνοθεσία: Miguel Gomes
Σεναριο: Miguel Gomes &  Mariana Ricardo                 
Φωτογραφία: Rui Poças
Παιζουν:
Teresa Madruga      
 Laura Soveral          
 Ana Moreira 
 Henrique Espírito Santo     
 Carloto Cotta
 Isabel Muñoz Cardoso       
 Ivo Müller

Χωρα παραγωγής: Πορτογαλία, Γερμανία, Βραζιλία, Γαλλία
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Πορτογαλικά
Διαρκεια : 118 Ασπρόμαυρο


Βραβεια - Συμμετοχές:
Βραβειο Alfred Bauer στο Διεθνές Φεστιβαλ Βερολίνου 2012
Βραβειο Διεθνους ενωσης Κριτικών Κινηματογραφου στο Φεστιβαλ Βερολίνου 2012
Βραβειο κοινου στο Διεθνες φεστιβαλ κινηματογραφου Las Palmas
Δευτερο βραβειο καλύτερης ταινιας στο Διεθνες φεστιβαλ κινηματογραφου Las Palmas
Επίσημη συμμετοχη στο φεστιβαλ του Karlovy Vary
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ της Νεας Υόρκης
Επισημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Στοκχόλμης




Μια οξύθυμη ηλικιωμένη γυναίκα, η υπηρέτριά της από το Πράσινο Ακρωτήριο και η γείτονισσά τους, μια γυναίκα αφοσιωμένη στα κοινό καλό, ζουν στον ίδιο όροφο μιας πολυκατοικίας στη Λισαβώνα. Όταν η ηλικιωμένη πεθάνει, οι άλλες δύο θ’ ανακαλύψουν ένα κεφάλαιο απ’ το παρελθόν της: μια ιστορία έρωτα κι εγκλήματος, με φόντο μια Αφρική που μοιάζει βγαλμένη από ταινία δράσης.


Η Πιλάρ περνά τα πρώτα χρόνια της σύνταξης της, προσπαθώντας να διορθώσει τον κόσμο και φροντίζοντας για τις ενοχές των άλλων, ένα πολύ δύσκολο έργο στις μέρες μας. Συμμετέχει σε αγρυπνίες για την ειρήνη, συνεργάζεται με καθολικές κοινωνικές ομάδες παρέμβασης, κατεβάζει κι ανεβάζει συνεχώς έναν πίνακα από τον τοίχο της, για να μη πληγώσει τα συναισθήματα του φίλου που της τον χάρισε…
Περισσότερο απ’ όλα την προβληματίζει η μοναξιά της γειτόνισσας της, Αουρόρα, μια εκκεντρική κι ευέξαπτη ογδοντάχρονη, που πηγαίνει στο καζίνο μόλις βρίσκει λίγα λεφτά, μιλά συνεχώς για την κόρη της που απ’ ότι δείχνει δε θέλει να τη δει, έχει συνεχή hangover από τα αντικαταθλιπτικά που παίρνει και υποψιάζεται ότι η υπηρέτρια της Σάντα ασκεί βουντού επάνω της.
Για τη Σάντα δε γνωρίζουμε πολλά, δε μιλάει πολύ, ακολουθεί εντολές και θεωρεί ότι ο καθένας πρέπει να κοιτάει τη δουλειά του. Πηγαίνει σε νυχτερινό σχολείο, και τα βραδιά διαβάζει το Ροβινσώνα Κρούσο στον καναπέ καπνίζοντας.
Η Αουρόρα θα ζητήσει κάτι περίεργο, και οι άλλες δύο γυναίκες θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τη βοηθήσουν. Θέλει να συναντήσει έναν άντρα, τον Τζιανλούκα Βεντούρα, κάποιον που κανείς δε γνώριζε την ύπαρξη του μέχρι εκείνη τη μέρα. Η Πιλάρ και η Σάντα θα ανακαλύψουν ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο, αλλά όχι σώφρον.
Ο Βεντούρα έχει μια κρυφή συμφωνία με την Αουρόρα και μια ιστορία να διηγηθεί, που συνέβη 50 χρόνια πριν, λίγο πριν τον Πορτογαλικό αποικιακό πόλεμο. Ξεκινάει ως εξής: «Η Αουρόρα είχε μια φάρμα στην Αφρική, στους πρόποδες του όρους Ταμπού..»

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ:

Η Αουρόρα, μια μάλλον… στριμμένη, ηλικιωμένη κυρία που ζει στη Λισαβόνα μαζί με τη γυναίκα που τη φροντίζει, εγκαταλείπει τα εγκόσμια, αφήνοντας πίσω ένα γράμμα που απευθύνεται σε κάποιον άγνωστο, φαινομενικά, άνδρα. Αυτό το γράμμα θα οδηγήσει την υπηρέτριά της αλλά και τη θρησκευόμενη γειτόνισσά της σε μια μεγάλη ανακάλυψη: η Αουρόρα, όταν ήταν νέα, όχι μόνο έζησε στην αποικιακή Αφρική ένα σημαντικό κομμάτι της νιότης της αλλά βίωσε και μια ζωή σα να ήταν βγαλμένη από παραμύθι, γεμάτη πάθος, περιπέτεια και… κροκόδειλους.
    Ο «Χαμένος Παράδεισος» δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι είναι μια από τις πιο πρωτότυπες προτάσεις της χρονιάς. Παρά την ασπρόμαυρη φωτογραφία του και τις εμφανείς παραπομπές στη βωβή εποχή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, η απόσταση με το φαινομενικά ανάλογης αισθητικής «The Artist» δε θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Ο Μιγκέλ Γκόμες χρησιμοποιεί τις αναφορές του παρελθόντος, όχι για να δημιουργήσει επί τούτου ένα έργο που αποτίει φόρο τιμής στο κινηματογραφικό παρελθόν, αλλά για να πειραματιστεί με τη δομή και τη φόρμα της αφήγησης και να χρησιμοποιήσει τα παραδοσιακά μέσα κινηματογράφησης για τη δημιουργία, παραδόξως, κάτι πολύ μοντέρνου.
    Ο Γκόμες χωρίζει την ταινία σε δύο μέρη (ή σε τρία, αν λάβει κανείς υπόψη του τον διασκεδαστικό πρόλογο για τη χαμένη αγάπη ενός θαρραλέου εξερευνητή και το δέσιμό του με το πνεύμα των κροκοδείλων), ονομάζοντάς τα «χαμένος παράδεισος» και «παράδεισος», με αυτή τη σειρά. Η επιλογή των ονομάτων δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Γκόμες, ουσιαστικά, αντιστρέφει τα ομώνυμα κεφάλαια του επίσης ονομαζόμενου «Tabu» του Μουρνάου, που υπήρξε και η τελευταία ταινία του φημισμένου σκηνοθέτη και το οποίο διηγούνταν την ιστορία ενός ζευγαριού ιθαγενών σε ένα νησί των Νοτίων Θαλασσών, που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την παλιά ζωή του στη νήσο και να φυγαδευτεί όταν η κοπέλα επιλέγεται ως υπηρέτρια των θεών. Δεν είναι, λοιπόν, δύσκολο να αναλογιστεί κανείς γιατί επιλέχτηκαν ως τίτλοι των κεφαλαίων τα «παράδεισος» και «χαμένος παράδεισος» και στις δύο περιπτώσεις.
   Η Αουρόρα του τώρα (την οποία υποδύεται η έξοχα συγκρατημένη και διακριτικά κωμική Λάουρα Σοβεράλ) είναι μια θλιβερή ανάμνηση της παθιασμένης γυναίκας του παρελθόντος και η νοσταλγία για αυτό το μεγαλείο αποτυπώνεται υπέροχα μέσα από το φιλμ των 16mm που απλώνεται στην οθόνη. Κρυμμένη πίσω από μεγάλα μαύρα γυαλιά και γεμάτη ιδιοτροπίες, η ηλικιωμένη Αουρόρα δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου. Έχει πάθος με τον τζόγο, με αποτέλεσμα να ξοδεύει τα λεφτά της καθημερινά στο casino, και κατηγορεί τη Σάντα, τη γυναίκα που τη φροντίζει, ότι της κάνει μάγια «επειδή θέλει να την ξεκάνει». Τίποτα δε θυμίζει τη γεμάτη ζωή Αουρόρα του παρελθόντος (Άνα Μορέιρα), που της άρεσε το κυνήγι και η εξωτική ζωή και δε δίσταζε να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα.
    Ενώ το πρώτο μέρος του «Χαμένου Παράδεισου» είναι βασισμένο στο ρεαλισμό και την πραγματικότητα, το δεύτερο επωφελείται από την υποκειμενική οπτική της αφήγησης και γίνεται πιο «παραμυθένιο» και ονειρικό. Καθώς στο δεύτερο μέρος τη γνωρίζουμε μέσα από τα μάτια του ανθρώπου που την αγάπησε όσο καμία άλλη, η Αουρόρα αποκτά διαστάσεις μύθου και η ιστορία εξιδανικεύει την persona της. Παράλληλα, η αφήγηση αρχίζει να στερείται τα σύγχρονα μέσα. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία παραμένει, όμως, όλοι οι ήχοι αφαιρούνται από το φιλμ, εκτός από την ανδρική φωνή που αφηγείται την ιστορία και τις απρόβλεπτες pop προσθήκες, όπως η… βραζιλιάνικη διασκευή του «Be my Baby»!
    Ο Γκόμες δεν έχει σκοπό να ξεπατικώσει τις τακτικές των ασπρόμαυρων, βωβών φιλμ αλλά να τις χρησιμοποιήσει δημιουργικά στην αφήγηση της ιστορίας του. Αναπνέει μέσα από αυτές, απομονώνει τους ήχους και τα βλέμματα, τονίζει την ένταση του περιβάλλοντος. Ακόμα και όταν οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας φαντάζουν αναληθοφανείς, όλα ταιριάζουν και βγάζουν νόημα σε ένα επίπεδο απόλυτα συνεπές με τον βασικό κορμό της ιστορίας. Η ίδια η εμφάνιση του κροκόδειλου στην ταινία αποκτά την έννοια της αγάπης και της μετενσάρκωσής της, όπως αναφέρει και η μικρή ιστορία πριν από τους τίτλους της αρχής. Τα πάντα διακατέχει μία αίσθηση νοσταλγίας, που, όμως, δεν αφορά το ίδιο το μέσο του κινηματογράφου, όπως συνέβη στο «The Artist», αλλά οποιαδήποτε προηγούμενη ζωή, το όνειρο που παραμένει χαραγμένο στο μυαλό και μια ιστορία που αξίζει να μην ξεχαστεί.
     Ο «Χαμένος Παράδεισος», τελικά, είναι εκείνη η ταινία που χαίρεσαι να ανακαλύπτεις, όπως το χαμένο γράμμα της Αουρόρα, που ανοίγει έναν ολόκληρο νέο κόσμο μπροστά στα μάτια των δύο γυναικών. Εξάλλου, η αφήγησή του σέβεται την ιστορία και τα μέσα του κινηματογράφου χωρίς όμως να είναι αποκομμένη από το τώρα, πετυχαίνοντας να μιλήσει για κάτι οικουμενικά σημαντικό. Πώς γίνεται να του αντισταθείς, λοιπόν;
   ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Αριστοτεχνικά δομημένος και με μία ζεστή ψυχή στο επίκεντρο της ιστορίας του, ο «Χαμένος Παράδεισος» είναι μια ταινία για τη νοσταλγία, τα περασμένα μεγαλεία της ζωής και το όνειρο, που παραμένει τόσα χρόνια μετά μέσα μας. Με άλλα λόγια, είναι μια ταινία για την ίδια τη ζωή. Επίσης, θα αλλάξει ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο θα αντικρίζετε, πλέον, έναν κροκόδειλο. Δείτε το.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ από το  www.freecinema.gr




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ

ΜΙΓΚΕΛ ΓΚΟΜΕΖ

Γεννημένος στη Λισσαβόνα το 1972. Σπούδασε στην Κινηματογραφική και Θεατρική Σχολή της Λισσαβόνας, κι εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου από το 1996 έως το 2000.
Σκηνοθέτησε πολλές ταινίες μικρού μήκους και βραβεύτηκε σε φεστιβάλ όπως του Όμπερχάουζεν, Μπέλφορτ και Βίλα Ντε Κόντε, ενώ συμμετείχε και στα φεστιβάλ του Λοκάρνο, Ρότερνταμ, Μπουένος Άιρες και Βιέννη.
Το THE FACE YOU DESERVE (2004) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Το 2008, παρουσίασε την ταινία του, OUR BELOVED MONTH OF AUGUST στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ αργότερα επιλέχτηκε και σε άλλα 40 διεθνή φεστιβάλ όπου και βραβεύτηκε πολλάκις.
O "Χαμένος Παράδεισος" είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του.


ΤΕΡΕΣΑ ΜΑΝΤΡΟΥΓΚΑ

Η Τερέσα Μαντρούγκα γεννήθηκε στις Αζόρες το 1953. ξεκίνησε ως ηθοποιός στο θέατρο το 1976. έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως οι  Manoel de Oliveira, João CésarMonteiro, João Canijo, João Pedro Rodrigues, João Botelho και Fernando Lopes σε περισσότερες από 30 ταινίες.
Η διεθνής αναγνώριση για εκείνη ήρθε με το ρόλο της στο “La Ville Blanche” του Αλαίν Τάνερ (1983), ενώ το 1995 εμφανίστηκε πλάι στο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στο “Afirma Pereira”.
Έχει βραβευτεί πολλάκις για τις ερμηνείες της στο θέατρο και τον κινηματογράφο, εργάστηκε στον εθνικό ραδιοφωνικό σταθμό της Πορτογαλίας, κι έχει δανείσει τη φωνή της σε περισσότερα από 80 καρτούν.

ΛΑΟΥΡΑ ΣΟΒΕΡΑΛ

Γεννήθηκε στην Αγκόλα το 1933. ενώ σπούδαζε Γερμανική Φιλολογία άρχισε να την ιντριγκάρει το θέατρο. Έκανε το ντεμπούτο της στο “Deseja-se Mulher” και γράφτηκε στο Εθνικό Θέατρο.
Μετά από πολλές εμφανίσεις στην τηλεόραση, κερδίζει το Βραβείο Α Γυναικείου ρόλου του Εθνικού Γραφείου Πολιτισμού το 1968.
Εμφανίζεται ταυτόχρονα και στον κινηματογράφο σε ταινίες των Manoel de Oliveira, João Botelho, Fernando Lopes, ενώ συχνά έχει ρόλους και σε τηλεοπτικές σειρές της Πορτογαλίας.

ΑΝΑ ΜΟΡΕΪΡΑ

Γεννήθηκε στη Λισσαβώνα το 1980.
Στα 17 της, εμφανίστηκε στη μικρού μήκους “Primavera”. Ένα χρόνο αργότερα θα πρωταγωνιστήσει στο “Os Mutantes”, της Teresa Villaverde, για το οποίο ρόλο θα βραβευτεί ως καλύτερη ηθοποιός στα φεστιβάλ της Μπάστια και Ταορμίνα.
Παράλληλα, θα παρατήσει τη γραφιστική για να αφοσιωθεί πλήρως στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Εμφανίζεται σε ταινίες των Raquel Freire, José Nascimento, José Fonseca e Costa, Margarida Gil, Jorge Cramez και João Botelho, μεταξύ άλλων.
Το 1999 είναι υποψήφια για το βραβείο Shooting Star του  European Film Promotion, και το 2006 αποσπά το βραβείο καλύτερης ηθοποιού ( Best Cinema Actress Golden
Globe) για το ρόλο της “Adriana”, της Μαργκαρίτα Γκιλ.

ΚΑΡΛΟΤΟ ΚΟΤΑ

Γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1982. Σπούδασε στη Θεατρική σχολή του Cascais και η διπλωματική ήταν το “Me Cago Em Dios”, που μετέφρασε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε. Είναι η πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή.
Έπειτα, συμμετείχε σε πάνω από τριάντα μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, σαπουνόπερες, και δούλεψε μεταξύ άλλων με τους João Pedro Rodrigues, Manuel
Mozos, Jorge Cramez και Miguel Gomes, με τον οποίο συνεργάστηκε για το “A
Cara Que Mereces” και τώρα για το “Χαμένος Παράδεισος”.
Πρωταγωνίστησε επίσης στη βραβευμένη στις Κάννες μικρού μήκους “Arena” (2009), του João Salaviza, και εμφανίστηκε και στο βραβευμένο “Mistérios de Lisboa”, του Raul Ruiz.
Είναι μέλος της μπάντας “Aves Migratórias” τα τελευταία 8 χρόνια.

ΕΝΡΙΚΕ ΕΣΠΙΡΙΤΟ ΣΑΝΤΟ

Γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1931. Εργάζεται ως διευθυντής στην Εταιρία Σκηνοθετών και γράφει για τον κινηματογράφο στα περιοδικά Visor, Imagem, Actualidades, Seara Nova και σε κάποιες καθημερινές εφημερίδες για το διάστημα 1954 έως 1963.
Το 1967 θα εργαστεί ως παραγωγός σε ταινίες, ντοκιμαντέρ και την τηλεόραση. Είναι ο διευθυντής παραγωγής για σκηνοθέτες όπως οι João César Monteiro, José Fonseca e Costa, Alberto Seixas Santos και Manoel de Oliveira.
Το 1976 ίδρυσε την εταιρία παραγωγής Prole Filme.
Διδάσκει παραγωγή ταινιών σε σχολεία, πανεπιστήμια και κινηματογραφικά φεστιβάλ από το 1978.
Ο ίδιος ανέπτυξε το εργαστήρι για παιδιά “How To Make A Movie” το 1998, και το διδάσκει σε όλη τη χώρα έκτοτε.

ΙΣΑΜΠΕΛ ΚΑΡΝΤΟΣΟ

Γεννήθηκε στο Σάο Τόμε το 1949.
Εργάζεται ως μαγείρισσα στο βρεφονηπιακό σταθμό Unidos de Cabo Verde.
Παρόλο που δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, αυτός είναι ο τρίτος της ρόλος σε ταινία αναγνωρισμένου σκηνοθέτη: εμφανίζεται σε δύο ταινίες του Pedro Costa, “Juventude Em Marcha” (2006) και “A Caça Ao Coelho Com Pau/The Rabbit Hunters” (2007).

ΙΒΟ ΜΟΥΛΕΡ

Γεννήθηκε στη Βραζιλία το 1977. Το 1994, χάρη σε μια υποτροφία πηγαίνει για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αποφοιτεί από τη Νομική το 2002, με τη διπλωματική εργασία “Copyright Laws and Cinematographic Work”.
Εργάζεται ως ασκούμενος σε τράπεζες και νομικά γραφεία, ενώ γράφει και για την κινηματογραφική ιστοσελίδα Guia Floripa, ενώ συνεχίζει το έργο του στο θέατρο.
Γίνεται μέλος της θεατρικής ομάδας Grupo Tapa το 2003.
Με το έργο του Doze Homens E Uma Sentença”, αποσπά το Βραβείο Καλύτερου Θεατρικού APCA (São Paulo Association of Art Critics) το 2010.
Είναι ο συγγραφέας του θεατρικού μονολόγου “Cartas A Um Jovem Poeta βασισμένο  στο κείμενο του Rainer Maria Rilke.
Υπήρξε μέλος του Κέντρου Θεατρικής Έρευνας από το 2006 έως το 2008.
Το “Χαμένος Παράδεισος» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία που συμμετέχει.

ΜΑΝΟΥΕΛ ΜΕΣΚΙΤΑ

Γεννήθηκε στη Λισσαβόνα το 1977. Σπούδασε Ανθρωπολογία, αλλά έχει εργαστεί σε πολλούς χώρους σχετιζόμενους με τον κινηματογράφο.
Γράφει μουσική για ταινίες και συμμετέχει με μικρούς ρόλους. Είναι τακτικός ηθοποιός σε ταινίες του João Nicolau που του έδωσε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό στο “A Espada e a Rosa”.
Συνεργάζεται συχνά με την εταιρία παραγωγής O Som e a Fúria.
Πολυπράγμων καλλιτέχνης, εργάζεται επίσης στην παραγωγή, ενώ σκηνοθετεί και μοντάρει ταυτόχρονα.
Είναι μέλος σε πολλές μουσικές μπάντες στην Πορτογαλία όπως οι München or Norman, με τους Norberto Lobo και João Lobo.




ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΑΤΙΑ :

Ένας περιπλανώμενος εξερευνητής της εποχής της αποικιοκρατίας περιφέρεται στη ζούγκλα της Αφρικής κουβαλώντας την ερωτική του απόγνωση για το χαμό της γυναίκας του. Καταδιωκόμενος από το φάντασμά της και από την αναγκαιότητα του θανάτου, θα συναντήσει τελικά τη μοίρα του στις όχθες ενός ποταμού. Εκεί θα τον καταπιεί «ένας θλιμμένος και μελαγχολικός κροκόδειλος, που θα στοιχειώσει τη σαβάνα για πάντα».
Στο υπνωτικής ομορφιάς ποιητικό εισαγωγικό μέρος της ταινίας Tabu, που δίνεται ως εθνογραφικό ντοκιμαντέρ, ο αφηγητής –σκηνοθέτης διηγείται μια ιστορία που προϊδεάζει για αυτά που θα ακολουθήσουν. Χωρισμένη σε δύο τμήματα, ασπρόμαυρα όπως και το εισαγωγικό, η ταινία στο πρώτο της μέρος («A lost Paradise») παρακολουθεί ημερολογιακά την Pilar, μια μεσήλικη γυναίκα στη σύγχρονη Λισσαβόνα. Πιστή καθολική, ακτιβίστρια και σινεφίλ, η Pilar θέλει να κάνει πάντα το καλό, ζώντας στην ουσία για τους άλλους. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη γειτόνισσά της Aurora, μια ιδιόρρυθμη και στα όρια της παράνοιας ηλικιωμένη, που ζει με την μαύρη της υπηρέτρια Santa. Λίγο πριν πεθάνει η Aurora παραδίδει στην Pilar το όνομα ενός άντρα από το σκοτεινό της παρελθόν. Η αναζήτηση του προσώπου αυτού θα οδηγήσει την ταινία στον αφηγητή του δεύτερου μέρους («Paradise»). Εδώ με ένα flashback 50 χρόνων ξετυλίγεται η πολυτάραχη ζωή της Aurora σε μια πορτογαλική αποικία της Αφρικής, στους πρόποδες του όρους Tabu.
Η τρίτη ταινία του Πορτογάλου σκηνοθέτη και κριτικού Miguel Gomes συνιστά μια ελεγεία για τον έρωτα, την ιστορία και το σινεμά, δοσμένη μέσα από μία πρωτότυπη κινηματογραφική φόρμα. Εμπνευσμένη από την ομώνυμη ταινία του Murnau “Tabu, a Story of the South Seas”(1931) δανείζεται στοιχεία του γερμανικού εξπρεσιονισμού αλλά και του αμερικάνικου κινηματογράφου του Griffith για την απόδοση κυρίως της πιο αχνής ασπρόμαυρης δεύτερης περιόδου. Αυτής που -φέροντας τον ειρωνικό τίτλο «Παράδεισος»- υιοθετεί την αισθητική του βωβού κινηματογράφου και το μυθιστορηματικό λογοτεχνικό ύφος για να εικονογραφήσει τις αφηγούμενες αναμνήσεις και την γεμάτη πάθος επιστολογραφία των δύο εραστών. Υιοθετώντας τρία διαφορετικά είδη κινηματογραφικής αφήγησης, τα οποία επικοινωνούν και αντιδιαστέλλονται ταυτόχρονα, ο Gomes επιχειρεί μια κατάδυση στην προσωπική και ιστορική μνήμη, μια ποιητική αναφορά σε αυτά που χάνονται αμετάκλητα αφήνοντας πίσω τους τη γλυκόπικρη μελαγχολία της ανάμνησης. Η ταινία, αν και θα μπορούσε να θεωρηθεί μία μεταφορά για το θάνατο της αποικιοκρατίας, προχωράει παραπέρα εστιάζοντας γενικότερα στο τέλος μιας εποχής, μιας κοινωνίας αλλά και ενός σινεμά που επιβιώνουν στις μνήμες των ανθρώπων. Διατρέχεται ωστόσο από έναν έντονο αυτοσαρκαστικό τόνο και μια σουρεαλιστική ειρωνική ματιά, που αμβλύνουν ή και ανατρέπουν το ύφος οποιασδήποτε νοσταλγικής διάθεσης. 
Η ταινία βραβεύτηκε με τα βραβεία Fipresci και Αlfred Bauer στο 62ο Φεστιβάλ του Βερολίνου. 

της Καλλιόπης Πουτούρογλου απο το www.cinephilia.gr 



ΜΙΑ ΓΝΩΜΗ :
“Η Αουρόρα και η Πιλάρ ζουν στην Λισαβόνα, σε διπλανά διαμερίσματα _ η Αουρόρα μαζί με την μαύρη της υπηρέτρια _ και είναι φίλες. Μεγάλης πια ηλικίας η Αουρόρα, με μια κόρη που ζει μακριά της, στον Καναδά, και που όταν έρχεται δεν διαθέτει πολύ χρόνο για τη μητέρα της, με τη μοναξιά να την κυκλώνει, σπαταλάει την περιουσία της στο καζίνο. Όταν πέσει στο κρεβάτι, άσχημα άρρωστη, στο παραλήρημά της θα αναφέρει κάποιον «κύριο Βεντούρα». Η ψυχοπονιάρα Πιλάρ θα τον αναζητήσει. Ο κομψός γέροντας όμως δεν θα προλάβει παρά να παραστεί στην κηδεία της Αουρόρα. Μετά την κηδεία θα τους αφηγηθεί την ιστορία τους. Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, που είναι χωρισμένη σε δυο κεφάλαια _ «Ο χαμένος παράδεισος» και «Ο παράδεισος» _, οι λίγοι διάλογοι είναι «βουβοί». Τους καλύπτει η αφήγηση του κυρίου Βεντούρα _ μόνον ήχοι ακούγονται. Στην Αφρική, όπου ζούσε με τον άντρα της, ήταν που ο Βεντούρα συνάντησε την Αουρόρα. Ο έρωτάς τους εξελίχθηκε σε πάθος. Η Αουρόρα θα μείνει έγκυος, ο σύζυγος που δεν γνωρίζει την αλήθεια θα πιστέψει πως το παιδί είναι δικό του αλλά, όταν εκείνη, σε μια απόδραση με τον εραστή της, γεννήσει σε μια καλύβα, όλα θα αποκαλυφθούν. Ο άντρας της, όμως, θα τη σύρει κοντά του, βεβαρημένη μάλιστα με το φόνο ενός φίλου του Βεντούρα, φόνο που τον καλύπτουν. Ο ξεσηκωμός των μαύρων επίκειται. Η Αουρόρα θα γυρίσει με την οικογένειά της στην Λισαβώνα. Αλλά δεν θα έχει ξεχάσει. Eνα πραγματικά καλλιτεχνικό δημιούργημα με προσωπικό ύφος.”
Γιώργος Σαρηγιάννης www.totetartokoudouni.blogspot.gr